Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1491 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Τραπεζική επιταγή.




Περίληψη:
Στοιχεία του εγκλήματος. Ορθή και αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση που καταδίκασε για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής τον αναιρεσείοντα, ο οποίος, με την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου συνεταιρισμού εξέδωσε εν γνώσει του επιταγή, η οποία εμφανισθείσα εμπροθέσμως προς πληρωμή, δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Δεν υπάρχει υποχρέωση στο Δικαστήριο να απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν υποβλήθηκε παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο. Απορρίπτει.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1491/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βησσαρίωνα Κωνσταντούλα, περί αναιρέσεως της 12069/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2024/2006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμή της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και γι' αυτό απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του, αντικειμενικώς, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων από το νόμο στοιχείων και τη θέση της υπογραφής του εκδότη επί του εντύπου, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέους άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, και αφετέρου, έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής υποκειμενικώς δε γνώση του εκδότη, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας της ελλείψεως αυτής (ανυπαρξίας διαθέσιμων κεφαλαίων) και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικώς στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά, για το δόλο (την πρόθεση) που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι ο δόλος αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός, δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 12069/2006 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας που εξετάσθηκε ένορκα στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα εξής: Ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του προέδρου του Δ.Σ. του συνεταιρισμού με τον διακριτικό τίτλο ".......", εξέδωσε στη .... στις 22-2-2002 την υπ' αριθμ. ..... επιταγή ποσού 20.542.92 ευρώ, πληρωτέα από την Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα (Υποκατάστημα Αρσάκη 6 Αθήνα) σε διαταγή της εγκαλούσης εταιρίας με την επωνυμία "Αφοί Χαϊτόγλου Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρία Α.Ε.". Η τελευταία νόμιμη τελευταία κομίστρια αυτής εμφάνισε αυθημερόν (22-2-02) την επίδικη επιταγή προς πληρωμή, ήτοι εντός της νομίμου οκταημέρου προθεσμίας στην Ε.Τ.Ε., η οποία ενεργούσε μετά από ρητή προς αυτή εξουσιοδότηση της πληρώτριας, ως αντιπρόσωπος αυτής σύμφωνα με το άρθρο 211 Α.Κ. (βλ. Α.Π. 726/2006) γεγονός που αναγράφεται επί του σώματος αυτής (επιταγής), και η οποία δεν πληρώθηκε, λόγω του ότι ο σχετικός τηρούμενος λογαριασμός, ο οποίος αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσης της ως άνω εκδότριας, δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος τόσο κατά το χρόνο εμφανίσεως και μη πληρωμής, όσο και κατά το χρόνο εκδόσεως. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του τη απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, οι αποδείξεις, από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1433, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αιτιολογείται με πληρότητα ο δόλος του κατηγορουμένου με την αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι κατά το χρόνο εκδόσεως και πληρωμής της επιταγής (22-2-2002), αυτός γνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, δεν ήταν δε απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας αυτής (προσβαλλομένης) να εκτίθεται σ' αυτή ιδιαιτέρως περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η γνώση του αναιρεσείοντος για την ανυπαρξία κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον παραπάνω χρόνο, αφού όπως προαναφέρθηκε, για την τιμώρηση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος ενυπάρχει στη θέληση πραγματώσεως των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, δηλαδή στη θέληση εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής και β) δεν ενέχει το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ασάφεια ή αντίφαση, εξαιτίας του γεγονότος ότι αναφέρεται σ' αυτό η λήψη υπόψη και αξιολόγηση των εγγράφων που διαβάστηκαν στο ακροατήριο", αν και αναγνώσθηκε στην πραγματικότητα ένα μόνο έγγραφο και συγκεκριμένα, τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης, καθόσον οφείλεται στην προκείμενη περίπτωση η χρησιμοποίηση πληθυντικού αριθμού για το αναγνωστέο έγγραφο σε προφανή γραφική παραδρομή. Τέλος, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι δεν είχε υποβληθεί στο δικαστήριο από τον κατηγορούμενο ή τη συνήγορό του οιοσδήποτε αυτοτελής ισχυρισμός, ούτε εκείνος για κήρυξη του εκπροσωπούμενου από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο προαναφερθέντα συνεταιρισμού σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθμ. 7459/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ορίστηκε χρόνος παύσεως των πληρωμών η 1-1-2001, ήτοι προγενέστερος του χρόνου εκδόσεως και πληρωμής της επίδικης επιταγής (22-2-2002), οπότε λογίζεται η μη πληρωμή της ως ανυπαίτια και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1433. Επομένως το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα σε ισχυρισμό που δεν είχε υποβληθεί. Πέραν τούτου, ούτε από την ανωτέρω διάταξη, ούτε από κάποια άλλη προκύπτει ότι αν ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής κατά τον χρόνο έκδοσης ή πληρωμής αυτής έχει πτωχεύσει, ή έχει παύσει τις πληρωμές ως έμπορος το γεγονός τούτο επιδρά στο αξιόποινο της συμπεριφοράς του και ειδικότερα, ότι αίρει τον άδικο χαρακτήρα ή εξαλείφει το αξιόποινο του αδικήματος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1433 (ευθεία παραβίαση), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 12069/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή