Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2130 / 2007    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συνέργεια.




Περίληψη:
Απλή συνέργια σε απόπειρα αν-θρωποκτονίας από πρόθεση. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. Ψυχική συνδρομή με την παρουσία του απλού συνεργού κατά την τέλεση της πράξεως. Διπλός δόλος απλού συνεργού. Αναιρεί για έλλειψη αιτιολογίας






Αριθμός 2130/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: ...., κατοίκου ..... και ήδη κρατουμένης στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Βασιλακόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 86, 97, 97α, 98/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ...., κάτοικο ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Αργυρόπουλο.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Νοεμβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1975/2006.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Αν η πράξη αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 42 ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της δεύτερης αυτής διατάξεως, πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως είναι κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελώντας τμήμα, ολικώς ή μερικώς, της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Περαιτέρω ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, ότι όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι απλός συνεργός σε τελεσμένη ανθρωποκτονία από πρόθεση ή σε απόπειρα αυτής είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 51 0 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων , η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων , η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι καταρχήν αναγκαίο να δικαιολογείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά επίσης και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, καταδίκασε, κατά πλειοψηφία, την αναιρεσείουσα ..... για απλή συνέργεια σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, που τελέστηκε από τον συγκατηγορούμενό της ...... Όπως δε προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν, τα εξής πραγματικά περιστατικά: " ....Ο παθών .... , από τις αρχές του έτους 1997, είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με την δεύτερη κατηγορουμένη, με την οποία συζούσε σε διαμέρισμα στην .... επί της οδού....... Η σχέση αυτή διήρκεσε μέχρι τον Αύγουστο του έτους 1999, που ο παθών, μετά την επιστροφή του από ταξίδι, λόγω του ναυτικού του επαγγέλματος, διαπίστωσε ότι αυτή είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με τον πρώτο κατηγορούμενο και για το λόγο αυτό δεν επιθυμούσε την μετ' αυτού συνέχιση της σχέσεως. Την επιθυμία της αυτή εξέφρασε ρητώς στον παθόντα, καλώντας τον να μεταβεί στην παραπάνω οικία να παραλάβει όλα τα προσωπικά του είδη. Έκτοτε και για λόγους καθαρά ερωτικής αντιζηλίας, οι σχέσεις μεταξύ παθόντος και δεύτερης κατηγορουμένης ήσαν οξυμένες σε μεγάλο βαθμό. Η εν λόγω ένταση και οξύτητα διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα και πέραν του μηνός Ιανουαρίου 2000 με την ενεργό συμμετοχή και του πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος, ως νέος ερωτικός σύντροφος της δεύτερης κατηγορουμένης, άτομο με δυναμικό και βίαιο χαρακτήρα, μετά του οποίου αυτή συμβιούσε, ανέλαβε την προστασία της από τις προσβολές του παθόντος. Στις 11-9-1999 ο παθών, εισήλθε εντός του διαμερίσματος της δεύτερης κατηγορουμένης, όπου την κτύπησε και της προκάλεσε βαριές σωματικές κακώσεις, ενώ στην συνέχεια της προκάλεσε ζημιές στο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο της. Για τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις ο παθών καταδικάσθηκε στις 17-1-2000 από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών χωρίς να εμφανισθεί κατά την εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως. Μετά την εν λόγω καταδίκη και κατά την ίδια ημέρα δέχθηκε μέσω του κινητού του τηλεφώνου ένα μήνυμα υβριστικό για το πρόσωπο του με περιεχόμενο "μουνάκι σου έριξαν 20 μήνες και ένα το παπάρι μου 30". Τις βραδινές ώρες της ίδια ημέρας (17-1 -2000) ο παθών, χολωθείς από το περιεχόμενο του μηνύματος και θεωρών ως αποστολέα τον πρώτο κατηγορούμενο, περί ώρα 21:00 μετέβη με τη μοτοσικλέτα του στην ιδιωτική κατοικία της δεύτερης κατηγορουμένης στην περιοχή .... , όπου διέμενε μονίμως με τον πρώτο, συμβιούσα μετ' αυτού. Η μονοκατοικία αυτή, περιφραγμένη και με σιδερένια πόρτα στην είσοδο του αυλείου χώρου της, στον οποίο υπήρχαν διάφορα καλλωπιστικά δένδρα, χρησίμευε ως κύρια κατοικία των κατηγορουμένων από του μηνός Σεπτεμβρίου 1999. Όταν κτύπησε το κουδούνι της εξωτερικής σιδερένιας πόρτας οι δύο κατηγορούμενοι, που ήσαν εντός της οικίας, δεν του απήντησαν, γνωρίζοντας την ταυτότητά του, παρόλη την επιμονή του να του ανοίξουν. Τότε ο παθών, απευθυνόμενος προς την δεύτερη κατηγορουμένη, την οποία εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπε, είπε τις φράσεις "βάζεις και άλλους να με βρίζουν". Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος, παρούσης και της δευτέρας, όπλισε ένα κυνηγετικό όπλο με φυσίγγια Νο 6, έχοντας αποφασίσει να φονεύσει τον παθόντα, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχικά κατάσταση, για να απαλλαγεί οριστικά από την ενοχλητική και για μεγάλο χρονικό διάστημα παρουσία του. Κατόπιν εξήλθε από την πίσω πόρτα του σπιτιού και πλησίασε προς την αυλόπορτα σε απόσταση δέκα μέτρων χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον παθόντα, λόγω της ελλείψεως φωτισμού και της υπάρξεως καλλωπιστικών φυτών(πυροβολώντας για πρώτη φορά από την απόσταση αυτή προς την κατεύθυνση της κεφαλής του παθόντος, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο εξωτερικό μέρος της αυλόπορτας, αναμένοντας τους κατηγορουμένους να του ανοίξουν. Από τον πυροβολισμό αυτό τραυματίσθηκε στο αριστερό μάτι και προς στιγμή έχασε την όραση. Αμέσως μετά μετακινήθηκε μόνος του με αιμορραγία σε μικρή απόσταση από το σημείο του πυροβολισμού, όπου και γονάτισε. Ενώ βρισκόταν στη θέση αυτή, ο πρώτος κατηγορούμενος, τον πλησίασε και από απόσταση επτά μέτρων τον πυροβόλησε εκ δευτέρου σ' όλη την αριστερή πλευρά του σώματος του προκαλώντας σ' αυτόν άλλες σωματικές βλάβες. Το θανατηφόρο αποτέλεσμα δεν επήλθε, γιατί ο παθών φορούσε ειδικό ένδυμα (μπουφάν) ως οδηγός μοτοσικλέτας, το οποίο περιόρισε σε μεγάλο βαθμό την δραστικότητα των χόνδρων, που τα εμπόδισε να επιφέρουν θανάσιμο τραυματισμό σε ευπαθές μέλος του σώματος του, όπως στην καρδιακή χώρα. Μετά και τον δεύτερο αυτό πυροβολισμό ο πρώτος κατηγορούμενος πλησίασε τον παθόντα και του κατάφερε ισχυρά κτυπήματα με το κοντάκι του κυνηγετικού όλου στο κεφάλι. Κατά την διάρκεια των πυροβολισμών και το κτύπημα με το όπλο, η δεύτερη κατηγορουμένη ήταν σε μικρή απόσταση από τον τόπο του εγκλήματος, μέσα στο αυτοκίνητο της, τύπου ΦΙΑΤ, έξω από την αυλόπορτα, ενισχύοντας με την παρουσία της αυτή τον πρώτο κατηγορούμενο να πραγματώσει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, γνωρίζουσα τον εγκληματικό αυτό σκοπό και επιθυμώντας να συνδράμει στην πραγμάτωσή του, αναμένοντας τον πρώτο κατηγορούμενο να τον παραλάβει και να απομακρυνθούν. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος, μετά τα κτυπήματα του παθόντος στο κεφάλι, έρριξε ένα πυροβολισμό στη μοτοσικλέτα του παθόντος, ώστε να υποστεί μηχανική βλάβη και να μην μπορεί να την χρησιμοποιήσει. Κατόπιν και οι δύο κατηγορούμενοι επιβιβάσθησαν στο αυτοκίνητο της δεύτερης κατηγορουμένης και, με οδηγό την ίδια, απομακρύνθηκαν από το τόπο του εγκλήματος, αφήνοντας αιμόφυρτο και αβοήθητο τον παθόντα σε μια ερημική τοποθεσία, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν πλησίον άλλες κατοικίες, ούτε συχνότητα κυκλοφορίας οχημάτων. Ο παθών, με τις σωματικές δυνάμεις που του απέμειναν, μπόρεσε να φθάσει στο σπίτι κάποιου αλλοδαπού, ο οποίος τον μετέφερε στο κατάστημα - ταβέρνα του ..... Ο τελευταίος ειδοποίησε την αστυνομική αρχή και, κατόπιν ειδοποιήσεώς της, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείου .... προς νοσηλεία, όπου νοσηλεύτηκε επί δέκα ημέρες για τραύματα στην κεφαλή και άλλα μέρη του σώματος του. Κατόπιν συνέχισε την θεραπευτική αγωγή στο σπίτι επί τριάντα ακόμη ημέρες. Ο πρώτος κατηγορούμενος αρνήθηκε την κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι επυροβόλησε τον παθόντα προς εκφοβισμό και μόνο. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι ήταν αρκετό για τον κατηγορούμενο, προς εκφοβισμό του παθόντος, να πυροβολήσει στον αέρα και όχι προς το σημείο της κεφαλής ή της καρδιακής χώρας, πολύ δε περισσότερο δεν ήταν αναγκαίο να τον κτυπήσει στο κεφάλι, με το κοντάκι του όπλου. Η δεύτερη κατηγορουμένη αρνήθηκε την συμμετοχή της στην απόπειρα ανθρωποκτονίας του πρώτου, ισχυρισθείσα ότι εκείνο το βράδυ (17-1-2000) απουσίαζε από το εξοχικό της σπίτι στη ...... Ο περί απουσίας αυτός ισχυρισμός της είναι αβάσιμος. Η παρουσία της στο ανωτέρω σπίτι και στην τέλεση της αξιοποίνου πράξεως προκύπτει ιδίως: 1) από την κατάθεση του ιδίου του παθόντος, 2) από την απολογία του συγκατηγορουμένου της, που επιβεβαίωσε την παρουσία της. Η κατάθεση δε του παθόντος και η απολογία του συγκατηγορουμένου της στο επίμαχο αυτό σημείο κρίνονται πειστικές, εκτός των άλλων, και από το γεγονός ότι, το βράδυ της 17-1-2000, στο προαναφερόμενο εξοχικό σπίτι της δεύτερης κατηγορουμένης, υπήρχε τόσο το δικό της αυτοκίνητο εντός του αυλείου χώρου όσο και εκείνο του συγκατηγορουμένου της, ένα μικρό φορτηγάκι το οποίο ήταν παρκαρισμένο έξω από την περιφραγμένη ανωτέρω οικία σε διασταύρωση πίσω από το σπίτι, όπου βρέθηκε από την αστυνομία, Η ύπαρξη και των δύο οχημάτων στο ανωτέρω σπίτι επιμαρτυρεί και την παρουσία της δεύτερης κατηγορουμένης, η οποία, σημειωτέον, συζούσε με τον πρώτο, και αυτός δεν ήταν απλώς επιτηρητής της εξοχικής της κατοικίας, όπως ηθέλησε να τον εμφανίσει η δεύτερη κατηγορουμένη. Σημειωτέον δε ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ο τόπος της διαμονής και διανυκτερεύσεώς της την 17-1/18-1-2000. Μόνο η θυγατέρα της .... κατέθεσε περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή το βράδυ της 17-1-2000 η μητέρα της (κατηγορουμένη) ήταν μαζί της, στο σπίτι της στη ...... Η κατάθεση της, όμως αυτή, μη επιβεβαιωμένη από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, δεν κρίνεται πειστική, οφειλομένη σε καθαρούς συναισθηματικούς λόγους προς το πρόσωπο της μητέρας της............". Με τις σκέψεις αυτές, ο μεν συγκατηγορούμενος της αναιρεσείουσας ......κρίθηκε ένοχος, κατά πλειοψηφία, για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, η δε αναιρεσείουσα κρίθηκε ένοχη, επίσης κατά πλειοψηφία, για απλή συνέργεια στην πράξη αυτή (τρεις ένορκοι είχαν την άποψη να κηρυχθεί η κατηγορουμένη ένοχη απλής συνέργειας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη), Συγκεκριμένα η αναιρεσείουσα κρίθηκε ένοχη του ότι ".....κατά την τέλεση από τον πρώτο κατηγορούμενο της ανωτέρω πράξεως της απόπειρας, γνωρίζουσα τον εγκληματικό σκοπό αυτού και θέλουσα να τον συνδράμει στην πραγμάτωσή του, ήταν παρούσα στον άνω τόπο του εγκλήματος, ενισχύοντας αυτόν ψυχικά με την παρουσία της, χωρίς να τον αποτρέψει, αναμένοντας αυτόν με το Ι.Χ. Επιβατικό άνω αυτοκίνητο της έξω από την εξωτερική αυλόπορτα του παραπάνω σπιτιού για να τον παραλάβει μετά την τέλεση του εγκλήματος, πράγμα το οποίο και έκανε". Για την πράξη αυτή, που συνιστά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 47παρ.1, 42 και 299 παρ. 1 ΠΚ, επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα ποινή καθείρξεως δέκα ετών. Σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα διέπραξε την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, διότι, κατά την διάρκεια των πυροβολισμών και το κτύπημα με το όπλο ήταν σε μικρή απόσταση από τον τόπο του εγκλήματος μέσα στο αυτοκίνητο της, έξω από την αυλόπορτα, "ενισχύοντας με την παρουσία της αυτή τον πρώτο κατηγορούμενο να πραγματώσει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, γνωρίζουσα τον εγκληματικό αυτό σκοπό και επιθυμώντας να συνδράμει στην πραγμάτωσή του, αναμένοντας τον πρώτο κατηγορούμενο να τον παραλάβει και να απομακρυνθούν". Ενώ, όμως εκτίθενται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας για την οποία καταδικάστηκε ο συγκατηγορούμενος της αναιρεσείουσας, δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η γνώση αυτής για την από τον αυτουργό τέλεση του εγκλήματος που αυτός διέπραξε, δηλαδή δεν προκύπτει η γνώση της αναιρεσείουσας περί της ανθρωποκτόνου επιδιώξεως του αυτουργού συγκατηγορουμένου της, καθώς και η βούληση της να συμβάλει με την συμπεριφορά της στην τέλεση της πράξεως αυτής από τον αυτουργό. Το μόνο περιστατικό, που αναφέρεται σχετικά, είναι το ότι ο συγκατηγορούμενός της όπλισε το κυνηγετικό όπλο, με το οποίο διέπραξε το έγκλημα, παρούσης της αναιρεσείουσας, πλην όμως, από το γεγονός και μόνο αυτό, δεν δύναται να συναχθεί η γνώση της αναιρεσείουσας ότι ο συγκατηγορούμενός της εμφορείτο από δόλο τελέσεως ανθρωποκτονίας και όχι ότι αυτός απέβλεπε με την ενέργειά του αυτή να εκφοβίσει τον παθόντα ή να του προκαλέσει επικίνδυνες ή άλλες σωματικές βλάβες. Επίσης δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η "παρουσία" της αναιρεσείουσας κατά τη διάπραξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, η οποία αναφέρεται στην απόφαση, ως μοναδική πράξη συνδρομής της, ήταν ενεργός, δηλαδή δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει με ποιό τρόπο η παρουσία αυτής ενίσχυσε η διευκόλυνε αντικειμενικά την τέλεση της πιο πάνω πράξεως από τον αυτουργό. Ως προς την αναφερόμενη στο σκεπτικό ενέργεια της αναιρεσείουσας να αναμείνει τον αυτουργό εντός του αυτοκινήτου της για να τον παραλάβει μετά την τέλεση του εγκλήματος, υπάρχει ασάφεια, αν η συμπεριφορά αυτή της αναιρεσείουσας εκτίθεται ως πράξη ενεργού ψυχικής συνδρομής, δεδομένου ότι στη συνέχεια εκτίθεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η αναιρεσείουσα επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό της μαζί με τον αυτουργό μετά την ολοκλήρωση της εγκληματικής του πράξεως "και με οδηγό την ίδια απομακρύνθηκαν από τον τόπο του εγκλήματος" Η τυχόν , όμως, παρεχόμενη , κατά τον τελευταίο αυτόν τον τρόπο συνδρομή στον αυτουργό, δηλαδή μετά την τέλεση του εγκλήματος, και μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς να εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει γνώση της αναιρείουσας για την ανθρωποκτόνο πρόθεση του αυτουργού, δεν συνιστά πράξη απλής συνέργειας στο πιο πάνω έγκλημα. Κατά συνέπεια, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς την αναιρεσείουσα και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (αρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Νόμιμη περίπτωση επέκτασης του αποτελέσματος της αναίρεσης ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορούμενο της αναιρεσείουσας ...., δεν συντρέχει, αφού οι λόγοι της κρινόμενης αναίρεσης αφορούν αποκλειστικά την αναιρεσείουσα (άρθρο 469 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 86,97,97α και 98/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών, μόνο ως προς την αναιρεσείουσα .......

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Νοεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή