Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1394 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Υπέρβαση εξουσίας, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Επίδοση, Φθορά ξένης ιδιοκτησίας, Αυτοδικία.




Περίληψη:
Αυτοδικία - Φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Άρθρα 331, 381 ΠΚ. 1. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, της πρώτης αναιρεσείουσας, ασκήθηκε με δήλωση, ασκήθηκε με επίδοση στο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. 1712/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. 248/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Κατά της αποφάσεως όμως αυτής η οποία δεν είναι καταδικαστική, κατά τα άρθρα 473, 474 ΚΠΔ, δεν επιτρέπεται η άσκηση αναιρέσεως με τον τρόπο που αναφέρθηκε και η ασκηθείσα ως άνω αναίρεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 855/2008). 2. Ο Εισαγγελέας στη παραγγελία του στα όργανα επιδόσεως, προς επίδοση της κλήσεως του κατηγορουμένου, δε μνημόνευσε, όπως όφειλε κατ' άρθρο 169 παρ. 1 ΚΠΔ, ότι συντρέχει κίνδυνος παραγραφής των εκδικαζομένων πλημμελημάτων, που σαφώς δεν υπήρχε, με φερόμενο χρόνο τελέσεως τον Αύγουστο του 2006, ούτε μνημόνευσε ότι συνέτρεχε κάποιος άλλος εξαιρετικός λόγος για τη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεως στο Δικαστήριο. Συνεπώς, αφού δεν υπήρχε ως άνω κίνδυνος παραγραφής ούτε σημειώθηκε η συνδρομή κάποιου εξαιρετικού λόγου για τη γενόμενη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεως, η σύντμηση που έγινε είναι ανίσχυρη και ισχύει η 15νθήμερη προθεσμία, η οποία δεν τηρήθηκε, καθόσον από το αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή προκύπτει ότι η επίδοση στον κατηγορούμενο, της σχετικής κλήσεως για εμφάνιση του στις 25-5-2007, στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, όπου θα εκδικαζόταν η άνω έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου, κατά της αθωωτικής για τον καλούμενο κατηγορούμενο αποφάσεως, έγινε με θυροκόλληση στις 15-5-2007, ήτοι χωρίς να τηρηθεί η τασσόμενη από το άρθρο 166 παρ. 1 ΚΠΔ 15νθήμερη προθεσμία εμφανίσεως. Επίσης, πέραν τούτων, ο ανωτέρω Εισαγγελέας διαβίβασε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, τηλεομοιοτυπικώς την ανωτέρω κλήση του κατηγορουμένου προς επίδοση, καίτοι ο άνω τρόπος διαβιβάσεως προβλέπεται και επιτρέπεται, κατ' άρθρο 159 παρ. 2 ΚΠΔ, μόνον για κρατουμένους στις φυλακές. Επομένως και για τον παραπάνω λόγο, ήταν άκυρη η γενόμενη ως παραπάνω κλήτευση του κατηγορουμένου. Κατ' ακολουθία τούτων, εφόσον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου στις 25-5-2007, το Δικαστήριο, ενόψει της παραπάνω διττής ακυρότητας της κλήσεως του προς εμφάνιση, που όφειλε να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως. Αντ' αυτού όμως, αφού απέρριψε υποβληθέν από άγγελο του εξ Αθηνών συνηγόρου του απόντος κατηγορουμένου αίτημα αναβολής της δίκης, για κώλυμα ταξιδίου και εμφανίσεως του συνηγόρου αυτού από την Αθήνα, χωρίς να ερευνήσει και να διαπιστώσει τις παραπάνω ακυρότητες και χωρίς η υποβολή δια αγγέλου αιτήματος αναβολής των απόντων κατηγορουμένων, να συνεπάγεται και κάλυψη των άνω ακυροτήτων της κλητεύσεως, (ΑΠ 682/2009), προχώρησε στην κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα αυτόν. Έτσι όμως ενεργήσαν το Δικαστήριο, παραβίασε το δικαίωμα του κατηγορουμένου προς εμφάνιση στο ακροατήριο και υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και Η΄ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως. (ΑΠ 1458, 2235/2007). 3. Είναι βάσιμος και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ πρώτος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 349 του ΚΠΔ, διότι το Δικαστήριο απέρριψε το υποβληθέν αίτημα αναβολής της δίκης, με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι το κώλυμα στο πρόσωπο του συνηγόρου των εκκαλούντων δεν αναγγέλθηκε και δεν υποβλήθηκε από τους ίδιους τους εκκαλούντες, που ήταν απόντες, αλλά από άγγελο του δικηγόρου, καθόσον κατά την αληθή έννοια του παραπάνω άρθρου 349 ΚΠΔ, νομιμοποιείτο σε αναγγελία και σε υποβολή αιτήματος αναβολής της δίκης για κώλυμα στο πρόσωπο του συνηγόρου υπερασπίσεως των κατηγορουμένων - εκκαλούντων, ο υπό του τελευταίου απεσταλμένος συνάδελφος του δικηγόρος, ως άγγελος αυτού, ανεξάρτητα από την παρουσία ή την απουσία των εκκαλούντων, (βλ. ΑΠ 1569/ 2008), πολύ περισσότερο που στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κωλυόμενος σε εμφάνιση δικηγόρος των κατηγορουμένων, προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, ότι είχε παραστεί ως συνήγορος τους στον πρώτο βαθμό, αλλά και διοριζόταν αντίκλητος δικηγόρος, στη με αριθ. 504/2006 έκθεση εφέσεως της καταδικασθείσας και εκκαλούσας πρώτης κατηγορουμένης. Αναιρεί και παραπέμπει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1394/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γερογιάννη, περί αναιρέσεως της 1712/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου.
Με πολιτικώς ενάγουσα ..., που δεν παραστάθηκε.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1739/2007.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να κηρυχθεί απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως της Χ1, να γίνει δεκτή η αίτηση του Χ2 και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς αμφοτέρους τους αναιρεσείοντες.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, "με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος και αν κρατείται στη φυλακή, μπορεί να γίνει και σε εκείνον που τη διευθύνει", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, "η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η άσκηση της αναιρέσεως με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προβλέπεται κατ' εξαίρεση και μόνον κατά της καταδικαστικής αποφάσεως. Τέτοια όμως απόφαση δεν είναι και εκείνη με την οποία απορρίπτεται η έφεση του κατηγορούμενου ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη για οποιαδήποτε αιτία. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε (μεταξύ άλλων περιπτώσεων) χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο για την άσκησή του, κηρύσσεται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο σε συμβούλιο απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη από 19-9-2007 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως της πρώτης αναιρεσείουσας Χ1, ασκήθηκε με δήλωση, η οποία επιδόθηκε στο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 20-9-2007 και στρέφεται κατά της με αριθμ. 1712/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) έφεση της αναιρεσείουσας κατά της με αριθμ. 248/2006, καταδικαστικής γι'αυτήν αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Κατά της αποφάσεως όμως αυτής του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία, ως απορρίπτουσα την έφεση της εκκαλούσας πρώτης αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ως ανυποστήρικτη, δεν είναι καταδικαστική, δεν επιτρέπεται η άσκηση αναιρέσεως με τον τρόπο που αναφέρθηκε και η ασκηθείσα αναίρεση είναι απαράδεκτη. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, στα δικαστικά έξοδα.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠοινΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων, αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, επερχομένης διαφορετικά, κατά τα άρθρα 171 παρ.1 περ.δ και 174 παρ.2 του ΚΠοινΔ, ακυρότητας της διαδικασίας. Ειδικότερα, η "εμφάνιση" του κατηγορουμένου αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες ο νόμος διασφαλίζει την προσωπική συμμετοχή αυτού, δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις, οι οποίες διαγράφουν ορισμένες διαδικαστικές πράξεις, τύπους και προϋποθέσεις τόπου και χρόνου, με σκοπό να καταστεί δυνατή η εμφάνιση του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 340 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι προϋπόθεση εκδικάσεως της κατηγορίας με την απουσία του κατηγορουμένου είναι η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση αυτού. Νομίμως δε θεωρείται κλητευθείς ο κατηγορούμενος, όταν, είτε κοινοποιήθηκε σε αυτόν, εμπροθέσμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 320, 321 και 177 ΚΠοινΔ κλήση ή κλητήριο θέσπισμα, είτε αναβλήθηκε η δίκη σε ορισμένη ρητή δικάσιμο και ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, είτε το σημαντικό αίτιο αναγγέλθηκε από το συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο. Κατ' άρθρο δε 159 παρ.2 του ΚΠοινΔ, "η επίδοση σε πρόσωπα που κρατούνται σε φυλακή ή σε άλλο καθορισμένο για την κράτηση τόπο (άρθρο 155 παρ.3), μπορεί να γίνει και με τηλεομοιοτυπική διαβίβαση του εγγράφου. Το συντασσόμενο για την επίδοση αυτή αποδεικτικό μπορεί να διαβιβαστεί σε αυτόν που παράγγειλε την επίδοση αυτή με ίδιο τρόπο". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η με τον παραπάνω τρόπο επίδοση επιτρέπεται κατ'εξαίρεση, μόνο για πρόσωπα κρατούμενα σε φυλακή ή σε άλλο τόπο κρατήσεως και αυτό δε μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα μη κρατούμενα πρόσωπα, που η επίδοση γίνεται από ποινικό ή δικαστικό επιμελητή, διότι, κατ'άρθρο 155 παρ.3 του ιδίου Κώδικα, η επίδοση στην περίπτωση κρατουμένων, γίνεται από τους υπαλλήλους του καταστήματος κρατήσεως. Ήτοι, αν η προς κατηγορούμενο επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, διαβιβασθέντων τηλεομοιτυπικώς, γίνει σε κατηγορούμενο που δεν κρατείται σε φυλακή ή άλλο τόπο κρατήσεως, η επίδοση αυτή είναι άκυρη. Η από την άνω επίδοση ακύρωση δημιουργούμενη σχετική ακυρότητα, δεν καλύπτεται κατ'άρθρον 174 παρ.2 του ΚΠοινΔ, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ή εμφανισθείς αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης.(ΑΠ 1322,1772/2008).
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 169 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η σύντμηση της 15νθημέρου προθεσμίας εμφανίσεως του γνωστής διαμονής στην ημεδαπή κατηγορουμένου στο ακροατήριο, σε οκτώ κατ'ανώτατο όριο ημέρες, προϋποθέτει τη συνδρομή κατά την κρίση του Εισαγγελέα κινδύνου παραγραφής ή άλλων εξαιρετικών λόγων, που επιτάσσουν τη σύντμηση αυτή, περί των οποίων λόγων όμως, γίνεται ειδική μνεία στην παραγγελία προς επίδοση. Η έλλειψη της παραπάνω μνείας του κινδύνου παραγραφής ή άλλου εξαιρετικού λόγου για την σύντμηση, στη σχετική παραγγελία επιδόσεως, την οποία οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως στην περίπτωση μη εμφανίσεως του κατηγορουμένου ή στην περίπτωση εμφανίσεως αυτού, αν προβληθεί αντίρρηση στην πρόοδο τα διαδικασίας, καθιστά ανίσχυρη τη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεως του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Συνέπεια τούτου είναι, να έχει εφαρμογή η τασσόμενη υπό του άρθρου 166 παρ. 1 ΚΠοινΔ 15νθήμερη προθεσμία εμφανίσεως, η μη τήρηση της οποίας συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠοινΔ (164 παρ. 3 ΚΠοινΔ). Αν δεν καλυφθούν, ως παραπάνω εκτέθηκε, οι ως άνω τυχόν ακυρότητες της διαδικασίας και το Δικαστήριο, α) επί απουσίας του κατηγορουμένου, δεν κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως ή β) δεν αποδεχθεί σχετική ένσταση του εμφανισθέντος και αντιλέξαντος στην πρόοδο της δίκης κατηγορουμένου, αλλά αντίθετα, παρά την ακυρότητα αυτή, προχωρήσει στην εκδίκαση αυτής και κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο, υπερβαίνει την εξουσία του. (ΟλΑΠ 7/2005, ΑΠ 2235/2007).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εγγράφων της δικογραφίας, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα εξής: Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου, προέβη στην σύντμηση σε οκτώ ημέρες της 15νθημέρου προθεσμίας εμφανίσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ2, για να εμφανισθεί στις 25-5-2007, στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, όπου θα εκδικαζόταν σε δεύτερο βαθμό η με αριθ. 511/3-11-2006 έφεση του ιδίου Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής για τον κατηγορούμενο αυτό, με αριθ. 248/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρπάθου. Ο ανωτέρω Εισαγγελέας όμως στη σχετική παραγγελία του στα όργανα επιδόσεως, προς επίδοση της κλήσεως του κατηγορουμένου, δε μνημόνευσε ότι συντρέχει κίνδυνος παραγραφής των εκδικαζομένων δύο πλημμελημάτων, που σαφώς δεν υπήρχε, με φερόμενο χρόνο τελέσεως το Α' 15νθήμερο του μηνός Αυγούστου του 2006, ούτε μνημόνευσε ότι συνέτρεχε κάποιος άλλος εξαιρετικός λόγος για τη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεως στο Δικαστήριο.
Συνεπώς, αφού δεν υπήρχε ως άνω κίνδυνος παραγραφής ούτε σημειώθηκε στην παραγγελία επιδόσεως η συνδρομή κάποιου εξαιρετικού λόγου για τη γενόμενη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεως, παρά μόνο η σημείωση του άρθρου 169 παρ.2 ΚΠοινΔ, η σύντμηση που έγινε είναι ανίσχυρη και ισχύει κατά τα προεκτεθέντα η 15νθήμερη προθεσμία, η οποία και στην προκείμενη περίπτωση, δεν τηρήθηκε, καθόσον από το από ... αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ...προκύπτει ότι η επίδοση στον κατηγορούμενο, κάτοικο ..., της σχετικής κλήσεως για εμφάνισή του στις 25-5-2007, στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, όπου θα εκδικαζόταν η άνω έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου, κατά της με αριθ. 248/2006 αθωωτικής για τον καλούμενο κατηγορούμενο αποφάσεως, έγινε με θυροκόλληση στις 15-5-2007. Επίσης, πέραν τούτων, ο ανωτέρω Εισαγγελέας διαβίβασε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, τηλεομοιοτυπικώς την ανωτέρω κλήση του κατηγορουμένου προς επίδοση. Επομένως και για τον παραπάνω λόγο, ήταν άκυρη η γενόμενη ως παραπάνω κλήτευση του κατηγορουμένου. Κατ' ακολουθίαν τούτων, εφόσον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου στις 25-5-2007, το Δικαστήριο, ενόψει της παραπάνω διττής ακυρότητας της κλήσεώς του προς εμφάνιση, που όφειλε κατ'άρθρο 171 ΚΠοινΔ, να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως. Αντ' αυτού όμως, αφού απέρριψε υποβληθέν από άγγελο του εξ Αθηνών συνηγόρου του απόντος κατηγορουμένου αίτημα αναβολής της δίκης, για κώλυμα ταξιδίου και εμφανίσεως του συνηγόρου αυτού από την Αθήνα, χωρίς να ερευνήσει και να διαπιστώσει τις παραπάνω ακυρότητες ενόψει του ότι η υποβολή δια αγγέλου αιτήματος αναβολής των απόντων κατηγορουμένων, δεν συνεπάγεται και κάλυψη των άνω ακυροτήτων της κλητεύσεως, (ΑΠ 682/2009), προχώρησε στην κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα αυτόν για δύο πλημμελήματα, σε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι μηνών. Έτσι όμως που ενήργησε το Δικαστήριο, παραβίασε το δικαίωμα του κατηγορουμένου προς εμφάνιση στο ακροατήριο και υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α και Η του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

Κατά τη διάταξη των άρθρων 170 παρ. 2, 171 παρ. 1 εδ. δ', 349, 501 παρ. 1 και 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραδοχή ή μη του αιτήματος του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, απόκειται στην κυριαρχική και ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο, όμως, αν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, οφείλει να απαντήσει σ' αυτό, διότι άλλως δημιουργείται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως από τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Για την απόρριψη του αιτήματος αυτού, κατά το άρθρο 139 εδ. γ του ΚΠοινΔ, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να διαλάβει και στην παρεμπίπτουσα αυτή απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, προκειμένου να απορρίψει ως αβάσιμο το αίτημα αυτό, διότι διαφορετικά δημιουργείται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ως άνω Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, στα οποία είναι ενσωματωμένη και η προσβαλλόμενη απόφαση, στην αρχή της διαδικασίας, εμφανίστηκε ο δικηγόρος Ρόδου Σάββας Τσαμπής, ο οποίος υπέβαλε αίτημα αναβολής για λογαριασμό των δύο απόντων κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων και συγκεκριμένα δήλωσε ότι "οι κατηγορούμενοι έχουν δικηγόρο τον Ιωάννη Γιαλλούση και δε μπόρεσε να έρθει" και αφού εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας επί του αιτήματος αναβολής, κατέθεσε "ο συνάδελφος Ιωάννης Γιαλλούσης χειρίζεται την υπόθεση και δε μπόρεσε να βρει θέση στο αεροπλάνο για να έρθει να υπερασπίσει τους κατηγορουμένους, που είναι πελάτες του". Ακολούθως, μετά από πρόταση του Εισαγγελέως το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το παραπάνω αίτημα των δύο συγκατηγορουμένων συζύγων, με την εξής αιτιολογία "επειδή το κώλυμα στο πρόσωπο του συνηγόρου των εκκαλούντων δεν αναγγέλθηκε από τους τελευταίους, που είναι απόντες, δεν συντρέχει εν προκειμένω νόμιμη περίπτωση αναβολής της δίκης, κατ'άρθρο 349 ΚΠΔ και το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί".
Η αιτιολογία όμως αυτή για την προκείμενη παρεμπίπτουσα απόφαση, δεν είναι η απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη. Επιπλέον, κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 349 του ΚΠοινΔ, το Δικαστήριο απέρριψε το υποβληθέν αίτημα αναβολής της δίκης, με την άνω αιτιολογία ότι το κώλυμα στο πρόσωπο του συνηγόρου των εκκαλούντων δεν αναγγέλθηκε και δεν υποβλήθηκε από τους ίδιους τους εκκαλούντες, που ήταν απόντες, καθόσον κατά την αληθή έννοια του παραπάνω άρθρου 349 ΚΠοινΔ, νομιμοποιείτο σε αναγγελία και σε υποβολή αιτήματος αναβολής της δίκης για κώλυμα στο πρόσωπο του συνηγόρου υπερασπίσεως των κατηγορουμένων - εκκαλούντων, ο υπό του τελευταίου απεσταλμένος συνάδελφός του δικηγόρος, ως άγγελος αυτού, ανεξάρτητα από την παρουσία ή την απουσία των εκκαλούντων, (βλ. ΑΠ 1569/2008), πολύ δε περισσότερο που στη συγκεκριμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ο κωλυόμενος να εμφανιστεί δικηγόρος των κατηγορουμένων Ιωάννης Γιαλλούσης, είχε παραστεί ως συνήγορός τους στον πρώτο βαθμό και είχε διοριστεί, αντίκλητος δικηγόρος, στη με αριθ. 504/2006 έκθεση εφέσεως της καταδικασθείσας και εκκαλούσας πρώτης κατηγορουμένης. Επομένως, είναι βάσιμος και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως.

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως προς το δεύτερο κατηγορούμενο, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση και να παραπεμφθεί για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο, όμως, θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 469 ΚΠοινΔ αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με τον νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνον σε αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Ως μη ασκήσας δε ένδικο μέσο, υπέρ του οποίου επεκτείνεται το άνω αποτέλεσμα ενδίκου μέσου άλλου, θεωρείται και εκείνος του οποίου απορρίφθηκε το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, για τυπικούς λόγους. Στην προκείμενη υπόθεση, εφόσον κατά παραδοχή, κατά τα ανωτέρω, της αιτήσεως αναιρέσεως του δευτέρου κατηγορουμένου αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας, μη καλυφθείσα, λόγω της μη νόμιμης συντμήσεως της 15νθήμερης προθεσμίας προς εμφάνιση στο Δικαστήριο και για υπέρβαση εξουσίας, αλλά και περαιτέρω για αναιτιολόγητη και κατ'εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 349 ΚΠοινΔ απόρριψη υποβληθέντος κοινού αιτήματος αναβολής του συνηγόρου και των δύο κατηγορουμένων, ήτοι και για λόγους που δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του δευτέρου αναιρεσείοντος, πρέπει η γενόμενη δεκτή αναίρεση αυτού να έχει επεκτατικό αποτέλεσμα και για την πρώτη αναιρεσείουσα σύζυγό του Χ1, συμμέτοχο και συγκατηγορούμενή του για τα ίδια πλημμελήματα αυτοδικίας και φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, τα οποία φέρονται ότι τελέστηκαν από κοινού, η αναίρεση της οποίας ασκήθηκε, με το ίδιο δικόγραφο, κατά της αυτής αποφάσεως, και περιέχει τους ίδιους λόγους με την αναίρεση του δευτέρου αναιρεσείοντος, αλλά απορρίφθηκε, κατά τα ανωτέρω, ως απαράδεκτη για τυπικούς λόγους.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-9-2007 αίτηση - δήλωση της πρώτης αναιρεσείουσας Χ1, για αναίρεση της με αριθμ. 1712/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου.
Καταδικάζει την ανωτέρω αναιρεσείουσα Χ1 στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Δέχεται την από 19-9-2007 αίτηση του δευτέρου αναιρεσείοντος Χ2.
Αποφαίνεται ότι η αναίρεση του Χ2, έχει επεκτατικό αποτέλεσμα και για τη συγκατηγορούμενη σύζυγό του, πρώτη αναιρεσείουσα, Χ1.
Αναιρεί την άνω με αριθμ. 1712/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου και για τους δύο αναιρεσείοντες - κατηγορούμενους.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή