Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ηθική αυτουργία, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία μετά χρήσεως. Αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι αρκετή η συνδρομή των συνεχών παραινέσεων και προτροπών, χωρίς να είναι αναγκαία η συνδρομή και άλλων στοιχείων. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 908/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστράτιο Βαλτούδη, για αναίρεση της 900/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Χρυσούλα Τσιαβού.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1069/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω (υπερχειλής δόλος), σκοπός του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Εξ' άλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στιχ. Δ'του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να αναγράφεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ των. Στην περίπτωση δε της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στη πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο προσδιορισμός τους γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που, σε δεύτερο βαθμό δίκασε και την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ2) κατά μήνα Ιούνιο του 2000 συμπλήρωσε σε ειδικό φύλλο του ειδικού μπλόκ (αποδεικτικά φορολογικής ενημερότητας) της ΔΟΥ Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής, που περιήλθαν κατά μη διακριβωθέντα τρόπο εις χείρας του, το όνομα της υπόχρεου (Γ1) τον αριθμό του φορολογικού της μητρώου (.......), με διάρκεια ισχύος της ενημερότητας (ένα έτος) και την ημερομηνία του (17-12-1999) και θέτοντας στη συνέχεια κατ' απομίμηση την υπογραφή της υπαλλήλου της παραπάνω ΔΟΥ ......., που ήταν αρμόδια για την έκδοση της φορολογικής ενημερότητας, καθώς και την στρογγυλή σφραγίδα της ως άνω υπηρεσίας. Περαιτέρω δε, απεδείχθη ότι του ως άνω πλαστού εγγράφου, έκανε χρήση εμφανίζοντάς το στη συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης Δανάη Παρπούλα, ώστε να είναι δυνατή η σύνταξη συμβολαίου πωλήσεως ακινήτου και ειδικότερα η σύνταξη του υπ' αριθμό ...... συμβολαίου, σε εκτέλεση του υπ' αριθμό ...... προσυμφώνου της ίδιας συμβολαιογράφου, μεταξύ του δευτέρου κατηγορουμένου (Χ1) και της Γ1, ενώ γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί η ανωτέρω Α.Φ.Ε για λογαριασμό της Γ1, αφού, με το υπ' αριθμό ...... έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Φορ. Εσόδων είχε απαγορευθεί στις ΔΟΥ, η χορήγηση τέτοιας βεβαιώσεως στην ανωτέρω Γ1. Περαιτέρω απεδείχθη, ότι την απόφαση στον πρώτο κατηγορούμενο, να προβεί στην παραπάνω πράξη προκάλεσε ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ1), προτρέποντας και υποκινώντας αυτόν με πειθώ και φορτικότητα να ενεργήσει ως ανωτέρω αναφέρεται, ώστε έτσι να επιτευχθεί, δι' υλοποιήσεως του παραπάνω προσυμφώνου, η από την εγκαλούσα μεταβίβαση του ακινήτου της σ' αυτόν (2ο κατηγορούμενο). Κατά συνέπεια, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση του πλαστού εγγράφου και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μια τριετία. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (άρθρα 46 παρ.1, 216 παρ.1 του ΠΚ), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι αρκετό ότι αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους και δεν είναι αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται, του αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Εξ' άλλου, στην αρχή του σκεπτικού της απόφασης αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά σε σχέση με κάθε περιστατικό που δέχεται, αφού με πληρότητα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων προκάλεσε στο συγκατηγορούμενό του Χ2, την απόφαση να τελέσει την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, με συνεχείς παραινέσεις και προτροπές, που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα, χωρίς να είναι αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση η συνδρομή και άλλων στοιχείων για τη θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας. Προσέτι, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας εκ του ότι το σκεπτικό είναι αντιγραφή του διατακτικού, αφού το τελευταίο περιέχει τα πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως στο σκεπτικό, είναι δε αυτά που αποδείχθηκαν και όχι άλλα, διαφορετικά. Περαιτέρω, η ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού το στοιχείο του δόλου, ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ως άνω αδικήματος, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του και διαλαμβάνεται περί του στοιχείου αυτού, αιτιολογία στην κύρια περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, και από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή. Επομένως, οι μοναδικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'του Κ.Π.Δ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν είναι αβάσιμοι. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η από το Δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα και σ' αυτά του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ και 176, 183 του Κ.Πολ.Δικ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25 Μαϊου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 900/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζονται σε πεντακόσια(500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ