Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1829 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναβολής αίτημα, Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών.




Περίληψη:
Παράβαση των διατάξεων των άρθρων 15 παρ. 1α και 16 παρ. 1α του Ν. 1966/1991. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως και της παρεμπίπτουσας απορριπτικής αιτήματος αναβολής της δίκης.





Αριθμός 1829/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Χατζόπουλο, για αναίρεση της 6092/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 27 Φεβρουαρίου 2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2123/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά το άρθρο 15 παρ.1 του Ν. 1966/1991 όλα τα κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του από 9/9.10.1935 ν.δ. "Περί τροποποιήσεως και συ΅πληρώσεως των κει΅ένων περί επαγγελ΅ατικής εκπαιδεύσεως διατάξεων" εργαστήρια ελευθέρων σπουδών υποχρεούνται να χρησι΅οποιούν ολογράφως τόσο στις ιδρυτικές τους πράξεις όσο και στην ΅ε οποιονδήποτε τρόπο, ΅ορφή ή ΅έσο εν γένει ε΅φάνισή τους προς τα έξω τον εξής, αποκλειστικά και ΅όνο, τίτλο ''Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών", ΅ε ισο΅εγέθη και ο΅οιό΅ορφα, απαραιτήτως στοιχεία. Κάτω από τον τίτλο αυτόν τίθενται τα δηλωτικά του παρεχο΅ένου γνωστικού αντικει΅ένου και η επωνυ΅ία του εργαστηρίου, ΅ε στοιχεία τα οποία .δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν σε ΅έγεθος εκείνα του τίτλου. Οποιαδήποτε άλλη προσθήκη, αφαίρεση ή αλλοίωση στον καθιερού΅ενο ΅ε τα προηγού΅ενα εδάφια τύπο τίτλου όπως ιδίως Πανεπιστή΅ιο, Κέντρο, Σχολή, Οργανισ΅ός, Κολλέγιο, Ινστιτούτο, Ακαδη΅ία, απαγορεύεται. Απαγορεύεται επίσης η καθ' οιονδήποτε τρόπο αναγραφή άλλης ονο΅ασίας της χορηγού΅ενης ΅ετά το πέρας σπουδών βεβαίωσης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 παρ.1α του ίδιου νόμου, οι ιδιοκτήτες ή εκπρόσωποι εργαστηρίων ελευθέρων σπουδών, που παραβαίνουν ΅ε πρόθεση τις διατάξεις της παρ. 1 του προηγού΅ενου άρθρου ως προς τον τύπο τίτλου του εργαστηρίου ή προσθέτουν, αφαιρούν ή αλλοιώνουν αυτόν ή παραλείπουν καθ' οιονδήποτε τρόπο να χορηγήσουν στους εγγραφό΅ενους σπουδαστές την προβλεπό΅ενη από την παρ. 3 του προηγού΅ενου άρθρου έντυπη δήλωση ή χορηγούν ελλιπή ή παραπλανητική δήλωση, τι΅ωρούνται σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1 εδ.α του Ποινικού Κώδικα (απάτης).
ΙΙ.- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Απαιτείται να διαλαμβάνεται στην απόφαση η κατ' είδος μνεία των αποδεικτικών μέσων και δεν είναι αναγκαία η αναφορά περί του τι προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε να γίνεται συγκριτική στάθμιση και αξιολόγηση αυτών ώστε η παράλειψή της να καθιστά την απόφαση ελλειπή κατά την αιτιολογία της. Η απαιτούμενη κατά τα άνω αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου για αναβολή της δίκης, παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του δικαστηρίου κρίση. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων είχε ζητήσει την αναβολή της δίκης α) προκειμένου να προσκομισθεί απόφαση από το ΔΕΚ επί εκκρεμούς σχετικής υποθέσεως αναφορικά με το κατά πόσο η Ελλάδα υποχρεούται να αναγνωρίζει στην επικράτειά της σπουδές που παρέχονται με βάση σύμβαση δικαιόχρησης από αλλοδαπό Πανεπιστήμιο και β) προκειμένου να γίνει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ επί του άνω ζητήματος. Η αίτηση αυτή του κατηγορουμένου, με ταυτάριθμη προς την προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφαση, απορρίφθηκε από το δικαστήριο ως αβάσιμη, με την ακόλουθη αιτιολογία "... Η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο παράβαση είναι εκ του άρθρου 15 παρ.1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 16 παρ.1α και 386 παρ.1α του Π.Κ, ως προς τον τύπο του τίτλου του Εργαστηρίου Ελευθέρων Σπουδών, του οποίου είναι νόμιμος εκπρόσωπος και δεν πρόκειται για Πανεπιστήμιο άλλου Κράτους εγκατεστημένου στην Ελλάδα ή για παράρτημα τέτοιου πανεπιστημίου που ουδόλως επηρεάζει την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, ούτε συντρέχει περίπτωση αναβολής για έκδοση σχετικής αποφάσεως του ΔΕΚ που δεν αφορά στην προκείμενη περίπτωση ή αποστολής ερωτήματος στο ΔΕΚ, απορριπτομένων των σχετικών παραπάνω αιτημάτων..." Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο και απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος για αναβολή της δίκης, διέλαβε στην απόφασή του την από τις άνω διατάξεις αξιούμενη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι απολύτως σαφής, ορισμένη και εμπεριστατωμένη Συνεπώς ο περί του αντιθέτου συναφής δεύτερος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, εν σχέσει με την ουσία της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο κατηγορίας, η προσβαλλόμενη απόφαση, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "... ο κατηγορούμενος στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2000 έως το Μάρτιο του 2001 και σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος τυγχάνων νόμιμος εκπρόσωποςεργαστηρίου Ελευθέρων Σπουδών με την επωνυμία "ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ-....." και το διακριτικό τίτλο ....... και συνοπτικά ως προς τον τελευταίο "....." στην προς τα έξω εμφάνισή του δεν χρησιμοποιούσε αποκλειστικά και μόνο τον τίτλο "Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών", αλλά αντίθετα α)χρησιμοποιούσε σε διαφημιστικές καταχωρήσεις καθόσον αναφέρονταν στο εργαστήριο αυτό στην εφημερίδα "........" τον τίτλο "........-Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών" β)στην πινακίδα που ήταν ανηρτημένη στο κτίριο επί της οδού ..... στο οποίο έχει την έδρα του και στεγάζεται το εργαστήριο αυτόχρησιμοποιούσε τον τίτλο "ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ-.... (....)- ....." που κατά μετάφραση στα ελληνικά είναι ινστιτούτο ..... σπουδών και το τελευταίο είναι η ονομασία ομώνυμου .... Πανεπιστημίου, και γ)χρησιμοποιούσε τον παραπάνω τίτλο "........" και στην έντυπη δήλωση που επιδιδόταν στους προσερχόμενους σπουδαστές συγχρόνως με την εγγραφή τους παραβαίνοντας τις διατάξεις των άρθρων 15 § 1 και 16 § 1 στοιχ. α' του ν. 1966/1991 ως προς τον τύπο του τίτλου του εργαστηρίου όπου τα εργαστήρια ελέυθέρων σπουδών, που πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση, υποχρεούνται να χρησιμοποιούν ολογράφως τόσο στις ιδρυτικές του πράξεις όσο και στη με οποιοδήποτε τρόπο, μορφή ή μέσα της εν γένει προς τα έξω εμφάνισης του αποκλειστικά και μόνο τον τίτλο "Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών" απαγορευομένης μεταξύ άλλων, άλλης προσθήκης και ίδιο Πανεπιστήμιο, Ινστιτούτο, ή οποιαδήποτε αλλοίωση ως προς τον τύπο του τίτλου, που η τελευταία (παράβαση) διώκεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 386 § 1 εδ. α' ΠΚ στην οποία παραπέμπει το παραπάνω άρθρο 16 § 1 στ. α' του παραπάνω ν. 1966/1991 αφού κατά τα αποδειχθέντα είχε προσθέσει στον παραπάνω τίτλο στις διαφημιστικές καταχωρήσεις και τη λέξη "....." στην πινακίδα και τη λέξη "...." καθώς και τη λέξη "......" και στις έντυπες δηλώσεις ομοίως και τη λέξη ".....". Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παραπάνω πράξης που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο......".
Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξη (6) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχτηκε το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15 παρ.1α, 16 παρ.1α του Ν. 1966/1991 και 386 παρ.1α του Π.Κ που εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφή και ελλειπή αιτιολογία ώστε να στερήσει την απόφασή του νομίμου βάσεως. Η αιτίαση περί πλημμελούς αιτιολογίας της αποφάσεως εκ της παραδοχής ως χρόνου τελέσεως της πράξεως εξακολουθητικώς του χρονικού διαστήματος από των αρχών του έτους 2000 μέχρι του μηνός Μαρτίου 2001, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του χρόνου τέλεσης κάθε επί μέρους πράξεως, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Η απόφαση σαφώς δέχεται στο σκεπτικό της ότι η άνω παραβατική συμπεριφορά του κατηγορουμένου διήρκεσε εξακολουθητικώς κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα και δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να διαλαμβάνει ότι κάθε ημερολογιακή ημέρα του διαστήματος αυτού ο κατηγορούμενος πραγμάτωνε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για τον οποίο τον δίκασε, δεν ετίθετο δε θέμα παραγραφής κατά την ενώπιον αυτού συζήτηση της υποθέσεως (25-7-2007), αφού με εναρκτήρια αφετηρία την 1-1-2000 δεν είχε παρέλθει οκταετία, ούτε είχε επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος ούτε και τώρα επικαλείται και δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε σ' αυτόν μετά την πάροδο πενταετίας από την τέλεση της πρώτης των κατά άνω μερικότερων πράξεων.
Συνεπώς, ο συναφής λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, προβαλλόμενος με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, στον πρώτο λόγο του κυρίως δικογράφου της αναιρέσεως, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 15 παρ.1α και 16 παρ.1α του Ν.1996/1991. Με την επίκληση ότι η επιχείρηση, της οποίας είναι νόμιμος εκπρόσωπος, λειτουργεί στην Ελλάδα ως εγκατάσταση Δημόσιου Γαλλικού Πανεπιστημίου, αναλίσκεται δια μακρών να καταδείξει αντίθεση των παραπάνω διατάξεων σε διατάξεις του πρωτογενούς και δευτερογενούς Κοινοτικού δικαίου που ρυθμίζουν τους όρους εγκατάστασης και λειτουργίας δραστηριοτήτων πανεπιστημιακού επιπέδου σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ο λόγος αυτός της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού κατά τις ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ο κατηγορούμενος, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, λειτουργούσε στην Αθήνα Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών και όχι ιδιωτική επιχείρηση Πανεπιστημίου ή παραρτήματος Πανεπιστημίου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έκρινε δε για τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων τις οποίες δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος παραβίασε.
Συνεπώς και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, συνακολούθως δε και το επανυποβαλλόμενο ενώπιον του δικαστηρίου τούτου αίτημα αναβολής της δίκης μέχρις εκδόσεως αποφάσεως από το ΔΕΚ επί τριών εκκρεμών υποθέσεων για συναφή ζητήματα.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και το περί αναβολής αίτημα και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθο 583 παρ.1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα αναβολής, την υπ' αριθμ. 437/7-12-2007 αίτηση και τους από 27-2-2008 προσθέτους λόγους του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6.092/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουλίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή