Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2104 / 2007    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Αναιρέσεως επεκτατικό αποτέλεσμα, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Πλάνη νομική και πραγματική, Πλαστογραφία πιστοποιητικού και χρήση.




Περίληψη:
Συνεκδίκαση τριών αναιρέσεων κατά της αυτής απόφασης. Δύο εξ αυτών του ίδιου αναιρεσείοντος. Παρα-δεκτή η εμπρόθεσμη δεύτερη, που θεωρείται ότι συμπληρώνει την πρώτη, εφόσον αυτή δεν έχει κριθεί. Συνερευνώνται λόγω συνάφειας. Κακουργη-ματική πλαστογραφία μετά χρήσεως (επιταγές, πλαστές άδειες οδήγησης κ.λ.π., κατ’ εξακολούθηση). Ωφέλεια - ζημία άνω των 15.000 ευρώ και τελεση κατ’ επάγγελμα και συνήθεια. Στοιχεία των εγκλημάτων αυτών. Πότε διαπράττονται κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Κατ’ εξακολού-θηση έγκλημα. Πότε δεν είναι απαραίτητη η εξειδίκευση των επί μέρους πράξεων. Λόγοι αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή και έλλειψη αιτιολογίας. Έγγραφο. Στην έννοια του εγγράφου περιλαμβάνεται και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται (φωτογραφίζεται) το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλ-ληλου μηχανικού μέσου. Πλαστογραφία πιστοποιητικών (217 ΠΚ). Αν η χρήση πλαστού γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του διαλαμβανομένου στο άρθρο 217 ΠΚ, τότε και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό (πιστοποιητικά κ.λ.π.), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 2 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Είναι και οι από το άρθρο 30 ΠΚ περί πραγματικής πλάνης και από το άρθρο 31 παρ. 2 περί συγγνωστής νομικής πλάνης. Έννοια. Η απόρριψη αυτών πρέπει να αιτιολογείται, εφόσον έχουν προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας απορρίψεως των πιο πάνω ισχυρισμών και καταδικαστικής αποφάσεως για ορισμένες επί μέρους πράξεις πλαστογραφίας καθώς και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας διατάξεων 216 και 217 ΠΚ. Δέχεται λόγο αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ως προς ένα αναιρεσείοντα ως προς τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πλαστογραφίας. Δεν προσδιορίζεται βάσει ποιών υπολογισμών το σύνολο της σκοπούμενης βλάβης υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Στις μνημονευόμενες πλαστές επιταγές σε λίρες Αγγλίας, και δολάρια δεν προσδιορίζεται η ισοτιμία των νομισμάτων αυτών σε ευρώ. Ως προς τον άλλον αναιρεσείοντα δεν ασκεί επιρροή στον κακουργηματικό χαρακτήρα των πλαστογραφιών, κατ’ εξακολούθηση, διότι το περιουσιακό όφελος, συναθροιζόμενο με τις υπόλοιπες επί μέρους πράξεις, υπερβαίνουν κατά πολύ το όριο των 15.000 ευρώ. Ο προσδιο-ρισμός όμως του ύψους του οφέλους επιδρά στο ύψος της ποινής. Δέχεται αναιρέσεις εν όλω για τον ένα και εν μέρει για τον άλλο αναιρεσείοντα. Επεκτατικό αποτέλεσμα αναίρεσης (άρθρο 469 ΚΠΔ), στους συμμετόχους που δεν άσκησαν αναίρεση (συναυτουργούς και άμεσος συνεργός), καθόσον ο λόγος αναίρεσης δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος






Αριθμός 2104/2007



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ



ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου: 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαλέρμπα, 2. Χ2 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Μήτση, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 2847/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ3 και 2. Χ4. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 31 Ιανουαρίου 2007, 23 Ιανουαρίου 2007 και 21 Μαρτίου 2007 αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 385/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές εν μέρει οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 514 εδ. γ ΚΠΔ, δεύτερη αίτηση αναίρεσης, κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων Χ2 άσκησε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, εμπροθέσμως στις 23/1/2007 (πριν καθαρογραφεί η προσβαλλόμενη απόφαση) ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, την 7/23-1-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της 2847/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ακολούθως, δια του αυτού πληρεξουσίου του δικηγόρου, άσκησε εμπροθέσμως , στις 21-3-2007, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 473 παρ.2 ΚΠΔ) δεύτερη αίτηση αναιρέσεως στρεφόμενη κατά της ίδιας πιο πάνω σε βάρος του εκδοθείσας καταδικαστικής αποφάσεως.
Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από το Εφετείο Αθηνών ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 1/3/2007, και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν, ως συναφείς, μαζί με την κρινόμενη από 31/1/2007 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ1, στρεφόμενη επίσης κατά της αυτής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
II. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή, αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο β της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, απαιτείται επιπλέον ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001. Στην έννοια του εγγράφου περιλαμβάνεται και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται (φωτογραφίζεται) το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλληλου μηχανικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου με μηχανικό τρόπο. Επομένως, το γεγονός με έννομη σημασία, που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει το πρωτότυπο του εγγράφου εμφανίζεται και στο φωτοτυπικό αντίγραφο, έστω και αν δεν είναι επικυρωμένο και, συνεπώς, μπορεί να αποδειχθεί με αυτό. Η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση κατά τη φωτοτύπηση στοιχείων του γνήσιου εγγράφου συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει ήδη νοθευθεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσεως πλαστού εγγράφου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν, επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος, συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητάς του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.2 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ΄ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνο όταν αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία από ή για περισσότερες τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 1 39 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών, που προτείνονται είτε από τον ίδιο, είτε από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωση τους, αλλιώς είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι και οι από το άρθρο 30 ΠΚ, περί πραγματικής πλάνης και από το άρθρο 31 παρ.2, περί συγγνωστής νομικής πλάνης, που αποκλείουν τον καταλογισμό της πράξεως στο δράστη. Από τη διάταξη του άρθρου 30 ΠΚ, προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως. Κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποιά υπήρξε η πηγή της αγνοίας του ή της εσφαλμένης αντίληψής του. Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 ΠΚ, προκύπτει ότι, για να μη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του άδικου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και αν κατέβαλλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων. Η απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο , δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τις πιο πάνω διατάξεις, είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2847/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2002 περιήλθε στην Αστυνομία πληροφορία ότι άτομο με τα στοιχεία Γ1, σε συνεργασία με τους Χ1, Χ3, Χ2, Γ2 και μια άγνωστη γυναίκα διενεργούν πλαστογραφίες διαφόρων εγγράφων και ότι διαθέτουν ολοκληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών αποτελούμενο από υψηλής αξιοπιστίας και πιστότητας παραγωγής μηχανημάτων (εκτυπωτές, σαρωτές κλπ) με τα οποία γινόταν η κατασκευή κάθε είδους δημόσιου ή ιδιωτικού εγγράφου, κατά παραγγελία, με ιδιαίτερη ειδίκευση στην αναπαραγωγή πλαστών αδειών οδήγησης και κυκλοφορίας, αστυνομικών ταυτοτήτων και διαφόρων αδειών αστυνομικού περιεχομένου. Κατόπιν αυτού τέθηκε σε παρακολούθηση ο Γ1 και διαπιστώθηκε ότι αυτός ερχόταν σε συχνή επαφή με τον κατηγορούμενο Χ2. Επίσης, τέθηκε σε παρακολούθηση και το κατάστημα του Χ1 επί της οδού ...... στην Καλλιθέα. Διαπιστώθηκε ότι από τις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2003 τον επισκεπτόταν τακτικά ο Γ1 με άγνωστο άτομο και ότι παραλάμβαναν από το εν λόγω κατάστημα φακέλους με διάφορα έγγραφα. Έτσι στις 23-1-2003 αποφασίστηκε να γίνει έλεγχος των προαναφερθέντων ατόμων με έρευνες στα σπίτια και στα καταστήματά τους, όπου ανευρέθησαν και κατασχέθηκαν τα λεπτομερώς περιγραφόμενα και αναφερόμενα στις σχετικές εκθέσεις κατασχέσεως πλαστά έγγραφα και τα οποία περιγράφονται και αναφέρονται, λεπτομερώς, στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο κατηγορούμενος Χ2 συνελήφθη ενώ περιφερόταν έξω από την οικία του Γ1 επιτηρώντας το χώρο γύρω απ' αυτήν, σε έρευνα δε που έγινε στον ίδιο και στην υπ' αριθ. ...... δίκυκλη μοτοσικλέτα του βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, ένα δελτίο αστυνομικής ταυτότητας πλαστό στο όνομα Β1 και διάφορες πλαστές επιταγές. Όμοιες επιταγές βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στην κατοχή του Γ1. Αλλά και στο τυπογραφείο του κατηγορουμένου Χ3 ανευρέθησαν και κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, και αρκετές σφραγίδες όμοιες με αυτές που ανευρέθησαν και κατασχέθηκαν στην κατοχή του Γ1 και οι οποίες χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των πλαστών εγγράφων. Εξάλλου, κατά την έρευνα που διενεργήθηκε στο κατάστημα του κατηγορουμένου Χ1, διαπιστώθηκε ότι στο πατάρι του καταστήματος είχε εγκατασταθεί πλήρες οργανωμένο σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή (σαρωτές, κεντρική μονάδα, εκτυπωτές, ένας από τους οποίους πολύ υψηλών δυνατοτήτων, ηλεκτρονικές γραφομηχανές, μηχάνημα πλαστικοποίησης εγγράφων) ενώ γύρω απ' αυτό βρίσκονταν πάγκοι χάρτου και ζελατινών, που προορίζονταν για την κατασκευή πλαστών εγγράφων. Περαιτέρω, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι είχαν διασυνδέσεις και με τον τελευταίο κατηγορούμενο Χ4, ο οποίος εργαζόταν στη ..... και ο οποίος είχε αναλάβει τη διακίνηση πλαστών εγγράφων, κυρίως διπλωμάτων οδήγησης, σε διάφορα άτομα, λαμβάνοντας ως αμοιβή σημαντικά χρηματικά ποσά. Έτσι, μετά από σχετικές αναζητήσεις και διακριβώσεις, αστυνομικός έκλεισε ραντεβού με τον εν λόγω κατηγορούμενο στο καφενείο "......" της ενταύθα πλατείας Συντάγματος, όπου στις 6-2-2003 και τον συνέλαβαν. Μετά από σχετικό έλεγχο βρέθηκαν στην κατοχή του τρία πλαστά διπλώματα οδήγησης, τα οποία και κατασχέθηκαν. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, δήλωσε στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν ότι έστελνε από τη ....., σε προσυμφωνημένες διευθύνσεις, τις φωτογραφίες και τα στοιχεία των ατόμων που ήθελαν πλαστά διπλώματα οδήγησης, ενώ τα συμφωνηθέντα για την κατάρτιση αυτών χρηματικά ποσά από 800 έως 1.500 ευρώ κατέθετε σε λογαριασμούς τραπεζών που του υπεδείκνυαν στο όνομα του Γ1, αφού κρατούσε για λογαριασμό του μέρος από την ως άνω αμοιβή. Μεταξύ διαφόρων σημειώσεων που έφερε μαζί του ο κατηγορούμενος Χ4, είχε και κατάλογο με ονόματα και πλήρη στοιχεία ατόμων που εφοδίασε με πλαστά διπλώματα. Τέτοια διπλώματα με τα ίδια στοιχεία είχαν κατασχεθεί στην κατοχή του Γ1 κατά την από 23-1-2003 κατ' οίκον έρευνα και ειδικότερα, με τα ονόματα ......., ........., ........ και ......... Πιο συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποδείχθηκε: ΑΙ) ότι οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, ενεργώντας ύστερα από συναπόφαση και με κοινό δόλο με τον Γ1 στον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στο διατακτικό, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του Ιδίου εγκλήματος, από κοινού, κατήρτισαν πλαστά και νόθευσαν έγγραφα όπως αυτά περιγράφονται και αναφέρονται υπό στοιχ. ΑΙ και II στο διατακτικό της παρούσας απόφασης με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και να προσπορίσουν στον εαυτό τους βλάπτοντας τρίτον περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ. Την ως άνω δε πράξη οι κατηγορούμενοι τέλεσαν, αφενός μεν κατ' επάγγελμα, διότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (χρησιμοποίηση σύγχρονων μηχανημάτων για την κατασκευή πλαστών εγγράφων) προκύπτει σκοπός των κατηγορουμένων για τον πορισμό εισοδήματος, αφετέρου δε κατά συνήθεια, διότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή των κατηγορουμένων προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. II Και οι δύο ως άνω κατηγορούμενοι μαζί με τον Γ1 νόθευσαν την με αριθμό ........... αστυνομική ταυτότητα στο όνομα Β1 και στο έτος γεννήσεως άλλαξαν τον αριθμό 3 σε 5 αφαίρεσαν δε και τη φωτογραφία του και έθεσαν τη φωτογραφία άλλου προσώπου με σκοπό να παραπλανήσουν τους τρίτους τους συναλλασσομένους με αυτούς ότι, δήθεν, επρόκειτο για γνήσια ταυτότητα του τελευταίου με έτος γεννήσεως 1956 αντί του αναγραφομένου 1936. Στις ενέργειες δε αυτές προέβησαν και για ν' αποκομίσουν όφελος, το οποίο υπερέβαινε συνολικά τα 5.000.000 δρχ. με βλάβη τρίτων, στους οποίους θα μεταβίβασαν τις επιταγές χρησιμοποιώντας και τη νοθευμένη ταυτότητα. III. Ο κατηγορούμενος Χ1, από κοινού με τον Γ1, ενεργώντας ύστερα από συναπόφαση και με κοινό δόλο, κατά το χρονικό διάστημα από 3-6-1999 μέχρι 24-1-2003, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατήρτισαν στην Αθήνα και παρέδωσαν σε τρίτους τις αναφερόμενες και περιγραφόμενες λεπτομερώς στο διατακτικό 21 πλαστές άδειες ικανότητας οδηγού, αναγράφοντας τα στοιχεία του εκάστοτε ενδιαφερομένου, κολλώντας τη φωτογραφία του και θέτοντας επ' αυτών τις αντίστοιχες υπηρεσιακές σφραγίδες κατ' απομίμηση των γνησίων, εισπράττοντας συγχρόνως για κάθε μία από τις πλαστές αυτές άδειες οδήγησης τα αντίστοιχα και αναφερόμενο στο διατακτικό χρηματικά ποσά. Προέβησαν στην κατάρτιση των εν λόγω πλαστών αδειών με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του τους τρίτους και τις αρχές ότι, δήθεν, οι προαναφερόμενες άδειες ήταν γνήσιες και είχαν χορηγηθεί στους κατόχους τους αφού έδωσαν και πέρασαν τις απαιτούμενες από το νόμο εξετάσεις. IV Επίσης, ο κατηγορούμενος Χ1, ενεργώντας ύστερα από συναπόφαση από κοινού με τον Γ1, στον ίδιο τόπο και χρόνο, κατήρτισαν τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στο διατακτικό υπό στοιχ. IV έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν, με τη χρήση τους τρίτους και τις αρχές του Κράτους, ότι, δήθεν, ήταν γνήσια έγγραφα, νόμιμα εκδοθέντα από τις αρμόδιες υπηρεσίες και νόμιμα κατεχόμενα από τα πρόσωπα, τα οποία αφορούσαν, όσον αφορά δε τα, μη συμπληρωμένα με στοιχεία συγκεκριμένου προσώπου έγγραφα, ότι, δήθεν, προέρχονταν και είχαν σφραγισθεί από τις δημόσιες ή κρατικές αρχές ή ιδρύματα και τους οργανισμούς ή τους υπαλλήλους, των οποίων έφεραν τις πλαστές σφραγίδες. Σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος Χ1, μαζί με τον κατά την πρωτόδικη δίκη συγκατηγορούμενό του Γ1, έκαναν χρήση των υπό στοιχεία Α

ΙΙΙ πλαστών εγγράφων (αδειών οδήγησης), παραδίδοντάς τα στους κατόχους τους. Επίσης, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ενήργησαν με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους βλάπτοντας τρίτους (υπηρεσίες των οποίων είχαν πλαστογραφήσει έγγραφα και σφραγίδες, κατόχους πλαστών και τρίτους, συναλλασσομένους με τους τελευταίους) περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει συνολικά τα 5.000.000 δρχ., δεδομένου ότι επί των πλαστών τραπεζικών επιταγών (υπό στοιχ. ΑΙ, ΑIV και 44) είχαν τη δυνατότητα να συμπληρώσουν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό και να τις κυκλοφορήσουν σε τρίτους, από τις υπό στοιχ. Α

ΙΙΙ άδειες ικανότητας οδήγησης είχαν εισπράξει συνολικά 26.532 ευρώ περίπου και τα διάφορα άλλα πλαστά έγγραφα πωλούσαν προς 300 έως 400 ευρώ το καθένα. Επιπλέον, οι παραπάνω πράξεις τελέστηκαν από τους κατηγορουμένους κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού, από την επανειλημμένη τέλεση των πλαστογραφιών, προκύπτει σταθερή ροπή τους προς διάπραξη πλαστογραφιών ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους, ενώ από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (χρησιμοποίηση σύγχρονων μηχανημάτων για την κατασκευή πλαστών εγγράφων) προκύπτει σκοπός των κατηγορουμένων για τον πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ3), έχοντας εργαστήριο κατασκευής σφραγίδων στην Αθήνα κατά το διάστημα από 3-6-1999 μέχρι 24-1-2003, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του Χ1 και Χ2 καθώς και στον Γ1, που είναι και αυτουργοί της υπό στοιχ. Α κακουργηματικής πλαστογραφίας κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της πράξεως αυτής. Πιο συγκεκριμένα, θέλοντας να συμβάλει με τη δική του συνδρομή στην τέλεση από τους ανωτέρω της αξιόποινης πράξης που προαναφέρθηκε, βοήθησε αυτούς άμεσα, κατασκευάζοντας και παραδίδοντας τους πλαστές σφραγίδες τις οποίες εκείνοι έθεταν επί των υπό στοιχ. Α προαναφερθέντων εγγράφων, χωρίς δε τη συνδρομή του αυτή, δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η τέλεση του υπό στοιχ. Α' εγκλήματος. Σημειώνεται ότι ο πιο πάνω κατηγορούμενος ενήργησε με πρόθεση να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλους περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτους που ξεπερνά τα 5.000.000 δρχ., πράγμα που πέτυχε με την κατασκευή μεγάλου αριθμού διαφόρων σφραγίδων παρανόμως, εισπράττοντας κάθε φορά σημαντικά χρηματικά ποσά. Επιπλέον ο εν λόγω κατηγορούμενος ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της ανωτέρω πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή αυτού προς διάπραξη της ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, σε συνδυασμό δε με την διαμορφωθείσα υποδομή (χρησιμοποίηση οργανωμένου εργαστηρίου και συγχρόνων μηχανημάτων), προκύπτει και σκοπός του εν λόγω κατηγορουμένου για πορισμό εισοδήματος. Τέλος, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος Χ4, ενεργώντας, ύστερα από συναπόφαση, από κοινού με τον ....... στη .... και στην ....., αντίστοιχα, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Οκτώβριο μέχρι το μήνα Δεκέμβριο 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος εν γνώσει τους χρησιμοποίησαν πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και για να προσπορίσουν στον εαυτό τους και σε άλλους, βλάπτοντας τρίτον, περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. Ειδικότερα, έκαναν χρήση των υπό στοιχείο Α

ΙΙΙ λεπτομερώς περιγραφομένων στο διατακτικό πλαστών αδειών ικανότητας οδήγησης, μεταβιβάζοντας αυτές στους αναφερομένους επίσης, στο διατακτικό κατόχους τους, με σκοπό να παραπλανήσουν αυτούς, αλλά και τις αστυνομικές αρχές ότι, δήθεν, αυτές ήταν νόμιμες και έτσι πέτυχαν να προσπορίσουν στους εαυτούς τους και στους συγκατηγορουμένους τους Χ1 και στον Γ1 συνολικά το ποσό των 26.532 ευρώ, που τους κατέβαλαν οι κάτοχοι - αγοραστές των παραπάνω πλαστών αδειών ικανότητας οδήγησης. Εξάλλου, από την επανειλημμένη τέλεση της εν λόγω πράξεως, προκύπτει ροπή του εν λόγω κατηγορουμένου σταθερή προς διάπραξή της, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, σε συνδυασμό δε και με τη διαμορφωθείσα υποδομή (ενεργούσε βάσει σχεδίου συνεργαζόμενος με άλλον για την προώθηση μεγάλου αριθμού πλαστών αδειών ικανότητας οδήγησης) προκύπτει και σκοπός του πιο πάνω κατηγορουμένου για τον πορισμό εισοδήματος. Οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ3 ισχυρίζονται ότι οι αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονται δεν πρέπει να τους καταλογισθούν λόγω πραγματικής πλάνης, καθόσον αγνοούσαν την ύπαρξη των πλαστών εγγράφων που βρέθηκαν στο κατάστημα του πρώτου, όπου τα είχε μεταφέρει και είχε εγκαταλείψει ο Γ1. Όμως, ο ισχυρισμός τους αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού αποδείχθηκε ότι η κατάρτιση των εν λόγω πλαστών εγγράφων έγινε από τον κατηγορούμενο Χ1, ενεργώντας, ύστερα από συναπόφαση, από κοινού με τον Γ1, χρησιμοποιώντας τις πλαστές σφραγίδες που είχε κατασκευάσει ο κατηγορούμενος Χ3, προκειμένου να βοηθήσει τους ανωτέρω στην κατάρτιση των πλαστών εγγράφων. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος Χ1 επικαλείται νόμιμη πλάνη συγγνωστή, ισχυριζόμενος ότι η κατοχή των πλαστών εγγράφων δεν είναι πράξη αξιόποινη. Αλλά και ο ισχυρισμός του αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον τα εν λόγω περιστατικά δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν νομική πλάνη και μάλιστα συγγνωστή, εν όψει μάλιστα και του γεγονότος ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος, δεν κατείχε απλώς τα πλαστά έγγραφα, αλλά και τα είχε καταρτίσει από κοινού με τον Γ1. Επίσης, ο τρίτος κατηγορούμενος Χ2, προέβαλε δια του συνηγόρου του που τον εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη, τον ισχυρισμό περί υπαναχώρησης, καθόσον δεν είχαν τεθεί σε κυκλοφορία οι πλαστές τραπεζικές επιταγές που είχαν καταρτισθεί απ' αυτόν τον Χ1 και Γ1. Όμως ο πιο πάνω ισχυρισμός του ανωτέρω κατηγορουμένου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η πλαστογραφία είναι τελεσμένη όταν ο δράστης καταρτίσει το πλαστό ή νοθεύσει το γνήσιο έγγραφο, με σκοπό να χρησιμοποιήσει αυτό και να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (βλ. Χ. Μυλωνόπουλου Ποιν. Δικ. εκδ. 2005 αρθρ. 216- 223 ΠΚ σελ. 84 επ.). Τέλος, οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ4, ισχυρίζονται ότι τα πλαστά έγγραφα που βρέθηκαν, αποτελούν πλαστογραφία πιστοποιητικών και θεμελιώνουν το προβλεπόμενο από το άρθρο 217 του ΠΚ έγκλημα. Όμως, και ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από τις διατάξεις των άρθρων 216 §1 και 217 ΠΚ συνάγεται ότι αν η πλαστογράφηση γίνεται και για άλλο σκοπό, όπως για να περιποιηθεί -δράστης στον εαυτό του ή σε άλλον όφελος με βλάβη τρίτου, τότε και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο 217 ΠΚ (πιστοποιητικά κλπ) εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217 ΠΚ (βλ. Μυλωνόπουλο ό.π. σελ. 138 επ. ΑΠ 1316/2001 ΠΧΝΒ/531, ΑΠ 556/95 ΠΧ ΜΕ/820, ΑΠ 1683/84, ΠΧ ΔΕ/502, ΑΠ 445/84 ΠΧΑΕ/457ΑΠ 1438/83 ΠΧ Μ/410). Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν θεμελιώνονται αντικειμενικά και υποκειμενικά οι αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους, οι οποίες φέρουν κακουργηματικό χαρακτήρα, αφού τελέστηκαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό τον πορισμό οφέλους άνω των 5.000.000 δρχ. Γι' αυτό και πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων. Πρέπει όμως ν' αναγνωρισθεί ότι στο μεν πρόσωπο του κατηγορουμένου Χ3, συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (αρθρ. 24 § 2α ΠΚ) στο δε πρόσωπο του κατηγορουμένου Χ4, ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας (αρθρ. 84 § 2δ ΠΚ).
III. Με τις σκέψεις αυτές οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2 κρίθηκαν ένοχοι πλαστογραφίας από κοινού σε βαθμό κακουργήματος, κατ' εξακολούθηση (13 εδ. στ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 3 εδ.β, ΠΚ), ο πρώτος δε και για χρήση πλαστών. Για τις πράξεις τους δε αυτές, ο Χ1 καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης επτά ετών και ο και Χ2 σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αναιρεσείων Χ2 κρίθηκε ένοχος πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, κατ' εξακολούθηση, με τη μορφή της κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως αυτής, από την οποία το συνολικό όφελος αυτής και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000, ενεργώντας ύστερα από συναπόφαση και με κοινό δόλο με τον αναιρεσείοντα Χ1 και τον συγκατηγορούμενό τους κατά την πρωτόδικη δίκη Γ1. Συγκεκριμένα οι εν λόγω κατηγορούμενοι και οι δύο αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν για το ότι από κοινού, κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2002 μέχρι 24.1.2003, κατήρτισαν εξαρχής τις αναφερόμενες στο διατακτικό με στοιχείο ΑΙ επιταγές, τις οποίες άλλες συμπλήρωσαν ως προς όλα τα στοιχεία τους και άλλες ως προς ορισμένα από αυτά, και ανέγραψαν σε αυτές ποσά αριθμητικώς και ολογράφως, τα οποία προσδιορίζονται ως εξής; α) πέντε επιταγές της National Westminster Bank RLG με ημερομηνίες εκδόσεως ......, ....., ......., ....... και ...... για ποσά 1.000, 400, 250, 300 και 250 λίρες Αγγλίας, αντίστοιχα, β) δύο επιταγές της M Bank Alamo με ημερομηνίες εκδόσεως .... και ......, για ποσά 2.000 δολάρια στην κάθε μία, γ) δύο επιταγές της Εθνικής Ελλάδος, κατάστημα Λονδίνου, με ημερομηνία εκδόσεως ......, για ποσό 1850 δολάρια, δ) έξι επιταγές της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, κατάστημα Παρισιού, χωρίς να συμπληρώσουν όλα τα στοιχεία τους στις τέσσαρες εξ αυτών, ενώ στις υπόλοιπες δύο συμπλήρωσαν όλα τα στοιχεία και έθεσαν ως ημερομηνίες εκδόσεως ..... και ......, αντίστοιχα, και ποσά 3000 και 2.000 ευρώ, αντίστοιχα, ε) εννέα επιταγές της Credit Industriel et Commercial, από τις οποίες συμπλήρωσαν όλα τα στοιχεία μόνο στην ένατη, θέτοντας ως ημερομηνία ......, και ποσό 2.000 ευρώ. Επίσης οι ίδιοι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν για την αναφερόμενη στο διατακτικό με στοιχείο Α
ΙΙ κακουργηματική πράξη πλαστογραφίας, κατά την οποία "νόθευσαν την με αριθμό ....... αστυνομική ταυτότητα στο όνομα Β1 -και στο έτος γεννήσεως άλλαξαν τον αριθμό 3 σε 5 αφαίρεσαν δε και την φωτογραφία του και έθεσαν την φωτογραφία άλλου προσώπου, με σκοπό να παραπλανήσουν τους τρίτους συναλλασσομένους με αυτούς ότι δήθεν επρόκειτο για την γνήσια ταυτότητα του τελευταίου με έτος γεννήσεως 1956 αντί του αναγραφομένου αρχικά 1936. Στις ενέργειες δε αυτές προέβησαν και για ν' αποκομίσουν όφελος το οποίο υπερέβαινε συνολικά τα 5.000.000 δρχ. με βλάβη των τρίτων, στους οποίους θα μεταβίβαζαν τις επιταγές χρησιμοποιώντας και την νοθευμένη ταυτότητα". Περαιτέρω ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων Χ1, εκτός από τις πιο πάνω πράξεις, κρίθηκε ένοχος κακουργηματικής πλαστογραφίας, κατά τα ανωτέρω, και για τις επιπλέον πράξεις που περιγράφονται, λεπτομερώς στο διατακτικό με τα στοιχεία III και IV, τις οποίες τέλεσε από κοινού με τον Γ1. Τις πρώτες (με στοιχείο III) τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 3-6-1999 μέχρι 24-1-2003 και αφορούν την κατάρτιση και χρήση των περιγραφόμενων λεπτομερώς στο διατακτικό 21 πλαστών αδειών ικανότητας οδηγού, για τις οποίες εισέπραξε για κάθε μία από αυτές τα αναφερόμενα στο διατακτικό χρηματικά ποσά, ανερχόμενα συνολικώς σε 26.532 ευρώ. Οι δεύτερες πράξεις (με στοιχείο IV) αφορούν την κατάρτιση των λεπτομερώς περιγραφόμενων στο διατακτικό διαφόρων πλαστών εγγράφων (πλέον των πενήντα), τα οποία πωλούσαν οι δύο αυτοί οι κατηγορούμενοι προς 300 έως 400 ευρώ το καθένα. Με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1 και για τις αναφερόμενες πιο πάνω κατ' εξακολούθηση κακουργηματικές πράξεις πλαστογραφίας που τέλεσε αυτός από κοινού με τον Γ1 και προσδιορίζονται λεπτομερώς στο σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με τα στοιχεία ΑIII και IV, αφού , ως προς αυτές ,εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα το Πενταμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε εσφαλμένα τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου του 216 παρ. 3 εδ.β ΠΚ, όπως το β εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2721/1999, με το να δεχθεί ότι η πιο πάνω πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο εν λόγω κατηγορούμενος- αναιρεσείων είχε τον κακουργηματικό χαρακτήρα της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια πλαστογραφίας από την οποία το συνολικό όφελος αυτού και η συνολική ζημία τρίτων υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ. Επίσης διέλαβε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τόσο και ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του εν λόγω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της κακουργηματικής πράξεως τις πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, όσο και του ότι το συνολικό όφελος αυτού και η συνολική ζημία τρίτων υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ, αφού εκθέτει με πληρότητα τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το εν λόγω όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό αυτό, δεδομένου ότι, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδειχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας, το ύψος αυτών ανέρχεται, για μεν τις υπό στοιχείο III πράξεις στο ποσό των 26.532 ευρώ και για δε τις υπό στοιχείο IV πράξεις τουλάχιστον σε 300 ευρώ για κάθε μία από τις ειδικώς αναφερόμενες -πλέον τις 50-περιπτώσεις.

IV. Ο αναιρεσείων Χ1, με την συνεκδικαζόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού προβάλλει τις αιτιάσεις ότι, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 216 Π.Κ., κρίθηκε ένοχος για τις πιο πάνω πράξεις, καθόσον, όπως υποστηρίζει, δεν αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι κατήρτισε πλαστά ή νόθευσε γνήσια έγγραφα και ότι αντιθέτως απεδείχθηκε ότι όλα τα έγγραφα τα οποία βρέθηκαν εις την κατοχή του ήταν απλές φωτοτυπίες, ήτοι τέσσερις άδειες οδήγησης ασυμπλήρωτες και μία ζελατίνα η οποία ανέγραφε Ελληνική Δημοκρατία καθώς και μία φωτοτυπία Αλβανικής αδείας οδηγήσεως, έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσαν να παραπλανήσουν τρίτους. Από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Δικαστήριο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι ο εν λόγω αναιρεσείων κατήρτισε και νόθευσε, κατά τις αναφερόμενες στη απόφαση διακρίσεις, όλα τα έγγραφα που μνημονεύονται σε αυτή και όχι μόνο τα από αυτόν πιο πάνω αναφερόμενα, Εξάλλου, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση κατά τη φωτοτύπηση στοιχείων του γνήσιου εγγράφου συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει ήδη νοθευθεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσεως πλαστού. Επίσης αβάσιμη είναι η αιτίαση του ίδιου αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλομένη παραβίασε την διάταξιν του άρθρου 217 Π. Κ., καθόσον όλα τα κατασχεθέντα έγγραφα τα οποία βρέθηκαν εντός του καταστήματός του, ήταν έγγραφα τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία των πιστοποιητικών και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απάντησε τον προβληθέντα εγγράφως αυτοτελή ισχυρισμό του επί του θέματος αυτού. Το Δικαστήριο της ουσίας, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι τα πλαστά έγγραφα που βρέθηκαν αποτελούν πλαστογραφία πιστοποιητικών και θεμελιώνουν το προβλεπόμενο από το άρθρο 217 του ΠΚ έγκλημα, αφού, σύμφωνα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, οι γενόμενες από τον αναιρεσείοντα πλαστογραφήσεις, των ως πιστοποιητικών χαρακτηριζομένων από τον αναιρεσείοντα εγγράφων, δεν έγιναν για τον αναφερόμενο στη διάταξη του άρθρου 217 ΠΚ σκοπό, αλλά αυτός μαζί με τους πιο πάνω συγκατηγορουμένους του "ενήργησαν με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους, βλάπτοντας τρίτους (υπηρεσίες των οποίων είχαν πλαστογραφήσει έγγραφα και σφραγίδες, κατόχους πλαστών και τρίτους, συναλλασσόμενους με τους τελευταίους) περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει συνολικά τα 5.000.000 δρχ". Επομένως, εφόσον το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι η χρησιμοποίηση των πιο πιάνω πλαστών εγγράφων έγινε για το σκοπό που προαναφέρθηκε, ορθά εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.2 και όχι εκείνη του άρθρου 217 παρ.1 Π Κ (χρήση πλαστού πιστοποιητικού), αφού, όπως συνάγεται από διατάξεις αυτές (216 παρ.2 και 217 παρ. 1,2 ΠΚ), αν η χρήση πλαστού γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του διαλαμβανομένου στο άρθρο 217 ΠΚ, τότε, και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό (πιστοποιητικά κλπ), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 παρ.2 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217 ΠΚ. Ομοίως το Δικαστήριο της ουσίας, με τις παραδοχές του ότι στην κατάρτιση των πιο πάνω πλαστών εγγράφων προέβη ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Χ1, ενεργώντας, ύστερα από συναπόφαση, από κοινού με τον Γ1, χρησιμοποιώντας τις πλαστές σφραγίδες που είχε κατασκευάσει ο κατηγορούμενος Χ3, προκειμένου να βοηθήσει τους ανωτέρω στην κατάρτιση των πλαστών εγγράφων, αιτιολογημένα απέρριψε τους περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμούς του πιο πάνω αναιρεσείοντος, κατά τους οποίους οι αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται δεν πρέπει να του καταλογισθούν, καθόσον αγνοούσε την ύπαρξη των πλαστών εγγράφων που βρέθηκαν στο κατάστημα του πρώτου, όπου τα είχε μεταφέρει και είχε εγκαταλείψει ο Γ1. Επίσης το Δικαστήριο, ως προς τον περί συγγνωστής νομικής πλάνης ισχυρισμό του ίδιου αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο αυτός "αγνοούσε και εύλογα ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα αποτελούν αποδείξεις της ποινικά κολάσιμης πράξης της πλαστογραφίας και είχε λαθεμένη αντίληψη περί τις συνέπειες της πράξης του της κατοχής δηλαδή φωτοτυπιών τέτοιων εγγράφων", αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του, διότι, δεν περιείχε τα απαιτούμενα περιστατικά για τη θεμελίωσή του και ειδικότερα δεν περιείχε γεγονότα που θα καθιστούσαν συγγνωστή την αναφερόμενη άγνοια αυτού, εν τούτοις , απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό και ως αβάσιμο, αφού δέχθηκε ότι "ο εν λόγω κατηγορούμενος, δεν κατείχε απλώς τα πλαστά έγγραφα, αλλά και τα είχε καταρτίσει από κοινού με τον Γ1". Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του πιο πάνω αναιρεσείοντος, μεταξύ των οποίων, ότι οι πράξεις του συνιστούν προπαρασκευαστικές πράξεις και όχι τετελεσμένες, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολόγησε για ποιό λόγο έκαμε δεκτό το κατατεθέν από τους μάρτυρες κατηγορίας ότι μετέφερε τα πλαστά έγγραφα την 24-01-2003 την 20.00 ώρα, ενώ αποδεικνύεται ότι είχε ήδη συλληφθεί προηγουμένως, ότι δεν αναφέρει, ποιά ήσαν τα πλαστά έγγραφα τα οποία αυτός μετέφερε, με ποιο τρόπο κατήρτισε τα πλαστά έγγραφα, όταν αποδείχθηκε - ότι τα τμήματα του Η/Υ τα οποία βρέθηκαν στο κατάστημά του, δεν ήσαν συμβατά μεταξύ των, δεν υπήρχε πληκτρολόγιο, και "ποντίκι" και δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο κατάστημά του κατά τον κρίσιμο χρόνο και δεν αιτιολογεί κατά ποίο τρόπο αυτός συνδέεται με το σύνολο των πλαστών επιταγών, που βρέθηκαν στις κατοικίες των συγκατηγορουμένων του, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Συνακόλουθα, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ και Ε ΚΠΔ, συναφείς λόγοι - αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ1, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών του και ως προς την καταδικαστική της κρίση, ως προς τις αναφερόμενες πιο πάνω επί μέρους κατ' εξακολούθηση κακουργηματικές πράξεις πλαστογραφίας που τέλεσε αυτός από κοινού με τον Γ1 και προσδιορίζονται λεπτομερώς στο σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με τα στοιχεία ΑIII και IV, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
V. Αντίθετα, το Πενταμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, σχετικά με τις επί μέρους κατ' εξακολούθηση πράξεις της πλαστογραφίας με στοιχεία ΑΙ και II, που αναφέρονται πιο πάνω (παρ. III), τις οποίες καταδικάστηκε ότι τέλεσε ο αναιρεσείων Χ2 από κοινού με τον αναιρεσείοντα Χ1 και τον συγκατηγορούμενό τους κατά την πρωτοβάθμια δίκη Γ1, δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εμπεριέχονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα για την συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, κατ' εξακολούθηση, στην κακουργημαπκή αυτής μορφή, για την τέλεση της οποίας αυτοί καταδικάστηκαν. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει ποιών υπολογισμών το σύνολο της σκοπούμενης βλάβης υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, δεδομένου μάλιστα ότι, στο μεν σκεπτικό δεν γίνεται ουδεμία αναφορά περί του τρόπου υπολογισμού του ποσού της σκοπούμενης βλάβης, στο δε διατακτικό της προσβαλλομένης, αναφέρονται οι πιο πάνω μνημονευόμενες πλαστές επιταγές με τα αντίστοιχα ποσά για τα οποία αυτές εκδόθηκαν, τα οποία, όμως, άλλα είναι σε λίρες Αγγλίας, και άλλα ποσά σε δολάρια, χωρίς να προσδιορίζεται η ισοτιμία των νομισμάτων αυτών σε ευρώ κατά το κρίσιμο χρόνο, ενώ τα σε ευρώ αναγραφόμενα ποσά ανέρχονται συνολικά μόνο σε 7.000. Κατ' αυτόν τον τρόπο δεν δύναται να διακριβωθεί, αν τα αναγραφόμενα ποσά στις πλαστές επιταγές, τα οποία, κατά τις παραδοχές της απόφασης, αποτελούσαν το όφελος των κατηγορουμένων και την αντίστοιχη ζημία τρίτων , υπερέβαιναν το όριο των 15.000 ευρώ, έτσι ώστε, με τη συνδρομή και της γενόμενης δεκτής προϋποθέσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως, να κριθεί, αν οι κατ' εξακολούθηση πράξεις πλαστογραφίας, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Χ2, χαρακτηρίζονται ως κακούργημα ή πλημμέλημα. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης του Χ2, για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε, πρέπει να γίνει δεκτός, ως κατ' ουσία βάσιμος. Ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1, ο οποίος τέλεσε και αυτός από κοινού τις εν λόγω πράξεις , η προαναφερόμενη ελλιπής αιτιολογία δεν ασκεί επιρροή στον κακουργηματικό χαρακτήρα των πλαστογραφιών, κατ' εξακολούθηση, για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε, αφού, κατά τα φερόμενα ως αποδειχθέντα από την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά, το περιουσιακό όφελος αυτού, με βλάβη τρίτων, συναθροιζόμενο με τις υπόλοιπες επί μέρους πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε (αναφερόμενες στο διατακτικό της προσβαλλόμενη απόφασης με στοιχεία III και IV), υπερβαίνουν κατά πολύ το όριο των 15.000 ευρώ. Είναι όμως προφανές ότι ο προσδιορισμός του ύψους του οφέλους και της ζημίας που προκύπτει από τις πράξεις αυτές, επιδρά στο ύψος της ποινής που πρέπει να επιβληθεί στον εν λόγω αναιρεσείοντα.
Συνεπώς, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης αυτού, για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτός μόνο καθόσον αφορά τις επί μέρους αυτές πράξεις.
VI. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι συνεκδικαζόμενες αναιρέσεις και, ειδικότερα, μόνο καθόσον αφορά τις πιο πάνω αναφερόμενες επί μέρους πράξεις, που τελέστηκαν από κοινού με τους αναιρεσείοντες και τον συγκατηγορούμενό τους κατά την πρωτόδικη δίκη Γ1 και οι οποίες προσδιορίζονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με τα στοιχεία Α Ι και II και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που έγιναν δεκτές οι αναιρέσεις και ειδικότερα εν όλω ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 και ως προς την περί ποινής διάταξη ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1.
VII. Περαιτέρω, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, να επεκταθεί το αποτέλεσμα των κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεως και ως προς τους Γ1 και τον Χ3, που καταδικάστηκαν ως συμμέτοχοι των αναιρεσειόντων για τις πιο πάνω πράξεις, και δεν άσκησαν αναίρεση, και ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στο πιο πάνω αναφερόμενο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ο μεν πρώτος καταδικάστηκε ως συναυτουργός και ο δεύτερος ως άμεσος συνεργός αυτών, καθόσον ο προτεινόμενος και γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων και να αναιρεθεί και ως προς αυτούς, η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το περί ποινής κεφάλαιο , δεδομένου ότι ως προς αυτούς δεν αναιρείται ο κακουργημαπκός χαρακτήρας της πράξεώς τους, αφού δεν συμμετείχαν μόνο στις πιο πάνω πράξεις, ως προς τις οποίες αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και στις λοιπές πιο πάνω αναφερόμενες (κακουργηματικές) πράξεις πλαστογραφίας.



ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 2847/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος (εν όλω ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 και ως προς την περί ποινής διάταξη ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1 και ως προς τις αναφερόμενες στο σκεπτικό επί μέρους πράξεις, που τελέστηκαν από κοινού με τους αναιρεσείοντες και τον συγκατηγορούμενό τους κατά την πρωτόδικη δίκη Γ1 και οι οποίες προσδιορίζονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με τα στοιχεία Α Ι και II).
Επεκτείνει το αποτέλεσμα των 7/23-1-2007 21-3-2007 αιτήσεων αναιρέσεως του Χ2 και της από 31/1/2007 αίτησης αναιρέσεως του Χ1, κατά της 2847/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και ως προς τους συμμετόχους (συναυτουργό και άμεσο συνεργό, αντιστοίχως) της πράξεως για την οποία αυτοί καταδικάστηκαν, Γ1 και τον Χ3, και αναιρεί και ως προς αυτούς, την πιο πάνω απόφαση ως προς τις περί των ποινών διατάξεις της.


Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 29 Νοεμβρίου 2007.






Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή