Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή, Τραπεζική επιταγή, Δόλος.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για παράβαση του νόμου περί επιταγών, με την επίκληση: α) του λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, ως προς τη γνώση του εκδότη, για την ύπαρξη διαθεσίμων ή μη κεφαλαίων, η οποία δεν είναι αναγκαία να δικαιολογείται. Απορρίπτει την αναίρεση (όμοια και η ΑΠ 1210/2007) και β) της απολύτου ακυρότητας. Υπάρχει αιτιολογία και ως προς τον αυτοτελή ισχυρισμό για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής. Δέχεται αναίρεση κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 99 ΠΚ, γιατί μετέτρεψε την ποινή φυλακίσεως των 2 ετών, χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναστολής.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2270/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Zύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Καραγιάννη, περί αναιρέσεως της 22142/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1693/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του Ν.5960/1933 "περί επιταγής" όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής, ήτοι συμπλήρωση των κατά νόμο στοιχείων επί του εντύπου και υπογραφή του εκδότη, αφετέρου δε έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή. Για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης του άρθρου 79 παρ.1 του Ν.5960/1933, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Άρα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική και αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 1 του ν.1325/1972. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 28 του ίδιου νόμου, η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει, κάθε αντίθετη μνεία θεωρείται ως μη γεγραμμένη. Η επιταγή εμφανιζόμενη προς πληρωμή προ της ημέρας της σημειούμενης ως χρονολογίας της εκδόσεως αυτής είναι πληρωτέα κατά την ημέρα της εμφανίσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 29 εδαφ. α' και δ' του ίδιου νόμου η επιταγή εμφανίζεται προς πληρωμή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, αφετηρία δε της προθεσμίας είναι η σημειούμενη επί της επιταγής ως ημέρα εκδόσεως αναγραφόμενη ημέρα. Κατά την αληθή έννοια των τελευταίων διατάξεων, η επιταγή που φέρει μεταχρονολογημένη ημερομηνία εκδόσεως μπορεί να εμφανισθεί οποτεδήποτε, μέσα στο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την επόμενη ημέρα κατά την οποία πράγματι εκδόθηκε και λήγει την τελευταία ημέρα του οκταημέρου, το οποίο αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που σημειώνεται σ' αυτήν ως χρονολογία εκδόσεώς της. Εξ' άλλου, η έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το δικαστήριο δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι η κατηγορούμενη έχει τελέσει την πράξη που της αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, διότι στην Αθήνα στις 5-4-2005 τις λεπτομερώς περιγραφόμενες στο διατακτικό της παρούσας οκτώ επιταγές ποσού εκάστης 17.608 ευρώ, πληρωτέες από την Τράπεζα NOVA BANK σε διαταγή της, με ημερομηνία εκδόσεως 30-4-2005, 30-8-2005, 30-12-2005, 30-4-2006, 30-8-2006, 30-12-2006, 30-4-2007 και 30-8-2007, τις οποίες μετεβίβασε με οπισθογράφηση στο Ψ και τις οποίες ο τελευταίος εμφάνισε έγκαιρα την 5-4-2005, και δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, γεγονός που γνώριζε η πιο πάνω εκδότρια- κατηγορούμενη που τις εξέδωσε".
Στη συνέχεια το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη του αδικήματος της εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως 2 ετών την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 5 ευρώ την ημέρα και σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 του Π.Κ. και 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, που εφάρμοσε. Η αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, διότι, δεν εκτίθεται σ' αυτή ότι γνώριζε την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, κατά το χρόνο έκδοσης ή πληρωμής των επίμαχων επιταγών, είναι αβάσιμη, αφού, όπως εκτίθεται στη νομική σκέψη της παρούσας, η αναφορά αυτή στη "γνώση", δεν είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αιτιολογίας και ειδικότερα για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος. Η ύπαρξη του δόλου στο έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του. Ειδική αιτιολογία του δόλου απαιτείται αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τέτοια, όμως, πρόσθετα στοιχεία, μετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση του 79 παρ.1 του Ν.5960/1933, δεν αξιώνονται επί του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Περαιτέρω, η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, δε διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη του αιτήματός της περί αναβολής της προόδου της δίκης, προκειμένου να κληθούν τόσο ο εγκαλών, όσο και ο μάρτυρας ....., είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Τούτο, γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε σ' αυτή, την απαιτούμενη δικαιολογία αφού δέχθηκε τα εξής: "Το αξιόποινο της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη κάθε αιτίας ή οφειλής του εκδότη και λήπτη της επιταγής. Ούτε αίρεται το άδικο της πράξης, αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη και δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω του ανυπάρκτου ή του παράνομου της αιτίας. Κατόπιν αυτών το αίτημα του κατηγορουμένου για την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για να εμφανιστούν και τιμωρηθούν οι απολιπόμενοι μάρτυρες που γνωρίζουν να καταθέσουν για την αιτία έκδοσης των επιταγών και αν αυτές οφείλονται με βάση αυτή ή όχι, κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο". Ετσι, που αποφάνθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην ειρημένη προπαρασκευαστική απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, στις οποίες στηρίχθηκε το άνω Δικαστήριο για να οδηγηθεί στην προεκτεθείσα κρίση του για απόρριψη του άνω περί αναβολής της δίκης αιτήματος της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, οι περί των αντιθέτων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 333 παρ.2, 358, 364 και 369 Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικό μέσο εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ του ίδιου Κώδικα που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Περαιτέρω στα πρακτικά της δίκης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει όμως να αναφέρονται τα στοιχεία που εξατομικεύουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το συγκεκριμένο έγγραφο πράγματι αναγνώσθηκε. Διαφορετικά παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση των εγγράφων στο δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. 'Ετσι, εφόσον βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης, το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την περί ενοχής κρίση του και καταδίκη του αναιρεσείοντος και στα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέροντα στα πρακτικά της, περιλαμβάνονται και η με αριθμό 129401/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, τα πρακτικά και τα αναγνωσθέντα έγγραφά της, όπως αυτά αναφέρονται στη σελίδα 6 αυτής, στην οποία γίνεται μνεία, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της εν λόγω (εκκαλουμένης) αποφάσεως, ότι αναγνώστηκαν οι φωτοτυπίες των οκτώ (8) επίδικων επιταγών. Με την καταχώριση των εγγράφων αυτών στα πρακτικά, για την ανάγνωση των οποίων, άλλωστε, ο αναιρεσείων δεν πρόβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση, δε δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους, όπως και δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε άλλη αναφορά σχετική με τα πρόσθετα στοιχεία αυτών, όπως ο συντάκτης τους, ή ο τόπος και ο χρόνος εκδόσεώς τους, αφού με την ανάγνωσή τους προσδιορίστηκε η ταυτότητά τους και κατά το περιεχόμενό τους, οπότε ο εκπροσωπών την απολιπομένη κατηγορούμενη συνήγορος, είχε την δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους.
Συνεπώς ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως, περί απολύτου ακυρότητας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε, με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2479/1997, ''αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, οι ποινές των οποίων δεν υπερβαίνουν συνολικά το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα (στην αιτιολογία) στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το 82 Π.Κ., είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι αν προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Η' ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ίδιο δικαστήριο, αφού επέβαλε στην αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ποινή φυλάκισης δυο (2) ετών, μετέτρεψε αυτή σε χρηματική ποινή προς 5 ευρώ την ημέρα, χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως τις προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, ανεξάρτητα από τη μη υποβολή σχετικού αιτήματος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κατηγορούμενης. Έτσι, όμως, το δικαστήριο με το να μην ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της άνω ποινής και να προβεί χωρίς καμιά αιτιολογία στη μετατροπή αυτής, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Η' του Κ.Π.Δ., που προβάλλεται με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνεπώς, κατά μερική παραδοχή της αιτήσεως, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει και μόνο κατά την διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στην κατηγορουμένη ποινής των δυο (2) ετών, παραπεμφθεί δε κατά τούτο και μόνο η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμό 22.142/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στην κατηγορουμένη Χ ποινής φυλακίσεως των δυο (2) ετών. Και
Παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος την υπόθεση αυτή για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ