Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 931 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραίτηση, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Υπεξαίρεση, Πολιτική αγωγή, Ακυρότητα σχετική.




Περίληψη:
1. Απορρίπτει για 1ο αναιρεσείοντα λόγω παραίτησης. Ως προς 2ο και 3ο αναιρεσείοντες: 2. Κατά δε το άρθρο 173 παρ. 2 του ΚΠΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες, που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου να γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο και κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται, κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της προπαρασκευαστικής και της κύριας, το Δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Άρα απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ λόγος ακυρότητας, που αφορά σε ακυρότητες της προδικασίας (ΑΠ 809/2008). 3. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄, Ε΄ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως. 4. Απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για ακυρότητα της διαδικασίας από την παράνομη παράσταση ως πολιτικώς ενάγοντος του Δημοσίου, διότι, το πολιτικώς ενάγον Δημόσιο, νόμιμα παρέστη στην ενώπιον του πρωτοβαθμίου και του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία του ακροατηρίου και νομιμοποιούταν ενεργητικά προς τούτο, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τη σε βάρος του τελεσθείσα υπεξαίρεση αρχαίων αντικειμένων, αφού κατά τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά από το Δικαστήριο η πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, για την οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, στρεφόταν κατά του Δημοσίου, που είναι ιδιοκτήτης των υπεξαιρεθέντων αρχαίων. Απορρίπτει αιτήσεις.




ΑΡΙΘΜΟΣ 931/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που δεν παραστάθηκε, 2. Χ2, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές ... και 3. Χ3, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Χρονόπουλο, περί αναιρέσεως της 144, 145, 146, 147/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών.
Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε.

Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουνίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1209/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων που παραστάθηκαν, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος, αφού αναφέρθηκε στην από 15 Δεκεμβρίου 2008 έκθεση παραίτησης του Χ1, που δήλωσε ότι παραιτείται από την 17 Ιουνίου 2008 αίτηση αναίρεσης, κατά της ως άνω αποφάσεως, πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ.1, 475 παρ.1, 476 παρ.1 και 513 παρ. 1 ΚΠοινΔ, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο το οποίο έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και από εκείνον που την δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκείμενη περίπτωση ο πρώτος αναιρεσείων Χ1, με την από 15/12/2008 δήλωσή του ιδίου, που έγινε ενώπιον του Διευθυντή της Αγροτικής Φυλακής Τίρυνθας και για την οποία συντάχθηκε η από 17-12-2008 σχετική έκθεση, παραιτήθηκε από την από 17-6-2008 αίτηση αναιρέσεώς του, που ασκήθηκε με δήλωση που κοινοποιήθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 17-6-2008, για αναίρεση της με αριθμ. 144,145,146,147/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Επομένως σύμφωνα με τα προεκτεθέντα το ένδικο αυτό μέσο, ως προς τον πρώτο των αναιρεσειόντων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα αυτό τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις, που επιβάλλει ο νόμος. Κατά δε το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, από τις απόλυτες ακυρότητες, που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου να γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, και, κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται, κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, και της προπαρασκευαστικής και της κύριας, το Δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον πρώτο λόγο του δικογράφου της αναιρέσεως, προβάλουν απόλυτη ακυρότητα, η οποία αναφέρεται σε άκυρες πράξεις της προδικασίας, και συγκεκριμένα απόλυτη ακυρότητα που δημιουργήθηκε κατά τη διενεργηθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, αυτεπάγγελτη προανάκριση, συνίσταται δε στην, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 170, 171 περ.1 δ και 183 του ΚΠοινΔ και 11 Ν. 5351/1932,κατά τη σύνταξη του από 19-5-2000 και από 8-9-2000 πρωτοκόλλου εκτιμήσεως της εμπορικής αξίας των κατασχεθέντων αρχαίων νομισμάτων και αντικειμένων παρανόμως συγκροτηθεισών επιτροπών, λόγω μη συμμετοχής μέλους του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και λόγω μη γνωστοποιήσεως των ονομάτων των επιτροπών στους κατηγορούμενους για να ασκήσουν τα δικαιώματα εξαιρέσεως και διορισμού τεχνικού συμβούλου, με αποτέλεσμα οι προανακριτικές αυτές πράξεις να αξιοποιηθούν κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία στο ακροατήριο, αφού τούτο ανέγνωσε τα άνω πρωτόκολλα εκτιμήσεως της αξίας των αρχαίων και σχημάτισε την περί ενοχής κρίση του, λαμβάνοντας υπόψη και τα έγγραφα αυτά. Όμως, η από τις αναφερόμενες παραλείψεις δημιουργούμενη απόλυτη ακυρότητα, και υπό την εκδοχή ότι πράγματι εμφιλοχώρησε τέτοια, ανάγεται στην προδικασία και, ως τέτοια, έπρεπε να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή των κατηγορούμενων στο ακροατήριο και όχι το πρώτον ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού η ακυρότητα αυτή, κατά το άρθρο 173 παρ.2 και 174 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, έχει πλέον καλυφθεί. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως (α σκέλος), περί απόλυτης ακυρότητας πράξεων αναγόμενων στην προδικασία από το άρθρο 171 του ΚΠοινΔ, μη δυνάμενος να θεμελιώσει λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του αυτού Κώδικα και ιδία του υπό στοιχ. Α λόγου, είναι αβάσιμος. (ΑΠ 809/2008).
Κατά το άρθρο 1 εδ. α' Ν. 5351/1932, στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Κράτους ανήκουν όλα τα αρχαία, που βρίσκονται στην Ελλάδα από τους αρχαιοτάτους χρόνους και εφεξής, ενώ κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ως αρχαία λογίζονται όλα ανεξαιρέτως τα έργα τέχνης, όπως εξειδικεύονται σ' αυτό. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 5 και 6 του ίδιου νόμου, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος των κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 του ίδιου νόμου αρχαίων αντικειμένων, οφείλει να δηλώσει αυτά στην πλησιέστερη αστυνομική ή αρχαιολογική αρχή εντός 15 ημερών αφότου περιήλθε το αρχαίο στην κατοχή του, αυτός δε που παραλείπει πέρα από το δίμηνο να δηλώσει την κατοχή του αρχαίου προς το σκοπό παράνομης διάθεσης αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση ενός μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή 1.000 έως 4.000 δραχμών. Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του αρ. 375 του Π. Κ., όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το αρ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, η οποία είναι επιεικέστερη εκείνης του αρ. 14 παρ. 3 εδ. β' του Ν. 2721/1999, που ισχύει από 3-6-1999, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος να είναι ξένο, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περιπτώσεως από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων και εκείνης κατά την οποία ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου ή διαχειριστή και ε) το πράγμα, κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως, να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στη δική του περιουσία. Το τελευτ. εδάφιο β του άρθρου 375 παρ.1 του ΠΚ προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3 α του Ν. 2721/3-6-1999, που ορίζει "Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Περαιτέρω κατά το άρθρο 54 του ν. 3028/2002 με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται η υπεξαίρεση (άρθρο 375 του Ποινικού Κώδικα) αν έχει αντικείμενο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή αν ο δράστης τελεί την πράξη της υπεξαιρέσεως μνημείων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Τόσο ο ν. 1608/1950 όσο και ο ν. 3028/2002 δεν καθιερώνουν αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε μεταβάλλουν τους όρους και τα στοιχεία των εγκλημάτων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 του πρώτου και στα άρθρα 53, 54 και 55 του δεύτερου, αλλά απλώς επαυξάνουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τις ποινές των εγκλημάτων αυτών. Ακόμα περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 παρ.1 του ΠΚ που προβλέπει την αναδρομική ισχύει του ηπιότερου νόμου, όταν από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος, ο οποίος όπως ίσχυε περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Το νόμο αυτόν έχει υποχρέωση να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως Δικαστήριο, εφόσον ίσχυσε πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεώς του, γιατί αλλιώς υποπίπτει στην κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ αναιρετική πλημμέλεια.
Από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνης του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002, που είναι επιεικέστερη και εφαρμοστέα, κατ'άρθρον 2 ΠΚ, και για τις προ της 3-6-1999 τελεσθείσες πράξεις, προκύπτει ότι εκείνος, ο οποίος γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο κάτοχος αρχαίου αντικειμένου, το οποίο, κατά τα άρθρα 1 και 2 του ως άνω νόμου, ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου, εκτός των αδικημάτων που διαπράττει από τη μη δήλωση τούτου μέσα στις ως άνω προθεσμίες, τελεί και το έγκλημα της υπεξαιρέσεως από τη στιγμή που εκδηλώνει πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεως. Ως χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως αυτής, η οποία είναι έγκλημα στιγμιαίο, θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματώνεται η παράνομη αυτή ιδιοποίηση του αρχαίου αντικειμένου, δηλαδή που πραγματώνεται η εξωτερική πράξη, με την οποία αναιρείται οριστικά η εξουσία του ιδιοκτήτη στο πράγμα. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται το ξένο κινητό αρχαίο πράγμα να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία και να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί αυτό παράνομα καθόν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δολία προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 167 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, "όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο, να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που είχε προστρέξει για να τον υποστηρίξει, ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους (παρ 1)", αν δε οι πράξεις που προβλέπει η πρώτη παράγραφος έγιναν, εκτός των άλλων, από περισσότερους, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της αντιστάσεως, στην περίπτωση που η ενέργεια του δράστη τείνει στην παράλειψη νόμιμης πράξεως της αρχής ή του υπαλλήλου, απαιτείται η πράξη, σε παράλειψη της οποίας τείνει ο εξαναγκασμός, να είναι νόμιμη, δηλαδή να βρίσκεται μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και να συντρέχουν οι ουσιώδεις τύποι που τάσσονται γι' αυτή. Προσαπαιτείται η χρήση βίας ή απειλής βίας ή βιαιοπραγία κατά του υπαλλήλου. Στην έννοια της βίας περιλαμβάνεται, τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική, αλλά και κάθε είδους ενέργεια, που μπορεί να διεγείρει στον υπάλληλο φόβο και να τον παρεμποδίσει στην εκτέλεση της υπηρεσιακής πράξης. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. α του αυτού Κώδικα, υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Υπάλληλος επομένως είναι και ο αστυνομικός υπάλληλος.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις, όπως είναι εκείνες που απορρίπτουν υποβαλλόμενο αίτημα του κατηγορουμένου για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Από το καλοκαίρι του έτους 1999 υπήρχαν πληροφορίες στο Τμήμα Αρχαιοκαπηλίας της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, ότι οι κατηγορούμενοι έχουν στην κατοχή τους μεγάλο αριθμό αρχαίων αντικειμένων και αναζητούν αγοραστές αυτών. Περί τα μέσα του μηνός Απριλίου 2000, ο 3ος τούτων, Χ3 πήγε σε ξενοδοχείο στο ... της ..., όπου είχε συνάντηση με κάποια άτομα και μετά 10 ημέρες ξαναπήγε στο ίδιο ξενοδοχείο, όπου είχε συνάντηση με 2 άτομα, πιθανώς αλλοδαπούς. Στη συνεχεία πήγε τα άτομα αυτά σε πολυκατοικία της οδού ... αρ. ..., στην ..., όπου κατοικούν σε τρία οροφοδιαμερίσματα όλοι οι κατηγορούμενοι, ήτοι ο Χ2 στον 1° όροφο, ο Χ1 στον 2° όροφο και ο Χ3 στον 3° όροφο. Τα άτομα αυτά, αφού παρέμειναν επί αρκετή ώρα, έφυγαν. Τις ανωτέρω κινήσεις τους διαπίστωσε ο μάρτυρας αστυνομικός ΑΑ, ο οποίος παρακολουθούσε τους κατηγορούμενους, αλλά τις δέχεται και ο 3ος κατηγορούμενος στην από 17-5-2000 προανακριτική απολογία του στο τμήμα Αρχαιοκαπηλίας της Δ.Α.Α. Την 15-5-2000, οι κατηγορούμενοι μετέβησαν στην ..., με αυτοκίνητο του 2ου τούτων, και οι Χ2 και Χ3 επέστρεψαν το βράδυ με το ίδιο αυτοκίνητο, ενώ ο 1ος τούτων Χ1 παρέμεινε στην ... και διανυκτέρευσε στο ξενοδοχείο ..., προκειμένου να συναντηθεί την επόμενη ημέρα με τον άνθρωπο που θα πλήρωνε το τίμημα, όταν τα υπόλοιπα αδέλφια του θα παρέδιδαν τα Αρχαία στην ..., στον αγοραστή. Την επόμενη ημέρα (16-5-2000) ο Χ1, αφού περιφέρθηκε για λίγο στην ..., πήγε με ΤΑΧΙ στην ..., έχοντας μαζί του ένα καινούργιο και άδειο σακ βουαγιάζ, προκειμένου να τοποθετήσει τα χρήματα εκ της πωλήσεως. Εκεί συναντήθηκε σε μια καφετέρια με ένα από τα άτομα, που είχαν συναντήσει και οι αδελφοί του στην ..., και του έδωσε ένα χαρτί, και το άτομο αυτό εισήλθε στην Τράπεζα "CITIΒΑΝΚ", που βρισκόταν απέναντι από την καφετέρια. Εξ άλλου, στην ..., το άλλο άτομο, απ' αυτά που είχαν επισκεφθεί το σπίτι των κατηγορουμένων και είχε συναντηθεί με τον Χ3 στο ξενοδοχείο του ..., ήλθε στο κατάστημα των κατηγορουμένων στην οδό ... αρ. ... στην ..., και μαζί με τον Χ3 πήγαν στην πολυκατοικία των κατηγορουμένων και εισήλθαν σ' αυτήν. Μετά από λίγο εισήλθαν στην ίδια πολυκατοικία και οι αστυνομικοί ΒΒ και ΓΓ, που παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους. Ενώ ο αστυνομικός ΓΓ αφουγκραζόταν στην πόρτα του διαμερίσματος του 1ου ορόφου, άκουσε φωνή, που έλεγε "Ναι, είμαστε εντάξει, τα αντικείμενα είναι όλα εδώ, να δώσετε τα χρήματα". Τότε άνοιξε η πόρτα και φάνηκαν ο Χ3 και ο αλλοδαπός. Ο αστυνομικός ΓΓ φώναξε "ακίνητοι, Αστυνομία" και προσπάθησε να τους συλλάβει, αλλά αυτοί όρμησαν πάνω του, τον απώθησαν και πέτυχαν την διαφυγή του αλλοδαπού. Η πάλη των 2ου και 3ου των κατηγορουμένων συνεχίστηκε και όταν κατέφθασε και ο Υπαστυνόμος ΒΒ και τους επιδείχθηκαν και οι ταυτότητες των Αστυνομικών, και ήταν τόσο ισχυρή η αντίσταση τους και βίαια τα κτυπήματα τους κατά των Αστυνομικών, ώστε να καταστεί αδύνατη η σύλληψη τους παρά μόνον με τη συνδρομή και άλλων αστυνομικών, που κλήθηκαν για τον σκοπό αυτό. Να σημειωθεί ότι, σι άνω κατηγορούμενοι, προκειμένου να νομιστεί ότι οι Αστυνομικοί είναι κλέφτες και να τους ακινητοποιήσουν οι γείτονες, για να προλάβουν αυτοί (οι άνω κατηγορούμενοι) να κρύψουν τα Αρχαία, άρχισαν να φωνάζουν δυνατά προς βοήθεια τους γείτονες τους: "βοήθεια, κλέφτες και ληστές", παρότι η Αστυνομία είχε προηγουμένως γνωστοποιήσει τις ιδιότητες τους και είχε επιδείξει και τις ταυτότητες των Αστυνομικών. Μετά τη σύλληψη των άνω κατηγορουμένων, και την νομότυπη έρευνα, βρέθηκε στο διαμέρισμα του Χ2 μια τσάντα, που περιείχε τα αναφερόμενα στην από 16-5-2000 έκθεση κατασχέσεως κατ το διατακτικό αναφερόμενα αρχαία αντικείμενα, επιμελώς συσκευασμένα και τακτοποιημένα κατά ομάδες και είδη και στο διαμέρισμα του Χ3 άλλο αρχαίο αντικείμενο, αναφερόμενο στην έκθεση κατάσχεσης καίσιο διατακτικό, το οποίο, θα πωλούσαν παράνομα στο μέλλον. Μετά την σύλληψη των δύο, ως άνω αδελφών, ειδοποιήθηκε και ο αστυνομικός ΔΔ, που παρακολουθούσε τον, Χ1 στην ... και τον συνέλαβε, ενώ το άλλο άτομο αντιλήφθηκε τη σύλληψη και εξαφανίστηκε από την Τράπεζα. Τα κατασχεθέντα κινητά πράγματα, που αναφέρονται, στο από 19-5-2000 πρωτόκολλο εκτίμησης κατασχεθέντων νομισμάτων (πλην των Τουρκικών φλουριών) και στο από 8-9-2000 πρακτικό εκτίμησης κατασχεθέντων αρχαίων είναι Αρχαία, κατά την έννοια του Νόμου, γιατί αποτελούν έργα τέχνης, που χρονολογούνται από την πρώιμη εποχή του χαλκού (έτος 10.000 π.Χ.), μέχρι το έτος 1453 μ.Χ., είναι δε μνημεία τα οποία έχουν ανεκτίμητη αρχαιολογική και ιστορική αξία, υπήρχαν δε στην Ελληνική γη, στην οποία και βρέθηκαν και η εμπορική τους αξία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αφού ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 191.524.000 δρχ. Ειδικώτερα, τα αρχαία νομίσματα (πλην των Τουρκικών), ανήκαν στον 4ο μέχρι 3ο" αιώνα π.Χ. και η εμπορική τους αξία ανερχόταν σε 200.000 δρχ. Τα υπόλοιπα αρχαία κινητά μνημεία, που αναφέρονται στο άνω πρακτικό εκτίμησης αρχαίων και στο διατακτικό, είναι χρυσά κοσμήματα, και εργαλεία καθώς και σκευή, ειδώλια, και άλλα μικροαντικείμενα από κάθε ύλη, και η εμπορική τους αξία ανέρχεται σε 191.324.000 δρχ. Η αξία τους καθορίστηκε νόμιμα από τις συνεστημένες νομότυπα και αρμόδιες κατά Νόμο (αρθρ. 11 Ν. 5351/1932) τριμελείς επιτροπές που ορίστηκαν, με τις υπ' αριθ. 21027/1554/9-6-1999 και 25398/1865/18-8-2000 αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού. Η αξία τους αυτή είναι συνάρτηση της γνησιότητάς τους και της αυθεντικότητας τους, οι οποίες τίθενται ως προϋπόθεση του συγκεκριμένου εγκλήματος και συνεπώς το αίτημα των κατηγορουμένων για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, με τους ως άνω σκοπούς, είναι απορριπτέο, ως αβάσιμο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα Αρχαία αυτά βρέθηκαν σε ελληνικό έδαφος (βλ. απολογία κατηγορουμένου Χ3 στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι ήταν πολύ παλιά, από τη ...) και κατά την έννοια του Νόμου ανήκουν στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου (αρθρ. 1,2 Ν. 5351/1932 και 21 Ν. 3028/2002) και περιήλθαν στους κατηγορούμενους με άγνωστο τρόπο, τον Μάιο 1999, αυτοί δε εκδήλωσαν από τότε πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι τα αντικείμενα αυτά ανήκαν στον πατέρα τους, ο οποίος αποβίωσε το έτος 1980 και έκτοτε τα κληρονόμησαν αυτοί και είχαν σκοπό να τα παραδώσουν στο κράτος, είναι απορριπτέος, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ως αληθής, αντίθετα αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι κινήθηκαν για την πώληση των Αρχαίων από το 1999 και όχι από το 1980.
Συνεπώς, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για την υπεξαίρεση από κοινού σε βάρος του Δημοσίου αρχαίων αντικειμένων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, οι δε Χ2 και Χ3 προσέτι και της αντίστασης, με την παραδοχή του ελαφρυντικού ότι όλοι συμπεριφέρθηκαν καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους. Το έτερο ζητούμενο ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι, παρά το συμπτωματικώς λευκό ποινικό μητρώο, δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί διήγαν έντιμον βίον, αλλά ασχολούντο με παράνομες πράξεις σχετικές με Αρχαία. Εξ άλλου, πρέπει να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη για το πλημμέλημα της συμμορίας (χρόνος τελέσεως 5/1999), και να παύσει υφ' όρον η ποινική δίωξη για το πλημμέλημα της παράληψης δηλώσεως κατοχής Αρχαίων, κατ' άρθρο 31 Ν. 3346/2005".
Aκολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ενόχους τους τρεις κατηγορουμένους, για τις πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως αρχαίων, τους δε δύο από αυτούς ήδη αναιρεσείοντες ενόχους και για το πλημμέλημα της αντιστάσεως κατά της αρχής και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό τους η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδάφ. ε' του ΠΚ, επέβαλε στους δύο νυν αναιρεσείοντες, συνολική ποινή φυλακίσεως 5 ετών και 5 μηνών, σε καθένα.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκαν οι δύο αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 26 παρ.1 α, 27, 45, 94 παρ.1, 167 παρ.1,2 και 375 παρ.1 α, β του ΠΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1,2,5,6,11 του Ν. 5351/1932 και 54 του Ν. 3028/2002, όπως ισχύουν κατά τα προαναφερθέντα, ενόψει τελέσεως της υπεξαιρέσεως τον Μάϊο του 1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, μεταξύ των οποίων είναι και τα αναγνωσθέντα πρωτόκολλα και πρακτικά εκτιμήσεως των αρχαίων, και απολογία των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ, δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Όσον αφορά δε τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, α) "ότι οι επιτροπές εκτιμήσεως των αρχαίων δεν συγκροτήθηκαν νόμιμα κατά το άρθρο 11 του Ν. 5351/1932 και είναι άκυρες οι δύο αναγνωσθείσες εκτιμήσεις των αρχαίων νομισμάτων και αντικειμένων που κατασχέθηκαν", όπως προαναφέρθηκε, οι τυχόν αυτές ακυρότητες συγκροτήσεως των προβλεπόμενων από τον ειδικό νόμο επιτροπών, αφορούν την προδικασία, έπρεπε να προταθούν μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή των κατηγορούμενων στο ακροατήριο και όχι το πρώτον ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού η ακυρότητα αυτή, κατά το άρθρο 173 παρ.2 και 174 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, έχει πλέον καλυφθεί και ορθά συνεκτιμήθηκαν το άνω πρωτόκολλο και το πρακτικό εκτιμήσεως από το Δικαστήριο, β) αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά και οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε το συμπέρασμα ότι τα υπεξαιρεθέντα από τους κατηγορουμένους αρχαία αντικείμενα είναι αρχαία νομίσματα και αντικείμενα, που χρονολογούνται προ του έτους 1453 μ.Χ. και βρέθηκαν σε Ελληνικό έδαφος, κατά την απολογία του Χ3 στη ... και δεν ήταν άγνωστης προελεύσεως και δη Βουλγαρίας και ότι ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αναφέρεται η εμπορική αξία τους, ανερχόμενη στο ιδιαίτερα μεγάλο ποσόν των 191.324.000 δραχμών, ως συνάρτηση της γνησιότητας και της αυθεντικότητάς τους και απορρίφθηκε επαρκώς αιτιολογημένα το υποβληθέν αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί η αυθεντικότητα και η γνησιότητα αυτών γ) αναφέρεται, κατά την ενέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου, ότι τα ως άνω υπεξαιρεθέντα αρχαία περιήλθαν στους κατηγορουμένους με άγνωστο τρόπο, τον Μάϊο του 1999 και ότι αυτοί από τότε εκδήλωσαν πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεως και ότι από το καλοκαίρι του 1999 κινήθηκαν σε αναζήτηση αγοραστών προς πώλησή τους.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 του ΚΠοινΔ εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να υποβάλλει την απαίτησή του στο ποινικό Δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποίησης είναι μόνο ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Έτσι δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αφορά την πίστη και το κύρος του νομικού προσώπου έναντι τρίτων. Η δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ, να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η παράσταση, δηλαδή αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγου ηθικής βλάβης. Για το νομότυπο της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης, που είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφομένων γεγονότων, που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αριθ. 199, 200/2003 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και τα ενσωματωμένα σε αυτή πρακτικά, το Ελληνικό Δημόσιο δήλωσε προφορικώς, δια δικαστικού αντιπροσώπου του ΝΣΚ, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κατά των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και ζήτησε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν, ο καθένας, για χρηματική του ικανοποίηση το ποσό των 20.000.000 δραχμών ή 58.694 ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη, συνιστάμενη στην εξασθένηση της πίστεως των πολιτών προς το κύρος και την αποστολή του, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτιστικής κληρονομιάς του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την παράσταση της πολιτικής αγωγής, χωρίς καμία εναντίωση των κατηγορουμένων και επιδίκασε στο Ελληνικό Δημόσιο για την άνω αιτία το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Εφετείο, κατόπιν εφέσεως των κατηγορουμένων, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σε αυτή πρακτικά, δήλωσε ότι παρίσταται το Ελληνικό Δημόσιο και πάλιν ως πολιτικώς ενάγον για την επιδικασθείσα ως άνω χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη για την ίδια ως και πρωτοδίκως αιτία. Το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ως βάσιμη τη δήλωση αυτή του Ελληνικού Δημοσίου και του επιδίκασε για χρηματική ικανοποίηση το ίδιο ποσό των 15.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη σε βάρος του τελεσθείσα υπεξαίρεση αρχαίων αντικειμένων. Ενόψει των όσων ανωτέρω εκτέθηκαν το πολιτικώς ενάγον νόμιμα παρέστη στην ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία του ακροατηρίου και νομιμοποιείτο ενεργητικά προς τούτο, κατά προεκτεθέντα, αφού κατά τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά από το Δικαστήριο η πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, για την οποίαν καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, στρεφόταν κατά του Δημοσίου, η δε ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο "από την παράνομη ιδιοποίηση των αρχαίων αντικειμένων, που είναι ιδιοκτησίας του κράτους" υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών (βλ. αιτιολογικό σε 10ο και 11ο φύλλο αποφάσεως). Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Α' πρώτος λόγος της αιτήσεως (β σκέλος), για ακυρότητα της διαδικασίας από την παράνομη παράσταση ως πολιτικώς ενάγοντος του Δημοσίου, "χωρίς να αποδεικνύεται ο σύνδεσμός του με το αποδιδόμενο αδίκημα, τα δε αρχαία φέρονται ότι προέρχονται από την Ελληνική επικράτεια και επομένως ανήκουν στο Δημόσιο", πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και των δύο παραστάντων αναιρεσειόντων, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 17-6-2008 αίτηση των αναιρεσειόντων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, για αναίρεση της με αριθμ. 144,145,146,147/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Και

Καταδικάζει τους τρεις αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για καθένα από αυτούς.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1η Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή