Θέμα
Ισχυρισμός αυτοτελής, Κλοπή, Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, Κατηγορούμενος, Δόλος, Δικαστήριο Αναθεωρητικό.
Περίληψη:
Κλοπή άρθρ. 147 § 1. Στοιχεία αυτής. Έννοια ξένου κινητού πράγματος, κατοχής αφαίρεση, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Αιτιολογία. Ο δόλος δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικώς διότι εμπεριέχεται στα πραγματικά περιστατικά για την ενοχή του κατηγορουμένου (άρθρο 379 ΠΚ). Πρέπει ο ισχυρισμός να είναι ορισμένος άλλως το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει. Αβάσιμος ο λόγος όσον αφορά την αναιτιολόγητη απόρριψή του. Άρθρο 31 § 2, 105, 223 § 4 και άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ: απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση εις βάρος του κατηγορουμένου της ενόρκου εξετάσεως που έγινε κατά την διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ενόρκου ή ανωμοτί καταθέσεως κατά την διενέργεια αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως. Συνεπώς, έστω και αν παρέμεινε αυτή στη δικογραφία, και όχι στο αρχείο της Εισαγγελίας, εάν δεν αξιολογήθηκε ούτε ελήφθη υπόψη εις βάρος του κατηγορουμένου δεν επέρχεται ακυρότης. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως διότι προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν ελήφθη υπ’ όψη για την καταδίκη του αναιρεσείοντος από το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο.
Αριθμός 2074/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ματθαίο Φουκαράκη, περί αναιρέσεως της 190/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27.12.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 106/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 147 παρ. 1 του ΣΠΚ (Ν. 2287/1995 για την κύρωση του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος) "στρατιωτικός που διαπράττει κλοπή ή υπεξαίρεση πραγμάτων τα οποία ανήκουν στο κράτος ή σε στρατιωτικό ή έχουν αποσταλεί ή αποχωρισθεί προς αποστολή στο στρατό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Η έννοια της κλοπής λαμβάνεται από το άρθρο 372 ΠΚ και προϋποθέτει αφαίρεση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του. Ξένο είναι το κινητό πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα κατά την έννοια του αστικού δικαίου, ως πράγματος νοουμένου κάθε ενσωμάτου αντικειμένου που είναι δεκτικό εξουσιάσεως στερεού, υγρού ή αερίου και κινητού, εκείνου που κατά την κοινή αντίληψη μπορεί να μετακινηθεί. Η κατοχή λαμβάνεται όχι υπό την νομική έννοια του αστικού δικαίου, αλλά υπό την έννοια της δυνατότητος ασκήσεως φυσικής και πραγματικής επί του πράγματος εξουσίας και διαθέσεως αυτού κατά τον προορισμόν του (corpus και animus), ο σκοπός δε παρανόμου ιδιοποιήσεως (animus rem sibi habendi) ταυτίζεται με τον σκοπό να έχει οριστικά το πράγμα ο υπαίτιος στην ιδιοκτησία του, δηλαδή να το οικειοποιηθεί, να το κατακρατήσει και να το διαθέτει ως κύριος. Περαιτέρω, κατά την παρ. 6 του ιδίου ως άνω άρθρου 147 ΣΠΚ, η διάταξη του άρθρου 379 ΠΚ εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων, κατ' αυτή δε το αξιόποινο της κλοπής ..... εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεξετίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών, κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (ολ. ΑΠ 1/2005). Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ιδιαίτερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή. Κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν στην αληθή έννοιά του, αλλά και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 190/2007 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών, το οποίο εδίκασε έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, τούτο εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, και μετ' αναφορά κατ' είδος των ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, τα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης, τη μαρτυρική κατάθεση και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν όπως όλα τα παραπάνω αναφέρονται στα πρακτικά, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, (εδέχθη) τα εξής: Ο κατηγορούμενος που υπηρετούσε ως ... (ΠΖ) στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στο στρατόπεδο τη Μονάδας του στη Βάρη Αττικής, την 15-5-2004 και περί ώρα 12.00', ενώ εκτελούσε υπηρεσία Αξιωματικού Υπηρεσίας Διανυκτερεύσεως Μονάδας του ΛΔ/ΣΣΕ, εισήλθε στο γραφείο του διαχειριστή του ΚΨΕ, Υπολοχαγού (ΠΖ) Α, σπάζοντας με σιδηρολοστό το λουκέτο της πόρτας και στη συνέχεια με τον ίδιο λοστό, σπάζοντας την κλειδαριά της πόρτας, άνοιξε το χρηματοκιβώτιο του διαχειριστή, χρησιμοποιώντας αντικλείδι που είχε ο ίδιος κατασκευάσει όταν ασκούσε τα καθήκοντα Διαχειριστή ΚΨΕ, και αφαίρεσε μέσα από το χρηματοκιβώτιο το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, που ανήκε στον Ελληνικό Στρατό, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Απολογούμενος στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε την πράξη του αλλά υποστήριξε ότι δεν ήταν σκοπός του να ιδιοποιηθεί τα χρήματα αλλά με την πράξη του επιδίωκε την αποστρατεία του, ότι η μνηστή του τον πίεζε να παραιτηθεί από το Στρατό και να εγκατασταθεί στην πόλη του ... . Αναφορικά με τον σκοπό παράνομης ιδιοποιήσεως των χρημάτων από τον κατηγορούμενο θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Πρωτίστως ο τρόπος με τον οποίο τελέστηκε η πράξη από τον κατηγορούμενο ήταν πρόσφορος για την επίτευξη του σκοπού της παράνομης ιδιοποίησης των χρημάτων. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι εκτελούσε υπηρεσία ΑΥΔΜ σε μη εργάσιμη ημέρα, οπότε απουσίαζε το προσωπικό από τα γραφεία του, προμηθεύτηκε ένα σιδηρολοστό, έσπασε το λουκέτο και την κλειδαριά της πόρτας, διέρρηξε δηλαδή το γραφείο διαχειρίσεως ΚΨΕ και στη συνέχεια το χρηματοκιβώτιο του διαχειριστή, χρησιμοποιώντας αντικλείδι που είχε ο ίδιος κατασκευάσει (κατά παράβαση των κανονισμών) όταν ασκούσε (μέχρι 2-12-2003) τα καθήκοντα του Διαχειριστή. Ακολούθως, όταν πληροφορήθηκε τη διενέργεια προανάκρισης θορυβήθηκε και προσπάθησε να καθυστερήσει την έρευνα μέσω της καταβολής του χρηματικού ποσού από τους διατελέσαντες διαχειριστές ΚΨΕ, δηλαδή τους Υπολοχαγούς Α και Β και τον ίδιο, επιδεικνύοντας επιμονή να πείσει τους ως άνω Υπολοχαγούς ότι πρέπει να καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 10.000 ευρώ στη Διαχείριση επειδή οι τρεις τους θεωρούνται ύποπτοι και θα έχουν συνέπειες από την απώλεια των χρημάτων. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο μάρτυρας Γ, εξεταζόμενος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, είχε δηλώσει σαφέστατα ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και όχι κάποιο άλλο από το συνολικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ που υπήρχε στο ταμείο, επειδή θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί λογιστικό λάθος. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, το δικαστήριο κρίνει ομόφωνα ότι πληρούνται τα στοιχεία τόσο της αντικειμενικής όσο και της υποκειμενικής υποστάσεως της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο πράξεως της κλοπής στρατιωτικών πραγμάτων (χρημάτων) και θα πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το άνω Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές) Αθηνών εκήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο της κατά τα άνω τελεσθείσης αξιοποίνου πράξεως της κλοπής στρατιωτικών πραγμάτων, αναγνωρισθείσης υπέρ αυτού και της συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως άρθρου 84 παρ. 2α' ΠΚ και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως ενός (1) μηνός, την οποίαν ανέστειλεν επί τριετίαν. Με αυτά τα οποία εδέχθη το ανωτέρω δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής στρατιωτικών πραγμάτων για την οποίαν κατεδικάσθη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 147 παρ. 1 ΣΠΚ, 26 παρ. 1 εδ. α, 27 παρ. 1 και 2β' ΠΚ, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική και με λογικά κενά αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του νομίμου βάσεως. Ειδικότερα δε αναφέρεται στην αιτιολογία η ιδιότης του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως στρατιωτικού, ... (ΠΖ) στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, η αφαίρεση από την κατοχή του Ελληνικού Στρατού των κινητών πραγμάτων του, χρημάτων, και η ιδιοποίηση από μέρους του αυτών, την οποίαν επέτυχε με τον τρόπο που ετέλεσε την πράξη του, ο δόλος που συνίσταται στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την πράξη.
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Η κατά τα άνω άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως ή την ικανότητα προς καταλογισμόν ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήτοι με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, ώστε να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγησή τους, να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει και δη αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τοιούτος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο εκ του άρθρου 379 ΠΚ, ως ανωτέρω εξετέθη, και προβάλλεται παραδεκτώς, με σαφή και ορισμένα περιστατικά, ώστε να εξετασθούν ως προς την ουσιαστική βασιμότητά των. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση και τα πρακτικά αυτής, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, κατά την αγόρευσή του περί της ενοχής του κατηγορουμένου και την ανάπτυξη της υπερασπίσεως του τελευταίου, εζήτησε "να κηρυχθεί αθώος ελλείψει δόλου, άλλως να εφαρμοσθεί η διάταξη περί έμπρακτης μετάνοιας (άρθρο 379 ΠΚ)", χωρίς όμως για το τελευταίο αυτό να επικαλεσθεί συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ώστε να εξετασθούν και εκτιμηθούν και να κριθεί η βασιμότης ή όχι αυτού κατ' ουσίαν. Εντεύθεν και το δικαστήριο (Πενταμελές Αναθεωρητικό) δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Ταύτα, ανεξαρτήτως του ότι στο Πενταμελές Στρατοδικείο Αθηνών (πρωτόδικο δικαστήριο) είχε υπάρξει μειοψηφία δύο (2) μελών περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 379 ΠΚ, όπως φαίνεται από την υπ' αριθ. 1374/2005 απόφαση αυτού, την οποίαν επικαλείται ο αναιρεσείων προς υποστήριξη του εκ του άρθρου αυτού ισχυρισμού του, καθ' όσον, με την παραδοχή τυπικά της εφέσεως, η εκκαλουμένη πρωτοβάθμια απόφαση παύει να ισχύει και το Εφετείο εξετάζει εκ νέου την υπόθεση ενώπιόν του.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος, περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, όσον αφορά την απόρριψη του εκ του άρθρου 379 ΠΚ ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων του ΚΠΔ 31 παρ. 2, 105, 223 παρ. 4 και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) συνάγεται ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση εις βάρος του κατηγορουμένου της έγγραφης εξετάσεώς του που έγινε κατά την διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ενόρκου ή ανωμοτί καταθέσεως που έδωσε κατά την διενέργεια της αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του.
Συνεπώς, μόνον η κατά παράβαση της απαγορεύσεως, εκ των άνω άρθρων ανάγνωση κατ' αποδεικτική αξιολόγηση εις βάρος εκείνου που κατέθεσε και στη συνέχεια κατέστη κατηγορούμενος της ως άνω καταθέσεώς του, είτε στην προδικασία είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ' ΚΠΔ και θεμελιώνει λόγον αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ (ολ. ΑΠ 2/1999), όχι όμως και η ύπαρξη αυτής στην σχηματισθείσα δικογραφία και η μη παραμονή της στο αρχείο της εισαγγελίας, εφόσον αυτή, όταν δεν αναγιγνώσκεται ή δεν αξιολογείται από το δικαστήριο, δεν επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η από 4.6.2004 ένορκη κατάθεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ληφθείσα κατά το στάδιο της προανακρίσεως, ούτε ανεγνώσθη, ούτε ελήφθη υπόψη για την κρίση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου περί της ενοχής αυτού και ούτω δεν επήλθε απόλυτη ακυρότης. Επομένως ο σχετικός τελευταίος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τον οποίον προβάλλεται η πλημμέλεια της απολύτου ακυρότητος της διαδικασίας, διότι παρά τον νόμο δεν ετέθη στο αρχείο της Εισαγγελίας, ούτε και αφηρέθη από την σχηματισθείσα δικογραφία, αλλά παρέμεινε σ' αυτή, η άνω εξέταση και ελήφθη υπ' όψη εις βάρος του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά πάντα ταύτα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινομένη αίτηση, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27.12.2007 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθ. 190/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ