Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2227 / 2007    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).




Περίληψη:
1) Έλλειψη αιτιολογίας, 2) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Πλαστογραφία μετά χρήσεως. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 2227/2007


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 1347/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 466/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους, καθώς και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1347/2006 απόφασή του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, κατά την εκδίκαση στις 18-5-2000 ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής της Πολεοδομίας Πειραιώς ενστάσεών του, τις οποίες είχε ασκήσει κατά των υπ' αριθμούς ...... και ......... πράξεων αυτοψίας οργάνων αυτής (Πολεοδομίας), αφορωσών αυθαίρετη κατεδάφιση και ανέγερση κτισμάτων από τον ίδιο, κατέθεσε στην Επιτροπή την από ....... υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, με την οποία δήλωνε ότι οι κριθείσες με τις πράξεις αυτοψίας ως αυθαίρετες εργασίες είναι νόμιμες και ότι έγιναν μέσα στο έτος 1997, πράγμα, όμως, που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αφού στο μεγαλύτερο μέρος τους οι εργασίες αυτές έγιναν στη διάρκεια του έτους 1999, δηλαδή μετά τη λήξη της ισχύος της εκδοθείσης άδειας κατεδαφίσεως και, συνεπώς, ήταν αυθαίρετες. Και ενώ ήδη ο Γ1, στενός εξ αγχιστείας συγγενής του κατηγορουμένου, με τον οποίο βρίσκονταν σε αντιδικία σχετιζόμενη με τις εν λόγω οικοδομικές εργασίες, είχε λάβει, ως έχων προφανώς έννομο συμφέρον, στις 5-6-2000, αντίγραφο σε φωτοτυπία της ως άνω υπεύθυνης δήλωσης του κατηγορουμένου από το Αρχείο της Πολεοδομίας Πειραιώς, όπου αυτή φυλασσόταν στον οικείο φάκελο, και είχε καταγγείλει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς και στην Πολεοδομία Πειραιώς ότι το περιεχόμενο της δηλώσεως ήταν ψευδές με την από 5-7-2000 αίτηση - γνωστοποίησή του, την οποία στις 7-7-2000 επέδωσε και στον ήδη κατηγορούμενο, ο τελευταίος, με σκοπό να αποδείξει ότι δεν υπέβαλε ψευδή δήλωση στην Επιτροπή Ενστάσεων της Πολεοδομίας Πειραιώς, αλλά ότι το περιεχόμενο της από ...... υπεύθυνης δήλωσής του ήταν αληθές, μετέβη στην Πολεοδομία Πειραιώς μετά την 5-6-2000 και μέχρι τις 23-10-2000, σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε, όπως ήδη ελέχθη, επακριβώς, και στο έγγραφο της υπεύθυνης δήλωσης που βρισκόταν μέσα στο φάκελο με τις ενστάσεις του - στον οποίο είχε πρόσβαση - και που είχε κατατεθεί στην εν λόγω δημόσια υπηρεσία, είχε δε λάβει ακριβές φωτοαντίγραφο αυτού ο Γ1 στις 5-6-2000 και, επομένως, έπρεπε αυτό (έγγραφο της υπεύθυνης δήλωσης) να διατηρηθεί αναλλοίωτο κατά περιεχόμενο, στη διατήρηση του οποίου είχε συμφέρον ο τελευταίος, προσέθεσε με το χέρι του μετά τη φράση ".... Μέσα στο έτος 1997", με την οποία τελειώνει το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης, τις λέξεις "και 99", ώστε να αποδεικνύεται πλέον ότι, κατά την εκδίκαση των ενστάσεών του στην Επιτροπή της Πολεοδομίας Πειραιώς, στις 18-5-2000, είχε δηλώσει, δια της υπευθύνου δηλώσεως που κατέθεσε αυθημερόν, αληθή γεγονότα, δηλαδή ότι οι εργασίες για τις οποίες είχαν συνταχθεί, οι προσβληθείσες εκθέσεις αυτοψίας, είχαν γίνει τόσο στο έτος 1997 όσο και το έτος 1999 και δεν ετίθετο συνεπώς θέμα ψευδούς αναφοράς προς την Αρχή. Ακολούθως ο κατηγορούμενος α) Επανατοποθέτησε τη νοθευθείσα πλέον υπεύθυνη δήλωσή του στο φάκελο, στην οποία, ας σημειωθεί, ότι οι προστεθείσες λέξεις "και 99" έχουν γραφεί με διαφορετικό μελάνι, όπως καθίσταται προφανές και μακροσκοπικώς, όπου και παρέμεινε, β) ζήτησε από την Πολεοδομία Πειραιώς να του χορηγηθεί αντίγραφο της νοθευθείσας πλέον υπεύθυνης δήλωσης, το οποίο και έλαβε στις 24-10-2000 και γ) χρησιμοποίησε το χορηγηθέν σ' αυτόν φωτοαντίγραφο της νοθευθείσας υπεύθυνης δήλωσής του, επικαλούμενος αυτό στο από ........ απολογητικό υπόμνημα που υπέβαλε στην Πταισματοδίκη του Β' Τμήματος Πειραιώς, η οποία διενεργούσε προανάκριση για το αδίκημα της ψευδούς αναφοράς προς την Αρχή, για το οποίο είχε ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη μετά την από 5.7.2000 καταγγελία (αίτηση - γνωστοποίηση) του Γ1 και 2) επισυνάπτοντας αυτό στη σχηματισθείσα σε βάρος του ποινική προανακριτική δικογραφία. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, τα οποία πλήρως αποδείχθηκαν, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως κατηγορείται". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της πλαστογραφίας (νόθευσης) εγγράφου με χρήση αυτού και του επέβαλε ποινή φυλάκισης επτά μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παράγραφος 1 ΠΚ, την οποία σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Το σκεπτικό ταυτίζεται με το διατακτικό, πλην, όμως, περιέχει τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, ώστε να καθίσταται περιττή οποιαδήποτε διαφοροποίησή του ως προς την διατύπωση. Αναφέρει διεξοδικά την εκκρεμότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην Πολεοδομία Πειραιώς, στην οποία, ενόψει της εκδικάσεως ενστάσεών του κατά των υπ' αριθ. ...... και ....... πράξεων αυτοψίας αυθαιρέτου της ως άνω Υπηρεσίας, είχε υποβάλει την από ........ υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, με την οποία δήλωνε ότι οι αυθαίρετες εργασίες που διακριβώθηκαν στις εκθέσεις αυτές, ήταν νόμιμες και έγιναν το 1997, γεγονός το οποίο ήταν αναληθές, αφού οι εργασίες αυτές (παράνομες) έλαβαν χώρα το 1999. Αναφέρει την αντιδικία του αναιρεσείοντος με τον στενό του συγγενή Γ1, ο οποίος είχε λάβει αντίγραφο της αναφερθείσας υπεύθυνης δηλώσεως και ότι είχε κάνει και σχετική καταγγελία στην Πολεοδομία Πειραιώς καθώς και στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Εκθέτει επίσης πως αργότερα ο αναιρεσείων προέβη στην αλλοίωση του περιεχομένου της υπεύθυνης δηλώσεως, με την προσθήκη, μετά "το έτος 1997", των λέξεων "και 99", ώστε να αποδεικνύεται ότι αυτός, κατά την εκδίκαση των ενστάσεών του, είχε δηλώσει αληθή γεγονότα, δηλαδή ότι οι εργασίες, για τις οποίες είχαν συνταχθεί οι εκθέσεις αυτοψίας των αρμοδίων Οργάνων της Πολεοδομίας Πειραιώς, είχαν γίνει και το 1997 και το 1999 και, ως εκ τούτου, δεν εκτίθετο θέμα ψευδούς αναφοράς προς την Αρχή. Περαιτέρω, από την επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, προκύπτει επίσης πως ο αναιρεσείων είχε πρόσβαση στον φάκελό του, ο οποίος βρισκόταν στην Πολεοδομία Πειραιώς, η επανατοποθέτηση που έκανε αυτός στο φάκελό του του νοθευθέντος εγγράφου, καθώς και η χρήση του αντιγράφου της (νοθευθείσας) δηλώσεώς του, με την επισύναψη αυτής στη σχηματισθείσα σε βάρος του ποινική προανακριτική δικογραφία. Επίσης, προκύπτει σαφώς, τόσο ο δόλος του κατηγορουμένου, όπως και ο σκοπός αυτού, δηλαδή, με τη χρήση της νοθευθείσας υπεύθυνης δηλώσεως, να παραπλανηθούν τα όργανα της Πολεοδομίας που θα εκδίκαζαν τις ενστάσεις του. Τέλος, εξειδικεύεται η περαιτέρω χρήση της νοθευθείσας υπεύθυνης δηλώσεως, με την επισύναψη αντιγράφου αυτής στο φάκελο της σε βάρος του σχηματισθείσας ποινικής προανακριτικής δικογραφίας, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί αντικειμενικά η επιβαρυντική περίπτωση της παραγράφου 1 εδ. β' του άρθρου 216 ΠΚ, ενόψει του ότι, όπως εν προκειμένω, η χρήση της νοθευθείσας δηλώσεως έγινε από τον ίδιο τον πλαστογράφο και θεωρείται απλή επιβαρυντική περίπτωση.
Μετά από αυτά, οι περί του αντιθέτου και εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι του αναιρετηρίου είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, όπως και η αναίρεση στο σύνολό της, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παράγραφος 1).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 2.3.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1347/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007.





Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή