Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 545 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νομιμοποίηση εσόδων.




Περίληψη:
Απάτη κακουργηματική. Παράβαση άρθρου 2 παρ. 1, 4, 6 Ν. 2331/1995. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 545/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του με αριθμό 859/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουνίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.125/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 435/19.9.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 113/2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθ. 859/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθ. 2706/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) τους 1) Χ2, κάτοικο ....., 2) Α, κάτοικο ....., 3) Χ3, κάτοικο ..... και 4) Χ1, κάτοικο ....., για να δικασθούν για παράβαση του άρθρου 2 παρ. 1, 4 παρ. 6 του Ν. 2331/1995 και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά τουΒ, κατοίκου εν ζωή ..... λόγω θανάτου αυτού, για τις αξιόποινες πράξεις α) της απάτης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας τελεσθείσας από υπαίτιο που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια εκ της οποίας το όφελος υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 €) (άρθρα 1, 13 στοιχ. στ', 14, 26 παρ. ια, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ. ως η παραγρ. 3 αντικ. με άρθρο 13 Ν. 2721/1999 και β) της παράβασης του άρθρου 2 παρ. 1, 4 και 6 του Ν. 2331/1995. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε και ο αναιρεσείων την υπ'αριθ. 558/8-10-2007 έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσία η έφεση αυτή και επικυρώθηκε το εκκληθέν βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος άσκησε ο αναιρεσείων νομοτύπως εμπροθέσμως και παραδεκτώς την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, αφού ασκήθηκε από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της έλλειψης της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 45 του Π.Κ. και 2 παρ. 1, 4 και 6 του Ν. 2331/1995. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάγεται με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του άρθρου 386 ΠΚ, νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (Ολ. ΑΠ 1420/1986 ΠοινΧρον. ΛΖ 162, ΑΠ 610/2002 ΠοινΔικ 2002.988). Ενόψει και του άρθρου 17 του ΠΚ, χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν υπαλλακτικών μικτούς τρόπους τελέσεως της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή του παραπλανηθέντος (ΟλΑΠ 293/67 ΠοινΧρον. ΙΖ 4857 ΑΠ 691/97 ΠοινΧρον. ΜΗ 176). Το αρχικό κείμενο της διάταξης του άρθρου 386 παρ. 3 ΠΚ, όπου προβλέπονται οι διακεκριμένες-κακουργηματικές μορφές απάτης είχε ως εξής "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε αφενός την 4-6-1996 με το αρθρ. 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και απέκτησε το εξής περιεχόμενο. "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και αφετέρου την 3-6-1999 με |0 άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 και απέκτησε την ισχύουσα μορφή της, δηλαδή "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών" α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη κατ' αρθρ. 5 ν. 2943/2001 15.000 ευρώ), ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη κατ' αρθρ. 5 ν. 2943/2001 73.000 ευρώ). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2331/1995 "πρόσληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ...", προ της τροποποιήσεως του με το Ν. 3424/2005, για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής έννοια: α. "Εγκληματική δραστηριότητα": τα εγκλήματα που προβλέπονται από τις εξής διατάξεις, όπως ισχύουν: αα) ... αβ)... αγ) ... αδ) ... αε) ... αστ) ... αζ) ... αη) Της απάτης, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη (άρθρο 386 παράγραφος 1 εδάφιο β' του Ποινικού Κώδικα) ή αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια ή αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος (άρθρο 386 παράγραφος 3 του Ποινικού Κώδικα), αθ) ... κλπ. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 εδαφ. α του ίδιου ως άνω Νόμου, με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Σύμφωνα με την παρ. 4 του ίδιου ως άνω άρθρου, τα εγκλήματα του άρθρου αυτού τιμωρούνται ακόμα και στην περίπτωση που η εγκληματική δραστηριότητα έλαβε χώρα στην αλλοδαπή και δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων. Κατά την παρ. 5 του αυτού άρθρου, τα κακουργήματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό δικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, ενώ κατά την παρ. 6 του ιδίου άρθρου, περιουσία που αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή που αποκτήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσία που χρησιμοποιήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, για εγκληματική δραστηριότητα κατάσχεται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεως της στον ιδιοκτήτη κατά τα άρθρα 310 παρ. 2 και 373 ΚΠΔ, δημεύεται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν η περιουσία ανήκει σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε σε γνώσει της εγκληματικής δραστηριότητας κατά το χρόνο κτήσεως της περιουσίας. Ακόμα κατά την παρ. 8 εδαφ. α και β του παραπάνω άρθρου, δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές η δήμευση διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμοδίου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Εξάλλου, με το άρθρο 2 του Ν. 3424/2005 το στοιχ. α του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995 αντικαταστάθηκε ως εξής: α."Εγκληματικές δραστηριότητες": 1) Τα εξής εγκλήματα, καλούμενα βασικά εγκλήματα: αα)... ββ) ... κλπ Π) Κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεση της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ". Περαιτέρω κατά το άρθρο 45 του Π.Κ. "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ., πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο ή το Συμβούλιο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (δείτε ΑΠ 50/1990 (σε ολομ.) Π.Χρ. Μ/949 και ΑΠ 810/2006 Π.Χρ. NZ/222). Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν με το βούλευμά του το Συμβούλιο αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο (δείτε και ΑΠ 431/2007 Π.Χρ. ΝΖ/502). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 859/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις δέχθηκε ότι "Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε για την υπό κρίση υπόθεση, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και τις απολογίες (2ου έως και πέμπτου των κατηγορουμένων) και τα υπομνήματα τους προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27-1-2000 περιήλθε ένα τηλεομοιοτυπικό μήνυμα στην συσκευή FAX της υπηρεσίας εξωτερικού της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Unicrediro Italiano" στο υποκατάστημα στην ..... υπόψη Γ (ανωτάτου στελέχους αυτής). Το εν λόγω μήνυμα ήταν μια "εντολής πληρωμής στο εξωτερικό" που δήθεν εδίδετο από την εταιρία Fincantieri προς το υποκατάστημα της ..... της ως άνω Τράπεζας, προκειμένου να μεταφερθεί μέσω SWIFT, το ποσό των 2.000.000 € (3.872. 540.000 λιρέτες Ιταλίας), χρεώνοντας το λογαριασμό της ως άνω εταιρίας με αρ. 21409 που τηρούσε στο άνω υποκατάστημα, πιστώνοντας τον υπ' αρ. ...... λογαριασμό που ετηρείτο στην Τράπεζα EUROBANK (υποκατάστημα ..., .....), με δικαιούχο του ποσού αυτού τον Β (α' κατηγορούμενο). Η εντολή πληρωμής έκανε λόγο για προηγούμενη συμφωνία. Όταν ρωτήθηκε ο Γ σχετικώς επιβεβαίωσε στους ανωτέρω του ότι είχε λάβει πριν από κάποιες μέρες ένα τηλεφώνημα από κάποιο άγνωστο άτομο που του είχε συστήσει ως υπάλληλος της Fincantieri και του είχε ζητήσει τεχνικές πληροφορίες σχετικά με το "πάγιο νόμισμα του δικαιούχου" σε εμβάσματα εξωτερικού, εάν δηλαδή μπορούσε να εκτελέσει μία εντολή πληρωμής στο εξωτερικό με προκαθορισμένο νόμισμα. Στη συνέχεια το ανωτέρω FAX παραδόθηκε από τον Γ στη διεύθυνση της Τράπεζας και υποβλήθηκε για την έγκριση της εκτέλεσης της εντολής στον συνδιευθυντή και διαχειριστή Δ. Ο τελευταίος, αφού έλαβε προηγούμενα την διαβεβαίωση του Γ ότι η εντολή πληρωμής είχε συζητηθεί προηγουμένως με εκπροσώπους της εταιρίας, έκρινε, ότι η αυθεντικότητα του μηνύματος ήταν εγγυημένη, περιορίστηκε στην εκπλήρωση των τυπικών υποχρεώσεων και στη 28-1-2000 προέβη στην εκτέλεση της εντολής μέσω SWIFT ενώ δεν επακολούθησε καμιά γραπτή επιβεβαίωση - Ο Γ όμως όταν εξετάσθηκε από τις ιταλικές αρχές δεν θυμόταν αν ο εμφανισθείς ως υπάλληλος της Fincantieri του είχε αναφέρει το όνομα του, ούτε το διάλογο που είχε με τον συνάδελφο του. Η " Fincantieri Cantieri Νavali italiani Spa" όταν πήρε το χρεωστικό σημείωμα στις 28-1-2000 από την ως άνω τράπεζα που της γνωστοποιούσε και την εκτέλεση της ως άνω εντολής πληρωμής αντέδρασε άμεσα, αμφισβήτησε στις 18/2/2000 δια του οικονομικού της διευθυντή την νομιμότητα της σχετικής χρέωσης αρνούμενη ότι δόθηκε από αυτήν η προαναφερόμενη εντολή πληρωμής επισημαίνοντας διάφορα στοιχεία πλαστότητας στο έντυπο της εντολής που αποδεικνύουν των μη γνησιότητα αυτού ως εγγράφου προερχόμενου από την εταιρία τους και ισχυριζόμενη ότι η εταιρία αυτή για τέτοιες υψηλές συναλλαγές δεν αρκείται ποτέ σε FAX αλλά μόνο όταν συνοδεύεται με πρωτότυπη, επιστολή υπογραμμένη από πληρεξουσίους, τέλος υπέβαλε και σχετική μήνυση κατ' αγνώστων δραστών στο Τμήμα Ασφαλείας Τεργέστης. Μετά ταύτα η Fincantieri λαμβάνοντας το αντίγραφο της ως άνω καταγγελίας ακύρωσε την χρέωση και απέστειλε στην εταιρία λογιστική επιστολή της πίστωσης με την επιφύλαξη της επαναφοράς της καθ' ην περίπτωση ανέκυπταν ευθύνες της εταιρίας. Με τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι άγνωστα μέχρις στιγμής πρόσωπα απέστειλαν προς την τράπεζα "Unicredito Italiano πλαστή εντολή εμβάσματος δήθεν προερχόμενη από την ιταλική εταιρία Fincantieri ... και ούτω εξαπάτησαν τους υπαλλήλους της ώστε να εμβάσουν μέσω SWIFT το ποσό των 2.000.000 € στο λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα EUROBANK με δικαιούχο τον Β, ζημιούμενης ούτω κατά το ως άνω ποσό της ιταλικής τράπεζας επ' αντιστοίχω ωφέλεια των δραστών, ιδιαίτερα μεγάλου ύψους. Στις 28-1-2000 παραλήφθηκε ένα αντίγραφο του εμβάσματος ποσού 2.000.000 € στο υποκατάστημα της EUROBANK στην περιοχή "Ρέντη". Στις 31-1-2000 το χρηματικό ποσό των 2.000.000€ πιστώθηκε στον υπ' αρ. ..... κοινό λογαριασμό της EUROBANK στον οποίο συνδικαιούχοι ήταν ο Β και η θυγατέρα του - κατηγορουμένη-εκκαλούσα Χ2. Ακολουθεί δραχμοποίηση του ποσού σε 661.352.153 δρχ. αφού παρακρατήθηκε το ποσό της προμήθειας και ο Β ανέλαβε άμεσα ολόκληρο το παραπάνω ποσό με τον εξής τρόπο: 1) ποσό 580.000.000 δρχ. με την έκδοση ίσης αξίας τραπεζικών επιταγών σε διαταγή του, ήτοι επτά (7) επιταγών με αριθμούς από ..... έως ..... και συγκεκριμένα της υπ' αριθ. ..... επιταγής ποσού 100.000.000 δρχ., της υπ' αρ. ..... επιταγής ποσού 100.000.000 δρχ. της υπ' αρ. ..... επιταγής ποσού 100.000.000 δρχ., της υπ' αρ. ..... επιταγής ποσού 100.000.000 δρχ., της υπ' αρ. ..... επιταγής ποσού 60.000.000 δρχ., της υπ' αρ. ..... ποσού 60.000.000 δρχ. και της υπ' αρ. ..... ποσού 60.000.000 δρχ. Οι έξι πρώτες συνολικού ποσού 520.000.000 δρχ. οπισθογραφήθηκαν εν λευκώ από τον Β. Την έβδομη επιταγή αξίας 60.000.000 δρχ. την 1-2-2000 (δηλαδή την ίδια ημέρα που εμφανίσθηκαν οι λοιπές ως άνω επιταγές στο υποκατάστημα της ..... από τον Α την εμφάνισε προς πληρωμή στο υποκατάστημα της οδού ..... της ίδιας Τράπεζας (EUROBANK) ο ίδιος ο Β. Από το ποσό δε της επιταγής εισέπραξε 10.000.000 δρχ. σε μετρητά και για το υπόλοιπο των 50.000.000 δρχ. εξέδωσε ισόποση επιταγή με αρ. ....., 2) Την 31-1-2000 ο Β εισέπραξε ο ίδιος το υπόλοιπο ποσό των 81.381.589 δρχ. σε μετρητά, στις 1-2-2000 κατέθεσε στον υπ' αρ. ..... ατομικό λογαριασμό που διατηρεί η Χ2 στο υποκ/μα ..... της Τράπεζας EUROBANK τα ποσά των 2.900.000 δρχ. και 2.000.000 δρχ. Περαιτέρω προέκυψε σαφώς ότι ο ως άνω κατηγορούμενος μαζί με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους και νυν εκκαλούντες τελούσαν σε πλήρη γνώση της παράνομης προέλευσης των πιο πάνω χρημάτων και έθεσαν από κοινού σε εφαρμογή το σχέδιο της νομιμοποίησης αυτών μέσω του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα. Ο βασικός πυρήνας είναι ο Β, άτομο ανεπάγγελτο πλέον, αφού από ετών είχε διακόψει την επαγγελματική του δραστηριότητα ως εμπόρου της κεντρικής λαχαναγοράς, λόγω των σοβαροτάτων προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (λέμφωμα HODEN, χρόνια λοίμωξη από υπατίτιδα Β, ηπατική ανεπάρκεια, εφαρμογή χημειοθεραπείας, μεταμόσχευση ήπατος (1993), επαναλοίμωξη του μοσχεύματος, συνεχή παρακολούθηση στο ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ (Φεβρουάριο του 2000) οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (λίγες ημέρες μετά την διάπραξη της ως άνω απάτης), νοσηλεύθηκε αλλεπάλληλα λόγω καρδιακής και νεφρικής ανεπάρκειας, χειρουργήθηκε πολλάκις και τελικώς απεβίωσε συνεπεία των ως άνω παθήσεων του στις 21-7-2003. Χρησιμοποιήθηκε όμως και προφανώς λόγω της διεγνωσμένα επισφαλούς υγείας του, κοινός λογαριασμός με την θυγατέρα του (εκκαλούσα) για την έμβαση του ως άνω ποσού των 2.000.000 δρχ. Αυτό ενισχύει την πεποίθηση για την γνώση και συμμετοχή της Χ2 στο όλο σχέδιο καθόσον η ύπαρξη της ως συνδικαιούχου διασφάλιζε την περαιτέρω ρευστοποίηση και νομιμοποίηση μέσω του ελληνικού τραπεζικού συστήματος εσόδων από εγκληματική αναμφίβολα δραστηριότητα ως εξελικτικά διαμορφώθηκε στην υπό κρίση υπόθεση του, ποσού των 2.000.000 €, στην περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ήδη βεβαρημένης υγείας του συνδικαιούχου πατέρα της του οποίου σαφώς κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου εγνώριζε την παράνομη δραστηριότητα. Άλλωστε και η λογική των πραγμάτων μας κατευθύνει σ' αυτήν την πεποίθηση διότι οι δράστες της ως άνω αποχής και αποστολής του πλαστής εντολής πληρωμής (με FAX) ενόψει της επισφαλέστασης υγείας του Β δεν θα διακινδύνευαν την αποστολή ενός τεράστιου χρηματικού ποσού (2.000.000€) σε λογαριασμό ατόμου (έστω συνδικαιούχου) που σε περίπτωση αχρήστευσης του Β ως βασικού οργάνου διοχέτευσης αυτού του ποσού στην Ελλάδα θα έθετε εν κινδύνω το σχέδιο νομιμοποίησης του προϊόντος αυτού της εγκληματικής τους δραστηριότητας λόγω της άγνοιας ακριβώς περί την παράνομη δραστηριότητα του συνδικαιούχου (εν προκειμένω πατέρα της) και προφανώς έλλειψη βούλησης να συνεργήσει σ' αυτήν την παράνομη δραστηριότητα. Όσον αφορά τον έτερο εκκαλούντα Χ3, ο οποίος κατά την κατηγορία που τον βαρύνει συναντήθηκε με τον έτερο εκκαλούντα-κατηγορούμενο Χ1 (στο γραφείο του τελευταίου) και τον έτερο συγκατηγορούμενό τους Α, ο οποίος έμελλε να οπισθογραφήσει και εισπράξει, τις προαναφερθείσες εν λευκώ οπισθογραφημένες από τον Β έξι επιταγές συνολικού ύψους 520.000.000 δρχ. στο υποκατάστημα της EUROBANK της οδού ....., ο ισχυρισμός του ότι απλώς παραβρέθηκε στην είσπραξη των επιταγών από τον Α για να διασφαλίσει τα χρήματα του φίλου του (α' κατηγορούμενου Β) ο οποίος του είχε ζητήσει κάποιο άτομο security για την ασφαλή είσπραξη αυτών ουδόλως πείθει το Συμβούλιο. Δεν έχει καμμία λογική να καταφεύγει στον Χ3 ο Β για να του διασφαλίσει την είσπραξη του ποσού 520.000.000 δρχ., που υποτίθεται ότι λόγω προβλημάτων υγείας δεν ηδύνατο να εισπράξει ο ίδιος και ο Χ3 να πείθεται για την νομιμότητα των χρημάτων αυτών και την ανάγκη του "ασθενούντος" δήθεν φίλου του Β να εισπραχθούν από τρίτο πρόσωπο κατά τρόπο ασφαλή, όταν την ίδια μέρα ο Β αυτοπροσώπως, ως προαναπτύχθηκε, συναλλάσσεται με την EUROBANK άλλης περιοχής και εν πάσει περιπτώσει να απευθυνθούν σε γραφείο security καταφεύγουν στον μεγαλοεπιχειρηματία (συγκατηγορούμενο)- εκκαλούντα Χ1, που τους προτείνει με την σειρά του αντί για άτομο ασφαλείας, τον Α ένα άτομο που ουδόλως έχει σχέση με γραφεία Security. Τα πρόσωπα του Χ3 και του Χ1 που σαφώς αποδείχθηκε ότι παρέδωσε στον Α τις επιταγές για είσπραξη χωρίς βάσιμη δικαιολογία αναμιγνύονται σε μία συναλλαγή, που ο Β ηδύνατο να πράξει μόνος του, αν τα χρήματα δεν είχαν ύποπτη βεβαίως προέλευση ώστε να χρειάζεται η μεθοδευμένη κατάτμηση του ποσού των 2.000.000 € σε επιταγές εισπραττόμενες σε διάφορα υποκαταστήματα της EUROBANK στους ίδιους σχεδόν χρόνους από διαφορετικά πρόσωπα, που εισπράττουν όπως ο Α ή διασφαλίζουν με την παρουσία και την μεθοδικότατη οργάνωση της είσπραξης (Χ1, Χ3) του ποσού που ως προαναφέρθηκε ήταν και το γνώριζαν καλώς και οι συνδράμοντες κατά την αποδιδόμενη σ' αυτούς κατηγορία προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας τρίτων ατόμων.
Συνεπώς και με βάση τα προεκτεθέντα, το Συμβούλιο κρίνει ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων-εκκαλούντων και παραπομπής τους κατά το εκκαλούμενο βούλευμα στο αρμόδιο δικαστήριο, ορθώς κρίνοντας του Πρωτοβαθμίου Συμβουλίου. Να απορριφθούν κατ' ουσία οι ένδικες εφέσεις. Να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούν τους εκκαλούντες-και τέλος να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των εκκαλούντων (αρ. 583§1 ΚΠοινΔ)". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της από κοινού παράβασης του άρθρου 2 παρ. 1, 4 και 6 Ν. 2331/1995, διέλαβε στο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή και του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, στου οποίου τη συμμετοχή γίνεται εκτενής αναφορά στο βούλευμα, το οποίο ειδικότερα, εκτός των άλλων αναφέρει: "Τα πρόσωπα του Χ3 και του Χ1 που σαφώς αποδείχθηκε ότι παρέδωσε στον Α τις επιταγές για είσπραξη χωρίς βάσιμη δικαιολογία, αναμιγνύονται σε μία συναλλαγή που ο Β ηδύνατο να πράξει μόνος του, αν τα χρήματα δεν είχαν ύποπτη βεβαίως προέλευση ώστε να χρειάζεται η μεθοδευμένη κατάτμηση του ποσού των 2.000.000 € σε επιταγές εισπραττόμενες σε διάφορα υποκαταστήματα της EUROBANK στους ίδιους σχεδόν χρόνους από διαφορετικά πρόσωπα, που εισπράττουν όπως ο Α ή διασφαλίζουν με την παρουσία και την μεθοδικότατη οργάνωση της είσπραξης (Χ1, Χ3) του ποσού που ως προαναφέρθηκε ήταν και το γνώριζαν καλώς οι συνδραμόντες κατά την αποδιδόμενη σ'αυτούς κατηγορία προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας τρίτων ατόμων" (δείτε το τέλος της πρώτης και την αρχή της δεύτερης σελίδας του 17ου φύλλου του βουλεύματος. 'Ηταν περαιτέρω ο αναιρεσείων αυτός που επρότεινε τον συγκατηγορούμενό του Α ως "άτομο ασφαλείας" στην είσπραξη του μνημονευομένου ποσού, προϊόντος της απάτης που αναφέρεται του οποίου επιχειρήθηκε η νομιμοποίηση. Περαιτέρω το ίδιο Συμβούλιο με τις αναφορές και σκέψεις του που στο βούλευμά του εκτίθενται, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 45 του Π.Κ. και 2 παρ. 1, 4 και 6 του Ν. 2331/1995 και συνεπώς οι αντίθετοι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών αυτών διατάξεων είναι αβάσιμοι, όπως και αυτοί της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο βούλευμα και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ'αριθ. 113/2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά του υπ'αριθ. 859/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 30 Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Μαύρος".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει οι ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της. Το αρχικό κείμενο της διάταξης του άρθρου 386 παρ. 3 ΠΚ, στο οποίο προβλέπονται οι κακουργηματικές μορφές της απάτης είχε ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε αφενός την 4-6-1996 με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και έλαβε το εξής περιεχόμενο "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και αφετέρου την 3-6-1999 με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999 και έλαβε το περιεχόμενο, που τώρα ισχύει, δηλαδή "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών(15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Περαιτέρω, ενόψει και του άρθρου 17 του ΠΚ, χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τελέσεως της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή του παραπλανηθέντος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 13 εδ. στ' του Π.Κ. κατ' επάγγελμα τελείται η απάτη όταν από την επανειλημμένη τέλεση της ή από την υποδομή που είχε διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη για διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείου της προσωπικότητας του. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί τελέσεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, χωρίς ν' απαιτούνται προηγούμενες καταδίκες. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.2331/1995 "πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ..." πριν την τροποποίηση του με το Ν. 3424/2005, για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής έννοια: α. "Εγκληματική δραστηριότητα" : τα εγκλήματα που προβλέπονται από τις εξής διατάξεις όπως ισχύουν: αα) ... αβ) ... αγ) ... αδ) ... αε) ... αστ) ... αζ) ... αη) της απάτης, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη (άρθρο 386παρ.1 εδ. β' ΠΚ) ή αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια ή αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος (άρθρο 386 παρ.3 του Ποινικού Κώδικα) αθ) ... κλπ. Κατά το άρθρο 2 παρ.1 εδαφ. α του ίδιου ως άνω Νόμου, με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Περαιτέρω, κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, τα εγκλήματα του άρθρου αυτού τιμωρούνται ακόμα και στην περίπτωση που η εγκληματική δραστηριότητα έλαβε χώρα στην αλλοδαπή και δεν υπόκεινται στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων, κατά δε την παρ. 5 τα κακουργήματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό δικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το Δικαστήριο ή το Συμβούλιο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Τέλος το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 ΚΠΔ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο με το βούλευμα του αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν τούτο δεν υπάγει σωστά σ' αυτήν τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα περιστατικά, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο σχετικό πόρισμα ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθμό 859/2008 βούλευμα του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις δέχθηκε ότι "Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε για την υπό κρίση υπόθεση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και τις απολογίες (2ου έως και πέμπτου των κατηγορουμένων) και τα υπομνήματα τους, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27-1-2000 περιήλθε ένα τηλεομοιοτυπικό μήνυμα στην συσκευή FAX της υπηρεσίας εξωτερικού της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Unicrediro Italiano" στο υποκατάστημα στην ..... υπόψη Γ (ανωτάτου στελέχους αυτής). Το εν λόγω μήνυμα ήταν μία "εντολή πληρωμής στο εξωτερικό" που δήθεν εδίδετο από την εταιρία Fincantieri προς το υποκατάστημα της ..... της ως άνω Τράπεζας, προκειμένου να μετα-φερθεί μέσω SWIFT, το ποσό των 2.000.000 € (3.872.540.000 λιρέτες Ιταλίας), χρεώνοντας το λογαριασμό της ως άνω εταιρίας με αρ. 21409 που τηρούσε στο άνω υποκατάστημα, πιστώνοντας τον υπ' αρ. ...... λογαριασμό που ετηρείτο στην Τράπεζα EUROBANK (υποκατάστημα ..., .....), με δικαιούχο του ποσού αυτού τον Β (α' κατηγορούμενο). Η εντολή πληρωμής έκανε λόγο για προηγούμενη συμφωνία. Όταν ρωτήθηκε ο Γ σχετικώς επιβεβαίωσε στους ανωτέρω του ότι είχε λάβει πριν από κάποιες μέρες ένα τηλεφώνημα από κάποιο άγνωστο άτομο που του είχε συστηθεί ως υπάλληλος της Fincantieri και του είχε ζητήσει τεχνικές πληροφορίες σχετικά με το "πάγιο νόμισμα του δικαιούχου" σε εμβάσματα εξωτερικού, εάν δηλαδή μπορούσε να εκτελέσει μία εντολήπληρωμής στο εξωτερικό με προκαθορισμένο νόμισμα. Στη συνέχεια το ανωτέρω FAX παραδόθηκε από τον Γ στη διεύθυνση της Τράπεζας και υποβλήθηκε για την έγκριση της εκτέλεσης της εντολής στον συνδιευθυντή και διαχειριστή Δ. Ο τελευταίος, αφού έλαβε προηγούμενα την διαβεβαίωση του Γ ότι η εντολή πληρωμής είχε συζητηθεί προηγουμένως με εκπροσώπους της εταιρίας, έκρινε, ότι η αυθεντικότητα του μηνύματος ήταν εγγυημένη, περιορίστηκε στην εκπλήρωση των τυπικών υποχρεώσεων και στη 28-1-2000 προέβη στην εκτέλεση της εντολής μέσω SWIFT ενώ δεν επακολούθησε καμιά γραπτή επιβεβαίωση. Ο Γ όμως όταν εξετάσθηκε από τις ιταλικές αρχές δεν θυμόταν αν ο εμφανισθείς ως υπάλληλος της Fincantieri του είχε αναφέρει το όνομά του, ούτε το διάλογο που είχε με τον συνάδελφο του. Η "Fincantieri Cantieri Νavali italiani Spa" όταν πήρε το χρεωστικό σημείωμα στις 28-1-2000 από την ως άνω τράπεζα που της γνωστοποιούσε και την εκτέλεση της ως άνω εντολής πληρωμής αντέδρασε άμεσα, αμφισβήτησε στις 18/2/2000 δια του οικονομικού της διευθυντή την νομιμότητα της σχετικής χρέωσης αρνούμενη ότι δόθηκε από αυτήν η προαναφερόμενη εντολή πληρωμής επισημαίνοντας διαφορά στοιχεία πλαστότητας στο έντυπο της εντολής που αποδεικνύουν των μη γνησιότητα αυτού ως εγγράφου προερχόμενου από την εταιρία τους και ισχυριζόμενη ότι η εταιρία αυτή για τέτοιες υψηλές συναλλαγές δεν αρκείται ποτέ σε FAX αλλά μόνο όταν συνοδεύεται με πρωτότυπη επιστολή υπογραμμένη από πληρεξουσίους, τέλος υπέβαλε και σχετική μήνυση κατ' αγνώστων δραστών στο Τμήμα Ασφαλείας Τεργέστης. Μετά ταύτα η Fincantieri λαμβάνοντας το αντίγραφο της ως άνω καταγγελίας ακύρωσε την χρέωση και απέστειλε στην εταιρία λογιστική επιστολή της πίστωσης με την επιφύλαξη της επαναφοράς της καθ' ην περίπτωση ανέκυπταν ευθύνες της εταιρίας. Με τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι άγνωστα μέχρις στιγμής πρόσωπα απέστειλαν προς την τράπεζα "Unicredito Italiano πλαστή εντολή εμβάσματος δήθεν προερχόμενη από την ιταλική εταιρία Fincantieri ... και ούτω εξαπάτησαν τους υπαλλήλους της ώστε να εμβάσουν μέσω SWIFT το ποσό των 2.000.000 € στο λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα EUROBANK με δικαιούχο τον Β, ζημιούμενης ούτω κατά το ως άνω ποσό της ιταλικής τράπεζας επ' αντιστοίχω ωφέλεια των δραστών, ιδιαίτερα μεγάλου ύψους. Στις 28-1-2000 παραλήφθηκε ένα αντίγραφο του εμβάσματος ποσού 2.000.000 € στο υποκατάστημα της EUROBANK στην περιοχή ".....". Στις 31-1-2000 το χρηματικό ποσό των 2.000.000€ πιστώθηκε στον υπ' αρ. ..... κοινό λογαριασμό της EUROBANK στον οποίο συνδικαιούχοι ήταν ο Β και η θυγατέρα του - κατηγορουμένη-εκκαλούσα Χ2. Ακολουθεί δραχμοποίηση του ποσού σε 661.352.153 δρχ. αφού παρακρατήθηκε το ποσό της προμήθειας και ο Β ανέλαβε άμεσα ολόκληρο το παραπάνω ποσό με τον εξής τρόπο: 1) ποσό 580.000.000 δρχ. με την έκδοση ίσης αξίας τραπεζικών επιταγών σε διαταγή του, ήτοι επτά (7) επιταγών με αριθμούς από ..... έως ..... και συγκεκριμένα της υπ' αριθ. -..... επιταγής ποσού 100.000.000 δρχ., της υπ1 αρ. ..... επιταγής ποσού 100.000.000 δρχ. της υπ' αρ. ..... επιταγής ποσού 100.000.000 δρχ., της υπ' αρ. ..... επιταγής ποσού 100.000.000 δρχ., της υπ' αρ. ..... επιταγής ποσού 60.000.000 δρχ., της υπ' αρ. ..... ποσού 60.000.000 δρχ. και της υπ' αρ. ..... ποσού 60.000.000 δρχ. Οι έξι πρώτες συνολικού ποσού 520.000.000 δρχ. οπισθογραφήθηκαν εν λευκώ από τον Β. Την έβδομη επιταγή αξίας 60.000.000 δρχ. την 1-2-2000 (δηλαδή την ίδια ημέρα που εμφανίσθηκαν οι λοιπές ως άνω επιταγές στο υποκατάστημα της ..... από τον Α την εμφάνισε προς πληρωμή στο υποκατάστημα της οδού ..... της ίδιας Τράπεζας (EUROBANK) ο ίδιος ο Β. Από το ποσό δε της επιταγής εισέπραξε 10.000.000 δρχ. σε μετρητά και για το υπόλοιπο των 50.000.000 δρχ. εξέδωσε ισόποση επιταγή με αρ. ....., 2) Την 31-1-2000 ο Β εισέπραξε ο ίδιος το υπόλοιπο ποσό των 81.381.589 δρχ. σε μετρητά, στις 1-2-2000 κατέθεσε στον υπ' αρ. ..... ατομικό λογαριασμό που διατηρεί η Χ2 στο υποκ/μα ..... της Τράπεζας EUROBANK τα ποσά των 2.900.000 δρχ. και 2.000.000 δρχ. Περαιτέρω προέκυψε σαφώς ότι ο ως άνω κατηγορούμενος μαζί με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους και νυν εκκαλούντες τελούσαν σε πλήρη γνώση της παράνομης προέλευσης των πιο πάνω χρημάτων και έθεσαν από κοινού σε εφαρμογή το σχέδιο της νομιμοποίησης αυτών μέσω του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα. Ο βασικός πυρήνας είναι ο Β, άτομο ανεπάγγελτο πλέον, αφού από ετών είχε διακόψει την επαγγελματική του δραστηριότητα ως εμπόρου της κεντρικής λαχαναγοράς, λόγω των σοβαροτάτων προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (λέμφωμα HODEN, χρόνια λοίμωξη από υπατίτιδα Β, ηπατική ανεπάρκεια, εφαρμογή χημειοθεραπείας, μεταμόσχευση ήπατος (1993), επαναλοίμωξη του μοσχεύματος, συνεχή παρακολούθηση στο ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ (Φεβρουάριο του 2000) οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (λίγες ημέρες μετά την διάπραξη της ως άνω απάτης), νοσηλεύθηκε αλλεπάλληλα λόγω καρδιακής και νεφρικής ανεπάρκειας, χειρουργήθηκε πολλάκις και τελικώς απεβίωσε συνεπεία των ως άνω παθήσεων του στις 21-7-2003. Χρησιμοποιήθηκε όμως και προφανώς λόγω της διεγνωσμένα επισφαλούς υγείας του, κοινός λογαριασμός με την θυγατέρα του (εκκαλούσα) για την έμβαση του ως άνω ποσού των 2.000.000 δρχ. Αυτό ενισχύει την πεποίθηση για την γνώση και συμμετοχή της Χ2 στο όλο σχέδιο καθόσον η ύπαρξη της ως συνδικαιούχου διασφάλιζε την περαιτέρω ρευστοποίηση και νομιμοποίηση μέσω του ελληνικού τραπεζικού συστήματος εσόδων από εγκληματική αναμφίβολα δραστηριότητα ως εξελικτικά διαμορφώθηκε στην υπό κρίση υπόθεση του, ποσού των 2.000.000 €, στην περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ήδη βεβαρημένης υγείας του συνδικαιούχου πατέρα της του οποίου σαφώς κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου εγνώριζε την παράνομη δραστηριότητα. Άλλωστε και η λογική των πραγμάτων μας κατευθύνει σ' αυτήν την πεποίθηση διότι οι δράστες της ως άνω αποχής και αποστολής του πλαστής εντολής πληρωμής (με FAX) ενόψει της επισφαλέστασης υγείας του Β δεν θα διακινδύνευαν την αποστολή ενός τεράστιου χρηματικού ποσού (2.000.000€) σε λογαριασμό ατόμου (έστω συνδικαιούχου) που σε περίπτωση αχρήστευσης του Β ως βασικού οργάνου διοχέτευσης αυτού του ποσού στην Ελλάδα θα έθετε εν κινδύνω το σχέδιο νομιμοποίησης του προϊόντος αυτού της εγκληματικής τους δραστηριότητας λόγω της άγνοιας ακριβώς περί την παράνομη δραστηριότητα του συνδικαιούχου (εν προκειμένω πατέρα της) και προφανώς έλλειψη βούλησης να συνεργήσει σ' αυτήν την παράνομη δραστηριότητα. Όσον αφορά τον έτερο εκκαλούντα Χ3, ο οποίος κατά την κατηγορία που τον βαρύνει συναντήθηκε με τον έτερο εκκαλούντα - κατηγορούμενο Χ1 (στο γραφείο του τελευταίου) και τον έτερο συγκατηγορούμενό τους Α, ο οποίος έμελλε να οπισθογραφήσει και εισπράξει, τις προαναφερθείσες εν λευκώ οπισθογραφημένες από τον Β έξι επιταγές συνολικού ύψους 520.000.000 δρχ. στο υποκατάστημα της EUROBANK της οδού ....., ο ισχυρισμός του ότι απλώς παραβρέθηκε στην είσπραξη των επιταγών από τον Α για να διασφαλίσει τα χρήματα του φίλου του (α' κατηγορούμενου Β) ο οποίος του είχε ζητήσει κάποιο άτομο security για την ασφαλή είσπραξη αυτών ουδόλως πείθει το Συμβούλιο. Δεν έχει καμμία λογική να καταφεύγει στον Χ3 ο Β για να του διασφαλίσει την είσπραξη του ποσού 520.000.000 δρχ., που υποτίθεται ότι λόγω προβλημάτων υγείας δεν ηδύνατο να εισπράξει ο ίδιος και ο Χ3 να πείθεται για την νομιμότητα των χρημάτων αυτών και την ανάγκη του "ασθενούντος" δήθεν φίλου του Β να εισπραχθούν από τρίτο πρόσωπο κατά τρόπο ασφαλή, όταν την ίδια μέρα ο Β αυτοπροσώπως, ως προαναπτύχθηκε, συναλλάσσεται με την EUROBANK άλλης περιοχής και εν πάσει περιπτώσει να απευθυνθούν σε γραφείο security καταφεύγουν στον μεγαλοεπιχειρηματία (συγκατηγορούμενο) - εκκαλούντα Χ1 που τους προτείνει με την σειρά του αντί για άτομο ασφαλείας τον Α ένα άτομο που ουδόλως έχει σχέση με γραφεία Security. Τα πρόσωπα του Χ3 και του Χ1 που σαφώς αποδείχθηκε ότι παρέδωσε στον Α τις επιταγές για είσπραξη χωρίς βάσιμη δικαιολογία αναμιγνύονται σε μία συναλλαγή, που ο Β ηδύνατο να πράξει μόνος του, αν τα χρήματα δεν είχαν ύποπτη βεβαίως προέλευση ώστε να χρειάζεται η μεθοδευμένη κατάτμηση του ποσού των 2.000.000 € σε επιταγές εισπραττόμενες σε διάφορα υποκαταστήματα της EUROBANK στους ίδιους σχεδόν χρόνους από διαφορετικά πρόσωπα, που εισπράττουν όπως ο Α ή διασφαλίζουν με την παρουσία και την μεθοδικότατη οργάνωση της είσπραξης (Χ1, Χ3) του ποσού που ως προαναφέρθηκε ήταν και το γνώριζαν καλώς και οι συνδράμοντες κατά την αποδιδόμενη σ' αυτούς κατηγορία προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας τρίτων ατόμων.
Συνεπώς και με βάση τα προεκτεθέντα, το Συμβούλιο κρίνε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων εκκαλούντων και παραπομπής τους κατά το εκκαλούμενο βούλευμα στο αρμόδιο δικαστήριο, ορθώς κρίνοντας του Πρωτοβαθμίου Συμβουλίου. Να απορριφθούν κατ1 ουσία ο ένδικες εφέσεις. Να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούν τους εκκαλούντες και τέλος να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των εκκαλούντων (αρ. 583§1 ΚΠοινΔ".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της από κοινού παράβασης του άρθρου 2 παρ. 1, 4 και 6 Ν. 2331/1995, διέλαβε στο βούλευμα του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή και του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, στου οποίου τη συμμετοχή γίνεται εκτενής αναφορά στο βούλευμα, το οποίο ειδικότερα, εκτός των άλλων αναφέρει: "Τα πρόσωπα του Χ3και του Χ1 που σαφώς αποδείχθηκε ότι παρέδωσε στον Α τις επιταγές για είσπραξη χωρίς βάσιμη δικαιολογία, αναμιγνύονται σε μία συναλλαγή που ο Β ηδύνατο να πράξει μόνος του, αν τα χρήματα δεν είχαν ύποπτη βεβαίως προέλευση ώστε να χρειάζεται η μεθοδευμένη κατάτμηση του ποσού των 2.000.000 € σε επιταγές εισπραττόμενες σε διάφορα υποκαταστήματα της EUROBANK στους ίδιους σχεδόν χρόνους από διαφορετικά πρόσωπα, που εισπράττουν όπως ο Α ή διασφαλίζουν με την παρουσία και την μεθοδικότατη οργάνωση της είσπραξης (Χ1, Χ3) του ποσού που ως προαναφέρθηκε ήταν και το γνώριζαν καλώς οι συνδραμόντες κατά την αποδιδόμενη σ'αυτούς κατηγορία προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας τρίτων ατόμων". Ήταν περαιτέρω ο κατηγορούμενος αυτός που πρότεινε τον συγκατηγορούμενο του Α ως "άτομο ασφαλείας" στην είσπραξη του μνημονευομένου ποσού, προϊόντος της απάτης που αναφέρεται, του οποίου επιχειρήθηκε η νομιμοποίηση. Περαιτέρω το Συμβούλιο με τις αναφορές και τις σκέψεις του, που στο βούλευμα του εκτίθενται, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45 του ΠΚ και 2 παρ.1, 4 και 6 του Ν. 2331/1995, τις οποίες δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και γιαυτό είναι αβάσιμοι οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' και β' λόγοι της αναιρέσεως. Ειδικότερα με το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογούνται επαρκώς, με την παράθεση των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών, η γνώση του αναιρεσείοντος για την παράνομη προέλευση των χρημάτων, ο τρόπος της συνδρομής του στο πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και ειδικότερα στην πράξη της απάτης και η συναυτουργική δράση του κατηγορουμένου, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές του βουλεύματος, ο κατηγορούμενος δέχθηκε στην κατοχή του τις επιταγές που προαναφέρθηκαν, "παρέδωσε στον Α τις επιταγές για είσπραξη χωρίς βάσιμη δικαιολογία" αναμίχθηκε σε μία συναλλαγή "που ο Β ηδύνατο να πράξει μόνος του, αν τα χρήματα δεν είχαν ύποπτη βεβαίως προέλευση, ώστε να χρειάζεται η μεθοδευμένη κατάτμηση του ποσού των 2.000.000 € σε επιταγές εισπραττόμενες σε διάφορα υποκαταστήματα της EUROBANK στους ίδιους σχεδόν χρόνους από διαφορετικά πρόσωπα, που εισπράττουν, όπως ο Α ή διασφαλίζουν με την παρουσία και την μεθοδικότατη οργάνωση της είσπραξης", πρότεινε δε ως "άτομο ασφαλείας" για την είσπραξη του ποσού (προϊόντος της απάτης), τον συγκατηγορούμενο του Α, που δεν έχει σχέση με γραφεία Securiti. Για την αιτιολογία της απόφασης δεν ήταν αναγκαίο το Συμβούλιο να αιτιολογήσει ειδικότερα τον τρόπο γνωριμίας του αναιρεσείοντος και του Β και τη συμμετοχή του ίδιου στην τέλεση της πράξης της απάτης, δεν ενέχει δε ανακολουθία η αιτιολογία του βουλεύματος με την οποία δέχεται ότι ο Β έδωσε στον κατηγορούμενο τις επιταγές, τις οποίες ο ίδιος είχε λάβει από την Τράπεζα, στη συνέχεια δε αυτός τις παρέδωσε στον Α για να τις εισπράξει, δοθέντος ότι το Συμβούλιο με το βούλευμα εντάσσει τις ενέργειες αυτές των κατηγορουμένων στο όλο σχέδιο, με το οποίο θα διασφαλιζόταν η περαιτέρω ρευστοποίηση και νομιμοποίηση, μέσω του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος, των εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα. Επομένως οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρ.583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 9 Ιουνίου 2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμό 859/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή