Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πολιτική αγωγή, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική απάτη από κοινού και κατ’ επάγγελμα τελεσθείσα. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ως απαράδεκτοι για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Για την πληρότητα της αιτιολογίας όσον αφορά τις αποδείξεις είναι επιτρεπτή η παραπομπή στην Εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρονται αυτά κατ’ είδος. Στην αναφορά σε καταθέσεις μαρτύρων περιέχεται και ανωμοτί κατάθεση. Απορρίπτει.
Αριθμός 412/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1.008/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Ιουλίου 2008, δύο (2) τον αριθμό, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.264/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 445/25.9.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τις υπ'αριθμ. 134/14-7-2008 και 135/14-7-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθμ. 1008/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 3710/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξεως της απάτης κατά συναυτουργία και κατά συρροή, από δράστες που διαπράττουν απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, η δε προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ για κάθε επί μέρους πράξη απάτης. Κατά του παραπάνω βουλεύματος οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι άσκησαν εφέσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμες με το υπ'αριθμ. 1008/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Εναντίον του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφονται πλέον οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι με τις κρινόμενες αιτήσεις τους, οι οποίες ασκήθηκαν νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους την 16-7-2008 με θυροκόλληση, σύμφωνα με τις επιταγές των άρθρων 155 παρ. 2 και 273 Κ.Π.Δ.. Προηγήθηκε επίδοσή του την 3-7-2008 προς τους διορισθέντες αντικλήτους αυτών Εμμανουήλ Παπαδάκη και Μάριο Δαλιάνη, οι δε αιτήσεις ασκήθηκαν την 14-7-2008 (δηλαδή πριν από την ολοκλήρωση της επιδόσεως) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγησαν δε από εκείνον οι υπ'αριθμ. 134/14-7-2008 και 135/14-7-2008 εκθέσεις, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκαν και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και η έλλειψη ακροάσεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντα, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. 'Οταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 386 Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά δε το άρθρο 13 εδ. στ' Π.Κ., όπως το τελευταίο αυτό (στ) προστέθηκε με το άρθρο 1 ν.2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτο φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 548/2008, ΑΠ 118/2008, ΑΠ 111/2008). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπρατωμένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει την δική του δράση με εκείνη των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς (ΑΠ 796/2008). 3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται η αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο το έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ή του συμβουλίου (ΑΠ 1095/2007, ΑΠ 842/2007, ΑΠ 544/2005). Πιο συγκεκριμένα η κατά το άρθρο 178 Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεκτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνο από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, αλλά και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, που δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία του βουλεύματος, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη το συμβούλιο, ειδικότερα, μάλιστα, όταν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας), ότι ελήφθη υπόψη από το συμβούλιο (ΑΠ 189/2008, ΑΠ 13/2008). Β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006, ΑΠ 1471/2004). Η αιτιολογία δηλαδή του βουλεύματος συμπληρώνεται, ως προς τις ελλείψεις που τυχόν υπάρχουν, από το διατακτικό, στο οποίο περιέχεται η αξιόποινη πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Τούτο δε ισχύει, προκειμένου, ειδικότερα, για παραπεμπτικό βούλευμα, όχι μόνο για το πρωτοβάθμιο, αλλά και για το δευτεροβάθμιο, όταν με αυτό επικυρώνεται το πρώτο (ΑΠ 429/1986 ΠΧ ΛΣΤ' 639). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, εφόσον βεβαίως σ'αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 770/2007, ΑΠ 1071/2001). Εξάλλου εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 1074/2006). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από "τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα συνημμένα έγγραφα, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα προσκομισθέντα υπ'αυτών υπομνήματα" προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Ιούλιο του έτους 2001 η κατηγορουμένη Χ1 ήταν νομική σύμβουλος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την επωνυμία "CONFINE HELLAS A.E.Π.E.Y." και ο κατηγορούμενος Χ2 εμπορικός διευθυντής της εταιρείας αυτής και ουσιαστικά διευθύνων σύμβουλος. Κατά το χρονικό διάστημα από 9-7-2001 και 23-7-2001 οι άνω κατηγορούμενοι υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους, από κοινού με σκοπό να αποκομίσουν ίδιοι και η ανωτέρω εταιρεία τους παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2 ότι η προαναφερθείσα ανώνυμη εταιρεία και οι μετοχές της επρόκειτο άμεσα να εισαχθούν στο χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.) και ότι η αξία ανά μετοχή της ως άνω εταιρείας ονομαστικής αξίας 100 δρχ. ανέρχονταν τον Ιούλιο του έτος 2001 ουσιαστικά σε ποσό 2.000 δρχ. επίσης ότι οι αρμόδιοι φορείς των επιτροπών κεφαλαιαγοράς Ελλάδος και Κύπρου είχαν εγκρίνει την εισαγωγή της εταιρείας αυτής στο ΧΑΚ ή σε άλλο χρηματιστήριο και υπήρχε σχετική αίτηση της εταιρείας για εισαγωγή της στο ΧΑΚ, ότι η κυπριακή νομοθεσία, έθετε ως προϋπόθεση εισαγωγής της εταιρείας στο Χ.Α.Κ. τη διασπορά των μετοχών της σε 300 τουλάχιστον επενδυτές - μετόχους και ότι η αξία της μετοχή της εταιρείας είχε αποτιμηθεί το θέρος του έτους 2001 στο ποσό των 2.000 δραχ. από τον έγκριτο διεθνούς φήμης οικονομικό οίκο "Grant Thorntοn". Η αλήθεια όμως ήταν, την οποία εγνώριζαν οι κατηγορούμενοι, ότι κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2001 η αξία της μετοχής της ανωτέρω εταιρείας ήταν μηδενική, εξαιτίας της εξαιρετικά κακής οικονομικής τότε κατάστασης της, ότι ο ως άνω οικονομικός οίκος ουδέποτε αποτίμησε την αξία μετοχής της εν λόγω εταιρείας, ότι δεν υπήρχε αίτηση της εταιρείας ούτε έγκριση αρμοδίου φορέα για την εισαγωγή της εταιρείας στο Χ.Α.Κ. ή σε άλλο χρηματιστήριο, ούτε δε κατά την κυπριακή νομοθεσία υπήρχε ως προϋπόθεση εισαγωγής της προαναφερθείσας εταιρείας στο Χ.Α.Κ. η διασπορά των μετοχών της εταιρείας τουλάχιστον σε 300 επενδυτές. Mάλιστα οι ως άνω κατηγορούμενοι σε εκδήλωση της παραπάνω εταιρείας που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του έτους 2001 στο ξενοδοχείο Αθηνών "St George Lycabettus" μίλησαν αλληλοδιαδόχως από το βήμα στους παρισταμένους για τις λαμπρές προοπτικές της εταιρείας, τα εξαιρετικά οικονομικά αποτελέσματά της, ήτοι ότι τα κέρδη της είναι εκπληκτικά σε σχέση με την παγκόσμια κρίση και τα προσεχή σχέδια για εισαγωγή των μετοχών της στο Χ.Α.Κ., στο οποίο ανέφεραν ότι ήδη είχαν υποβάλει αίτηση, λαμβάνοντας σχετικές άδειες, επέδειξαν επίσης μια έγγραφη αξιολόγηση από τον ελεγκτικό οίκο Grand Thorton, στην οποία αναφερόταν ότι η μετοχή αποτιμάται χρηματιστηριακά στις 2000 δρχ. και ότι εκτιμώντας την προσφορά όλων των υπαλλήλων για να φθάσει η εταιρεία σε αυτά τα αποτελέσματα θα έδιδε την ευκαιρία αποκλειστικά στους υπαλλήλους και τους στενούς συγγενείς τους να αγοράσουν ένα αριθμό μετοχών, ο δε λόγος της προσφοράς αυτής ήταν και πρακτικός διότι το τελευταίο πράγμα που ζητούσε η επιτροπή κεφαλαιαγοράς της Κύπρου, προκειμένου να εισάγει την μετοχή στο Κυπριακό Χρηματιστήριο ήταν το ελάχιστον των 300 μετόχων. Από την συνάντηση αυτή οι υπάλληλοι και οι συγγενείς τους ανήλθαν σε 100 μετόχους. Ο κατηγορούμενος Χ2 σε μεταγενέστερη συνάντηση είπε ότι θα διέθετε μετοχές της εταιρείας σε καλούς πελάτες της, όπως οι ως άνω εγκαλούντες, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος των 300 μετόχων, μάλιστα δε επέδειξε και κάποια από τα ονόματα νέων μετόχων, επιφανών επιχειρηματιών, προκειμένου να προσδώσει κύρος στις νέες πωλήσεις μετοχών, σε όλους δε τους μετόχους υπήρχε ρητή διαβεβαίωσή του ότι σε περίπτωση που ήθελαν τα χρήματά τους ότι θα τις επαναγόραζε εκείνος γιατί υπήρχαν πολλοί φίλοι τους που δεν τους εξυπηρέτησε. Ο Α, υπάλληλος της εν λόγω εταιρείας δάνεισε το καλοκαίρι του έτους 2001 στον κατηγορούμενο Χ2 το ποσό των 94.000.000 δραχμών τοις μετρητοίς ενώ τον Ιούλιο του ιδίου έτους αγόρασε μετοχές αξίας 100.000.000 δραχμών της εταιρείας αυτής δίδοντας επιταγή στο όνομα του ανωτέρω κατηγορουμένου, η οποία έληγε μετά από ένα χρόνο. Επίσης ο Β υπάλληλος της άνω εταιρείας κατά το ως άνω χρονικό διάστημα δάνεισε τον κατηγορούμενο Χ2 με το ποσό των 25.000.000 δραχμών επειδή είχε πειστεί ότι ήταν εντιμότατος και καθώς του είπε ότι τα χρήματα αυτά θα τα ελάμβανε σε μετοχές. Επίσης αγόρασε μετοχές της εταιρείας προς 200 δρχ. η μετοχή όταν η αξία τους ήταν 100 δρχ. και τον διαβεβαίωνε ταυτόχρονα (ο Χ2) ότι η αξία της θα ανήρχετο στις 2000 δρχ. όταν θα εισήρχετο στο Χρηματιστήριο της Κύπρου. Με τον τρόπο αυτό οι κατηγορούμενοι δήλωναν και διέδιδαν δημιουργώντας την βάσιμη πεποίθηση ότι διεξαγόταν δημόσια εγγραφή κατά τους κανόνες του Χρηματιστηρίου της Κύπρου, πως αναζητούσαν σοβαρούς επενδυτές για την απαραίτητη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν διασπορά των μετοχών στην προνομιακή κατ'αυτούς, ενόψει των βέβαιων θετικών εξελίξεων, την τιμή των 2000 δρχ. ανά μετοχή. 'Αλλωστε διαβεβαίωναν τους εγκαλούντες ότι η ευκαιρία ήταν μοναδική, αφού ήταν σίγουροι πως η τιμή της μετοχής αμέσως μετά την εισαγωγή της θα διέγραφε ταχύτατη ανοδική πορεία με ευνόητα πολύ υψηλά κέρδη και αποδόσεις. Οι εγκαλούντες έχοντας ήδη γνωριμία με τον κατηγορούμενο Χ2 λόγω της επαγγελματικής τους ενασχόλησης για την δημιουργία ιστοσελίδων στο διαδίκτυο μέσω της εταιρείας τους με την επωνυμία "FUTUREGATE- Σύμβουλοι Διαδικτύου ΕΠΕ", στην οποία συμμετέχουν και η οποία είχε αναλάβει και πραγματοποιήσει την κατασκευή ιστοσελίδας για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας "CONFINE HELLAS A.E.Π.Ε.Υ.", αλλά και της προηγηθείσας γνωριμίας της εγκαλούσας Ψ1 με τους κατηγορουμένους ως περιστασιακής συνεργάτιδας παλαιότερο της "CONFINE HELLAS A.E.Π.Ε.Υ.", αφού είχαν πληροφορηθεί και τα διαδραματισθέντα στην προαναφερθείσα εκδήλωση της ως άνω εταιρείας, πείσθηκαν από τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και αποδέχθηκαν την πρότασή τους να καταβάλουν το τίμημα τοις μετρητοίς για την αγορά από τον καθένα τους χωριστά, είκοσι χιλιάδων (20.000) μετοχών της ως άνω εταιρείας προς δύο χιλιάδες (2.000) δραχμές η κάθε μετοχή, με πωλητή, στην εγκαλούσα Ψ1 τον κατηγορούμενο Χ2 και στον εγκαλούντα Ψ2 την κατηγορουμένη Χ1. Πράγματι στη συνέχεια οι εγκαλούντες κατέβαλαν το εν λόγω ποσό με τις πιο κάτω αντίστοιχες, κατόπιν συμφωνίας, από τον καθένα τους καταθέσεις, όπως τους υπέδειξαν οι κατηγορούμενοι, η μεν εγκαλούσα Ψ1 σε προσωπικό λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ2 κατέθεσε στις 23 Ιουλίου 2001 το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) δολλαρίων ΗΠΑ σε λογαριασμό με αριθμό "....." που τηρούσε ο ανωτέρω στην Τράπεζα "ΒΑRKLAYS ΒΑΝΚ P.L.C." του Λονδίνου, μετά από γραπτή του υπόδειξη για το ποσό και τον τρόπο κατάθεσης των χρημάτων, ο δε δεύτερος ως άνω εγκαλών κατέθεσε στις 9-7-2001 στον κοινό λογαριασμό των ως άνω κατηγορουμένων με αριθμό ..... στην Τράπεζα "Eurobank" σαράντα εκατομμύρια (40.000.000) δραχμές ή εκατόν δέκα επτά χιλιάδες ογδόντα οκτώ και ένδεκα λεπτά (117.388, 11) ευρώ, πιστεύοντας, κατά τα λεγόμενά τους, ότι έχουν καταστεί μέτοχοι της εν λόγω εταιρείας. Ακολούθως συνέταξαν και έδωσαν για υπογραφή στους εγκαλούντες δύο πανομοιότυπα ιδιωτικά συμφωνητικά από Ιουλίου 2001, ένα για τον καθένα τους με αλλαγή μόνο των ονομάτων των συμβαλλομένων, σε αυτό δε ανέφεραν ο μεν πρώτος κατηγορούμενος στην πρώτη εγκαλούσα Ψ1, η δε δευτέρα κατηγορουμένη στον δεύτερο εγκαλούντα που εμφανίστηκαν ως αντισυμβαλλόμενοί τους χωριστά με τον καθένα τους, ότι ήταν κύριοι, νομείς και κάτοχοι 20.000 ονομαστικών μετοχών ο καθένας τους της ως άνω ανώνυμης εταιρείας "CONFINE HELLAS A.E.Π.Ε.Υ.", ονομαστικής αξίας εκάστης μετοχής (100) δραχμών, τις οποίες τους μεταβίβαζαν χωρίς παράδοσή τους, αντί τιμήματος 40.000.000 δραχμών, το οποίο κατέβαλε καθένας απ'αυτούς με τον προεκτεθέντα τρόπο, ήτοι αντί ποσού 2.000 δραχμών για κάθε μετοχή, υποσχόμενοι αυτές ελεύθερες από κάθε βάρος και ελάττωμα, νομικό ή πραγματικό και ελεύθερα μεταβιβάσιμες, στο ίδιο δε έγγραφο ανέγραφαν ότι προσαρτώνται σ'αυτό τα αποδεικτικά καταβολής των φόρων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Με την υπογραφή αυτών των εγγράφων (στα οποία δεν ανέγραφαν το Α.Φ.Μ. της εταιρείας, το είδος των μετοχών, αν είναι προνομιούχες, τον αύξοντα αριθμό τους κλπ) οι ως άνω κατηγορούμενοι διαβεβαίωσαν τους εγκαλούντες ότι είχε ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των μετοχών, οι ίδιοι θα φρόντιζαν για οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία, αυτοί δε δεν έπρεπε να ασχοληθούν με καμιά διατύπωση ή άλλη ενέργεια πλην της καταβολής του αντιτίμου των μετοχών και για οτιδήποτε προέκυπτε θα τους ενημέρωναν υπεύθυνα και έγκυρα. Ακολούθως οι κατηγορούμενοι, παρά τις ερωτήσεις των εγκαλούντων για την πορεία της επένδυσής τους και την αναμενομένη εισαγωγή της μετοχής στο χρηματιστήριο, απέφευγαν και κωλυσιεργούσαν την απάντηση με διάφορες προφάσεις. 'Ετσι άλλοτε υποστήριζαν πως έπρεπε να παρουσιαστεί ευνοϊκή οικονομική συγκυρία για την εισαγωγή των μετοχών, πράγμα που τότε δεν ήταν εύκολο λόγω των διεθνών αρνητικών εξελίξεων, άλλοτε ότι εξεταζόταν η εισαγωγή της σε κατάλληλη χρηματιστηριακή αγορά του Λονδίνου, άλλοτε ότι αναμενόταν σύντομα η εισαγωγή κατά πληροφορία καταλλήλων και φιλικών τους προσώπων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Κύπρου. Όταν η ανησυχία των εγκαλούντων μετατράπηκε σε φόβο οι κατηγορούμενοι για να τους καθησυχάσουν προσφέρθηκαν να τους δώσουν τον Αύγουστο του 2003 σε αντικατάσταση των αρχικών μετοχών, που υποτίθεται τους είχαν μεταβιβάσει κατά τα προεκτεθέντα, άλλες εξίσου κερδοφόρες μετοχές της αλλοδαπής εταιρείας συμφερόντων του με έδρα το Λονδίνο και επωνυμία "CONSTANT FINANCIAL SERVICES P.L.S." με αντίστοιχες θετικές προοπτικές, τις οποίες θα αντάλλασσαν με αυτές που φερόταν να τους έχουν μεταβιβάσει από τον Ιούλιο του έτους 2001. Εξάλλου τους τόνιζαν πως δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα ούτε διέτρεχαν κίνδυνο να χάσουν τα χρήματά τους, αφού μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να τις πωλήσουν και να πάρουν πίσω τουλάχιστον τα κεφάλαιά τους εγγυόμενοι οι ίδιοι γι'αυτό. 'Ετσι τον Αύγουστο του 2003 οι κατηγορούμενοι συνέταξαν και έδωσαν στους εγκαλούντες για υπογραφή δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, δηλαδή το αρχικό της πώλησης προς αυτούς των μετοχών της εταιρείας "CONFINE HELLAS A.E.Π.Ε.Υ." και το δεύτερο περί επαναγοράς των αντιστοίχων μετοχών τους από τον κατηγορούμενο Χ2, όπως τους υπέδειξαν. Τελικά οι κατηγορούμενοι δεν επέστρεψαν στους εγκαλούντες κανένα ποσό και έτσι οι τελευταίοι τους επέδωσαν με δικαστικό επιμελητή νόμιμα στις 13-5-2004 και 12-5-2004 δύο εξώδικες προσκλήσεις και δηλώσεις τους για επιστροφή των ως άνω κεφαλαίων τους εντόκως νομίμως. Τότε ο κατηγορούμενος Χ2 αποδέχθηκε για διευκόλυνση και όχι λόγω ανανέωσης χρέους ή αντί καταβολής ή απόσβεσης της αρχικής οφειλής, αλλά υποσχόμενος χάριν καταβολής έναντι των οφειλομένων κατά το άνω, μία συναλλαγματική ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και λήξης την 25η Σεπτεμβρίου 2004 σε διαταγή του εγκαλούντος Ψ2. Η συναλλαγματική αυτή δεν εξοφλήθηκε στην λήξη της από τον αποδέκτη της κατηγορούμενο Χ2. Ομοια πρόταση για έκδοση και αποδοχή συναλλαγματικών προς την εγκαλούσα Ψ1, δεν έγινε δεκτή για τους ίδιους λόγους, αφού πλέον είχαν διαφανεί οι προθέσεις τους. Στις αρχές του έτους 2003 διαπιστώθηκε ότι όταν επεχειρείτο όλη αυτή η προσπάθεια των κατηγορουμένων κατά μήνα Ιούλιο 2001 η ως άνω εταιρεία ήταν υπό κατάρρευση και συγκεκριμένα σε συνάντηση των μετόχων της εταιρείας το καλοκαίρι του 2002 ο κατηγορούμενος Χ2 τους επέδειξε ισολογισμό της εταιρείας για την χρήση του έτους 2001 κερδοφόρο με βάση ένα εικονικό τιμολόγιο ποσού περίπου μισό δις από εταιρεία του αγγλικών συμφερόντων, τιμολόγιο το οποίο ποτέ δεν εισπράχθηκε από την εταιρεία. Το ίδιο χρονικό διάστημα και άλλοι αγοραστές μετοχών της εταιρείας άρχισαν να αντιλαμβάνονται την κατάσταση και να ζητούν τα χρήματά τους πίσω. Σε κάποιους επενδυτές ο κατηγορούμενος Χ2 επέστρεψε τα χρήματά τους όπως στην επιχείρηση FOLIE-FOLIE. Σταδιακά από την άνοιξη του έτους 2003 έως το φθινόπωρο του 2004 απεχώρησε το 90% του πρoσωπικού της εταιρείας οπότε και τελικά έκλεισε, ακολούθως δε ασκήθηκαν πολλές αγωγές και μηνύσεις στην εταιρεία των κατηγορουμένων. Με την προεκτεθείσα συμπεριφορά τους οι κατηγορούμενοι προξένησαν κατά συναυτουργία στους, ως άνω εγκαλούντες περιουσιακή βλάβη που υπερβαίνει συνολικά για κάθε εγκαλούντα το ποσό των 15.000 ευρώ και ισόποσο αντίστοιχα παράνομο περιουσιακό προσπόρισαν στον εαυτό τους που συνολικά για τον καθένα τους υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Οι κατηγορούμενοι, απολογούμενοι, δεν αρνούνται ότι εισέπραξαν τα προεκτεθέντα ποσά από τους εγκαλούντες, οι οποίοι κατά την άποψή τους εγνώριζαν πλήρως την οικονομική κατάσταση της ως άνω εταιρείας, η οποία τον Ιούλιο του έτους 2001 είχε οικονομική ευρωστία και καλές προοπτικές με τριετές επιχειρηματικό σχέδιο 2001-2003 και θετικά για το πρώτο εξάμηνο του 2001 οικονομικά αποτελέσματα, η οικονομική καταστροφή προήλθε εκ των υστέρων από ενέργειες των υπαλλήλων της Α και Β, πρόκειται δε καθαρά για αστική διαφορά, την οποία οι εγκαλούντες φρόντισαν να ποινικοποιήσουν. Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί δεν επιβεβαιώνονται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο του ανακριτικού υλικού, αντίθετα προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι εν γνώσει τους παρέστησαν τα προεκτεθέντα ψευδή γεγονότα ως αληθινά, αποκρύπτοντας τα πραγματικά αληθινά γεγονότα από τους εγκαλούντες. Περαιτέρω ο ισχυρισμός τους ότι η οικονομική καταστροφή της ως άνω εταιρείας οφείλεται σε ενέργειες των ως άνω υπαλλήλων της είναι αόριστος και δεν επιβεβαιώνεται από συγκεκριμένες καταγγελίες ούτε προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε νόμιμες ενέργειες κατ'αυτών για την προκληθείσα από υπαιτιότητά τους περιουσιακή βλάβη όπως υποβολή εγκλήσεως κ.λ.π.
Τέλος προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την προεκτεθείσα επανειλημμένη τέλεση της αξιόποινης πράξης της απάτης και από την υποδομή όπως υπάλληλοι, ειδικά έντυπα, γραφεία, εικονικές εταιρείες, εδρεύουσες στην αλλοδαπή, όπως η Constant Financial Services P.L.C., η οποία ήταν ένα κουφάρι, κατά τον μάρτυρα Α, χωρίς καμία αξία και τέχνασμα του Χ2, για να χαθούν τα ίχνη των χρημάτων που πήρε αυτός και η σύζυγός του από την CONFINE, που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος από αυτή και σταθερή τους ροπή στη διάπραξή της, ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. 'Οσον αφορά δε το αίτημα των κατηγορουμένων για ακύρωση της προδικασίας και ειδικότερα των από 5-10-2006 καταθέσεων των μαρτύρων Α και Β ενώπιον του Ανακριτή του 20ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, διότι ελήφθησαν κατά παράβαση των άρθρων 209, 213 παρ. 1, 217, 223, 239 παρ. 2 και 226 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και ειδικότερα ότι οι ένορκες καταθέσεις αυτές αποτελούν πιστή και ακριβή ως προς όλα τα σημεία τους αντιγραφή η μία της άλλης, επομένως καταρτίσθηκαν χωρίς νόμιμη ανακριτική εξέταση των μαρτύρων και για τον λόγο αυτό προσβάλλονται τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο διότι, ενώ είναι αληθές ότι μεγάλα τμήματα των εν λόγω καταθέσεων είναι διατυπωμένα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τούτο όμως εξηγείται αφ'ενός μεν διότι οι επίμαχες ένορκες καταθέσεις ελήφθησαν την ιδία ημέρα, η μία μετά την άλλη (14.50 μ.μ. η μία και 14 μ.μ. η άλλη) χωρίς την μεσολάβηση μεγάλου χρονικού διαστήματος και εγράφησαν από την ίδια γραμματέα, οι δε μάρτυρες αυτοί ήσαν υπάλληλοι της εταιρείας Confine ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ., και συνεπώς κατέθεσαν για συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία τους ήταν γνωστά ως εκ της εργασίας τους και ενδεχομένως είχαν συζητήσει επανειλημμένως σχετικά με τα περιστατικά για τα οποία κατέθεσαν, επί πλέον δε δεν προέκυψαν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία συνάγεται συγκεκριμένη παραβίαση με βάση τις προεκτεθείσες διατάξεις.
5. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξεως της απάτης κατά συρροή σε βαθμό κακουργήματος. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 3710/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, για το οποίο οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι κρίθηκαν παραπεμπτέοι, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ', 14, 26, 27, 45, 94 και 386 παρ. 1 και 3 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στις κρινόμενες αιτήσεις επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: α) Στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται λεπτομερώς οι ψευδείς παραστάσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων προς τους παθόντες, καθώς και ο τρόπος εξαπατήσεώς τους, ενώ, περαιτέρω, προσδιορίζεται και εξειδικεύεται η βλάβη την οποία υπέστησαν οι τελευταίοι. β) Δεν στερείται αιτιολογίας το προσβαλλόμενο βούλευμα εκ του λόγου ότι το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτήν, εκτίθενται δε στην πρόταση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. γ) Εφόσον το Συμβούλιο βεβαιώνει ότι μεταξύ των αναφερομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων έλαβε υπόψη του "τις καταθέσεις των μαρτύρων", προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι συνεκτίμησε και τις ανώμοτες καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων Ψ1 και Ψ2 και δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά ότι ελήφθησαν υπόψη και οι καταθέσεις των προσώπων αυτών, δεδομένου μάλιστα ότι οι ανωτέρω εξετασθέντες πολιτικώς ενάγοντες είναι ταυτοχρόνως και μάρτυρες κατηγορίας, δ) Με σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες απάντησε σε όλους τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων. Εξάλλου η ειδικότερη αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι το Συμβούλιο Εφετών παρέλειψε να ερευνήσει και να απαντήσει στους "αμυντικούς κατά της κατηγορίας ισχυρισμούς τους", όπως κατά λέξη διαλαμβάνουν στις κρινόμενες αιτήσεις τους, δεν θεμελιώνει, όπως αναφέρθηκε, έλλειψη ακροάσεως, διότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως δεν υφίσταται κατά την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία, ενώ, εκτιμώμενος ως λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, σύμφωνα με την αμέσως προηγούμενη σκέψη. ε) Ειδικώς επίσης και εμπεριστατωμένως αιτιολογείται η συνδρομή στα πρόσωπα των αναιρεσειόντων των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως της απάτης, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, "από την επανειλημμένη τέλεσή της και από την υποδομή, όπως υπάλληλοι, ειδικά έντυπα, εικονικές εταιρείες, εδρεύουσες στην αλλοδαπή, όπως η Constant Financial Services, η οποία ήταν ένα κουφάρι, κατά τον μάρτυρα Α, χωρίς καμία αξία και τέχνασμα του Χ2, για να χαθούν τα ίχνη των χρημάτων που πήρε αυτός και η σύζυγός του από την CONFINE που είχαν διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος από αυτή και σταθερή ροπή τους στη διάπραξή της, στοιχείο της προσωπικότητάς τους". στ) Με πλήρη, εξ άλλου, αιτιολογία το προσβαλλόμενο βούλευμα, απέρριψε το αίτημα των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων για ακύρωση των από 5-10-2006 καταθέσεων των μαρτύρων Α και Β ενώπιον του Ανακριτή 20ου Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το επιχείρημα ότι οι καταθέσεις αυτές δόθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 209, 213 παρ. 1, 217, 223, 239 παρ. 2 και 226 παρ. 1 ΚΠΔ, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του "... ενώ είναι αληθές ότι μεγάλα τμήματα των εν λόγων καταθέσεων είναι διατυπωμένα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τούτο εξηγείται αφενός μεν διότι οι επίμαχες ένορκες καταθέσεις ελήφθησαν την ίδια ημέρα, η μία μετά την άλλη (14:50 μμ η μία και 14 μμ η άλλη), χωρίς την μεσολάβηση μεγάλου χρονικού διαστήματος και εγράφησαν από την ίδια γραμματέα, οι δε μάρτυρες αυτοί ήταν υπάλληλοι της εταιρείας CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ. και συνεπώς κατέθεσαν για συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία τους ήταν γνωστά ως εκ της εργασίας τους και ενδεχομένως είχαν ζητήσει επανειλημμένως σχετικά με τα περιστατικά για τα οποία κατέθεσαν, επί πλέον δε δεν προέκυψαν συγκεκριμένα στοιχεία, από τα οποία συνάγεται συγκεκριμένη παραβίαση με βάση τις προεκτεθείσες διατάξεις" ζ) όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που προβάλλονται στα πλαίσια των παραπάνω λόγων, με τις οποίες επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι με αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, που να δικαιολογεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να απορριφθούν οι υπ'αριθ. 134/14-7-2008 και 135/14-7-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2 κατά του υπ'αριθμ. 1008/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Β) Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 18 Σεπτεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Στέλιος Κ. Γκρόζος".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι με αριθμούς 135/14.7.2008 και 135/14.7.2008 πανομοιότυπες αιτήσεις της Χ1 και του Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση του 1.008/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν να δικασθούν οι ανωτέρω για κακουργηματική απάτη, από κοινού τελεσθείσα, πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συναφείας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 236 παρ. 1 Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος η άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή xειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ., όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί καικαταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε, σκοπός τουδράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένητέλεση του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει καιόταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχιόμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν απότην υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και τηνοργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένηςτέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του γιαπορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπρατωμένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει την δική του δράση με εκείνη των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξειςπου τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή τουκατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς ως προς τααποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από τοσυμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για τηνπληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδοςπροσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθέναχωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο ταέλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικάαπό αυτά. Τέλος, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των ενόρκως και ανωμοτί εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Τον Ιούλιο του έτους 2001 η κατηγορουμένη Χ1 ήταν νομική σύμβουλος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την επωνυμία "CONFINE HELLAS Α.Ε.Π.Ε.Υ." και ο κατηγορούμενος Χ2, εμπορικός διευθυντής της εταιρείας αυτής και ουσιαστικά διευθύνων σύμβουλος. Κατά το χρονικό διάστημα από 9-7-2001 και 23-7-2001 οι άνω κατηγορούμενοι υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους, από κοινού με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι και η ανωτέρω εταιρεία τους παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2 ότι η προαναφερθείσα ανώνυμη εταιρεία και οι μετοχές της επρόκειτο άμεσα να εισαχθούν στο χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.) και ότι η αξία ανά μετοχή της ως άνω εταιρείας ονομαστικής αξίας 100 δρχ. ανέρχονταν τον Ιούλιο του έτος 2001 ουσιαστικά σε ποσό 2.000 δρχ., επίσης ότι οι αρμόδιοι φορείς των επιτροπών κεφαλαιαγοράς Ελλάδος και Κύπρου είχαν εγκρίνει την εισαγωγή της εταιρείας αυτής στο ΧΑΚ ή σε άλλο χρηματιστήριο και υπήρχε σχετική αίτηση της εταιρείας για εισαγωγή της στο ΧΑΚ, ότι η κυπριακή νομοθεσία, έθετε ως προϋπόθεση εισαγωγής της εταιρείας στο Χ.Α.Κ. τη διασπορά των μετοχών της σε 300 τουλάχιστον επενδυτές -μετόχους και ότι η αξία της μετοχή της εταιρείας είχε αποτιμηθεί το θέρος του έτους 2001 στο ποσό των 2.000 δραχ. από τον έγκριτο διεθνούς φήμης οικονομικό οίκο "Grant Thornton". H αλήθεια όμως ήταν, την οποία εγνώριζαν οι κατηγορούμενοι, ότι κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2001 η αξία της μετοχής της ανωτέρω εταιρείας ήταν μηδενική, εξαιτίας της εξαιρετικά κακής οικονομικής τότε κατάστασής της, ότι ο ως άνω οικονομικός οίκος ουδέποτε αποτίμησε την αξία μετοχής της εν λόγω εταιρείας, ότι δεν υπήρχε αίτηση της εταιρείας ούτε έγκριση αρμοδίου φορέα για την εισαγωγή της εταιρείας στο Χ.Α.Κ. ή σε άλλο χρηματιστήριο, ούτε δε κατά την κυπριακή νομοθεσία υπήρχε ως προϋπόθεση εισαγωγής της προαναφερθείσας εταιρείας στο Χ.Α.Κ. η διασπορά των μετοχών της εταιρείας τουλάχιστον σε 300 επενδυτές. Μάλιστα οι ως άνω κατηγορούμενοι σε εκδήλωση της παραπάνω εταιρείας που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του έτους 2001 στο ξενοδοχείο Αθηνών "St. George Lycabettus" μίλησαν αλληλοδιαδόχως από το βήμα στους παριστάμενους για τις λαμπρές προοπτικές της εταιρείας, τα εξαιρετικά οικονομικά αποτελέσματα της, ήτοι ότι τα κέρδη της είναι εκπληκτικά σε σχέση με την παγκόσμια κρίση και τα προσεχή σχέδια για εισαγωγή των μετοχών της στο Χ.Α.Κ., στο οποίο ανέφεραν ότι ήδη είχαν υποβάλει αίτηση, λαμβάνοντας σχετικές άδειες, επέδειξαν επίσης μια έγγραφη αξιολόγηση από τον ελεγκτικό οίκο "Grand Thorton", στην οποία αναφερόταν ότι η μετοχή αποτιμάται χρηματιστηριακά στις 2.000 δρχ. και ότι εκτιμώντας την προσφορά όλων των υπαλλήλων για να φθάσει η εταιρεία σε αυτά τα αποτελέσματα θα έδιδε την ευκαιρία αποκλειστικά στους υπαλλήλους και τους στενούς συγγενείς τους να αγοράσουν ένα αριθμό μετοχών, ο δε λόγος της προσφοράς αυτής ήταν και πρακτικός διότι το τελευταίο πράγμα που ζητούσε η επιτροπή κεφαλαιαγοράς της Κύπρου, προκειμένου να εισάγει την μετοχή στο Κυπριακό Χρηματιστήριο ήταν το ελάχιστον των 300 μετόχων. Από την συνάντηση αυτή οι υπάλληλοι και οι συγγενείς τους ανήλθαν σε 100 μετόχους. Ο κατηγορούμενος Χ2 σε μεταγενέστερη συνάντηση είπε ότι θα διέθετε μετοχές της εταιρείας σε καλούς πελάτες της, όπως οι ως άνω εγκαλούντες, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος των 300 μετόχων, μάλιστα δε επέδειξε και κάποια από τα ονόματα νέων μετόχων, επιφανών επιχειρηματιών, προκειμένου να προσδώσει κύρος στις νέες πωλήσεις μετοχών, σε όλους δε τους μετόχους υπήρχε ρητή διαβεβαίωση του ότι σε περίπτωση που ήθελαν τα χρήματα τους ότι θα τις επαναγόραζε εκείνος γιατί υπήρχαν πολλοί φίλοι τους που δεν τους εξυπηρέτησε. Ο Α, υπάλληλος της εν λόγω εταιρείας δάνεισε το καλοκαίρι του έτους 2001 στον κατηγορούμενο Χ2 το ποσό των 94.000.000 δραχμών τοις μετρητοίς ενώ τον Ιούλιο του ιδίου έτους αγόρασε μετοχές αξίας 100.000.000 δραχμών της εταιρείας αυτής δίδοντας επιταγή στο όνομα του ανωτέρω κατηγορουμένου, η οποία έληγε μετά από ένα χρόνο. Επίσης ο Β υπάλληλος της άνω εταιρείας κατά το ως άνω χρονικό διάστημα δάνεισε τον κατηγορούμενο Χ2 με το ποσό των 25.000.000 δραχμών επειδή είχε πειστεί ότι ήταν εντιμότατος και καθώς του είπε ότι τα χρήματα αυτά θα τα ελάμβανε σε μετοχές. Επίσης αγόρασε μετοχές της εταιρείας προς 200 δρχ. η μετοχή όταν η αξία τους ήταν 100 δρχ. και τον διαβεβαίωνε ταυτόχρονα (ο Χ2) ότι η αξία της θα ανήρχετο στις 2.000 δρχ. όταν θα εισήρχετο στο Χρηματιστήριο της Κύπρου. Με τον τρόπο αυτό οι κατηγορούμενοι δήλωναν και διέδιδαν δημιουργώντας την βάσιμη πεποίθηση ότι διεξαγόταν δημόσια εγγραφή κατά τους κανόνες του Χρηματιστηρίου της Κύπρου, πως αναζητούσαν σοβαρούς επενδυτές για την απαραίτητη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν διασπορά των μετοχών στην προνομιακή κατ' αυτούς, ενόψει των βέβαιων θετικών εξελίξεων, τιμή των 2.000 δρχ. ανά μετοχή. Άλλωστε διαβεβαίωναν τους εγκαλούντες ότι η ευκαιρία ήταν μοναδική, αφού ήταν σίγουροι πως η τιμή της μετοχής αμέσως μετά την εισαγωγή της θα διέγραφε ταχύτατη ανοδική πορεία με ευνόητα πολύ υψηλά κέρδη και αποδόσεις. Οι εγκαλούντες έχοντας ήδη γνωριμία με τον κατηγορούμενο Χ2 λόγω της επαγγελματικής τους ενασχόλησης για την δημιουργία ιστοσελίδων στο διαδίκτυο μέσω της εταιρείας τους με την επωνυμία "FUTUREGATE- Σύμβουλοι Διαδικτύου ΕΠΕ", στην οποία συμμετέχουν και η οποία είχε αναλάβει και πραγματοποιήσει την κατασκευή ιστοσελίδας για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας "CONFINE HELLAS Α.Ε.Π.Ε.Υ.", αλλά και της προηγηθείσας γνωριμίας της εγκαλούσας Ψ1 με τους κατηγορουμένους ως περιστασιακής συνεργάτιδας παλαιότερο της "CONFINE HELLAS Α.Ε.Π.Ε.Υ.", αφού είχαν πληροφορηθεί και τα διαδραματισθέντα στην προαναφερθείσα εκδήλωση της ως άνω εταιρείας, πείσθηκαν από τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και αποδέχθηκαν την πρόταση τους να καταβάλουν το τίμημα τοις μετρητοίς για την αγορά από τον καθένα τους χωριστά, είκοσι χιλιάδων (20.000) μετοχών της ως άνω εταιρείας προς δύο χιλιάδες (2.000) δραχμές η κάθε μετοχή, με πωλητή, στην εγκαλούσα Ψ1 τον κατηγορούμενο Χ2 και στον εγκαλούντα Ψ2 την κατηγορουμένη Χ1. Πράγματι στη συνέχεια οι εγκαλούντες κατέβαλαν το εν λόγω ποσό με τις πιο κάτω αντίστοιχες, κατόπιν συμφωνίας, από τον καθένα τους καταθέσεις, όπως τους υπέδειξαν οι κατηγορούμενοι, η μεν εγκαλούσα Ψ1 σε προσωπικό λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ2 κατέθεσε στις 23 Ιουλίου 2001 το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) δολλαρίων ΗΠΑ σε λογαριασμό με αριθμό "00268178" που τηρούσε ο ανωτέρω στην Τράπεζα "BARKLAYS BANK P.L.C." του Λονδίνου, μετά από γραπτή του υπόδειξη για το ποσό και τον τρόπο κατάθεσης των χρημάτων, ο δε δεύτερος ως άνω εγκαλών κατέθεσε στις 9-7-2001 στον κοινό λογαριασμό των ως άνω κατηγορουμένων με αριθμό ..... στην Τράπεζα "Eurobank" σαράντα εκατομμύρια (40.000.000) δραχμές ή εκατόν δέκα επτά χιλιάδες ογδόντα οκτώ και ένδεκα λεπτά (117.388,11) ευρώ, πιστεύοντας, κατά τα λεγόμενα τους, ότι έχουν καταστεί μέτοχοι της εν λόγω εταιρείας. Ακολούθως συνέταξαν και έδωσαν για υπογραφή στους εγκαλούντες δύο πανομοιότυπα ιδιωτικά συμφωνητικά από Ιουλίου 2001, ένα για τον καθένα τους με αλλαγή μόνο των ονομάτων των συμβαλλομένων, σε αυτό δε ανέφεραν ο μεν πρώτος κατηγορούμενος στην πρώτη εγκαλούσα Ψ1, η δε δευτέρα κατηγορουμένη στον δεύτερο εγκαλούντα που εμφανίστηκαν ως αντισυμβαλλόμενοί τους χωριστά με τον καθένα τους, ότι ήταν κύριοι, νομείς και κάτοχοι 20.000 ονομαστικών μετοχών ο καθένας τους της ως άνω ανώνυμης εταιρείας "CONFINE HELLAS Α.Ε.Π.Ε.Υ.", ονομαστικής αξίας εκάστης μετοχής (100) δραχμών, τις οποίες τους μεταβίβαζαν χωρίς παράδοσή τους, αντί τιμήματος 40.000.000 δραχμών, το οποίο κατέβαλε καθένας απ' αυτούς με τον προεκτεθέντα τρόπο, ήτοι αντί ποσού 2.000 δραχμών για κάθε μετοχή, υποσχόμενοι αυτές ελεύθερες από κάθε βάρος και ελάττωμα, νομικό ή πραγματικό και ελεύθερα μεταβιβάσιμες, στο ίδιο δε έγγραφο ανέγραφαν ότι προσαρτώνται σ' αυτό τα αποδεικτικά καταβολής των φόρων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Με την υπογραφή αυτών των εγγράφων (στα οποία δεν ανέγραφαν το Α.Φ.Μ. της εταιρείας, το είδος των μετοχών, αν είναι προνομιούχες, τον αύξοντα αριθμό τους κλπ) οι ως άνω κατηγορούμενοι διαβεβαίωσαν τους εγκαλούντες ότι είχε ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των μετοχών, οι ίδιοι θα φρόντιζαν για οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία, αυτοί δε δεν έπρεπε να ασχοληθούν με καμιά διατύπωση ή άλλη ενέργεια πλην της καταβολής του αντιτίμου των μετοχών και για οτιδήποτε προέκυπτε θα τους ενημέρωναν υπεύθυνα και έγκυρα. Ακολούθως οι κατηγορούμενοι, παρά τις ερωτήσεις των εγκαλούντων για την πορεία της επένδυσης τους και την αναμενόμενη εισαγωγή της μετοχής στο χρηματιστήριο, απέφευγαν και κωλυσιεργούσαν την απάντηση με διάφορες προφάσεις. Έτσι άλλοτε υποστήριζαν πως έπρεπε να παρουσιαστεί ευνοϊκή οικονομική συγκυρία για την εισαγωγή των μετοχών, πράγμα που τότε δεν ήταν εύκολο λόγω των διεθνών αρνητικών εξελίξεων, άλλοτε ότι εξεταζόταν η εισαγωγή της σε κατάλληλη χρηματιστηριακή αγορά του Λονδίνου, άλλοτε ότι αναμενόταν σύντομα η εισαγωγή κατά πληροφορία καταλλήλων και φιλικών τους προσώπων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Kύπρου. Όταν η ανησυχία των εγκαλούντων μετατράπηκε σε φόβο οι κατηγορούμενοι για να τους καθησυχάσουν προσφέρθηκαν να τους δώσουν τον Αύγουστο του 2003 σε αντικατάσταση των αρχικών μετοχών, που υποτίθεται τους είχαν μεταβιβάσει κατά τα προεκτεθέντα, άλλες εξίσου κερδοφόρες μετοχές της αλλοδαπής εταιρείας συμφερόντων του με έδρα το Λονδίνο και επωνυμία "CONSTANT FINANCIAL SERVICES P.L.S." με αντίστοιχες θετικές προοπτικές, τις οποίες θα αντάλλασσαν με αυτές που φερόταν να τους έχουν μεταβιβάσει από τον Ιούλιο του έτους 2001. Εξάλλου τους τόνιζαν πως δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα ούτε διέτρεχαν κίνδυνο να χάσουν τα χρήματα τους, αφού μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να τις πωλήσουν και να πάρουν πίσω τουλάχιστον τα κεφάλαια τους εγγυόμενοι οι ίδιοι γι'αυτό. Έτσι τον Αύγουστο του 2003 οι κατηγορούμενοι συνέταξαν και έδωσαν στους εγκαλούντες για υπογραφή δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, δηλαδή το αρχικό της πώλησης προς αυτούς των μετοχών της εταιρείας "CONFINE HELLAS Α.Ε.Π.Ε.Υ." και το δεύτερο περί επαναγοράς των αντιστοίχων μετοχών τους από τον κατηγορούμενο Χ2, όπως τους υπέδειξαν. Τελικά οι κατηγορούμενοι δεν επέστρεφαν στους εγκαλούντες κανένα ποσό και έτσι οι τελευταίοι τους επέδωσαν με δικαστικό επιμελητή νόμιμα στις 13.5.2004 και 12.5.2004 δύο εξώδικες προσκλήσεις και δηλώσεις τους για επιστροφή των ως άνω κεφαλαίων τους εντόκως νομίμως. Τότε ο κατηγορούμενος Χ2 αποδέχθηκε για διευκόλυνση και όχι λόγω ανανέωσης χρέους ή αντί καταβολής ή απόσβεσης της αρχικής οφειλής, αλλά υποσχόμενος χάριν καταβολής έναντι των οφειλομένων κατά το άνω, μία συναλλαγματική ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και λήξης την 25η Σεπτεμβρίου 2004 σε διαταγή του εγκαλούντος Ψ2. Η συναλλαγματική αυτή δεν εξοφλήθηκε στη λήξη της από τον αποδέκτη της κατηγορούμενο Χ2. Όμοια πρόταση για έκδοση και αποδοχή συναλλαγματικών προς την εγκαλούσα Ψ1, δεν έγινε δεκτή για τους ίδιους λόγους, αφού πλέον είχαν διαφανεί οι προθέσεις τους. Στις αρχές του έτους 2003 διαπιστώθηκε ότι όταν επεχειρείτο όλη αυτή η προσπάθεια των κατηγορουμένων κατά μήνα Ιούλιο 2001 η ως άνω εταιρεία ήταν υπό κατάρρευση και συγκεκριμένα σε συνάντηση των μετόχων της εταιρείας το καλοκαίρι του 2002 ο κατηγορούμενος Χ2 τους επέδειξε ισολογισμό της εταιρείας για την χρήση του έτους 2001 κερδοφόρο με βάση ένα εικονικό τιμολόγιο ποσού περίπου μισό δις από εταιρεία του αγγλικών συμφερόντων, τιμολόγιο το οποίο ποτέ δεν εισπράχθηκε από την εταιρεία. Το ίδιο χρονικό διάστημα και άλλοι αγοραστές μετοχών της εταιρείας άρχισαν να αντιλαμβάνονται την κατάσταση και να ζητούν τα χρήματά τους πίσω. Σε κάποιους επενδυτές ο κατηγορούμενος επέστρεψε τα χρήματά τους όπως στην επιχείρηση FOLIE - FOLIE. Σταδιακά από την άνοιξη του έτους 2003 έως το φθινόπωρο του 2004 απεχώρησε το 90% του προσωπικού της εταιρείας οπότε και τελικά έκλεισε, ακολούθως δε ασκήθηκαν πολλές αγωγές και μηνύσεις στην εταιρεία των κατηγορουμένων. Με την προεκτεθείσα συμπεριφορά τους οι κατηγορούμενοι προξένησαν κατά συναυτουργία στους, ως άνω εγκαλούντες περιουσιακή βλάβη που υπερβαίνει συνολικά για κάθε εγκαλούντα το ποσό των 15.000 ευρώ και ισόποσο αντίστοιχα παράνομο περιουσιακό όφελος προσπόρισαν στον εαυτό τους που συνολικά για τον καθένα τους υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Οι κατηγορούμενοι, απολογούμενοι, δεν αρνούνται ότι εισέπραξαν τα προεκτεθέντα ποσά από τους εγκαλούντες, οι οποίοι κατά την άποψη τους εγνώριζαν πλήρως την οικονομική κατάσταση της ως άνω εταιρείας, η οποία τον Ιούλιο του έτους 2001 είχε οικονομική ευρωστία και καλές προοπτικές με τριετές επιχειρηματικό σχέδιο 2001-2003 και θετικά για το πρώτο εξάμηνο του 2001 οικονομικά αποτελέσματα, η οικονομική καταστροφή προήλθε εκ των υστέρων από ενέργειες των υπαλλήλων της Α και Β, πρόκειται δε καθαρά για αστική διαφορά, την οποία οι εγκαλούντες φρόντισαν να ποινικοποιήσουν. Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί δεν επιβεβαιώνονται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο του ανακριτικού υλικού, αντίθετα προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι εν γνώσει τους παρέστησαν τα προεκτεθέντα ψευδή γεγονότα ως αληθινά, αποκρύπτοντας τα πραγματικά αληθινά γεγονότα από τους εγκαλούντες. Περαιτέρω ο ισχυρισμός τους ότι η οικονομική καταστροφή της ως άνω εταιρείας οφείλεται σε ενέργειες των ως άνω υπαλλήλων της είναι αόριστος και δεν επιβεβαιώνεται από συγκεκριμένες καταγγελίες ούτε προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε νόμιμες ενέργειες κατ' αυτών για την προκληθείσα από υπαιτιότητα τους περιουσιακή βλάβη όπως υποβολή εγκλήσεως κ.λ.π. Τέλος προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την προεκτεθείσα επανειλημμένη τέλεση της αξιόποινης πράξης της απάτης και από την υποδομή όπως υπάλληλοι, ειδικά έντυπα, γραφεία, εικονικές εταιρείες, εδρεύουσες στην αλλοδαπή, όπως η Constant Financial Services P.L.C., η οποία ήταν ένα κουφάρι, κατά τον μάρτυρα Α, χωρίς καμία αξία και τέχνασμα του Χ2, για να χαθούν τα ίχνη των χρημάτων που πήρε αυτός και η σύζυγος του από την CONFINE, που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος από αυτή και σταθερή τους ροπή στη διάπραξη της, ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού κατ' επάγγελμα τελεσθείσα, με προξενηθείσα ζημία και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του δράστη που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και για το λόγο αυτό απέρριψε τις από αυτούς ασκηθείσες κατά του υπ' αριθμ. 3.710/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εφέσεις των ως κατ' ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την μη ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην απαλλακτική κρίση του για την παράβαση των άρθρων 386 παρ. 1 και 3 και 4-5 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται λεπτομερώς οι ψευδείς παραστάσεις των αναιρεσειόντων προς τους εγκαλούντες, ότι συνεπεία αυτών των ψευδών παραστάσεων, ως παραγωγικής αιτίας, παραπλανήθηκαν οι τελευταίοι και προέβησαν σε επιζήμια γι' αυτούς συμπεριφορά, ως και η βλάβη που υπέστη ο καθένας απ' αυτούς, η οποία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ για τον καθένα τους. Αιτιολογούνται πλήρως οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης, οι οποίες προσδίδουν σ' αυτήν την κακουργηματική της μορφή, με την αναφορά τόσο της επανειλημμένης τέλεσής της, όσο και την αναφορά στοιχείων που υποδηλώνουν ότι οι ως άνω κατηγορούμενοι είχαν διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της (υπάλληλοι, ειδικά έντυπα, εικονικές εταιρείες εδρεύουσες στην αλλοδαπή). Αιτιολογείται επίσης η κατά συναυτουργία από τους αναιρεσείοντες τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης με την παραδοχή ότι "από κοινού με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι και η εταιρεία με την επωνυμία "CONFINE HELLAS Α.Ε.Π.Ε.Υ." παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους παραπάνω εγκαλούντες τα προαναφερθέντα ψεύδη". Περαιτέρω από την στην αρχή του αιτιολογικού της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής πρότασης αναφορά ότι έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων, καθίσταται αναμφίβολο ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τις ανώμοτες καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων Ψ1 και Ψ2. Και τούτο διότι ο πολιτικώς ενάγων είναι μεν διάδικος στην ποινική διαδικασία, αλλά ως βασικός μάρτυρας κατηγορίας δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνεπώς δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία του βουλεύματος. Συνακόλουθα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' σχετικοί αντίθετοι λόγοι της αναίρεσης. Η αιτίαση εξάλλου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του εισαγγελέα είναι αβάσιμη διότι η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ενώ η αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών εκτίμησε εσφαλμένα τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και έτσι εσφαλμένα πείσθηκε ότι ετέλεσε την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, για την οποία κατηγορείται, είναι απαράδεκτη γιατί βάλλει κατά των ουσιαστικών παραδοχών του βουλεύματος. Τέλος, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο λόγος της αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για μη αιτιολογημένη απόρριψη του αιτήματος των εκκαλούντων κατηγορουμένων για ακύρωση της προδικασίας και ειδικότερα των από 5-10-2006 καταθέσεων των μαρτύρων Α και Β ενώπιον του Ανακριτή του 20ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, διότι ελήφθησαν κατά παράβαση των άρθρων 209, 213 παρ. 1, 217, 223, 239 παρ. 2 και 226 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και ειδικότερα ότι οι ένορκες καταθέσεις αυτές αποτελούν πιστή και ακριβή ως προς όλα τα σημεία τους αντιγραφή η μία της άλλης, επομένως καταρτίσθηκαν χωρίς νόμιμη ανακριτική εξέταση των μαρτύρων και για τον λόγο αυτό προσβάλλονται τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών αιτιολόγησε την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος με την επαρκή αιτιολογία ότι είναι αληθές ότι μεγάλα τμήματα των εν λόγω καταθέσεων είναι διατυπωμένα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τούτο όμως εξηγείται αφ' ενός μεν διότι οι επίμαχες ένορκες καταθέσεις ελήφθησαν την ιδία ημέρα, η μία μετά την άλλη (14.50 μ.μ. η μία και 14 μ.μ. η άλλη) χωρίς την μεσολάβηση μεγάλου χρονικού διαστήματος και εγράφησαν από την ίδια γραμματέα, οι δε μάρτυρες αυτοί ήσαν υπάλληλοι της εταιρείας Confine ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ., και συνεπώς κατέθεσαν για συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία τους ήταν γνωστά ως εκ της εργασίας τους και ενδεχομένως είχαν συζητήσει επανειλημμένως σχετικά με τα περιστατικά για τα οποία κατέθεσαν, επί πλέον δε δεν προέκυψαν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία συνάγεται συγκεκριμένη παραβίαση με βάση τις προεκτεθείσες διατάξεις.
Μετά από αυτά και, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει ν' απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις με αριθμούς 134/14.7.2008 και 135/14.7.2008 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 για αναίρεση του 1.008/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ