Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2283 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Κατηγορίας μεταβολή, Υπεξαγωγή εγγράφων.




Περίληψη:
Υπεξαγωγή εγγράφων από υπάλληλο (άρθρο 242 παρ. 2 ΠΚ). Μεταβολή κατηγορίας ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Πότε υπάρχει. Δεν συμβαίνει σε περίπτωση παραλλαγής του τρόπου συμμετοχής στο έγκλημα, όπως στην περίπτωση κατά την οποία ο ως ηθικός αυτουργός σε ορισμένο έγκλημα κατηγορηθείς καταδικασθεί ως φυσικός αυτουργός του εγκλήματος αυτού. Στοιχεία αδικήματος υπεξαγωγής εγγράφων από υπάλληλο. Αιτιολογία. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Απορρίπτει αναίρεση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2283/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αγγελο Βρεττό, περί αναιρέσεως της 187/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουνίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1168/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Μεταβολή κατηγορίας, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠΔ σε συνδυασμό προς το άρθρο 170 παρ.1 εδ.β' του ίδιου Κώδικα, ως εκ της παραγόμενης εντεύθεν απόλυτης ακυρότητας, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος διαφέρει ουσιωδώς ως προς το χρόνο, τον τόπο και τις ιστορικές περιστάσεις, από εκείνη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και εισήχθη σε δίκη ο κατηγορούμενος, συνιστά δηλαδή την αντικειμενική υπόσταση άλλου εγκλήματος, διαφορετικού από εκείνο, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει σε περίπτωση παραλλαγής του τρόπου συμμετοχής στο έγκλημα, όπως, στην περίπτωση κατά την οποία ο ως ηθικός αυτουργός σε ορισμένο έγκλημα κατηγορηθείς, καταδικασθεί, ως φυσικός αυτουργός του εγκλήματος αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη 427/2006 απόφαση του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς, με αυτή κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων ως ηθικός αυτουργός για την πράξη του κατ' άρθρο 242 περ. 2 του ΠΚ αδικήματος υπεξαγωγής εγγράφου. Μετά από έφεσή του εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 187/2008 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε ο αναιρεσείων ένοχος ως αυτουργός της ίδιας αυτής πράξη του κατ' άρθρο 242 περ. 2 του ΠΚ αδικήματος υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία (3) έτη. Με το να αποφανθεί έτσι το Εφετείο δεν υπέπεσε στην, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αναίρεσης, αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια της μεταβολής της κατηγορίας και γι' αυτό πρέπει ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
II. Από τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΠΚ, που ορίζει ότι με την ίδια ποινή της § 1 (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους) τιμωρείται ο υπάλληλος, ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύτηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, που προβλέπεται από την πιο πάνω διάταξη, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α και 263α του ΠΚ, β) να έγινε από αυτόν νόθευση, καταστροφή, βλάβη ή υπεξαγωγή εγγράφου. Το έγγραφο λαμβάνεται με την έννοια του άρθρου 13 περ. γ του ΠΚ, μπορεί δε να είναι δημόσιο ή ιδιωτικό. Ως υπεξαγωγή του εγγράφου, που ενδιαφέρει την εξεταζόμενη υπόθεση, νοείται κάθε διαγωγή του δράστη, η οποία αφαιρεί από το δικαιούμενο, έστω και προσωρινώς, τη χρήση του εγγράφου, γενόμενη δίχως πρόθεση ιδιοποίησης αυτού, γ) το έγγραφο να ήταν εμπιστευμένο στον υπάλληλο ή προσιτό σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, και δ) δόλος του δράστη, ο οποίος συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων που αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 § 1 περ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Επιπλέον, ιδιαίτερη αιτιολόγηση επιβάλλεται για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 170 § 2 και 333 § 2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρ. 170 § 2 ΚΠΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως από το άρθρ. 510 § 1 περ. Β' του ίδιου Κώδικος. Όταν, όμως, ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού η αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς διαλαμβάνεται στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Επίσης λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
IIΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της πληττόμενης απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο με την 187/2008 απόφασή του δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου - Αρχές Οκτωβρίου 2001, παραδόθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο, Α, αντιναύαρχο, που υπηρετούσε τότε ως Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος, από τον τότε προσωπάρχη της ΔΠΛΣ/ΥΕΝ, πλωτάρχη ΛΣ Β, ο πρωτότυπος φάκελλος ΕΔΕ, που είχε διενεργήσει ο πλοίαρχος ΛΣ Γ σε εκτέλεση της διαταγής ..... του ΥΕΝ/ΚΠΔΜ/ΔΠΛΣΑ και αφορούσε τη διερεύνηση ενδεχόμενων πειθαρχικών ευθυνών του τέταρτου κατηγορουμένου, Χ, ανθυποπλοίαρχου ΛΣ, ο οποίος τότε υπηρετούσε στο Γραφείο του Αρχηγού ΛΣ και συγκεκριμένα, στη Γραμματεία, ασχολούμενος με την πρωτοκόλληση των εισερχομένων και εξερχόμενων εγγράφων. Στα πλαίσια της ΕΔΕ αυτής διερευνήθηκε ξυλοδαρμός σε βάρος του Χ που προξενήθηκε, κατά τα καταγγελλόμενα από τον ίδιο, από άγνωστο άτομο με την ηθική αυτουργία της κελευστού ΛΣ Δ και εξύβριση κατωτέρου σε βάρος της τελευταίας από τον Χ, η οποία φέρεται ότι τελέστηκε το Μεγάλο Σάββατο του έτους 2001 στο Λιμεναρχείο Κέρκυρας. Ο φάκελλος συνοδευόταν από σχέδιο εγγράφου για την υποβολή της ΕΔΕ στον Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιώς προς ποινική αξιολόγηση της υποθέσεως, υπογεγραμμένο από όλα τα ενδιάμεσα κατώτερα υπηρεσιακά κλιμάκια. Στις 4.3.2002, ο πρώτος κατηγορούμενος, Α, αποχώρησε από τη θέση του Α/ΛΣ λόγω αποστρατείας του και τον αντικατέστησε ο δεύτερος κατηγορούμενος, Ε, αντιναύαρχος, στον οποίο ο πρώτος, ή σε οποιοδήποτε άλλο υπηρεσιακό όργανο, δεν παρέδωσε το φάκελλο της συγκεκριμένης ΕΔΕ, λόγω εξαφανίσεώς του από το Γραφείο του. Στο Γραφείο του πρώτου κατηγορουμένου, μεταξύ των άλλων, λόγω της προαναφερθείσας ιδιότητας και θέσεως του, είχε πρόσβαση ο τέταρτος κατηγορούμενος, Χ, ο οποίος, όταν απουσίαζε ο Αρχηγός του ΛΣ από αυτό, μπορούσε ευχερώς, χωρίς να γίνει αντιληπτός, να αφαιρέσει οποιοδήποτε υπηρεσιακό έγγραφο και επομένως και το φάκελλο της ανωτέρω ΕΔΕ, το πόρισμα της οποίας, ήταν μεν απαλλακτικό πειθαρχικών ευθυνών για τον ίδιο, πλην όμως ο φάκελλος της συνοδευόταν από σχέδιο εγγράφου για την υποβολή της ΕΔΕ στον Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιώς προς ποινική αξιολόγηση, υπογεγραμμένο, όπως προαναφέρθηκε, από τα ενδιάμεσα κατώτερα υπηρεσιακά κλιμάκια. Συμφέρον άμεσο για την υπεξαγωγή του φακέλλου της ανωτέρω ΕΔΕ είχε μόνον ο τέταρτος κατηγορούμενος, προκειμένου να αποφύγει την ποινική, για εξύβριση κατωτέρου, της κελευστού Δ, διερεύνηση της υποθέσεως, έγκλημα, για την τέλεση του οποίου, από τα στοιχεία της δικογραφίας της ΕΔΕ, προέκυπταν τουλάχιστον αποχρώσες ενδείξεις ενοχής σε βάρος του, ο οποίος, εν όψει των αυστηρώς υπηρεσιακών σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ αυτού και του Αρχηγού του ΛΣ Α αλλά και του υψηλού καθήκοντος ευθύνης που διέκρινε τον τελευταίο, δεν μπορούσε να τον επηρεάσει, ώστε ο τελευταίος (Α) να συμμετάσχει με οποιονδήποτε τρόπο στην υπεξαγωγή του φακέλλου της ΕΔΕ. Στην υπεξαγωγή του φακέλλου της ΕΔΕ είναι κατάδηλον ότι προέβη με πρόθεση ο τέταρτος κατηγορούμενος Χ, κατά τη διακριβωθείσα ημερομηνία, πάντως εντός του από αρχές Οκτωβρίου 2001 μέχρι στις 4.3.2002 χρονικού διαστήματος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είχε πρόσβαση στο Γραφείο του Αρχηγού ΛΣ καί άμεσο συμφέρον να προβεί στην αφαίρεση του για να αποφύγει την άσκηση εναντίον του ποινικής διώξεως για εξύβριση κατωτέρου (έγκλημα διωκόμενο αυτεπαγγέλτως κατά τον ΣΠΚ) και συγκεκριμένα, σε βάρος της κελευστού, Δ. Αντιθέτως, από κανένα από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε αξιόποινη συμμετοχή του πρώτου κατηγορουμένου στην τέλεση της ανωτέρω άδικης πράξης της υπεξαγωγής εγγράφου.
Συνεπώς, ο πρώτος κατηγορούμενος Α, πρέπει να κηρυχθεί αθώος του προδιαληφθέντος αξιόποινου αδικήματος της υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο, ένοχος δε του εγκλήματος αυτού ο τέταρτος, κατηγορούμενος Χ, κατ' ορθότερο της συμμετοχικής του δράσεως στο έγκλημα αυτό νομικό χαρακτηρισμό, ο οποίος δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε υπεξαγωγή εγγράφου από υπάλληλο, για την οποία είχε κηρυχθεί ένοχος πρωτοδίκως. Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά μέσα, σε σχέση με τους λοιπούς κατηγορουμένους (ΣΤ και Ε) αποδείχθηκαν τα εξής: Μετά την αποχώρηση του πρώτου κατηγορουμένου, Α στις 4.3.2002 από την ενεργό υπηρεσία, λόγω αποστράτευσης του και την αντικατάσταση του από το δεύτερο κατηγορούμενο Ε, αντιναύαρχο, ο τελευταίος, ως αρχηγός του ΛΣ, μετά την ενημέρωση του από τους επιτελείς του, με αφορμή την αναζήτηση της παραπάνω δικογραφίας από το Ναυτοδικείο, ότι η εν λόγω δικογραφία είχε απολεσθεί, διέταξε ΕΔΕ που διενεργήθηκε από τον πλοίαρχο ΛΣ, Ζ προς διακρίβωση των συνθηκών απώλειας της... Επί του πορίσματος (της ΕΔΕ) ο τρίτος κατηγορούμενος, ΣΤ, που υπηρετούσε ως Δ/ντής προσωπικού στη ΔΠΛΣ, ανέγραψε ιδιοχείρως κάτω από την ένδειξη "ΔΠΛΣ" τη φράση "από ΕΔΕ δεν προέκυψε ευθύνη σε βάρος οργάνων ή βαθμοφόρων της Υπηρεσίας μας, αρχείο ως προς τον καταλογισμό για την μη ανεύρεση"... Στη συνέχεια, μετά τη διαδικασία στο ακροατήριο του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς στις 14.12.2004 και την έκδοση της υπ' αριθ. 834/2004 καταδικαστικής αποφάσεως που αφορούσε τον τέταρτο κατηγορούμενο, Χ για εξύβριση κατωτέρου σε βάρος της κελευστή Δ, η τέλεση της οποίας προέκυπτε από την απολεσθείσα ως άνω δικογραφία ΕΔΕ...".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, που δίκασε, κήρυξε, κατά πλειοψηφία, ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο, το οποίο ήταν προσιτό σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του (ένα μέλος του Δικαστηρίου μειοψήφησε ως προς τον ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, από ηθική αυτουργία σε υπεξαγωγή εγγράφου από υπάλληλο, σε υπεξαγωγή εγγράφου, ενώ άλλο μέλος έκρινε τον κατηγορούμενο αθώο), και επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλάκισης έξι μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μια τριετία.
ΙV. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσης του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Τούτο δε, περαιτέρω, διότι για την πληρότητα της αιτιολογίας η πληττόμενη απόφαση διαλαμβάνει, ότι ο αναφερόμενος στην απόφαση φάκελος της δικογραφίας ΕΔΕ ήταν προσιτός στον κατηγορούμενο υπάλληλο, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. γ και 263α ΠΚ, λόγω της υπηρεσίας του ως ανθυποπλοιάρχου ΛΣ στο Γραφείο Αρχηγού ΛΣ και ειδικότερα στη Γραμματεία και ως εκ τούτου είχε πρόσβαση στο γραφείο του Αρχηγού ΛΣ και μπορούσε ευχερώς να αφαιρέσει τον ευρισκόμενο εκεί πιο πάνω φάκελο της δικογραφίας ΕΔΕ, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση του τρόπου, των μέσων και των περιστάσεων υπό τις οποίες αυτός υπεξήγαγε τα έγγραφα της δικογραφίας αυτής. Επίσης οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, εκτός άλλων, "καθώς στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης επαναλαμβάνεται επακριβώς και απλώς το περιεχόμενο του διατακτικού, χωρίς να αναφέρονται πρόσθετα κρίσιμα περιστατικά ή κρίσιμοι ασφαλείς συλλογισμοί ή σκέψεις....", ανεξαρτήτως της αοριστίας τους, αφού δεν αναφέρονται οι συγκεκριμένες ελλείψεις της αιτιολογίας, δεδομένου ότι μόνο η επανάληψη του κατηγορητηρίου στο σκεπτικό, δεν καθιστά την απόφαση αναιτιολόγητη, είναι και αβάσιμες. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή επαναλαμβάνει μεν στο σκεπτικό το διατακτικό κατά ένα σημαντικό μέρος , πλην όμως δεν αποτελεί απλή αντιγραφή αυτού, αλλά διαλαμβάνει και δικές της σκέψεις και περιστατικά, ενώ, επιπλέον, δεν ήταν αναγκαία η συσχέτιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και των από αυτή προκυψάντων πραγματικών περιστατικών, κατά τις αβάσιμες, επίσης, αιτιάσεις του αναιρεσείοντος.
Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν υποχρεούταν να απαντήσει ή να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση στους προβληθέντες, από τους συνηγόρους του αναιρεσείοντος, εγγράφως "σωρεία αρνητικών ισχυρισμών", τους οποίους ανέπτυξαν και προφορικώς, μεταξύ των οποίων ότι το Δικαστήριο δεν απάντησε στον ισχυρισμό του "περί έλλειψης της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 Σ και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται περί ηθικού αυτουργού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, στην απόφαση, κλπ" και ότι δεν ασχολήθηκε με τον ισχυρισμό "ο οποίος αφορούσε την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία να προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά τέλεσης της ηθικής αυτουργίας", καθώς και ότι δεν απάντησε στον "ισχυρισμό των συνηγόρων μου περί έλλειψης οποιουδήποτε στοιχείου, από το οποίο να αποδεικνύεται ο ειδικότερος τρόπος και τα συγκεκριμένα μέσα, με τα οποία κατέπεισα κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο τον Α στην υπεξαγωγή". Στους πιο πάνω ισχυρισμούς, που δεν αποτελούν λόγους έφεσης, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δε είχε υποχρέωση να απαντήσει και αλυσιτελώς προβάλλονται από τον αναιρεσείοντα, ως λόγοι αναίρεσης, για τον επιπλέον λόγο ότι το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, η απόφαση του οποίου και μόνο προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, δεν δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη ως ηθικός αυτουργός του συγκατηγορουμένου του Α, όπως δέχθηκε η πρωτόδικη απόφαση, ώστε να απαντήσει στους πιο πάνω "ισχυρισμούς". Περαιτέρω, εξάλλου, ουδείς από τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, ως προταθέντες ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από τον αναιρεσείοντα, ισχυρισμούς, συνιστά σαφή και ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης αποφάσεως έννοια, στον οποίο το Δικαστήριο είχε την υποχρέωση να απαντήσει. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ και 211 ΣΠΚ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης και των πιο πάνω απορριφθέντων ισχυρισμών του αναιρεσείοντος και για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, λόγω ασαφειών και ελλείψεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατά τα λοιπά, όλες λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, μεταξύ των οποίων ότι η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι το Δικαστήριο από μόνο το γεγονός ότι το έγγραφο ήταν προσιτό στον αναιρεσείοντα λόγω της θέσης του, συνάγει υποθετικά το αυθαίρετο συμπέρασμα, ότι αυτός το υπεξήγαγε και οδηγείται στην καταδίκη του, ότι από την αναφερόμενη στην απόφαση ΕΔΕ ουδόλως προέκυπταν ποινικές ευθύνες σε βάρος του, ότι το Δικαστήριο αρκείται σε υποθέσεις για το χρόνο τέλεσης του αδικήματος και χωρίς να παραθέτει μια λογική αλληλουχία αποδειχθέντων στοιχείων, με αυθαίρετο συλλογισμό συνάγει το συμπέρασμα ότι ο αναιρεσείων είχε συμφέρον από την υπεξαγωγή, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και νόμιμης βάσης πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Τέλος, το Δικαστήριο, δεχόμενο ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας της ΕΔΕ, προέκυπταν τουλάχιστον αποχρώσες ενδείξεις ενοχής" σε βάρος του αναιρεσείοντος, δεν υπερέβη την εξουσία του "καθώς αποφάσισε για υπόθεση, που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του", όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αλλά συνεκτίμησε τα εν λόγω στοιχεία της δικογραφίας, ως αποδεικτικά μέσα, αιτιολογεί δε την κρίση του αυτή με την αναφορά της 834/2004 καταδικαστικής αποφάσεως, με την οποία ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για εξύβριση κατωτέρου σε βάρος της κελευστή Δ και, συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 περ. Η' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5/6/2008 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 5098/10-6-2008) του Χ, Υποπλοίαρχου Λιμενικού, για αναίρεση της 187/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2008. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Οκτωβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή