Θέμα
Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική.
Περίληψη:
Ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικαστεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου, όπου περιέχεται ο ακριβής καθορισμός των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Τυχόν ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως είναι σχετική και καλύπτεται αν δεν προταθεί εγκαίρως. Για την άσκηση ποινικής διώξεως για παραβίαση της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 23 του Ν. 2523/ 1997) δεν είναι αναγκαίο η μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της ΔΟΥ να συνοδεύεται από αντίγραφα της εκθέσεως φορολογικού ελέγχου, της καταλογιστικής πράξεως του φόρου και των αποδεικτικών της οριστικοποιήσεως της φορολογικής εγγραφής εγγράφων. Απορρίπτεται η περί των αντιθέτων αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 990/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Ιωάννη Παπουτσή (που ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ιωάννη Σίδερη (που ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαντζουράνη, για αναίρεση της με αριθμό 69.043/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 375/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου που περιέχει, επί ποινή ακυρότητας, ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται, ώστε να μπορεί να ετοιμάσει την υπεράσπισή του. Τα ίδια ορίζονται και από το άρθρο 6 § 3 εδ. α' και β' της από 4 Νοεμβρίου 1950 Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης που κυρώθηκε με το Ν.Δ 53/1974 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο. Η ακυρότητα, όμως, από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 § 1 Κ.Ποιν.Δ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του ίδιου κώδικα, ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας και καλύπτεται αν ο κλητευθείς κατηγορούμενος εμφανισθεί στη δίκη και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδό της. Αν προβληθεί εγκαίρως από τον κατηγορούμενο (άρθρα 173 παρ.1, 174 ΚΠοινΔ) και η σχετική ένσταση απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μπορεί να προβληθεί ως λόγος εφέσεως, αλλιώς καλύπτεται. Αν απορριφθεί και από το Εφετείο, μπορεί να προβληθεί ως λόγος αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του πρώτου λόγου αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεως, ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος, εκπροσωπηθείς από το συνήγορό του στην πρωτοβάθμια δίκη, οπότε εκδόθηκε η 107.950/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, δεν προέβαλε ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο κλητεύθηκε να δικασθεί για την ως άνω πράξη, ούτε, περαιτέρω, προέβαλε τέτοια ακυρότητα με την από 1.7.2005 έφεση (με αριθ. έκθ. 8.677/2005) που άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών ή κατά τη συζήτηση της εν λόγω εφέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 69.043/2007 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για μη απαγγελία ακυρότητας που δημιουργήθηκε από τις εκτιθέμενες ελλείψεις του επιδοθέντος στον αναιρεσείοντα κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία (ακυρότητα) προέβαλε ο αναιρεσείων, όπως υποστηρίζει, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορρίφθηκε, ακολούθως δε την προέβαλε ενώπιον του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, απορριφθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19 και 21 παρ.2 του Ν.2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι, προκειμένου περί των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές και αναφέρονται, περιοριστικά, μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνον προβλεπομένων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παραβάσεως, η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως. Η έλλειψη της προϋποθέσεως αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής διώξεως, η οποία, αν παρά ταύτα ασκηθεί, είναι απαράδεκτη. Η προϋπόθεση, όμως, αυτή δεν απαιτείται προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του (άρθρο 25 § 1 του Ν. 1882/1990) και, συνεπώς, για την δίωξη αυτών δεν απαιτείται η προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, επί μη ασκήσεως προσφυγής, ούτε, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους στην περίπτωση παραβιάσεως της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται ούτε η παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής διώξεως, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα α) της οικείας εκθέσεως φορο-λογικού ελέγχου, β) της καταλογιστικής πράξεως του φόρου και γ) των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, επιτρεπτώς επισκοπούμενα, κατά τα προεκτεθέντα, προκειμένου να διαγνωσθεί η βασιμότητα του δεύτερου λόγου της ένδικης αιτήσεως, κατά του αναιρεσείοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, κατά παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν.2523/1997, μετά την υποβολή προς τον ασκήσαντα τη δίωξη αυτή Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης, της με αριθμό πρωτοκόλλου 23277/21.10.2002 και συνημμένο πίνακα χρεών με χρονολογία 16.12.2002 αιτήσεως για άσκηση κατά του αναιρεσείοντος της ανωτέρω ασκηθείσης ποινικής διώξεως. Για την άσκηση της εν λόγω ποινικής διώξεως, δεν ήταν αναγκαίο η ως άνω αίτηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Παλλήνης να συνοδεύεται από άλλα έγγραφα και δη από επικυρωμένα αντίγραφα α) της οικείας εκθέσεως φορολογικού ελέγχου, β) της καταλογιστικής πράξεως του ένδικου φόρου και γ) των στοιχείων από τα οποία προέκυπτε η οριστικοποίηση της ένδικης φορολογικής εγγραφής, αφού η υπό του αναιρεσείοντος παραβίαση της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αφορά όχι χρέη από τα άρθρα 17 και 18 του Ν.2523/1997, αλλά χρέη από το άρθρο 25 του Ν.1882/1990, όπως έχει αντικατασταθεί, για τα οποία δεν ήταν εφαρμοστέα η διαδικασία του άρθρου 21 παρ. 2 και 4 του Ν.2523/1997, όπως προεκτέθηκε.
Συνεπώς, το ως Εφετείο δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, κατά παράβαση του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 § 1 του Ν. 2523/1997, αφού απέρριψε "ένσταση απαραδέκτου της ασκηθείσης ποινικής διώξεως" που υπέβαλε ο αναιρεσείων, ισχυρισθείς ότι η ως άνω μηνυτήρια αναφορά δεν συνοδευόταν από τα προαναφερθέντα έγγραφα, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις ο δε περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατ' ακολουθίαν, η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της 69.043/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ