Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2267 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος από εντολοδόχο. Στοιχεία. Πότε είναι αιτιολογημένο το βούλευμα. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας του αναιρεσείοντος μισθωτού, ο οποίος ιδιοποιήθηκε το ποσό των 45.254,80 ευρώ, που εισέπραξε στα πλαίσια της εργασίας του από οφειλέτη του εργοδότη του για λογαριασμό του τελευταίου. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2267/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια και Αναστάσιο Λιανό (ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2303/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1954/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 78/13.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 264/16-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθ. 2303/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 3010/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, κατ'εξακολούθηση. Εναντίον του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθ. 2303/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και τον αντίκλητό του την 7-11-2007, με θυροκόλληση, σύμφωνα με τις επιταγές των άρθρων 155 παρ. 2 και 273 ΚΠΔ, η δε αίτηση ασκήθηκε την 16-11-2007 αυτοπροσώπως από τον ίδιο ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 264/16-11-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικώς οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και η έλλειψη ακροάσεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα.
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
2.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 9 Ν. 2408/1996 και το άρθρο 14 παρ. 3α' και 3β' του Ν. 2721/1999, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στον δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου και δ) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και, επί πλέον, να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου μία τουλάχιστον από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου, ή, ανεξαρτήτως αυτών, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Υποκειμενικώς απαιτείται να υπάρχει δόλια προαίρεση του δράστη, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στη δική του περιουσία. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως καθίσταται και ο εντολοδόχος, ο οποίος, κατά τα άρθρα 713 και 719 ΑΚ, έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσεως, που του ανατέθηκε από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας κινητό πράγμα, που αυτός του εμπιστεύθηκε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό. Για τον λόγο αυτό, σε περίπτωση μη αποδόσεως στον εντολέα και παράνομης ιδιοποιήσεως όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, τελείται το έγκλημα της υπεξαιρέσεως του άρθρου 373 ΠΚ. Τέλος το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο αφότου ο υπαίτιος επιχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, με την οποία εκδηλώνεται και εξωτερικεύεται η χωρίς δικαίωμα ιδιοποίηση του ξένου κινητού πράγματος (ΑΠ 973/2007, ΑΠ 1882/2006, ΑΠ 1571/2006, ΑΠ 1364/2006, ΑΠ 960/2006).
3.- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το συμβούλιο όλα στο σύνολό τους. Περαιτέρω η αναφορά στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι το συμβούλιο κατέληξε στην παραπεμπτική κρίση του, αφού, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων, έλαβε υπόψη του και τις καταθέσεις των μαρτύρων, έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει και την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, έστω και αν αυτή δόθηκε χωρίς όρκο. Πράγματι η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνο από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος, είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, η οποία δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο ή το συμβούλιο (ΑΠ 533/2007, ΑΠ 502/2007). Περαιτέρω δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 291/2007, ΑΠ 544/2005, ΑΠ 114/2004). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 1364/2006). Εξάλλου η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος πρέπει να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δεν είναι εκείνοι οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο ή το συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί συμψηφισμού ανταπαιτήσεως του υπαιτίου σε αξιώσεις που έχει κατά του παθόντα από την πράξη της υπεξαιρέσεως, καθώς και ο περί δικαιώματος επισχέσεως (ΑΠ 1666/2006, ΑΠ 2507/2003).
Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παράβαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006).
4.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, τα εξής: Ο κατηγορούμενος είναι πωλητής εις την εγκαλούσαν εταιρείαν και είναι εντεταλμένος όπως εισπράττει διάφορα χρηματικά ποσά δια λογαριασμόν της εγκαλούσης από τους πελάτας αυτής.
Συνεπώς οτιδήποτε απέκτησεν ο κατηγορούμενος εις τα πλαίσια των ανωτέρω αρμοδιοτήτων του, δεν το απέκτησεν κατά κυριότητα, μη αποδίδων δε τούτο εις την εγκαλούσαν εταιρείαν διαπράττει ως έχων κατά τα ανωτέρω την ιδιότητα του εντολοδόχου υπεξαίρεσιν εις βαθμόν κακουργήματος. Ακολούθως εκ του συλλεγέντος καθ' άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εγκαλούσα εταιρεία υπό την επωνυμίαν "Κτιριακές Εφαρμογές ΕΠΕ" έχει ως αντικείμενον την εισαγωγήν, εξαγωγήν και πώλησιν ιατρικών εργαλείων και μηχανημάτων, κτηνιατρικών ειδών, ενδυμάτων, παιδικών ειδών, δερματίνων ειδών, όπως δομικών υλικών και ειδών διατροφής, και εργασίας ανακαινίσεων και παντός είδους εργασίας οικοδομικών, αρχιτεκτονικών και διακοσμητικών εφαρμογών, την εισαγωγήν και εμπορίαν εξοπλισμού ξενοδοχείων, εστιατορίων και εν γένει κέντρων και χώρων εστιάσεως και αναψυχής, ως και την αντιπροσώπευσιν οίκων της αλλοδαπής εις την Ελλάδα.
Ο κατηγορούμενος Χ απασχολείται εις την εγκαλούσαν εταιρείαν ως πωλητής εις το κατάστημα της εις ..... και συγκεκριμένως από του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2004 είχε ανατεθεί εις αυτόν η εντολή λιανικής πωλήσεως επίπλων από το ανωτέρω κατάστημα με την δυνατότητα εισπράξεως του τιμήματος υπό του ιδίου δια λογαριασμόν της εγκαλούσης εταιρείας και την υποχρέωσιν αποδόσεως αυτού εις το ταμείον της τελευταίας κατά το τέλος εκάστου μηνός.
Επειδή κατά τον έλεγχον του ταμείου της εταιρείας διεπιστώνονταν μεγάλα υπόλοιπα εις του λογαριασμούς των πελατών, διενεργήσθηκε ενδελεχής έλεγχος και διεπιστώθηκε ότι πολλοί πελάται, οι οποίοι εφέροντο να οφείλουν διάφορα χρηματικά ποσά εις την εταιρείαν είχαν εξοφλήσει την οφειλήν των, πλην όμως τα χρήματα ουδέποτε απεδόθησαν εις το ταμείον της εταιρείας, αλλά έγιναν αντικείμενον παρανόμου ιδιοποιήσεως υπό του κατηγορουμένου, το δε συνολικόν χρηματικόν ποσόν ανήρχετο εις 45.254,80 Ε. Ειδικώτερον ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από 17-5-04 μέχρι και τη 8-11-04 είχε λάβει εις την κατοχήν του από πωλήσεις δια λογαριασμόν της εγκαλούσης εταιρείας και δεν είχεν αποδώσει εις αυτήν τα ακόλουθα χρηματικά ποσά:
1) Κατά την 17-5-04 το ποσό των 2.000 Ευρώ, το οποίον είχε εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
2) Κατά την 22-6-04 ως και την 21-7-04 το ποσόν των 1.000 και 1.600 Ευρώ, αντιστοίχως, το οποίον είχεν εισπράξει από την πελάτη της εταιρείας ....., ως τίμημα από την πώλησιν εις αυτήν συνθέσεως και απορροφητήρων κουζίνας.
3) Κατά την 1-7-2004 το ποσόν των 1.100 Ε, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτη της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
4) Κατά την 8-7-2004 και 23-7-04 το ποσόν των 1.200 και 1.200 Ευρώ αντιστοίχως, το οποίον είχε εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος από την πώλησιν εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
5) Κατά την 2-8-2004 το ποσό των 3.000 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από την πελάτην της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος από την πώλησιν εις αυτήν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
6) Κατά την 5-8-2004 το ποσόν των 1.000 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από την πελάτην της εταιρείας ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτήν επίπλων κουζίνας.
7) Κατά την 12-8-2004 το ποσόν των 8.400 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν κουζίνας και συνθέσεως.
8) Κατά την 13-9-2004 το ποσόν των 1.800 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
9) Κατά την 14-9-2004, 16-9-2004 ως και κατά την 28-9-2004 τα ποσά των 720, 2.000 και 2.000 Ευρώ αντιστοίχως, τα οποία είχε εισπράξει από τον πελάτη της εταιρείας ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
10) Κατά την 1-10-2004 το ποσόν των 1.100 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
11) Κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2004 το ποσόν των 1468 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
12) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 1.670 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
13) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 1.000 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
14) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 250 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
15) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 5.400 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
16) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 1.500 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
17) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 2.680 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
Περαιτέρω εκ της διενεργηθείσης ερεύνης διεπιστώθη ότι κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 παρέλαβεν ο κατηγορούμενος από προμηθευτάς της εγκαλούσης εταιρείας διάφορα εμπορεύματα, συνολικής αξίας 2.666,80 Ευρώ, χωρίς να αποδώσει εις το ταμείον της εγκαλούσης το ως άνω χρηματικό ποσόν, το οποίον επίσης παρεκράτησε και ιδιοποιήθηκε παρανόμως.
Ακολούθως οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εγκαλούσης εκάλεσαν τον κατηγορούμενον προς παροχήν εξηγήσεων δια την παράνομον συμπεριφορά του. Ο κατηγορούμενος απεδέχθη την πράξιν του και υπεσχέθη ότι θα προσπαθήσει να επιστρέψει τα χρήματα το συντομώτερον δυνατόν υπογράφων συγχρόνως και την από 15-11-2004 δήλωσιν, πλην όμως ουδέποτε επέστεψεν τα χρήματα ή τμήμα αυτών εις την εγκαλούσαν εταιρείαν.
Εν συνεχεία ο κατηγορούμενος αιφνιδίως μεταβάλλει στάσιν και αρνείται την κατηγορίαν ισχυριζόμενος ότι ουδέν χρηματικόν ποσόν ιδιοποιήθη και ότι η από 15-11-04 υπ' αυτού υπογραφείσα δήλωσις περί αναγνωρίσεως της οφειλής του οφείλεται εις εκβιαστικήν συμπεριφοράν εις βάρος του εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της εγκαλούσης εταιρείας.
Ο τοιούτος όμως ισχυρισμός του κατηγορουμένου κρίνεται ουδόλως πειστικός, καθ 'όσον δεν υποστηρίζεται υπό αποδεικτικών στοιχείων.
Εκ των ως άνω αναφερομένων προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθη παρανόμως το ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας χρηματικόν ποσόν των 45.254,80 Ευρώ, το οποίον είχε λάβει εις την κατοχή του από πελάτας της εγκαλούσης εταιρείας υπό την επωνυμίαν "Κτιριακές Εφαρμογές ΕΠΕ", εις την οποίαν ειργάζετο ως υπάλληλος αρμόδιος δια την πώλησιν εμπορευμάτων δια λογαριασμόν της ως άνω εταιρείας, με την εντολήν εισπράξεως του τιμήματος αυτών δια λογαριασμόν της εταιρείας και την απόδοσιν των λαμβανομένων ποσών εις το ταμείον της εγκαλούσης.
Όθεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος του κατηγορουμένου Χ δια την πράξιν της υπεξαιρέσεως εις βαθμόν κακουργήματος κατ' εξακολούθησιν αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας εμπεπιστευμένων εις τον υπαίτιον λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και πρέπει ούτος να παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ως ορίζεται και εις το διατακτικό του υπ'αριθμόν 3010/2006 προσβαλλομένου βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου των εις Αθήνας Πλημμελειοδικών.
Κατά συνέπειαν η από 15-12-2006 έφεσις του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ κατά του υπ'αριθμόν 3010/2006 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου των εις Αθήνας Πλημμελειοδικών πρέπει να γίνει μεν τύποις δεκτή, πλην όμως να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμος, να διαταχθεί δε η άμεσος εκτέλεση του ανωτέρω βουλεύματος ως προς όλας αυτού τας διατάξεις.
Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις, ερευνώντας το αίτημα του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του, δέχθηκε και τα εξής: "........ δεν κρίνεται αναγκαία η εμφάνισή του στο ημέτερο Συμβούλιο, αφού αυτός (εκκαλών) τόσο με την έφεσή του, όσο και με το από 7-4-2006 απολογητικό υπόμνημά του αναπτύσσει πλήρως και λεπτομερώς τις απόψεις και τους ισχυρισμούς του για την παραπάνω πράξη και κατόπιν αυτών η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα......".
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα κύρια ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, για την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26,27, 98 και 375 παρ. 1,2 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα: α) Δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο, ούτε η αναφορά και αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά. Β) Δεν υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια από την περιγραφή της τελευταίας μερικότερης πράξεως της υπεξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία (περιγραφή): "Περαιτέρω εκ της διενεργηθείσης ερεύνης διεπιστώθη ότι κατά του μήνα Οκτώβριο του 2004 παρέλαβεν ο κατηγορούμενος από προμηθευτάς της εγκαλούσης εταιρείας διάφορα εμπορεύματα συνολικής αξίας 2.666,80 ευρώ, χωρίς να αποδώσει εις το ταμείον της εταιρείας το ως άνω χρηματικόν ποσό, το οποίο επίσης παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παρανόμως", αφού, όπως σαφώς συνάγεται από την περικοπή αυτή, αντικείμενο της υπεξαιρέσεως ήταν το τίμημα πωλήσεως των εμπορευμάτων αυτών, ανερχόμενο στο ποσό των 2.666,80 ευρώ γ) Ο εσφαλμένος υπολογισμός του συνολικού ποσού που φέρεται να υπεξαίρεσε ο αναιρεσείων (45.254,80 ευρώ, ενώ από την ορθή πρόσθεση των επί μέρους ποσών των μερικοτέρων πράξεων της υπεξαιρέσεως προκύπτει ότι το πραγματικώς υπεξαιρεθέν ποσό ανέρχεται σε 44.754,80 ευρώ) δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, αφού αναφέρεται σε αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. δ) Στο προοίμιο του σκεπτικού του βουλεύματος δεν διαλαμβάνονται ειδικά μεταξύ των αποδεικτικών μέσων οι χωρίς όρκο καταθέσεις του ....., νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας. Όμως από την αναφορά στο εν λόγω σκεπτικό της περικοπής: "Ακολούθως εκ του συλλεγέντος καθ'άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν κ.λ.π.", προκύπτει χωρίς καμία αμφιβολία ότι ελήφθησαν υπόψη και οι καταθέσεις αυτές, αφού ο ανωτέρω πολιτικώς ενάγων εξετάσθηκε ως μάρτυρας, η δε αναφορά στο προοίμιο της αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος ως αποδεικτικών μέσων των καταθέσεων των μαρτύρων, αναμφίβολα σημαίνει ότι σ'αυτές (καταθέσεις) περιλαμβάνονται και οι χωρίς όρκο καταθέσεις του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας ..... . Περαιτέρω στο ίδιο προοίμιο του προσβαλλομένου βουλεύματος δεν διαλαμβάνεται ειδικά μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, και η απολογία του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου. Όμως από το σύνολο της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού καθίσταται αναμφίβολο ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έλαβε υπόψη του και το εν λόγω αποδεικτικό μέσο. Πλέον συγκεκριμένα εκτίθενται στο αιτιολογικό του προσβαλλομένου βουλεύματος οι εξής περικοπές: "Εν συνεχεία ο κατηγορούμενος αιφνιδίως μεταβάλει στάσιν και αρνείται την κατηγορίαν, ισχυριζόμενος ότι ουδέν χρηματικόν ποσόν ιδιοποιήθη και ότι η από 15-11-2004 υπ'αυτού υπογραφείσα δήλωσις περί αναγνωρίσεως της οφειλής του οφείλεται εις εκβιαστικήν συμπεριφοράν εις βάρος του εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της εγκαλούσης εταιρείας. Ο τοιούτος όμως ισχυρισμός του κατηγορουμένου κρίνεται ως ουδόλως πειστικός, καθ'όσον δεν υποστηρίζεται υπό αποδεικτικών στοιχείων" και ".......αφού αυτός (εκκαλών) τόσο με την έφεσή του, όσο και με το από 7-4-2006 απολογητικό υπόμνημά του αναπτύσσει πλήρως και λεπτομερώς τις απόψεις και τους ισχυρισμούς του για την παραπάνω πράξη και κατόπιν αυτών η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη". Από τις περικοπές αυτές του αιτιολογικού του προσβαλλομένου βουλεύματος προκύπτει αδιστάκτως ότι το Συμβούλιο Εφετών που το εξέδωσε έλαβε υπόψη του και την απολογία του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου.
Περαιτέρω όμως, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως και ειδικότερα, από το απολογητικό υπόμνημα καθώς και το δικόγραφο της εφέσεώς του, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προέβαλε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τον εκ του άρθρου 325 Α.Κ. αυτοτελή ισχυρισμό και συγκεκριμένα ότι δεν είχε πρόθεση υπεξαιρέσεως του ανωτέρω ποσού, δεδομένου ότι έκανε επίσχεση για έξοδα που κατέβαλε κατά τη διαχείριση του καταστήματος πωλήσεως της εγκαλούσας εταιρείας, καθώς και για τους μισθούς και τα συμφωνηθέντα ποσοστά 3,5% επί των πωλήσεων, παραθέτει δε και διάφορα έγγραφα που δικαιολογούν κατά τους ισχυρισμούς του τα πραγματοποιηθέντα από αυτόν έξοδα, τα οποία συνίστανται στις αμοιβές τεχνιτών, ειδικευμένων στην τοποθέτηση των επίπλων, στην αμοιβή αρχιτέκτονα, στις δαπάνες αγοράς εμπορευμάτων, στους τρέχοντες λογαριασμούς (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ). Τον εν λόγω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου απέρριψε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του χωρίς καμία απολύτως αιτιολογία, μολονότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών για τη νομική και πραγματική θεμελίωσή του. 'Ετσι όμως το προσβαλλόμενο βούλευμα υπέπεσε στην πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως ο προβλεπόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. συναφής λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτύ, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Α) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθμ. 264/16-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ'αριθμ. 2303/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β) να αναιρεθεί το ανωτέρω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Αθήνα 7 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά τους Ν. 1408/1996 και 2721/1999, η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συντρέχει μία από τις ειδικές και περιοριστικά στη διάταξη αυτή προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστεύσεως, όπως είναι και εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Στην κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου, λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο μισθωτός, στα καθήκοντα της εργασίας του οποίου περιλαμβάνεται (και) η είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων του εργοδότη του από τρίτους πελάτες του και η υποχρέωση αποδόσεως των εισπραχθέντων σ' εκείνον, ο οποίος παρακρατά και ιδιοποιείται τα ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας εισπραχθέντα για λογαριασμό του εργοδότη του χρηματικά ποσά. Περαιτέρω το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται, εν όλω ή εν μέρει, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και το Συμβούλιο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς και να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Επίσης δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό εβάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της κρίσεως του Συμβουλίου. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, η οποία συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις η λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 2303/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτόν λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Ακολούθως, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος αφού απέρριψε αίτημα αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς του στο Συμβούλιο και επεκύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση, τα περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος είναι πωλητής εις την εγκαλούσαν εταιρείαν και είναι εντεταλμένος όπως εισπράττει διάφορα χρηματικά ποσά δια λογαριασμόν της εγκαλούσας από τους πελάτες αυτής... Εκ του συλλεγέντος καθ' άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα εταιρεία υπό την επωνυμίαν "Κτιριακές Εφαρμογές ΕΠΕ" έχει ως αντικείμενον την εισαγωγήν, εξαγωγήν και πώλησιν ιατρικών εργαλείων και μηχανημάτων, κτηνιατρικών ειδών, ενδυμάτων, παιδικών ειδών, δερματίνων ειδών, όπως δομικών υλικών και ειδών διατροφής, και εργασίας ανακαινίσεων και παντός είδους εργασίας οικοδομικών, αρχιτεκτονικών και διακοσμητικών εφαρμογών, την εισαγωγήν και εμπορίαν εξοπλισμού ξενοδοχείων, εστιατορίων και εν γένει κέντρων και χώρων εστιάσεως και αναψυχής, ως και την αντιπροσώπευσιν οίκων της αλλοδαπής εις την Ελλάδα.
Ο κατηγορούμενος Χ απασχολείται εις την εγκαλούσαν εταιρείαν ως πωλητής εις το κατάστημα της εις ..... και συγκεκριμένως από του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2004 είχε ανατεθεί εις αυτόν η εντολή λιανικής πωλήσεως επίπλων από το ανωτέρω κατάστημα με την δυνατότητα εισπράξεως του τιμήματος υπό του ιδίου δια λογαριασμόν της εγκαλούσης εταιρείας και την υποχρέωσιν αποδόσεως αυτού εις το ταμείον της τελευταίας κατά το τέλος εκάστου μηνός.
Επειδή κατά τον έλεγχον του ταμείου της εταιρείας διεπιστώνονταν μεγάλα υπόλοιπα εις του λογαριασμούς των πελατών, διενεργήθηκε ενδελεχής έλεγχος και διεπιστώθηκε ότι πολλοί πελάται, οι οποίοι εφέροντο να οφείλουν διάφορα χρηματικά ποσά εις την εταιρείαν είχαν εξοφλήσει την οφειλήν των, πλην όμως τα χρήματα ουδέποτε απεδόθησαν εις το ταμείον της εταιρείας, αλλά έγιναν αντικείμενον παρανόμου ιδιοποιήσεως υπό του κατηγορουμένου, το δε συνολικόν χρηματικόν ποσόν ανήρχετο εις 45.254,80 Ε. Ειδικώτερον ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από 17-5-04 μέχρι και τη 8-11-04 είχε λάβει εις την κατοχήν του από πωλήσεις δια λογαριασμόν της εγκαλούσης εταιρείας και δεν είχεν αποδώσει εις αυτήν τα ακόλουθα χρηματικά ποσά:
1) Κατά την 17-5-04 το ποσό των 2.000 Ευρώ, το οποίον είχε εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
2) Κατά την 22-6-04 ως και την 21-7-04 το ποσόν των 1.000 και 1.600 Ευρώ, αντιστοίχως, το οποίον είχεν εισπράξει από την πελάτη της εταιρείας ....., ως τίμημα από την πώλησιν εις αυτήν συνθέσεως και απορροφητήρων κουζίνας.
3) Κατά την 1-7-2004 το ποσόν των 1.100 Ε, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτη της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
4) Κατά την 8-7-2004 και 23-7-04 το ποσόν των 1.200 και 1.200 Ευρώ αντιστοίχως, το οποίον είχε εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος από την πώλησιν εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
5) Κατά την 2-8-2004 το ποσό των 3.000 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από την πελάτην της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος από την πώλησιν εις αυτήν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
6) Κατά την 5-8-2004 το ποσόν των 1.000 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από την πελάτην της εταιρείας ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτήν επίπλων κουζίνας.
7) Κατά την 12-8-2004 το ποσόν των 8.400 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν κουζίνας και συνθέσεως.
8) Κατά την 13-9-2004 το ποσόν των 1.800 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
9) Κατά την 14-9-2004, 16-9-2004 ως και κατά την 28-9-2004 τα ποσά των 720, 2.000 και 2.000 Ευρώ αντιστοίχως, τα οποία είχε εισπράξει από τον πελάτη της εταιρείας ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
10) Κατά την 1-10-2004 το ποσόν των 1.100 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
11) Κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2004 το ποσόν των 1468 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
12) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 1.670 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
13) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 1.000 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
14) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 250 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
15) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 5.400 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως υπόλοιπον τιμήματος εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
16) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 1.500 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
17) Κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 το ποσόν των 2.680 Ευρώ, το οποίον είχεν εισπράξει από τον πελάτην της εταιρείας ονόματι ....., ως τίμημα εκ της πωλήσεως εις αυτόν επίπλων κουζίνας και συνθέσεως.
Περαιτέρω εκ της διενεργηθείσης ερεύνης διεπιστώθη ότι κατά τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2004 παρέλαβεν ο κατηγορούμενος από προμηθευτάς της εγκαλούσης εταιρείας διάφορα εμπορεύματα, συνολικής αξίας 2.666,80 Ευρώ, χωρίς να αποδώσει εις το ταμείον της εγκαλούσης το ως άνω χρηματικό ποσόν, το οποίον επίσης παρεκράτησε και ιδιοποιήθηκε παρανόμως.
Ακολούθως οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εγκαλούσης εκάλεσαν τον κατηγορούμενον προς παροχήν εξηγήσεων δια την παράνομον συμπεριφορά του. Ο κατηγορούμενος απεδέχθη την πράξιν του και υπεσχέθη ότι θα προσπαθήσει να επιστρέψει τα χρήματα το συντομώτερον δυνατόν υπογράφων συγχρόνως και την από 15-11-2004 δήλωσιν, πλην όμως ουδέποτε επέστεψεν τα χρήματα ή τμήμα αυτών εις την εγκαλούσαν εταιρείαν.
Εν συνεχεία ο κατηγορούμενος αιφνιδίως μεταβάλλει στάσιν και αρνείται την κατηγορίαν ισχυριζόμενος ότι ουδέν χρηματικόν ποσόν ιδιοποιήθη και ότι η από 15-11-04 υπ' αυτού υπογραφείσα δήλωσις περί αναγνωρίσεως της οφειλής του οφείλεται εις εκβιαστικήν συμπεριφοράν εις βάρος του εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της εγκαλούσης εταιρείας.
Ο τοιούτος όμως ισχυρισμός του κατηγορουμένου κρίνεται ουδόλως πειστικός, καθ 'όσον δεν υποστηρίζεται υπό αποδεικτικών στοιχείων.
Εκ των ως άνω αναφερομένων προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθη παρανόμως το ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας χρηματικόν ποσόν των 45.254,80 Ευρώ, το οποίον είχε λάβει εις την κατοχή του από πελάτας της εγκαλούσης εταιρείας υπό την επωνυμίαν "Κτιριακές Εφαρμογές ΕΠΕ", εις την οποίαν ειργάζετο ως υπάλληλος αρμόδιος δια την πώλησιν εμπορευμάτων δια λογαριασμόν της ως άνω εταιρείας, με την εντολήν εισπράξεως του τιμήματος αυτών δια λογαριασμόν της εταιρείας και την απόδοσιν των λαμβανομένων ποσών εις το ταμείον της εγκαλούσης.
Όθεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος του κατηγορουμένου Χ δια την πράξιν της υπεξαιρέσεως εις βαθμόν κακουργήματος κατ' εξακολούθησιν αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας εμπεπιστευμένου εις τον υπαίτιον λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και πρέπει ούτος να παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ως ορίζεται και εις το διατακτικό του υπ'αριθμόν 3010/2006 προσβαλλομένου βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου των εις Αθήνας Πλημμελειοδικών. Κατά συνέπειαν η από 15.12.2006 έφεσις του εκκαλούντος κατηγορουμένου... κατά του 3060/2006 βουλεύματος... πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος... ". Ακολούθως το Συμβούλιο, με δικές του σκέψεις, κατά την έρευνα του υποβληθέντος από τον εκκαλούντα - αναιρεσείοντα αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του, δέχθηκε τα εξής " ...δεν κρίνεται αναγκαία η εμφάνισή του στο ημέτερο Συμβούλιο, αφού αυτός (εκκαλών) τόσο με την έφεσή του, όσο και με το από 7.4.2006 απολογητικό υπόμνημά του, αναπτύσσει λεπτομερώς τις απόψεις και τους ισχυρισμούς του για την παραπάνω πράξη...".
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τα συλλεγέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, για την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1, 2 ΠΚ, την οποία ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος λεκτέα τα εξής: 1) από την αναφορά, κατά το είδος του, του αποδεικτικού μέσου των μαρτύρων, μεταξύ των αποτελούντων το "συλλεγέν κατά την προδικασία αποδεικτικό υλικό" που μνημονεύεται στην ανωτέρω εισαγγελική πρόταση, προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλες τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων άρα και εκείνη του εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας ....., η οποία δόθηκε ανομωτί και η οποία δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, μη αποτελούσα ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, 2) από την προαναφερθείσα περικοπή των σκέψεων του Συμβουλίου, αναφορικά με την απόρριψη του αιτήματος αυτοπρόσωπης ενώπιόν του εμφανίσεως του αναιρεσείοντος, αλλά και από την περικοπή της ενσωματωθείσης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, κατά την οποία "εν συνεχεία ο κατηγορούμενος αιφνιδίως μεταβάλλει στάσιν και αρνείται την κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι ουδέν χρηματικόν ποσόν ιδιοποιήθη και ότι η από 15-11-2004 υπ' αυτού υπογραφείσα δήλωσις περί αναγνωρίσεως της οφειλής του οφείλεται εις εκβιαστικήν συμπεριφοράν εις βάρος του εις μέρους των νομίμων εκπροσώπων της εγκαλούσης", προκύπτει αναμφίβολα ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και τη μη ειδικώς μνημονευόμενη μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη απολογία του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος, 3) δεν απαιτείτο, για την πληρότητα της αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων, 4) δεν δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση από τον τρόπο που περιγράφεται στο σκεπτικό του βουλεύματος η τελευταία μερικότερη πράξη της κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεως, σύμφωνα με τον οποίο "κατά το μήνα Οκτώβριο του 2004 παρέλαβε ο κατηγορούμενος από προμηθευτάς της εγκαλούσης εταιρείας διάφορα εμπορεύματα συνολικής αξίας 2.666,80 ευρώ, χωρίς να αποδώσει εις το ταμείον της εταιρείας το ως άνω χρηματικό ποσό, το οποίο επίσης παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παρανόμως", διότι από την περιγραφή αυτή, συνδυαζόμενη με τα συμφραζόμενά της και ιδίως με το αναφερόμενο στην αρχή της παραθέσεως των μερικοτέρων πράξεων, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος παρακράτησε τα εισπραχθέντα από πωλήσεις για λογαριασμό της εγκαλούσας χρηματικά ποσά, σαφώς συνάγεται ότι παραδοχή του Συμβουλίου είναι η υπό του αναιρεσείοντος παρακράτηση και ιδιοποίηση του τιμήματος που εισέπραξε από την πώληση των εμπορευμάτων, τα οποία φέρεται κατά τη μερικότερη αυτή πράξη ότι παρέλαβε για λογαριασμό της εγκαλούσας, ισόποσον της μνημονευομένης αξίας τους και 5) δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο αναιρέσεως η αιτίαση ότι εσφαλμένα υπολογίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα το άθροισμα των φερομένων ως υπεξαιρεθέντων χρηματικών ποσών σε 45.254,80 ευρώ αντί του ορθού των 4.754,80 ευρώ, καθόσον με την αιτίαση αυτή, προβαλλόμενη υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως του βουλεύματος, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Επομένως, οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠοινΔ, αντίθετοι προς τα ανωτέρω, πρώτος, δεύτερος, τρίτος και πέμπτος (τελευταίος) λόγοι της αιτήσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά την ανωτέρω έννοια απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του τέταρτου λόγου της αιτήσεως, ο αναιρεσείων δεν προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό και ειδικότερα τον ισχυρισμό ότι εδικαιούτο να αρνηθεί την απόδοση στην εγκαλούσα των χρημάτων που εισέπραξε για λογαριασμό της από πελάτες της, κατ' ενάσκηση δικαιώματος επισχέσεως, ως έχων απαίτηση εναντίον της για την πληρωμή των ποσών που δαπάνησε για έξοδα του καταστήματός της, όπου αυτός απασχολείτο, ανερχομένων σε 13.027,43 ευρώ. Από την ανωτέρω επισκόπηση προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, με το απολογητικό του υπόμνημα και με την έφεσή του, προέβαλε ότι, όπως εδικαιούτο από τη συνδέουσα αυτόν και την εγκαλούσα σύμβαση, αφήρεσε από τις εισπράξεις που έκανε τα ποσά που κατέβαλε σε τρίτους για έξοδα του καταστήματος της εγκαλούσας στο ....., όπου απασχολείτο, τα οποία παρέθεσε λεπτομερώς και αθροίζονται σε 17.266,50 ευρώ, ισχυρισθείς περαιτέρω ότι "συμψήφισε" το ποσόν που δεν απέδωσε στην εγκαλούσα με ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες αξιώσεις του εναντίον της από την πληρωμή των ανωτέρω εξόδων και ότι "ο συμψηφισμός αμοιβαίων και ομοειδών αξιώσεων αποκλείει το παράνομο της ιδιοποιήσεως και δεν στοιχειοθετείται υπεξαίρεση". Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και συγκεκριμένα του ύψους του ποσού της φερομένης ως τελεσθείσης από τον αναιρεσείοντα υπεξαιρέσεως. Ειδικότερα δεν συνιστά την ένσταση επισχέσεως εκ του άρθρου 325 ΑΚ, για αναιτιολόγητη απόρριψη της οποίας παραπονείται ο αναιρεσείων κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος με τον ανωτέρω τέταρτο λόγο της αιτήσεως (ή του συμψηφισμού εκ του άρθρου 440 ΑΚ), προεχόντως διότι τόσον το δικαίωμα επισχέσεως όσον και ο συμψηφισμός προϋποθέτουν ανταπαίτηση ανήκουσα στον οφειλέτη της κυρίας απαιτήσεως, ενώ ο αναιρεσείων, υπό τα ως άνω εκτιθέμενα στην έφεση και το απολογητικό του υπόμνημα, δεν έχει ανταπαίτηση κατά της εγκαλούσας για τα δαπανηθέντα ως έξοδα του καταστήματός της, αφού αυτά πληρώθηκαν απ' αυτόν όχι εξ ιδίων χρημάτων του αλλά από τα χρήματα που εισέπραξε για λογαριασμό της εγκαλούσας από πελάτες της. Επομένως, ο ως άνω τέταρτος λόγος της αιτήσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, που πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού του και δη ενστάσεως επισχέσεως, όπως προεκτέθηκε, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 16 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως του 2303/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2008. Και,

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου 2008.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή