Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απόλυτη ακυρότητα δεν δημιουργεί η μη λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, δεν ζήτησε την ανάγνωσή τους.
Αριθμός 1160/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ταπόγλου, περί αναιρέσεως της 231/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Μαρτίου 2007 αίτησή της καθώς και στους από 15 Νοεμβρίου 2007 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 451/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Εξ' άλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά, όμως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο, ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών, ως νόμιμος κομιστής από οπισθογράφηση, μεταξύ άλλων, τεσσάρων συναλλαγματικών, για ποσό 210.000 δραχμών η κάθε μία, που είχε εκδώσει η Γ1 και είχε αποδεχτεί η κατηγορουμένη, με ημερομηνίες λήξεως 18/1/96, 18/2/96, 18/3/96 και 18/4/96, ζήτησε με αίτηση του και εκδόθηκε από το Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών η 17918/96 διαταγή πληρωμής, με βάση την οποία επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της κατηγορουμένης. Η κατηγορουμένη, με την από 26/3/01 ανακοπή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μεγάρων, πρόσβαλε την επισπευθείσα σε βάρος της κατά τα παραπάνω αναγκαστική εκτέλεση. Με την επίμαχη ανακοπή της, η κατηγορουμένη ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, για τον εγκαλούντα, ότι το κεφάλαιο της επίδικης διαταγής πληρωμής αποτελεί προϊόν τοκογλυφίας, διότι αφορά παράνομους τοκογλυφικούς τόκους, τους οποίους της επέβαλε ο εγκαλών και η Γ1 (συνεργάτες και συνέταιροι σε πλήθος τοκογλυφικές πράξεις και δραστηριότητες), ότι οι επίδικες συναλλαγματικές, αλλά και η έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής είναι αποτέλεσμα απάτης του εγκαλούντος, καθόσον αυτός δεν ήταν καν νόμιμος κομιστής των εν λόγω συναλλαγματικών, καθώς και ότι οι καθών, μεταξύ των οποίων και ο εγκαλών, εμφανίζονται συνεργάτες στην όλη αυτή επιχείρηση σε βάρος της (σύσταση συμμορίας). Αναφορικά, με όσα κατά τα παραπάνω ισχυρίστηκε η κατηγορουμένη για τον εγκαλούντα, αποδεικνύεται, ότι ο εγκαλών ουδέποτε είχε οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με την κατηγορουμένη και ιδίως με τη μορφή του τοκογλυφικού δανείου. Μάλιστα, η κατηγορουμένη, στην επίμαχη ανακοπή της, δεν προσδιορίζει με ποιον συνήψε σύμβαση δανείου, για πιο ποσό, για πόση χρονική διάρκεια, με πιο ποσοστό τόκου, ώστε να κριθεί στοιχειωδώς, εάν ο ισχυρισμός της στοιχειοθετεί περίπτωση τοκογλυφικού δανείου. Η εν λόγω ανακοπή της απορρίφθηκε, με την 26/01 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μεγάρων, με την παραδοχή, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί τοκογλυφίας, ότι είναι αναληθής, χωρίς να αποδεικνύεται η άσκηση ενδίκου μέσου κατ' αυτής έκτοτε. Επίσης, με την 485/97 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε η ανακοπή, που είχε ασκήσει η κατηγορουμένη κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, αναφορικά με το λόγο περί τοκογλυφίας, ως αόριστη, ενώ η έφεση που άσκησε κατά της εν λόγω απόφασης απορρίφθηκε με την 8164/98 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται, ότι η κατηγορουμένη είχε λάβει κάποιο έντοκο δάνειο από την Γ1, το ακριβές ύψος του οποίου δεν προέκυψε και, χάριν εξοφλήσεώς του, αποδέχτηκε συναλλαγματικές, μεταξύ των οποίων και τις επίδικες, τις οποίες μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον εγκαλούντα Ο τελευταίος, που ήταν πλέον νόμιμος κομιστής τους, όταν αυτές δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους, προέβη στην έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής, κατά τα, προαναφερθέντα. Πρέπει, να σημειωθεί, ότι η Γ1 αθωώθηκε αμετάκλητα, με την 7509/01 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για πλημμελήματα, για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας, αναφορικά με το επίμαχο δάνειο προς την κατηγορουμένη, με την παραδοχή ότι υπάρχουν αμφιβολίες για το αν η συμφωνία και λήψη τόκων υπερέβη το θεμιτό ποσοστό τόκου, ενώ δεν αποδεικνύεται η άσκηση ποινικής διώξεως κατά του εγκαλούντος για τοκογλυφία, σχετική με τις επίμαχες συναλλαγματικές. Επίσης, το Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το 884/99 βούλευμα του, αποφάνθηκε, να μη γίνει κατηγορία κατά του ήδη εγκαλούντος, μεταξύ άλλων και για την πράξη της απάτης, αναφορικά με την εμφάνιση του ως νόμιμου κομιστή μιας άλλης από τις συναλλαγματικές, που κατά τα παραπάνω η .Γ1 είχε μεταβιβάσει στον εγκαλούντα, ενώ, με την 42753/7.5.01 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αυτός αθωώθηκε, για την αξιόποινη πράξη της απάτης, αναφορικά με την εμφάνιση του ως νόμιμου κομιστή των λοιπών συναλλαγματικών, που κατά τα παραπάνω του είχε μεταβιβάσει η Γ1, στην τελευταία δε αυτή δίκη ήταν παρούσα και είχε εξεταστεί, ως μάρτυρας η ήδη κατηγορουμένη. Ανεξάρτητα από τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ της κατηγορουμένης και της Γ1, με βάση τα ήδη αναφερθέντα, αποδεικνύεται, ότι όσα κατά τα παραπάνω ισχυρίστηκε η κατηγορουμένη για τον εγκαλούντα, ήσαν ψευδή και εκείνη γνώριζε, ότι αυτά ήσαν ψευδή, ιδίως ενόψει του ότι η ίδια δεν είχε οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με τον εγκαλούντα και, επομένως, γνώριζε, ότι αυτός δεν της επέβαλε παράνομους και τοκογλυφικούς τόκους. Επίσης, γνώριζε, ότι ο εγκαλών δεν είχε διαπράξει σε βάρος της το αδίκημα της απάτης, αναφορικά με την εμφάνιση του, ως νόμιμου κομιστή των επίμαχων συναλλαγματικών, ενόψει ιδίως του ότι ήδη από το 1999 επί σχετικής μηνύσεως της, είχε εκδοθεί το ως άνω απαλλακτικό 884/99 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Επίσης, είχαν εκδοθεί οι τελεσίδικες 5321 και 5322/11.5.2000 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, επί ανακοπών της κατά των προηγούμενων 10536 και 10674/96 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχαν εκδοθεί σε βάρος της, με βάση τις λοιπές ως άνω συναλλαγματικές, τις οποίες είχε μεταβιβάσει στον εγκαλούντα με οπισθογράφηση η Γ1, οι οποίες δέχτηκαν, ότι ο εγκαλών ήταν νόμίμος κομιστής αυτών και των οποίων, βουλεύματος και αποφάσεων, εκείνη είχε γνώση, ως μηνύτρια και ανακόπτουσα, αντίστοιχα. Οι εν λόγω ισχυρισμοί της, που διαδόθηκαν στους τρίτους, οι οποίοι έλαβαν γνώση του περιεχομένου της ανακοπής της (Ειρηνοδίκης και Γραμματέας), μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και η ίδια προέβη, με τη θέλησή της, στην κατά τα παραπάνω διάδοσή τους, γνωρίζοντας, ότι μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Επομένως, στοιχειοθετείται, κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά της στοιχεία, η αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος του εγκαλούντος, που της αποδίδεται, για την οποία πρέπει, να κηρυχτεί ένοχη. Ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης, ότι για την ένδικη υπόθεση υπάρχει δεδικασμένο από την αμετάκλητη 44329/03 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αθωώθηκε, μεταξύ άλλων και για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος, πρέπει, ν' απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεων μεταξύ των δύο δικών, δηλαδή ταυτότητα ιστορικών γεγονότων, κατά τόπο και χρόνο τέλεσης (άρθρο 57 ΚΠΔ). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ως άνω απόφαση, η κατηγορουμένη αθωώθηκε για πράξη συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος, που φέρεται, ότι έλαβε χώρα, στις 26/5/97, με την υποβολή μηνύσεως της κατά του εγκαλούντος, με την οποία είχε ισχυριστεί, ότι ο ήδη εγκαλών γνώριζε την κατάρτιση του τοκογλυφικού δανείου και ότι πέντε από τις συναλλαγματικές, που κατά τα παραπάνω είχαν εκδοθεί, ήταν πλαστές και παρά ταύτα επεδίωξε και πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της, με βάση τις εν λόγω πλαστές συναλλαγματικές". Στη συνέχεια το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, κήρυξε την αναιρεσείουσα, ένοχη και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορούμενη, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ.α και 2, 363 ΠΚ, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι αρκετό ότι αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους και δεν είναι αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται, του αποδεικτικού μέσου, από το οποίο προκύπτει, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Περαιτέρω αιτιολογούνται οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση του, ότι τα προαναφερθέντα δυσφημηστικά γεγονότα είναι ψευδή και ότι η αναιρεσείουσα τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα, αν και γνώριζε, ότι δεν υπήρχε μεταξύ αυτής και του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή, εν τούτοις, στην από 26-3-2001 ανακοπή της, ισχυρίστηκε ότι το κεφάλαιο της επίδικης επιταγής, που ενσωμάτωνε, είναι προϊόν τοκογλυφίας, προσέτι δε ότι τόσον οι επίδικες συναλλαγματικές, όσο και η επίδικη διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, είναι αποτέλεσμα απατηλής συμπεριφοράς αυτού. Επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι η αναιρεσείουσα, αν και γνώριζε ότι ο εγκαλών είχε απαλλαγεί, με το υπ' αριθμό 884/1999 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για την πράξη της απάτης, για την οποία αυτή τον είχε καταμηνύσει, παρόλα αυτά ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα, ότι την είχε εξαπατήσει, με αποτέλεσμα οι ψευδείς αυτοί ισχυρισμοί της, να διαδοθούν σε τρίτους(Ειρηνοδίκη, Γραμματέα), που έλαβαν γνώση αυτών, από το δικόγραφο της ανακοπής και, με τον τρόπο αυτό, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Συνεπώς, ο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, καθώς και ο πρώτος και τρίτος των πρόσθετων λόγων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση, του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τις οποίες, η προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα α) δέχθηκε, ότι ο εγκαλών υπήρξε ο νόμιμος κομιστής των επίδικων συναλλαγματικών και β) ότι αναληθώς ισχυρίστηκε η αναιρεσείουσα, ότι η με αριθμό 17918/1996 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ενσωματώνει τοκογλυφικά ωφελήματα, γ) ότι δεν έλαβε υπόψη της, την υπ' αριθμό 4323/2004 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δ) ότι δεν έλαβε υπόψη της σχετική αίτηση εξαιρέσεως που υπέβαλε αυτή, κατά της Ειρηνοδίκη Αθηνών, ε) ότι δεν γίνεται αναφορά, ότι η μητέρα της, ήταν εκείνη που είχε καταμηνύσει τον εγκαλούντα για το αδίκημα της απάτης, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 844/1999 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του εγκαλούντος, και όχι η ίδια η αναιρεσείουσα, στ) ότι δεν έλαβε υπόψη της, την υπ' αριθμό 301/1999 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ζ) ότι εσφαλμένα εκτίμησε τις υπ' αριθμό 5321 και 5322/2000 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, η) ότι εσφαλμένα δέχθηκε, ότι η αναιρεσείουσα, δεν είχε οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με τον εγκαλούντα Ψ1 και θ) ότι εσφαλμένα εκτίμησε την υπ' αριθμό 42753/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, παρά το γεγονός ότι η ίδια είχε απαλλαγεί των δικαστικών εξόδων.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Η έλλειψη όμως της ακροάσεως προϋποθέτει την υποβολή γραπτού ή προφορικού αιτήματος ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο και δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση, το μεν ότι το δικαστήριο δεν ανέγνωσε και κατ' επέκταση δεν έλαβε υπόψη του, τα αναφερόμενα με αριθμούς 1-9 έγγραφα, τα οποία είχε επικαλεστεί η αναιρεσείουσα, κατά τη συζήτηση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το δε ότι, από τη μη ανάγνωσή τους, παραβιάστηκαν οι διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται στη δημοσιότητα και προφορικότητα της διαδικασίας. Από τα πρακτικά, όμως, της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο, προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκε από την αναιρεσείουσα- κατηγορούμενη ή τον παραστάντα συνήγορό της, ανάλογο αίτημα για ανάγνωση των συγκεκριμένων εγγράφων, που αυτή επικαλείται, ούτε και ζητήθηκε η διόρθωση των πρακτικών της δίκης εκείνης κατά το σημείο τούτο, ούτε προσβλήθηκαν αυτά για πλαστότητα. Αντίθετα, από τα αυτά ως άνω πρακτικά (σελίδα 5), προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη, δια του πληρεξουσίου συνηγόρου της, προσκόμισε και ζήτησε να αναγνωσθούν, όπως και αναγνώσθηκαν μόνο τα αναφερόμενα σ' αυτήν έγγραφα. Τέλος, από το γεγονός της μη καταχώρισης και μη ανάγνωσης των εγγράφων που αυτή επικαλείται, δεν προκύπτει ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν είχε υποβληθεί, ανάλογο αίτημα από την ίδια ή τον παραστάντα συνήγορό της.
Συνεπώς, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και γ του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενοι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος λόγοι του κυρίου δικογράφου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, η, επιβαλλόμενη ανωτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, αιτιολογία της απόφασης, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο η το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την ύπαρξη δεδικασμένου, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο, δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απάντησης σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πέμπτο και έκτο λόγους αναιρέσεως, παραπονείται η αναιρεσείουσα, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε τον ισχυρισμό του, περί δεδικασμένου. Από τα πρακτικά, όμως, της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, "υπέβαλε προφορικά ένσταση δεδικασμένου". Ανεξάρτητα, όμως, της προφανούς αοριστίας του ισχυρισμού αυτού, όπως αυτός διατυπώθηκε, το Δικαστήριο, αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, διέλαβε στην απόφασή του, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, δέχθηκε, ότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεων μεταξύ των δυο δικών, δηλαδή μεταξύ εκείνης, για την οποία εκδόθηκε η με αριθμό 44329/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και της ένδικης διαφοράς, δεδομένου, ότι δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικών γεγονότων, προσέτι δε του τόπου και χρόνου τέλεσης, ενόψει του ότι η πράξη για την οποία η αναιρεσείουσα αυτή απαλλάχθηκε, με την ως άνω απόφαση, αφορούσε την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, που είχε τελεστεί, στις 26-5-1997, ενώ η κρινόμενη διαφορά, αφορούσε πράξη που είχε τελεστεί ναι, μεν σε βάρος του ίδιου εγκαλούντος, στα ......, αλλά σε διαφορετικό χρόνο, στις 26 Μαρτίου 2001.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι σχετικοί πέμπτος και έκτος λόγοι του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, στο σύνολό της, και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Μαρτίου 2007 αίτηση της Χ1 και τους επ' αυτής πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμό 231/12-1-2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου(για Πλημμελήματα) Αθηνών και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ