Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση απλη.
Περίληψη:
Αναιρεί απόφαση με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος απλής δυσφήμησης. Αντιφατική αιτιολογία - εκ πλαγίου παράβαση άρθρου 362 Π.Κ. Δέχεται ότι τα γεγονότα τα οποία διέδωσε ο κατηγορούμενος ήταν ψευδή και ότι αυτός τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας και παρά ταύτα, ενώ πρωτοδίκως είχε αυτός καταδικασθεί για συκοφαντική δυσφήμηση, την κηρύσσει ένοχο απλής δυσφήμησης.
Αριθμός 300/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Πάτση, περί αναιρέσεως της 496/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 , που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 9 Μαΐου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 772/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απλής δυσφήμησης απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, για δε τη στοιχειοθέτηση της συκοφαντικής δυσφήμησης προσαπαιτείται α) το γεγονός να είναι ψευδές β) ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση του δράστη, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυρισθεί ή διαδώσει το βλαπτικό αυτό γεγονός. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε κατ’ έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’είδος αναφερομένων σ’αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 προσελήφθη την 1-7-1996 από την εταιρία περιωρισμένης ευθύνης με την επωνυμία Χ1 ΕΠΕ, διαχειριστής της οποίας είναι ο κατηγορούμενος, προκειμένου ν’ απασχοληθεί ως αρχιτέκτονας στο σχεδιασμό και μελέτη επαγγελματικών ψυγείων και βιτρινών κρυστάλλων και εξοπλισμών ξενοδοχείων, κ.λ.π. Στις 27 Μαΐου 2004 ο κατηγορούμενος είδε τη σύζυγό του στην ..... μαζί με τον πολιτικώς ενάγοντα και το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο τελευταίος σε συνάντηση που είχε στην εταιρία με τον κατηγορούμενο και τον ανηψιό του, μάρτυρα ...., αφού ζήτησε συγνώμη του ομολόγησε ότι διατηρούσε δεσμό με τη σύζυγό του από το έτος 1998. Μετά από αυτό ο πολιτικώς ενάγων απεχώρησε από την εταιρία στις 30-9-2004, μετά από απαίτησή του αλλά ύστερα από προτροπή του κατηγορουμένου μετά το ανωτέρω συμβάν. Πριν από την αποχώρησή του ο κατηγορούμενος διαπίστωσε ότι αρκετοί πελάτες της εταιρίας του τον πληροφόρησαν ότι ο πολιτικώς ενάγων τους ανέφερε ότι η εταιρία στην οποία απασχολείτο και ο ίδιος αντιμετωπίζει προβλήματα και ότι αυτός κατείχε σχέδια της εργοδότριάς του για να της εκτελέσει την εργασία. Μετά δε την αποχώρησή του αποδείχθηκε ότι προσελήφθηκε από την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "..... ΟΕ" ανταγωνιστική της εταιρίας στην οποία εργαζόταν και της οποίας τόσοι οι ομόρρυθμοι εταίροι, όσο και το υπόλοιπο προσωπικό απεχώρησαν από την εταιρία Χ1 ΕΠΕ". Στις 15-11-2004 με εντολή του κατηγορουμένου, δημοσιεύθηκε: α) στο τεύχος ..... του περιοδικού ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΡΤΟΠΟΙΪΑ & ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ, β) στο τεύχος ..... του περιοδικού ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗΣ και γ) στο τεύχος ..... του περιοδικού Ζ & G ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ - GELATERIA, τα οποία εκδίδονται στην Αθήνα και κυκλοφορούν σε όλη την Ελλάδα κείμενο στο οποίο ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε για τον πολιτικώς ενάγοντα Ψ1 ότι: "ο εν λόγω κύριος, απασχολήθηκε στην εταιρία μας έως 27-5-2004, οπότε και αποκαλύφθηκαν οι άσεμνες προσβλητικές και ηθικά απαξιωτικές δραστηριότητές του έναντι του κ. Χ1 από το 1998, όπως ομολόγησε, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση της εταιρίας στο πρόσωπό του. Υπό το βάρος των εναντίον του αποκαλύψεων, οι οποίες έπλητταν σε βαθμό ανεπανόρθωτο την ηθική υπόσταση της επαγγελματικής σχέσης, θεωρήθηκε αυτονόητη η λύση της σύμβασης εργασίας η οποία μας συνέδεε, ο δε Ψ1 ζήτησε ένα περιθώριο χρόνου για να αναζητήσει μία νέα εργασία, πλην όμως δεν απεχώρησε από την εταιρία παρά μόνο όταν του αποστείλαμε εξώδικο, όπου του δηλώναμε την εναντίωσή μας στην περαιτέρω παραμονή του στην εταιρία μας. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια για τις συνθήκες λύσης συνεργασίας μας και οποιαδήποτε διαφορετικά σενάρια αποχώρησής του ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας τόσο του ιδίου όσο και της εταιρίας με την οποίαν συνεργάζεται...". Το πρώτο σκέλος των ως άνω δημοσιευμάτων και ειδικότερα το αναφερόμενο στις άσεμνες, προσβλητικές και ηθικά απαξιωτικές δραστηριότητες του πολιτικώς ενάγοντος ως διατυπώνεται είναι ψευδές πλην όμως ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτού δεδομένου ότι είχε σαφείς πληροφορίες για ερωτικό δεσμό της συζύγου του με τον κατηγορούμενο. Και το δεύτερο σκέλος του δημοσιεύματος ως διατυπώνεται είναι ψευδές πλην όμως ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας, καθόσον πίστευε ότι ο κατηγορούμενος έφυγε από την εταιρία μετά την κοινοποίηση του εξωδίκου και δεν γνώριζε τις συναντήσεις αυτού με τους ανθρώπους της εταιρίας του. Τα ανωτέρω γεγονότα ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος. Μετά ταύτα πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας απλής δυσφήμησης. Περαιτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι τα παραπάνω δημοσιεύματα δεν αποτελούν αξιολογικές κρίσεις όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος και κατά συνέπεια δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 367 Π.Κ.
Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση στο διατακτικό της κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενος απλής δυσφήμηση κατ’ εξακολούθηση και επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και άρθρ. 139 Κ.Π.Δ. Ειδικότερα, ενώ αρχικώς δέχεται ως αληθές το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στις 27-5-2004 είδε τον πολιτικώς ενάγοντα με τη σύζυγό του στην ..... και ότι ο τελευταίος (πολιτικώς ενάγων) ομολόγησε στον πρώτο (κατηγορούμενο) ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τη σύζυγο εκείνου, στη συνέχεια, αναφερόμενη η απόφαση στο σκέλος του δημοσιεύματος για τις "άσεμνες, προσβλητικές και ηθικά απαξιωτικές δραστηριότητες του πολιτικώς ενάγοντος", αντιφατικά διαλαμβάνει στο σκεπτικό της ότι το παραπάνω γεγονός είναι ψευδές και ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του. Περαιτέρω, ενώ δέχεται ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας το γεγονότος τούτου, αντιφατικώς και πάλι διαλαμβάνει ότι ο κατηγορούμενος είχε σαφείς πληροφορίες για ερωτικό δεσμό της συζύγου του με τον κατηγορούμενο (νοείται τον πολιτικώς ενάγοντα). Αλλά και για τα γεγονότα που περιέχονται στο δεύτερο σκέλος του δημοσιεύματος δέχεται η απόφαση ότι τα γεγονότα αυτά είναι ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους. Με τις αντιφατικές αυτές παραδοχές και την εν συνεχεία κήρυξη ενόχου του κατηγορουμένου για την πράξη της απλής δυσφήμησης, το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη του άρθρου 362 του ΠΚ που εφήρμοσε, την οποία και εκ πλαγίου παρεβίασε και στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης αφού έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, οι παραπάνω ασάφειες και αντιφάσεις , με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που προβάλλεται με το αναιρετήριο και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 496/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ