Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1897 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ανθρωποκτονία από πρόθεση.




Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από πρόθεση, κατά συναυτουργία, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς την κατηγορία και ως προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, για την αναγνώριση ελαφρυντικών. Δεν επάγεται ακυρότητα η χρήση περικοπών από την ανακριτική απολογία ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 366 παρ. 2 ΚΠΔ). Αοριστία ισχυρισμών για άμυνα και για ήρεμη ψυχική κατάσταση. Απορρίπτει αναιρέσεις.





Αριθμός 1897/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Στ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), που ορίστηκε με την με αριθμό 57/01.04.20082008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σακάλογλου, περί αναιρέσεως της 233-237/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, που δεν παρέστησαν.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Νοεμβρίου 2007 και 13 Οκτωβρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, καθώς και στο από 16 Απριλίου 2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων του Χ1, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2030/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου, οι από 9-11-2007 και 14-11-2007, δυο αιτήσεις αναιρέσεως, που ασκήθηκαν από τους κατηγορούμενους, Χ1 και Χ2 και οι, επ' αυτής (αναιρέσεως του πρώτου), με χρονολογία 16-4-2008, πρόσθετοι λόγοι, στρεφόμενες κατά της υπ' αριθμό 233-237/2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, των οποίων οι λόγοι είναι ταυτόσημοι και πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της συνάφειάς τους, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 299 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του αυτού άρθρου 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά τη έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη, είτε κατά την απόφαση, είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου, προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως, μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές.
Επειδή, η, κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ, απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 του Κ.Π.Δ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ, πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Εξ' άλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να αναγράφεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ των. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο προσδιορισμός τους γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, που, σε δεύτερο βαθμό, δίκασε και την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, αναιρετικά κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ΕΠΕΙΔΗ, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης εκείνης και αυτής, την ..... ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη του Ιατροδικαστή ......, την από .... έκθεση αυτοψίας ως αυτοτελή - αποδεικτικά μέσα [άρθρο 178 Κ.Π.Δ.], τις απολογίες των κατηγορουμένων στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι, γεννηθέντες η μεν πρώτη το έτος 1953, ο δεύτερος δε το έτος 1965, γνωρίστηκαν το καλοκαίρι του 1981, όταν ο τελευταίος βρέθηκε εργαζόμενος στην συγκομιδή φρούτων στην Κοινότητα ...... Ν. Πέλλας, όπου είχε γεννηθεί και διέμενε με την πατρική της οικογένεια η συγκατηγορούμενή του. Η γνωριμία τους, φιλική και σε επίπεδο "φλερτ" κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, συνεχίστηκε δι' αλληλογραφίας πλέον και όταν ο κατηγορούμενος Χ1 επέστρεψε στο χωριό του ..... Χαλκιδικής, μέχρι και τον Μάρτιο του 1982, ότε διεκόπη. Περί τα τέλη του ιδίου έτους η κατηγορουμένη Χ2 παντρεύτηκε μετά από γνωριμία τον ατυχή Ψ ήσυχο, πράο και κατά γενική ομολογία άριστο οικογενειάρχη, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, την .... και την ....., ενώ ο συγκατηγορούμενός της, υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού από το 1984, παντρεύτηκε το 1986 την επίσης εξαίρετη ...., με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την .... και τη ...... Τον Ιούνιο του 2000 οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν στο χωριό ..... Ν. Πέλλας, όπου ο εξ' αυτών Χ1 είχε μεταβεί με την οικογένεια του στο γάμο ενός εξαδέλφου του. Και ενώ και οι δύο είχαν δημιουργήσει από μια ωραία οικογένεια, με άριστους συντρόφους, γύρισαν πίσω το ρολόι του χρόνου κατά 19 ολόκληρα χρόνια με σκοπό να ζήσουν τον μεγάλο έρωτα. Έτσι μετά την πρώτη συνάντηση τους, μακράν των συζύγων τους, στην Κατερίνη, τον Αύγουστο του 2000, η Χ2, τον Οκτώβριο του ιδίου έτους μετέβη στην Σάμο, όπου υπηρετούσε ήδη ο Χ1 [η οικογένεια του δεν τον είχε ακολουθήσει, αλλά παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη λόγω του σχολείου των παιδιών του], προφασιζόμενη στον σύζυγο της ότι μεταβαίνει σε μοναστήρι, και διέμεινε στο σπίτι του για τέσσερις [4] ημέρες, ότε και δημιούργησαν πλήρεις σαρκικές σχέσεις. Επακολούθησαν και άλλες ερωτικές συνευρέσεις των κατηγορουμένων, τον χειμώνα του 2000-2001 στα Γιαννιτσά και στη Σκύδρα [εκεί διέμενε η κατηγορουμένη με την οικογένεια της], όπου ερχόταν ο κατηγορούμενος Χ1 [από τη Σάμο, όπου υπηρετούσε], αλλά και στη Σάμο την Άνοιξη και το Θέρος του 2001, όπου μετέβαινε η συγκατηγορούμενή του συνοδευόμενη, ενίοτε και από τις κόρες της, εναλλάξ [δυο φορές έγινε αυτό], ηλικίας τότε 18 και 14 ετών, αντίστοιχα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος Χ1 άρχισε να απομακρύνεται από την σύζυγο του από το χειμώνα του 2001, ενώ τον Ιούλιο του ιδίου έτους κοινοποίησε εξώδικο σ' αυτή, με την οποία της γνωστοποιούσε την επιθυμία του για έκδοση διαζυγίου. Κατά τις προαναφερόμενες συναντήσεις τους το παράνομο σατανικό ζευγάρι των εραστών έλαβε από κοινού την απόφαση να βγάλουν από τη μέση τον σύζυγο της κατηγορουμένης Ψ που τον θεωρούσαν εμπόδιο στην απόλαυση του παράνομου ερωτικού τους δεσμού. Έτσι κατέστρωσαν από κοινού το σχέδιο της δολοφονίας του, ως τόπο δε υλοποίησης του επέλεξαν την εξοχική κατοικία του θύματος στον ....., όπου με την πρόφαση της ερωτικής συνευρέσεως θα το παρέσυρε η σύζυγος του, κατηγορουμένη Χ2 και ημερομηνία την 22-9-2001, ημέρα Σάββατο, ώρα 21:00', η οποία τους "εξυπηρετούσε", καθόσον τον ισόγειο χώρο της κατοικίας μόλις τον είχε εκμισθώσει το θύμα ως κατάστημα, σε κάποιον ....., ο οποίος δεν είχε εγκατασταθεί ακόμα στο μίσθιο. Έτσι ο Χ1 την 21-9-2001 ημέρα Παρασκευή, αναχώρησε από τη Σάμο, χωρίς μάλιστα να λάβει άδεια από τον Διοικητή της μονάδας του [αυτό το ομολόγησε ο ίδιος απολογούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου] για το λιμάνι του Πειραιά, δηλώσας κατά την έκδοση των εισιτηρίων ως ονοματεπώνυμο Χ1 και αριθμό αυτοκινήτου διαφοροποιημένο κατά ένα αριθμό από τον πραγματικό αριθμό του αυτοκινήτου του [δήλωσε ......] και όλα τα ανωτέρω βάσει προμελετημένου σχεδίου για να διαθέτει άλλοθι, και αφού έφθασε στον Πειραιά, οδηγώντας το αυτοκίνητο του έφθασε στα Γιαννιτσά, όπου και σε αγροτική περιοχή νωρίς το απόγευμα συνευρέθη ερωτικά με την συγκατηγορούμενή του. Εκεί συζήτησαν πάλι με κάθε λεπτομέρεια το σχέδιο δολοφονίας του ατυχούς Ψ μέσα στην ίδια του την κατοικία, της οποίας ο κατηγορούμενος είχε κλειδί, αφού, για το σκοπό αυτό, του το είχε δώσει η ερωμένη του από τον Ιούνιο. Περί ώρα 20:30' της ιδίας ημέρας, ο κατηγορούμενος Χ1 έφθασε με το αυτοκίνητο του στην εξοχική κατοικία του θύματος [περίμενε να νυχτώσει για να μην τον αντιληφθούν], άφησε αυτό σε απόσταση μέσα στους αγρούς για τον ίδιο λόγο, και εισήλθε σ' αυτή από το πίσω μέρος όπου υπάρχει η γκαραζόπορτα, τραβώντας απέξω το σχοινάκι που υπήρχε για να σηκώνεται ο εσωτερικός συρτής και να ανοίγει [είχε μάθει τον ιδιόρρυθμο αυτό τρόπο ανοίγματος της πόρτας, που γνώριζαν μόνον οι ιδιοκτήτες, από την συγκατηγορούμενή του, απλώς αυτός μέσα στην αγωνία του για τη δολοφονία του θύματος, ξέχασε να βγάλει απέξω πάλι το σχοινάκι, ώστε εύκολα να μπουν με τον ίδιο τρόπο το θύμα με την συγκατηγορούμενή του Χ2]. Διέσχισε το υπόγειο, ανέβηκε την σιδερένια σκάλα [επτά σκαλοπατιών] που οδηγούσε από την καταπακτή στο διάδρομο πλατύσκαλο του ισογείου στο βάθος του οποίου υπήρχε η ξύλινη πόρτα της κεντρικής εισόδου, φέρουσα κάθετο υάλινο φεγγίτη [πλάτους 30 εκατοστών και ύψους ενός μέτρου περίπου, που επέτρεπε τον αμυδρό φωτισμό του διαδρόμου από την απέναντι καφετέρια], και στη συνέχεια ανέβηκε στο διαμέρισμα του 1ου ορόφου, όπου άφησε το τσαντάκι με τα προσωπικά του είδη. Ακολούθως αυτός, και με βάση το από κοινού με την συγκατηγορούμενή του καταστρωθέν σχέδιο δολοφονίας του θύματος, κατέβασε τον γενικό διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος [για να μην υπάρχει φως σε ολόκληρο το σπίτι], φόρεσε τα γάντια που είχε φέρει μαζί του [για να μην αφήσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα στον τόπο του εγκλήματος], και αφού πήρε στα χέρια του ένα σιδερένιο αντικείμενο επίμηκες, σιδηρολοστό, το οποίο οι δράστες είχαν φυλαγμένο από πριν για το σκοπό αυτό σε ένα βαρέλι του σπιτιού, ανέμενε το θύμα, παραμονεύοντας αυτό στο διάδρομο και μάλλον στο σημείο που αρχίζει η μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί στο διαμέρισμα του 1ου ορόφου [τούτο συνάγεται από το σημείο του διαδρόμου που βρέθηκε το πτώμα, σύμφωνα με την επισκόπηση των φωτογραφιών και την αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας]. Ο ατυχής Ψ που νωρίτερα παρακολουθούσε ποδοσφαιρικό αγώνα στο καφενείο του χωριού ....., μετά τη λήξη του, δέχθηκε τηλεφώνημα από τη σύζυγό του-κατηγορουμένη Χ2, η οποία και τον έπεισε, προδήλως με την πρόφαση της ερωτικής συνευρέσεώς τους, να μεταβούν στην εξοχική τους κατοικία. Έτσι περί ώρα 21:00' περίπου έφθασαν εκεί με το αυτοκίνητο τους, όπου το θύμα, αφού με προσπάθεια άνοιξε την γκαραζόπορτα [γιατί ο Χ1 πάνω στην αγωνία του για τη δολοφονία προδήλως ξέχασε να βγάλει απέξω το σχοινάκι που προαναφέρθηκε], ανέβηκε προπορευόμενος τη σιδερένια σκάλα, χωρίς να υπάρχει ηλεκτρικό φως [τον διακόπτη εσκεμμένα τον είχε κατεβάσει ο κατηγορούμενος Χ1], γι' αυτό και άναψε ένα σπίρτο για να μην χτυπήσει στα σκαλοπάτια [το καμένο σπίρτο και το κουτόσπιρτο βρέθηκαν δίπλα στο θύμα-βλ. φωτογραφίες και έκθεση αυτοψίας], πάτησε στο πλατύσκαλο που υπάρχει στην καταπακτή, και ενώ έκανε ανυποψίαστος ένα - δύο βήματα [τούτο συνάγεται από το σημείο που βρέθηκε το πτώμα και η λίμνη αίματος-βλ. επιδειχθείσες φωτογραφίες και αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας], ο κατηγορούμενος Χ1 που καιροφυλακτούσε στο επιλεγμένο ως καταλληλότερο ως άνω σημείο για το έγκλημα [διότι εκεί σχηματίζεται γωνία, δηλαδή βγαίνοντας κανείς από την καταπακτή, ο διάδρομος εκτείνεται δεξιά του, όπου και αρχίζει και η σκάλα που οδηγεί στον 1° όροφο], κατάφερε με αγριότητα και βαρβαρότητα και με ανθρωποκτόνο πρόθεση πολλαπλά χτυπήματα με το σιδηρολοστό στο κεφάλι του θύματος, καταρρίπτοντάς τον στο δάπεδο. [Ο ίδιος βέβαια ισχυρίζεται, παντελώς αβάσιμα, ότι κατάφερε δύο μόνο χτυπήματα με το σιδηρολοστό στο θύμα και χωρίς να έχει ανθρωποκτόνο δόλο -τα υπόλοιπα, από τα πολλαπλά που έφερε το θύμα, ισχυρίζεται ότι τα κατάφερε η συγκατηγορουμένη του, γεγονός που η ίδια με την σειρά της αρνείται παντελώς- και γι' αυτό ο εν λόγω κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι είχε πρόθεση να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη ή μη σκοπούμενη θανατηφόρα σωματική βλάβη στο θύμα]. Η συγκατηγορουμένη που ακολουθούσε το θύμα, διακατεχόμενη από τα ίδια άγρια δολοφονικά αισθήματα και τον ίδιο ανθρωποκτόνο δόλο, με τη σειρά της έλαβε στα χέρια της τον ίδιο σιδηρολοστό και κατάφερε και αυτή σφοδρά χτυπήματα στο κεφάλι του άτυχου θύματος [η ίδια βέβαια αρνείται κατηγορηματικά τούτο, ισχυριζόμενη, παντελώς αβάσιμα, ότι ευθύνεται "για την απόφαση όχι όμως για τη συνεκτέλεση της δολοφονίας", βλέπε χαρακτηριστικά την απολογία της]. Από τα χτυπήματα αυτά το θύμα υπέστη βαρείες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και ακατάσχετη αιμορραγία, συνεπεία των οποίων ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατός του [βλ. αναγνωσθείσα ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή......, στην οποία περιγράφονται λεπτομερώς ο αριθμός, η φορά κ.τ.λ. των χτυπημάτων]. Το θύμα χαλαρό και ανυποψίαστο, αιφνιδιάστηκε από τα βίαια και μανιώδη χτυπήματα που δέχθηκε στο κεφάλι του από τον Χ1 και δεν πρόλαβε καθόλου να αντιδράσει, για το λόγο δε αυτό δεν μπορεί κανείς να δεχθεί "συμπλοκή" μεταξύ των δύο ανδρών, όπως θέλει να εμφανίσει ο παραπάνω κατηγορούμενος. Οι κάποιες εκδορές στον αριστερό αγκώνα, τον αριστερό βραχίονα, την πλάτη του θύματος που διαπιστώθηκαν από τον ως άνω ιατροδικαστή και βεβαιώνονται στην ιατροδικαστική έκθεση, προδήλως έγιναν στην ενστικτώδη προσπάθεια του θύματος [και κάθε θύμα που θα βρισκόταν στην άμοιρη θέση του, θα έκανε το ίδιο] να σηκώσει τα χέρια του, και να σκύψει για να προφυλάξει το κεφάλι του από τα χτυπήματα και όχι από την "πάλη" που υποστηρίζει ο Χ1 ότι έγινε μεταξύ τους. Θα πρέπει δε να τονιστεί και πάλι ότι ο χώρος του μικρού διαδρόμου -πλατύσκαλου- όπου έγινε το έγκλημα, φωτιζόταν, έστω και αμυδρά και μπορούσε ο κατηγορούμενος Χ1 να διακρίνει στοιχειωδώς το θύμα, από το φως που έμπαινε από το γυάλινο φεγγίτη της πόρτας της κεντρικής εισόδου, που σημαίνει ότι τόσον αυτός [Χ1], όσον και η συγκατηγορουμένη του στη συνέχεια, έβλεπαν που χτυπούσαν το θύμα [στο κεφάλι βέβαια, όπου τα χτυπήματα είναι θανατηφόρα]. Ενδεικτικό δε στοιχείο που αποκλείει την υποστηριζόμενη από τον κατηγορούμενο άποψη "περί πάλης" μεταξύ αυτού και του θύματος είναι και το γεγονός ότι μέσα στο χέρι του θύματος [κλεισμένο σε γροθιά] βρέθηκαν τα κλειδιά του, σύμφωνα με την αναγνωσθείσα ως άνω έκθεση αυτοψίας. Μετά την στυγνή δολοφονία οι δράστες, αφού πήραν μαζί τους τα πειστήρια του εγκλήματος [σιδηρολοστό και γάντια, τα οποία φρόντισαν να εξαφανίσουν, διότι δεν βρέθηκαν], εγκαταλείψαντες το θύμα, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του Χ1, και κατευθύνθηκαν προς την Σκύδρα, όπου και αποβιβάστηκε η κατηγορουμένη Χ2 και μετέβη στην οικία της, ενώ ο συγκατηγορούμένος της συνέχισε την πορεία του, πιστεύοντας ότι είχαν διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Μάλιστα η Χ2 το ίδιο βράδυ γνωστοποίησε τηλεφωνικά σε συγγενείς και φίλους, με κυνικότητα και ψυχραιμία, την "εξαφάνιση" του συζύγου της, τον οποίο η ίδια μαζί με τον εραστή της πριν από λίγη ώρα είχαν σκοτώσει. Όπως δε η ίδια κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου [βλ. απολογία της] την επόμενη ημέρα του φόνου [23-9-2001 Κυριακή] έδωσε κατάθεση στην αστυνομία, όπου δήλωσε την "εξαφάνιση" του θύματος αποκρύψασα το έγκλημα, ενώ μετά την κηδεία, στις 25-9-2001 έδωσε νέα κατάθεση όπου ιστορούσε τα της δολοφονίας του συζύγου της [όταν βέβαια άρχισε να σφίγγει ο κλοιός γύρω της]. Όπως δε γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι σατανικοί εραστές έριξαν ο ένας το βάρος στον άλλον, κατά την απολογία τους δε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου [όπως και ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου], πέραν του ότι περιέπεσαν σε αντιφάσεις προβάλλοντας ο καθένας για τον εαυτό του ανυπόστατες δικαιολογίες για την παρουσία του στο σπίτι του θύματος [ο μεν Χ1 ισχυριζόμενος για να συνευρεθεί ερωτικά με την Χ2, με την οποία είχε κλείσει ερωτικό ραντεβού περί ώρα 21:00' - προς τι τότε ο εφοδιασμός του με γάντια, σιδηρολοστό, κατέβασμα του διακόπτη ηλεκτρικού ρεύματος, για να αντιμετωπίσει όπως απλά ισχυρίζεται το "διαρρήκτη;" - η δε Χ2, αρνούμενη το ερωτικό ραντεβού με εκείνον, ισχυριζόμενη ότι μετέβη εκεί με το σύζυγο της για να συνευρεθεί ερωτικά μαζί του], αναίρεσαν τις αρχικές τους απολογίες ενώπιον του Ανακριτή - γεγονός που τους επισημάνθηκε από το παρόν Δικαστήριο - όπου ο μεν Χ1 ομολόγησε, πλην των άλλων, ότι την ημέρα εκείνη [22-9-2001] του είπε η Χ2 ότι "είναι η καταλληλότερη για να σκοτώσουν το θύμα, διότι θα νομίζουν ότι το έκανε Αλβανός", [καθότι την περίοδο εκείνη δούλευαν πολλοί Αλβανοί στα χωράφια και στο παρελθόν την εξοχική τους κατοικία είχαν διαρρήξει], η δε Χ2 ότι "όλα έγιναν όπως τα είχαμε σχεδιάσει, με την διαφορά ότι ο φόνος έγινε στο πλατύσκαλο και όχι στον 1° όροφο, όπως είχαμε συμφωνήσει αρχικά". Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν από την συνεκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων "που προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι έχοντες ανθρωποκτόνο πρόθεση, από κοινού ενεργούντες συναποφάσισαν και συνεκτέλεσαν την ανθρωποκτονία σε βάρος του Ψ. Για την κατά συναυτουργία δε τέλεση της πράξεως αυτής, είναι αδιάφορο ποιος από τους δύο κατηγορουμένους αποτελείωσε με το δικό του χτύπησα το θύμα, αφού και οι δύο δράστες επεχείρησαν πράξεις ικανές να προκαλέσουν τον θάνατό του [βλ. Α.Π. 1158/01 Ποιν. Λόγος 2001 1435]. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία".
Από την παραδεκτή δε επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα, από την παράθεση των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία το Δικαστήριο δέχθηκε, προκειμένου να στηρίξει την ενοχή του πρώτου αναιρεσείοντος Χ1, αναμφισβήτητα προκύπτει, ότι ναι μεν δεν γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη με αριθμό ...... έκθεση εξετάσεως αίματος, για τον προσδιορισμό αλκοόλης του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και στην υπ' αριθμό ....., έκθεση εξέτασης της υπεύθυνης αναλύσεων του αυτού Εργαστηρίου, ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων, όπως γίνεται αντίστοιχη αναφορά, στην υπ' αριθμό .... έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, του ιατροδικαστού ......, η οποία διενεργήθηκε, συνεπεία της .... παραγγελίας του Α.Τ. Σκύδρας, και την από ..... έκθεση αυτοψίας, όμως, τόσο η έκθεση εξετάσεως αίματος για τον προσδιορισμό αλκοόλης, όσο και η έκθεση αναλύσεων αίματος, δεν θεωρούνται ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ, ανεξάρτητα της παραγγελίας που δόθηκε από το Α.Τ. Σκύδρας, για τη διενέργειά τους, αλλά ως έγγραφα, τα οποία, όπως, και ο αναιρεσείων ομολογεί αναγνώσθηκαν, και, ορθώς, επίσης, δεν εκτιμήθηκαν, ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, τα πειστήρια ή οι φωτογραφίες, που επισκοπήθηκαν. Πέραν αυτών, προκύπτει με βεβαιότητα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αξιολόγησε και συνεκτίμησε, προκειμένου να στηρίξει την κρίση του περί της ενοχής, και τις παραπάνω εκθέσεις, οι οποίες δεν φέρουν τα στοιχεία ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, όπως αβασίμως παραπονείται ο αναιρεσείων. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορούμενους-αναιρεσείοντες, για την πράξη της τετελεσμένης ανθρωποκτονίας, από πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία και επέβαλε στον καθένα απ' αυτούς την ποινή της ισοβίου καθείρξεως. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους, στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, και 299 παρ. 1 του Π.Κ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και όχι σε εκείνες των άρθρων 310 και 311 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι αρκετό ότι αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, γενικώς κατά το είδος τους και δεν είναι αναγκαία η αναφορά, για κάθε περιστατικό που δέχεται, του αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Εξ' άλλου, στην αρχή του σκεπτικού της απόφασης αναφέρονται, όλα τα αποδεικτικά μέσα που το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά σε σχέση με κάθε περιστατικό που δέχεται, αφού, με πληρότητα αναφέρεται στην απόφαση, ότι οι αναιρεσείοντες, με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις τους και με κοινή συναπόφαση, τέλεσαν την ανθρωποκτονία, σε βάρος του Ψ. Συγκεκριμένα, αιτιολογείται η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία, οι κατηγορούμενοι, παρά το γεγονός ότι καθένας απ' αυτούς είχε δημιουργήσει μια ολοκληρωμένη οικογένεια, αποφάσισαν, μετά πάροδο πολλών ετών, από της αρχικής γνωριμίας τους, και ενώ, είχαν δημιουργήσει οικογένειες, να αναθερμάνουν τις προσωπικές τους σχέσεις, με απώτερο σκοπό την από κοινού συμβίωσή τους. Προς τον σκοπό, όμως, αυτό και, προκειμένου να εξουδετερωθεί οποιοδήποτε εμπόδιο, από μέρους του συζύγου της Χ2, η παρουσία του οποίου προφανώς δυσχέραινε την υλοποίηση του σχεδίου τους, αυτού της από κοινού συμβιώσεώς τους, αποφάσισαν από κοινού την εξουδετέρωσή του, με την αφαίρεση της ζωής του. Έτσι, συναποφάσισαν, να δράσουν από κοινού, και, αφού προηγουμένως, ο κατηγορούμενος Χ1, μετέβη στο χωριό ..... Σκύδρας, όπου και η μόνιμη κατοικία του ζεύγους Ψ, ενώ, ήδη αυτός, αυθαίρετα είχε εγκαταλείψει την στρατιωτική του μονάδα στη Σάμο, όπου υπηρετούσε. Μάλιστα δε, ο ίδιος ο κατηγορούμενος Χ1, προκειμένου να μην καταστήσει φανερή την απουσία του και δημιουργήσει ενδεχομένως άλλοθι, δήλωσε, κατά την έκδοση του εισιτηρίου με το πλοίο, από τη Σάμο με προορισμό τον Πειραιά, διαφορετικό όνομα (Χ1), όπως και διαφορετικό αριθμό κυκλοφορίας του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου του. Αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή κατά την οποία, με την άφιξή του, στο χωριό της συγκατηγορούμενής του, και μετά τη συνεύρεση των κατηγορουμένων, σε αγροτική περιοχή των Γιαννιτσών, οι κατηγορούμενοι στη συνέχεια, συζήτησαν στην εξοχική κατοικία του ζεύγους Ψ,Χ2 όπου είχαν μεταβεί, τον τρόπο της δολοφονίας του Ψ. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Χ1, που ήδη είχε μεταβεί στην παραπάνω οικία, περί ώρα 20.30 μ.μ. της ημέρας εκείνης, ανέμενε με τη συγκατηγορούμενή του, την άφιξη του συζύγου της, προκειμένου να υλοποιηθεί το σχέδιο, που είχαν προσυμφωνήσει μεταξύ τους, και ενώ, η Χ2, προσχηματικά, είχε προτείνει προηγουμένως στο σύζυγό της, να μεταβεί αυτός, στην εξοχική τους κατοικία, όπου αυτή τον ανέμενε, προκειμένου να συνευρεθούν ερωτικά. Πράγματι, με την άφιξη του Χ1 στην εξοχική κατοικία, του ζεύγους Χ1, ο κατηγορούμενος αυτός, κατόπιν προσυνεννόησης με τη συγκατηγορούμενή του, φρόντισε να διακόψει την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος, σύμφωνα με το κοινό σχέδιο τους, ώστε, να είναι πλέον πρόσφορη η εξουδετέρωσή του, με τον αιφνιδιασμό που θα υφίστατο. Επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή, κατά την οποία, ο κατηγορούμενος αυτός, αφού πήρε στα χέρια του ένα μεταλλικό αντικείμενο και μάλιστα ένα σιδηρολοστό, τον οποίον είχαν αποκρύψει σε ένα βαρέλι, με τη συγκατηγορούμενή του, αρχικά ο Χ1, του κατάφερε με ιδιαίτερη σκληρότητα και με πρόθεση να τον αποκτείνει, αλλεπάλληλα χτυπήματα στο κεφάλι, εξαιτίας των οποίων αυτός(παθών), έχασε την ισορροπία του και κατέπεσε στο δάπεδο. Την εγκληματική τους βούληση στη συνέχεια, ολοκλήρωσε η συγκατηγορούμενή του, η οποία με την πτώση του συζύγου της, στο δάπεδο, κατάφερε με τη σειρά της, αρκετά χτυπήματα με το ίδιο μεταλλικό αντικείμενο, στην περιοχή της κεφαλής, που ως αποτέλεσμα, αυτών των χτυπημάτων, ήταν η πρόκληση βαριών κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, με ακατάσχετη αιμορραγία, και την, εξ' αυτών, ως μόνης ενεργού αιτίας, την κατάληξη του παθόντος συζύγου της. Στην επέλευση της θανατώσεως του Ψ, συνυπήρξε κοινή απόφαση και κοινή ενέργεια των κατηγορουμένων, αιτιολογείται δε στην προσβαλλόμενη απόφαση και ο κοινός δόλος των δραστών, που συνίστατο στην αφαίρεση της ζωής του Χ1, και όχι στην πρόκληση σ' αυτόν βαριάς σωματικής βλάβης ή θανατηφόρου βλάβης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται αυτός. Αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή, με την οποία, οι κατηγορούμενοι, τόσο κατά τη στιγμή της συναποφάσεώς τους, όσο και κατά την τελέσεως της πράξεως αυτής, βρίσκονταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Μετά από αυτά, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' του Κ.Π.Δ, σχετικοί, πρώτος λόγος αναιρέσεως του κύριου δικογράφου και ο αντίστοιχος των προσθέτων λόγων, των αναιρέσεων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης, πρέπει, επί καταδικαστικών αποφάσεων, να υπάρχει, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 αρ. 2 του Κ.Π.Δ, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Χαρακτήρα αυτοτελούς ισχυρισμού, έχει και το αίτημα του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, για επιβολή μειωμένης ποινής, στην περίπτωση του άρθρου 84 παρ. 2α, 2δ, και 2ε του Π.Κ, της συνδρομής δηλαδή των ελαφρυντικών περιστάσεων, του προτέρου εντίμου βίου, της ειλικρινούς μετανοίας και της καλής συμπεριφοράς, για σχετικά μεγάλο διάστημα, μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών και ειδικότερα για τη μη συνδρομή, στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων, ελαφρυντικών περιστάσεων, δέχθηκε κατά την αναιρετική ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του τα ακόλουθα: Περαιτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορρίψει τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84§2 α', δ', ε' Π.Κ., που ζήτησε ο κατηγορούμενος Χ1, Α) της μεν παραγράφου 2 ε' Π.Κ. ομόφωνα, διότι η άριστη συμπεριφορά του στη φυλακή όπου κρατείται και η πειθαρχία του στον κανονισμό της [αλλά και η αφοσίωσή του στα καθήκοντα του αρχιμάγειρα που του έχουν ανατεθεί σ' αυτή και η συγγραφή βιβλίου τον Ιούνιο του 2006 με συνταγές μαγειρικής για το οποίο έλαβε έπαινο από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η δημιουργία με πρωτοβουλία του, χώρου άθλησης και η συντήρηση κτιριακών εγκαταστάσεων όπως τα ανωτέρω βεβαιώνονται στα αναγνωσθέντα έγγραφα), δεν είναι συνέπεια ελεύθερης επιλογής, αλλά εξαναγκασμένης συμμόρφωσης του προς τους κανόνες συμπεριφοράς των κατηγορουμένων στη φυλακή, ενώ περαιτέρω τα επικαλούμενα και θεωρούμενα από αυτόν ως θετικά στοιχεία [καθήκοντα αρχιμάγειρα, συγγραφή βιβλίου μαγειρικής και λοιπά], δεν δύναται να θεμελιώσουν την αναγνώριση του ελαφρυντικού, καθόσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου είναι αποτέλεσμα του φόβου του ενόψει της δίκης και της εκκρεμότητας της εναντίον του κατηγορίας [βλ. σχετικά και Α.Π. 1643/06 Ποιν.Δικ. 2007 378, Α.Π. 2048/2003 Π.Χ. ΝΔ 745, Α.Π. 1258/02 Π.Χ. ΝΓ 423], Β) της δε παραγράφου 2α' Π.Κ. κατά πλειοψηφία [μειοψηφούντων του Εφέτη κ. Γκορέζη και των ενόρκων Κ. Μελά και Π. Ιωαννίδη], διότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να συντρέξει η θεσπιζόμενη από αυτή ελαφρυντική περίσταση η οποία επιφέρει μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 Π.Κ., πρέπει ο υπαίτιος να έζησε έως το χρόνο τελέσεως της πράξης, έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή ο έντιμος βίος να ανάγεται σε όλες τις παραπάνω μορφές της ανθρώπινης συμπεριφοράς [Α.Π. 900/2000 Ποιν.Δικ. 2002, 484]. Ο έντιμος ατομικός, ο οικογενειακός, επαγγελματικός, κοινωνικός βίος δεν εξαρτάται απολύτως από την ύπαρξη λευκού δελτίου ποινικού μητρώου του κηρυχθέντος ενόχου. Είναι βέβαια ένδειξη σοβαρή η έλλειψη προηγούμενων καταδικών, πλην όμως το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο του δελτίου του ποινικού μητρώου [Α.Π. 2042/01 Ποιν.Δικ. 2002, 484]. Επί του προκειμένου από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ1 είχε λευκό ποινικό μητρώο, πλην όμως αυτός μέχρι το χρόνο τελέσεως της πράξεως [22-9-2001] δεν έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικότερα κοινωνική ζωή, αφού αυτός από το Φθινόπωρο του 2000 που δημιούργησε εξωσυζυγική σχέση με την συγκατηγορουμένη του, άρχισε να παραμελεί την οικογένεια του, να μην τους στέλνει χρήματα [δαπάνησε το μισθό του σε δώρα της ερωμένης του, κατά την απολογία του], να φέρεται ψυχρά στην άριστη κατά τον ίδιο σύζυγο του, κοινοποιήσας σ' αυτήν την Άνοιξη του 2001 εξώδικη δήλωση για χωρισμό πληγώνοντας αυτή και τις ευρισκόμενες σε τρυφερή ηλικία θυγατέρες του, δεχόμενος στην μικρή κατοικία του στη Σάμο την συγκατηγορουμένη του με τις θυγατέρες της, εκ των οποίων η μικρότερη ήταν ηλικίας 14 ετών, γενόμενες έτσι οι νεαρές κοινωνοί της παράνομης σχέσης τους, ενώ μία τουλάχιστον φορά [την τελευταία, 19-9-2001], έφυγε κρυφά από την μονάδα του [στη Σάμο] χωρίς να πάρει άδεια από τον Διοικητή του [παραμεθόρια περιοχή], όπως ομολόγησε και ο ίδιος. Και τέλος Γ) κατά πλειοψηφία την ελαφρυντική περίσταση της παραγράφου 2 δ', μειοψήφησε ο ένορκος κ. Κ. Μελάς], διότι δεν προέκυψαν πραγματικά περιστατικά τα οποία να δείχνουν ότι ο κατηγορούμενος Χ1 μεταμελήθηκε ειλικρινά και έμπρακτα για την πράξη του, δηλαδή ζήτησε ή επεδίωξε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει της συνέπειες αυτής, και μάλιστα με συγκεκριμένη ειλικρινή συμπεριφορά και πράξεις έναντι της οικογένειας του θύματος, μόνο δε το γεγονός ότι αυτός την 29-6-2005 [πολύ μετά το πρωτόδικο Δικαστήριο που έγινε 3,4-12-2002 έστειλε μέσα από τη φυλακή στον πατέρα του θύματος μια λακωνική επιστολή ζητώντας απλά συγνώμη] δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό αυτό [βλ. και Α.Π. 809/97 Π.Χ. ΜΗ 248]. Εξάλλου ειλικρινή μεταμέλεια σημαίνει να μεταμελείται κάποιος και να ζητά ειλικρινά συγνώμη για την πράξη που διέπραξε και του καταλογίζεται, και επί του προκειμένου ο κατηγορούμενος αυτός, κατά την κρίση της πλειοψηφίας, δεν μετάνιωσε για την πράξη που του αποδίδεται και κηρύχθηκε ένοχος, αφού και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εμμένει στον ισχυρισμό ότι δεν είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση, αλλά πρόθεση να προκαλέσει στο θύμα βαρεία σωματική βλάβη άλλως μη σκοπούμενη θανατηφόρα βλάβη". Με αυτά που δέχθηκε, το δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφασή του και κατά το σκέλος που, απέρριψε την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων, διαλαμβάνει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 του Σ και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο, γιατί, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα Χ1, για τον οποίο απορρίφθηκε, ι) ομόφωνα, η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς, για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξεώς του,(άρθρο 84 παρ. 2ε του Π.Κ), αιτιολογείται η παραδοχή, ότι η επίδειξη από μέρους του καλής συμπεριφοράς, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στις δικαστικές φυλακές, δεν υπήρξε αποτέλεσμα ελεύθερης διαβίωσής του στην κοινωνία, όπου καθημερινά δοκιμάζεται η παραβατικότητά του, αλλά προϊόν εξαναγκαστικής συμπεριφοράς του, ενόψει του κανονισμού λειτουργίας του σωφρονιστικού καταστήματος και πειθαναγκασμού του, ιι) κατά πλειοψηφία, η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α του ίδιου Κώδικα, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι, ανεξάρτητα του γεγονότος, ότι στο δελτίο του ποινικού του μητρώου, δεν σημειώνεται οποιαδήποτε καταδίκη, μέχρι του χρόνου τελέσεως της πράξεως, δεν έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικότερα κοινωνική ζωή. Τούτο, γιατί, όντας έγγαμος και πατέρας 2 τέκνων, ανέπτυξε, χωρίς οποιαδήποτε από μέρους της συζύγου του αφορμή, εξωσυζυγική σχέση με τη συγκατηγορούμενή του, ενώ άρχισε να αδιαφορεί για την οικογένειά του και τέλος να της κοινοποιήσει την άνοιξη του έτους 2001, πρόσκληση για συμβιβαστική λύση του γάμου τους. Πέραν αυτών, όντας μόνιμος υπαξιωματικός του ελληνικού στρατού και ενώ υπηρετούσε στη Σάμο, εγκατέλειπε αδικαιολόγητα την Μονάδα του, προκειμένου να συναντηθεί με τη συγκατηγορούμενή του, κάτοικο του χωρίου ..... 'Εδεσσας, και ιιι) κατά πλειοψηφία, η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2δ του Π.Κ, ότι δηλαδή επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια. Τούτο, γιατί, μόνη η ενέργειά του, να εκφράσει τη συγγνώμη του, με την αποστολή σχετικής επιστολής, μετά παρέλευση 3 και πλέον ετών, από την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην παραδοχή του ελαφρυντικού αυτού, χωρίς να συνδυάζεται με οποιαδήποτε άλλη ειλικρινή και έμπρακτη ενέργειά του.
Επομένως, η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ1, με την οποία πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το σκέλος τούτο της ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμη και ο σχετικός πρώτος, των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' του Κ.Π.Δ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η αιτίαση του ιδίου, με την οποία πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, και σύμφωνα με την οποία, απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός του, περί αμύνης, και ότι κατά την τέλεση της πράξεως, δεν βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, προεχόντως είναι απαράδεκτοι, ενόψει του ότι, δεν υποβλήθηκαν εγγράφως και δεν αναπτύχθηκαν προφορικά, το πρώτο μόνο με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, γίνεται σχετική αναφορά, χωρίς να προσδιορίζονται τα αναγκαία στοιχεία αυτών, ανεξάρτητα του ότι το Δικαστήριο, διέλαβε σχετική αιτιολογία, ως προς το στοιχείο της ψυχικής ηρεμίας, στην οποία τελούσε ο αναιρεσείων. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορούμενου, εγγράφων που δεν είναι βεβαία η ανάγνωσή τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται, ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ., γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας, να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 358 του Κώδικα, σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Από την άποψη δε αυτή, στην έννοια του εγγράφου περιλαμβάνονται και οι προανακριτικές και ανακριτικές καταθέσεις μαρτύρων, καθώς και η προανακριτική και ανακριτική του κατηγορούμενου απολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 233, 234, 235, 236, 237/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία, στην ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Από την αιτιολογία της καταδικαστικής αυτής απόφασης προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων και εγγράφων και την απολογία του, ενώπιον του Ανακριτή, χωρίς αυτή να έχει αναγνωσθεί. Όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι, ναι μεν δεν αναγνώσθηκε η ανακριτική του απολογία, στο στάδιο εκείνο της αναγνώσεως των εγγράφων, όμως, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 366 παρ. 2 του Κ.Π.Δ, σύμφωνα με την οποία, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά το στάδιο της απολογίας του κατηγορουμένου, ενώπιον αυτού, και, προκειμένου να διευκρινίσει ορισμένα σημεία, σε σχέση με όσα είχε καταθέσει προηγουμένως απολογούμενος, στο στάδιο της προδικασίας, επιτρεπτώς, προέβη στην ανάγνωση περικοπών, από την ανακριτική απολογία του.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Α' του Κ.Π.Δ, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, του Χ1, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 211Α του Κ.Π.Δ, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορούμενου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει, ότι το Δικαστήριο, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής κρίση του, όσον αφορά την αναιρεσείουσα Χ2, στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, που είχαν προκύψει, (όπως μάρτυρες, έγγραφα, απολογία της ίδιας), και σε καμία περίπτωση μόνο στην απολογία του συγκατηγορούμενού της, Χ1, όπως αβασίμως υποστηρίζει αυτή.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από αυτήν σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ, λόγος περί απολύτου ακυρότητας, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Συνακόλουθα, και μη υπάρχοντος προς εξέταση, άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, και, οι επ' αυτής (αναιρέσεως του πρώτου) πρόσθετοι λόγοι, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ), τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, με αριθμό 9980 από 9 Νοεμβρίου 2007, αίτηση του Χ1 καθώς και τους επ' αυτής από 16-4-2008 πρόσθετους λόγους, και, την υπ' αριθμό 10150 από 14 Νοεμβρίου 2007, αίτηση της Χ2 και ήδη κρατουμένων στις δικαστικές Φυλακές Θεσσαλονίκης και Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ' αριθμό 233-237/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα αναιρεσείοντα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιουλίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή