Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση απλη.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για δυσφήμηση (απλή) και απόρριψη ως αβάσιμων των λόγων αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 367 ΠΚ και της διατάξεως του άρθρου 79 παρ. 4 του ΠΚ. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 1129/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θρασύβουλο Κονταξή, για αναίρεση της με αριθμό 45/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας για τα πλημμελήματα.
Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ1, κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας για τα πλημμελήματα με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.731/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 362 εδ. α' του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της "απλής δυσφημήσεως" απαιτούνται, αντικειμενικώς, ισχυρισμός ενώπιον τρίτου ή διάδοση για κάποιον άλλον γεγονότος, το οποίο είναι πρόσφορο (κατάλληλο, επιτήδειο) κατ' αντικειμενική κρίση (την κοινή αντίληψη) να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε, τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί σε τέτοιο βλαπτικό της τιμής ή της υπόληψης ισχυρισμό ή διάδοση. Ως γεγονός νοείται και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως καθώς και οι χαρακτηρισμοί όταν αυτά συνδέονται και σχετίζονται με άμεση και εμφανή σχέση με το γεγονός. Δεν απαιτείται γνώση της αναλήθειας, ενώ η πεποίθηση του δράστη περί την αλήθεια ή την αναλήθεια του γεγονότος δεν αποκλείει τον δόλο. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα χωριστά και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση αυτών, όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την προσβαλλόμενη 45/2008 απόφασή του, δέχθηκε με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, ότι από τα κατ' είδος, τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το έτος 2001 η εγκαλούσα Ψ1 υπηρετούσε στα ... ως Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών και με την ιδιότητα αυτή χειρίστηκε διάφορες ποινικές υποθέσεις της πρώτης κατηγορουμένης Χ1. Παράλληλα η εγκαλούσα ήταν σε διάσταση με τον σύζυγο της ..., δεύτερο κατηγορούμενο, με τον οποίο γνωρίστηκε η πρώτη κατηγορουμένη και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει στην διένεξη του με την εγκαλούσα. Στα πλαίσια αυτά η πρώτη κατηγορουμένη γνώρισε στον δεύτερο κατηγορούμενο τον δικηγόρο Δ1, στον οποίο ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέδωσε όλο το υλικό της υπόθεσης με την εγκαλούσα σύζυγο του. Στο υλικό αυτό περιλαμβάνονταν και φωτογραφίες, στις οποίες εμφανίζονταν ο δεύτερος κατηγορούμενος να φέρει μώλωπες σε διάφορα σημεία του σώματος του. Κατά τις συναντήσεις της με τον δικηγόρο Δ1 η πρώτη κατηγορουμένη παρέλαβε ορισμένες από τις πιο πάνω φωτογραφίες του δεύτερου κατηγορουμένου, χωρίς ο τελευταίος να το γνωρίζει. Ακολούθως, η πρώτη κατηγορουμένη στις ... προσήλθε στο δικαστικό μέγαρο ... όπου στεγάζονται το Πρωτοδικείο, η Εισαγγελία και το Ειρηνοδικείο, και έδειξε στις δικαστικές υπαλλήλους ... και ... (του Ειρηνοδικείου), ... και ..., (του Πρωτοδικείου), ... και ... (της Εισαγγελίας) φωτογραφίες του δευτέρου κατηγορουμένου, εν διαστάσει συζύγου της εγκαλούσας, στις οποίες αυτός εμφανιζόταν να φέρει μώλωπες σε διάφορα σημεία του σώματός του. Κατά την επίδειξη των φωτογραφιών προς τις εν λόγω υπαλλήλους η πρώτη κατηγορουμένη έλεγε προς αυτές "να, για να δείτε ποιά είναι η Αντεισαγγελέας, η Ψ1, πώς τον κατάντησε τον άντρα της, έβαλε να τον κάνουν μαύρο στο ξύλο, για να δείτε ποιά είναι η προϊσταμένη σας", ισχυριζόμενη με τον τρόπο αυτό πως η εγκαλούσα έβαλε τρίτους να ξυλοκοπήσουν βάναυσα τον δεύτερο κατηγορούμενοσύζυγο της. Τα ανωτέρω ισχυρισθέντα ενώπιον των δικαστικών υπαλλήλων μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ως άνω εγκαλούσας, δεδομένουότι η εγκαλούσα καμία ανάμιξη δεν είχε στο επεισόδιο μεταξύ του δευτέρου κατηγορουμένου και του συζύγου της αδελφής της, κατά την διάρκεια του οποίου οδεύτερος κατηγορούμενος υπέστη τις σωματικές βλάβες που οι ανωτέρω φωτογραφίες απεικόνιζαν. Τα περιστατικά αυτά αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των δικαστικών υπαλλήλων και μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και με επίγνωση κατέθεσαν ότι οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Επομένως, η πρώτη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της δυσφημήσεως που κατηγορείται". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη απλής δυσφήμησης και επέβαλε σ'αυτήν ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 4,4 ευρώ την ημέρα. Με τις παραδοχές του αυτές, το ως άνω Δικαστήριο διέλαβε, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, πουπροέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης τουεγκλήματος της απλής δυσφήμησης, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχήτης αναιρεσείουσας καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό προμνημονευθέντα περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 και 362 ΠΚ, που εφάρμοσε και τις οποίες, έτσι, ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου, παραβίασε. Ειδικότερα στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της απόφασης διαλαμβανόμενη φράση, την οποία ανέφερε η αναιρεσείουσα στους δικαστικούς υπαλλήλους, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα σ' αυτές φωτογραφίες στις οποίες εμφανιζόταν ο σε διάσταση σύζυγος της μηνύτριας να φέρει μώλωπες σε διάφορα σημεία του σώματός του "να, για να δείτε ποιά είναι η Αντεισαγγελέας, η Ψ1, πώς τον κατάντησε τον άνδρα της, έβαλε να τον κάνουν μαύρο στο ξύλο, για να δείτε ποιά είναι η προϊσταμένη σας" πληροί την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απλής δυσφήμησης και αποτελεί ισχυρισμό γεγονότος, ενώπιον τρίτων, το οποίο ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της μηνύτριας, αφού αποδίδεται σ'αυτήν πράξη που η κοινωνία αποδοκιμάζει, ενώ στον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ενυπάρχει και η δολία προαίρεσή της, η γνώση της δηλαδή ότι το γεγονός που ισχυρίσθηκε ήταν κατάλληλο να βλάψει την τιμή της μηνύτριας. Συνακόλουθα ο κατ' εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' συναφής περί του αντιθέτου λόγος της αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες, κατ' επίφαση, υπό την επίκληση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, είναι απαράδεκτες καθόσον μ' αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
ΙΙ. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορο του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με το αρθρ. 170 § 2 και 333 § 2 Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητος για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωση τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέλος κατά το αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη ακρόασης κατά το αρθρ. 170 § 2 η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται και στην περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί στην σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, όπως όταν το δικαστήριο δεν απάντησε σε αυτοτελή ισχυρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός υποβλήθηκε ορισμένως κατά την προαναφερθείσα έννοια. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης, ο συνήγορος υπεράσπισης της αναιρεσείουσας ζήτησε την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, καταθέτοντας για την καταχώριση στα πρακτικά, τον παρακάτω αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίον και ανέπτυξε προφορικά και ο οποίος έχει διατυπωθεί ως εξής: "Η κατηγορουμένη προσπάθησε να καταθέσει, (με ανάλογη επίσημη πράξη κατάθεσης), με τη συνοδεία, μιας αναλόγου αιτήσεως, μια από τις επίμαχες φωτογραφίες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη μήνιν της εγκαλούσας, η οποία επιτέθηκε φραστικά σε βάρος της κατηγορουμένης, παρουσία και των υπαλλήλων, οι οποίοι, προφανώς, υπακούοντας σε εντολές της προϊσταμένης εισαγγελέως, νυν εγκαλούσας, δεν δέχτηκαν να παραλάβουν την αίτηση. Όσοι υπήρξαν αυτήκοοι μάρτυρες του συμβάντος συνωθούνται ενώπιον του Δικαστηρίου ως μάρτυρες κατηγορίας. Υπ' αυτή την έννοια η όποια πράξη της καλύπτεται από τη διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ, αφού ωθούν κίνητρό της σε κάθε ενέργειά της (όπως και στην υπό κρίση περίπτωση περί πράξης κατάθεσης φωτογραφιών), είναι το, αποδεδειγμένα, δικαιολογημένο ενδιαφέρον της για τη βέλτιστη λειτουργία του θεσμού της δικαιοσύνης και την άριστη απονομή της τελευταίας".
Με το παραπάνω περιεχόμενο ο ισχυρισμός δεν διελάμβανε πραγματικά περιστατικά από τα οποία, έστω και έμμεσα να προκύπτει το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της αναιρεσείουσας να ισχυρισθεί στις δικαστικές υπαλλήλους του Πρωτοδικείου ... τα παραπάνω δυσφημιστικά για το πρόσωπο της μηνύτριας περιστατικά επιδεικνύοντας προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού της αυτού τις φωτογραφίες του σε διάσταση συζύγου της τελευταίας. Και τούτο διότι, ο παραπάνω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας και η επίδειξη των φωτογραφιών στις δικαστικές υπαλλήλους, δεν ήταν ικανά να εξαναγκάσουν ή έστω επηρεάσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο τις τελευταίες, ώστε να αξιώσουν αλλά και να επιβάλλουν στην μηνύτρια, η οποία ήταν Προϊσταμένη τους, να παραλάβει σχετική αίτηση κατάθεσης των ως άνω φωτογραφιών, πράγμα που κατά τον προβληθέντα ισχυρισμό της αρνείτο να πράξει η τελευταία.
Συνεπώς το Εφετείο, το οποίο σιωπηρά απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν της αναιρεσείουσας δεν έσφαλε, αφού δεν είχε υποχρέωση ν' απαντήσει επί του ισχυρισμού αυτού, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή του και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον, κατ' εκτίμηση, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ακροάσεως και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
ΙΙ. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι τοδικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στην αναιρεσείουσα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητα της, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν.
Συνεπώς, ο συναφής τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει, έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της συνολικής ποινής του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσεiουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15.9.2008 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της 45/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας για πλημμελήματα.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ