Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1999 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση σε βαθμό πλημμελήματος. Λόγοι αναιρέσεως: 1) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και 2) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστική ποινικής διατάξεως. Απορρίπτεται η αίτηση, ως προς μεν τον πρώτο λόγο, διότι η προσβαλλομένη έχει επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς δε τον δεύτερο λόγω αοριστίας.





Αριθμός 1999/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Ντόκα, περί αναιρέσεως της 922/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Με πολιτικώς ενάγοντα το Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1406/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α', όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα, ξένου (ολικά ή μερικά) κινητού πράγματος, που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε, δόλος του δράστη, που ενέχει τη γνώση ότι το ξένο πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει καθώς και η θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Η δόλια αυτή προαίρεση του δράστη να ιδιοποιηθεί παρανόμως το ξένο πράγμα, κατά το χρόνο που αυτό βρίσκεται στην κατοχή του, εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της αποφάσεως (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή, κατά την έκθεση αυτών, υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας (που δίκασε ως εφετείο), όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 922/2007 απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα δέχθηκε τα εξής: "Απ' όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, που εξετάστηκαν και από όλη γενικά τη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στην Καρδίτσα, από την 4.9.2000, με περισσότερες από μία πράξεις, που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, παράνομα ιδιοποιήθηκε ξένο ολικά κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, και συγκεκριμένα, ενώ, στις 4.9.2000, περιήλθε στην κατοχή του το χρηματικό ποσό των 150.700 δρχ., στις 8.12.2000, περιήλθε στην κατοχή του το χρηματικό ποσό των 155.785 δρχ., την 6.2.2001, το ποσό των 151.000 δρχ., την 7.4.2001, το ποσό των 151.000 δρχ., την 28.5.2001, το ποσό των 151.000 δρχ. και την 7.8.2001, το ποσό των 151.000 δρχ. και συνολικά το χρηματικό ποσό των 910.485 δρχ., λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου του εγκαλούντος Ψ1, ο οποίος κάθε φορά του παρέδιδε τα ανωτέρω ποσά με την εντολή να τα καταβάλλει στην Τράπεζα με την επωνυμία "F.C.E. BANK P.L.C.", που εδρεύει στην Αθήνα προς εξόφληση οφειλής του από την υπ' αριθμ. ....... σύμβαση χορηγήσεως δανείου για την αγορά αυτοκινήτου και συστάσεως ενεχύρου, βάσει της οποίας η Τράπεζα χρηματοδότησε την αγορά αυτοκινήτου από τον εγκαλούντα, αυτός (ο κατηγορούμενος) ουδέποτε κατέβαλε το ως άνω χρηματικό ποσό στην ανωτέρω Τράπεζα, αλλά το ιδιοποιήθηκε παρανόμως, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία του, καθότι το παρακράτησε χωρίς δικαίωμα. Επομένως, αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, η οποία περιγράφηκε, καθ' όλα τα συγκροτούντα αυτή στοιχεία, ώστε να καθίσταται δήλη η πράξη για την οποία καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι αποτελεί έλλειψη αιτιολογίας η μη παράθεση στο σκεπτικό, το οποίο αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, του γεγονότος της μερικής καταβολής, δεν ευσταθεί και τούτο, διότι το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή, αφού και ο ίδιος ο αναιρεσείων συνομολογεί ότι πρόκειται για μερική καταβολή και όχι για ολοσχερή ικανοποίηση του παθόντος, οπότε θα είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 379 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα, η δε επανάληψη στο σκεπτικό του διατακτικού δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, αφού το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξεως.
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 473 παρ. 2, 474 παρ. 2 , 476 παρ. 1 και 509 παρ. 1 εδ. α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, συνάγεται ότι στην έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της αναιρέσεως, πρέπει να διατυπώνονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο. Διαφορετικά, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Δεν αρκεί η περιγραφική απλώς αναφορά λόγου που προβλέπεται από τον νόμο, όπως, μεταξύ άλλων, η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να γίνεται ειδικότερος προσδιορισμός της προβαλλόμενης ασάφειας, ελλείψεως, αντιφάσεως και λογικού κενού και να προσδιορίζεται σε τι συνίστανται τα παραπάνω σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές της αποφάσεως.
Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων με, τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, εκθέτει, κατά λέξη, τα εξής: "Ιδρύεται πρόσθετος λόγος αναίρεσης, εκτός από τους παραπάνω αναφερομένους, από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' ΚΠΔ, γιατί η παραπάνω διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως, ως συνδυασμός του αιτιολογικού με το διατακτικό, που ανάγεται στα στοιχεία του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή εφαρμογή του νόμου (375 ΠΚ)". Δηλαδή, ο αναιρεσείων περιορίζεται μόνο στην αναφορά περί του ότι στην απόφαση έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, χωρίς όμως να προσδιορίζει σε τι συνίστανται αυτά. Επομένως, και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ο λόγος αυτός της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος. Με τις σκέψεις αυτές και ενόψει του ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 14/18.7.2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της 922/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Σεπτεμβρίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή