Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 1259/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 119/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 730/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 49/4-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 §1 Κ.Π.Δ. την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 465 §1, 474, 482 §1 στοιχ. α' και 484 §1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ., την αίτησιν αναιρέσεως, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1 κατά του υπ' αριθ.119/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως του κατά του υπ' αριθ.1764/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως τούτο διορθώθη με το υπ' αριθ. 1949/2006 βούλευμα του ιδίου ως άνω Συμβουλίου και επάγομαι τα ακόλουθα: I) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθ. 1764/2006 βούλευμά του, όπως διορθώθη με το υπ' αριθ. 1949/2006 βούλευμα του ιδίου ως άνω Συμβουλίου, παρέπεμψε τον κατηγορούμενον εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί εις τούτον υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου (άρθρ. 375 §§1, 2 ως αντικ. δι' άρθρ. 1 §9 ν.2408/96 και συνεπληρώθη δι' άρθρ. 14 §3β ν.2721/1999). Κατά των ως άνω βουλευμάτων ησκήθη η με αριθ. 261/2006 έφεση του κατηγορουμένου επί της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα δια του οποίου απερρίφθη κατ' ουσίαν η παραπάνω έφεσις και επεκυρώθησαν τα εκκαλούμενα ως άνω βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Εφετείου Αθηνών και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη α) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και β) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 §1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ.) και επομένως πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν. II) Κατά το άρθρο 375 §§1, 2 Π.Κ., όπως η παρ. 2 αντικ. με το άρθρ. 1 §9 ν.2408/96 και συνεπληρώθη δι' άρθρ. 14 §3β ν.2721/99, όποιος ιδιοποιείται ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με το ξένο πράγμα, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου εξομοιώνεται το τίμημα που έλαβε ο υπαίτιος για κινητό πράγμα που του εμπιστεύθηκαν για να το πωλήσει. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να έχει ιδιοποιηθεί τούτο παρανόμως κατά τον χρόνο που ευρίσκεται στη κατοχή του. Έτσι ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές αφού, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 719 Α.Κ., έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Πρέπει δηλαδή το ιδιοποιούμενο πράγμα, όπως είναι το χρήμα, να το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ακριβώς της ιδιότητός του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης ιδιοκτησίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση αυτής, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία αντλεί από τον νόμο ή την σύμβαση. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Με την ιδίαν δε ως άνω ποινή τιμωρείται ο δράστης αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ). Υποκειμενικά απαιτείται δολία προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στην δική του περιουσία (Α.Π. 711/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 141, Α.Π. 115/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ.32, Α.Π. 311/2005 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 971). Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 325 Α.Κ., αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή με την οφειλή του, έχει δικαίωμα, εφ' όσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής έως ότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει (δικαίωμα επίσχεσης).
Συνεπώς ο εντολοδόχος που έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση για την πληρωμή της αμοιβής του και τα έξοδα κατά του εντολέα δικαιούται να αρνηθεί την απόδοση στον εντολέα των ποσών που εισέπραξε κατά την εκτέλεση της εντολής έως ότου ο εντολέας του ικανοποιήσει την, κατά τα άνω, αξίωσίν του. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το απαραίτητο για την θεμελίωση του από το παραπάνω άρθρο 375 Π.Κ. προβλεπομένου και τιμωρουμένου εγκλήματος της υπεξαιρέσεως υποκειμενικό στοιχείο του δόλου (Α.Π. 686/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 235). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν στην διάταξη που εφηρμόσθη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό και στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 614/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 19). Εξάλλου έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρ. 484 §1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, εις τα οποία εστηρίχθη η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από κάθε ένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπ' όψιν και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά (Α.Π. 114/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 29). III) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως από αυτό προκύπτει, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει κατ' είδος, δι' αναφοράς του εις την ενσωματωθείσαν εις αυτό εισαγγελική πρότασιν, εδέχθη, ανελέγκτως, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο εγκαλών Ψ1 ήταν αποκλειστικός κύριος του υπ' αριθ. κυκλ. ...... Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου (Ταξί), εργοστασίου κατασκευής ...., με το υπ' αριθ. ..... πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Κρωπίας Χριστίνας Δημητριάδου-Τζανή, παρέσχε εις τον κατηγορούμενο, ο οποίος ησχολείτο με τις αγοραπωλησίες ταξί, την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβεί στην πώληση του εν λόγω αυτοκινήτου του και να εισπράξει για λογαριασμό του το επιτευχθησόμενο τίμημα, το οποίο βεβαίως όφειλε να το αποδώσει αμέσως σ' αυτόν. Πράγματι, εις εκτέλεση της ως άνω εντολής, στις 25-5-2003, ο κατηγορούμενος επώλησε, δυνάμει του υπ' αριθ. ...... συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Χατζάκη το πιο πάνω όχημα του εγκαλούντος στην ...... και εισέπραξε απ' αυτήν, ως τίμημα, το ποσό των 105.649, 10 Ευρώ. Από το ως άνω εισπραχθέν τίμημα ο κατηγορούμενος κατέβαλε το ποσό των 9.333, 84 Ευρώ στην Δ.Ο.Υ. Κρωπίας και εις το Τ.Σ.Α. για λογαριασμό του εγκαλούντος, ενώ σταδιακά απέδωσε είτε στον τελευταίο προσωπικά, είτε στον νομίμως εξουσιοδοτηθέντα αντιπρόσωπό του ...... το ποσό των 54.615, 46 Ευρώ. Το υπόλοιπο όμως του εισπραχθέντος τιμήματος, ανερχόμενο στο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 41.700 Ευρώ, ο κατηγορούμενος δεν το απέδωσε, όπως όφειλε, στον δικαιούχο εγκαλούντα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του τελευταίου, αλλά το παρακράτησε και το ιδιοποιήθη παράνομα, ενσωματώνοντας τούτο στην περιουσία του. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την διενεργηθείσα προανάκριση και την επακολουθήσασα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της υπεξαιρέσεως για την οποία παρεπέμφθη ο κατηγορούμενος καθώς και εκείνα που προσδίδουν σ' αυτήν κακουργηματικό χαρακτήρα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα ανωτέρω περιστατικά, καθώς και τις σκέψεις με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρ. 375 §§1, 2 και 3 Π.Κ., όπως αντικ. δι' άρθρ. 1 §9 ν.2408/96 και συνεπληρώθη δι' άρθρ. 14 §3β ν.2721/99, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε το Συμβούλιο χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το βούλευμα αναφέρει το χρηματικό ποσό το οποίο εισέπραξε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος κατ' εντολή και για λογαριασμό του εντολέως του-εγκαλούντος, μετά την πραγματοποιηθείσαν πώλησιν του προαναφερθέντος αυτοκινήτου, καθώς και εκείνο το οποίο δεν απέδωσε τελικώς εις εκείνον, μετά την αφαίρεσιν των τμηματικώς καταβληθέντων ποσών, αλλά το παρεκράτησε, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, επαρκώς δε αιτιολογείται ότι η τοιαύτη παρακράτισης του προαναφερθέντος ποσού των 41.700 Ευρώ υπήρξε παράνομος καθόσον ο κατηγορούμενος ουδέποτε επεκαλέσθη ιδιαίτερη συμφωνία μετά του εγκαλούντος για την παρακράτησιν ποσοστού εκ 3% από το συνολικό ποσό που θα εισέπραττε αυτός (κατηγορούμενος) που αντιστοιχεί εις το τοιούτο των 3.169 Ευρώ, αλλά το πρώτον, όλως αορίστως, επεκαλέσθη τοιούτο δικαίωμα δια του δικογράφου της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ αντιθέτως, απολογούμενος ενώπιον του ενταύθα Ανακριτού, απεδέχθη πλήρως και ανεπιφυλάκτως την εις βάρος του κατηγορίαν. Επομένως οι από το άρθρο 484 §1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι της υπό κρίσιν αιτήσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμη και απορριπτέοι. Εξ' άλλου οι ίδιοι λόγοι κατά το μέρος που με την επίκληση των παραπάνω λόγων αναιρέσεως πλήσσεται η περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου που είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, είναι απαράδεκτοι και απορριπτέοι. Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτησις εν τω συνόλω της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. (άρθρ. 583 §1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Ι) Ν' απορριφθεί η με αριθ. 99/23-4-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αριθ. 119/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. II) Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήναι τη 14-12-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 99 από 23 Απριλίου 2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 119/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 1764/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως διορθώθηκε με το υπ' αριθμό 1949/2006 βούλευμα του ίδιου συμβουλίου, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, με την επιβαρυντική περίσταση, ότι αυτός ήταν εντολοδόχος και το υπεξαιρεθέν ποσό, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, ( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθ' όν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον μία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, δηλαδή, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, (παρ.1 περ. β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν.2721/3-6-1999), ή αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχείριση δε ξένης περιουσίας έχει κάποιος, όταν έχει εξουσία από το νόμο ή από τη σύμβαση να ενεργεί για λογαριασμό άλλου (του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτού. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση που διενεργήθηκε, σχετικά με τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφάρμοσε και έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Για την ύπαρξη τέλος αιτιολογίας του βουλεύματος, αρκεί και η εξ' ολοκλήρου παραπομπή στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέως. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών Ψ1, ήταν αποκλειστικός κύριος του υπ' αριθ. κυκλ. .... Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου (Ταξί) εργοστασίου κατασκευής ....., με το υπ' αριθ. ..... πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Κρωπίας Χριστίνας Δημητριάδου-Τζανή, παρέσχε εις τον κατηγορούμενο, ο οποίος ησχολείτο με τις αγοραπωλησίες ταξί, την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, να προβεί στην πώληση του εν λόγω αυτοκινήτου του και να εισπράξει για λογαριασμό του, το επιτευχθησόμενο τίμημα, το οποίο βεβαίως όφειλε να το αποδώσει αμέσως σ' αυτόν. Πράγματι, εις εκτέλεση της ως άνω εντολής, στις 25-5-2003, ο κατηγορούμενος επώλησε, δυνάμει του υπ' αριθ. ...... συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Χατζάκη, το πιο πάνω όχημα του εγκαλούντος στην ...... και εισέπραξε απ' αυτήν, ως τίμημα, το ποσό των 105.649,10 Ευρώ. Από το ως άνω εισπραχθέν τίμημα, ο κατηγορούμενος κατέβαλε το ποσό των 9.333,84 Ευρώ στην Δ.Ο.Υ. Κρωπίας και εις το Τ.Σ.Α. για λογαριασμό του εγκαλούντος, ενώ σταδιακά απέδωσε, είτε στον τελευταίο προσωπικά, είτε στον νομίμως εξουσιοδοτηθέντα αντιπρόσωπο του ....... το ποσό των 54.615,46 Ευρώ. Το υπόλοιπο, όμως, ποσό του εισπραχθέντος τιμήματος, ανερχόμενο στο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ποσό 41.700 ευρώ, ο κατηγορούμενος, δεν το απέδωσε, όπως όφειλε, στο δικαιούχο-εγκαλούντα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του τελευταίου, αλλά το παρακράτησε και το ιδιοιποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς το, στην ατομική του περιουσία". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως. Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε την, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, που τέλεσε ως εντολοδόχος και, ότι το υπεξαιρεθέν ποσό, που αυτός παρεκράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, ανέρχεται στο ποσό των 41.700 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αλλά και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, και 375 παρ. 2 του Π.Κ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και, δεν τις παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι τούτο το βούλευμα δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το Συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και συγκεκριμένα, ότι αναιρεσείων, με την ιδιότητα του εντολοδόχου, έλαβε στην κατοχή του, το υπόλοιπο χρηματικό ποσό των 41.700 ευρώ, που αποτελούσε μέρος του συνολικού τιμήματος, από 105.649,10 ευρώ, που ο ίδιος εισέπραξε, από την αγοραπωλησία, του με αριθμό κυκλοφορίας ..... δημόσιας χρήσης αυτοκινήτου ΤΑΧΙ, κυριότητας του εγκαλούντος, ποσό το οποίο παρακράτησε και παράνομα ιδιοποιήθηκε, αφού το ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα, ότι αυτός αρνήθηκε την επιστροφή του, γιατί διατηρούσε, χρηματική αξίωση έναντι του εγκαλούντος και για το λόγο αυτό, άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, γιατί προσβάλλει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 375 παρ.1, 2 του Π.Κ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι καθώς και η αίτηση στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα ( άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 99 από 23-4-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 119/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008 και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
?