Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Ε.Σ.Δ.Α., Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Με το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών (προσβαλλόμενο) απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, το οποίο και επικυρώθηκε και με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο για κακουργηματική πλαστογραφία και απάτη. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών παραπέμπει εξ ολοκλήρου στην πρόταση του Εισαγγελέα χωρίς να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, το δε πρωτόδικο βούλευμα δεν περιέχει δικές του σκέψεις αλλά αναφέρεται και αυτό εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση. Έτσι, η καθολική αναφορά με την τυπική αυτή αιτιολογία, που στηρίζει την κρίση του Συμβουλίου Εφετών, υπάρχει ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της δικαιοδοτικής εξουσίας κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης, καθώς και ελλιπής αιτιολογία. Γίνεται ουσιαστικά δεκτός ο στηριζόμενος στο άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ λόγος και αναιρουμένης της προσβαλλόμενης αποφάσεως, παραπέμπεται η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο για νέα κρίση.
Αριθμός 1207/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου ...., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 587/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.5.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 994/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 387/17.7.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά τα άρθρα 482 και 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τη με αριθμό 96/2008 αίτηση του ..., για αναίρεση του υπ' αριθμόν 587/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η με αριθμό 636/2007 έφεσή του κατά του υπ' αριθμόν 3213/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς, για κακουργήματα, Εφετείου Αθηνών, για να δικαστεί για τις πράξεις της α) πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτόν του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, το δε συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 € και β) απάτης με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 € (άρθρα 26 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1 και 3, 386 παρ. 1 και 3 περ. β' Π.Κ.) και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο, δια του πληρεξουσίου αυτού δικηγόρου, νομίμως εξουσιοδοτηθέντος και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένο λόγο αναιρέσεως και δη την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.) και είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και ερευνητέα κατ' ουσίαν. Ο προβαλλόμενος λόγος συνίσταται στο ότι στο πληττόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν αναφέρονται, ως έδει, ούτε τα πραγματικά περιστατικά, ούτε τα αποδεικτικά μέσα, ούτε οι σκέψεις και οι συλλογισμοί στα οποία στηρίχθηκε η παραπεμπτική κρίση του αλλά αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου στις ορθές σκέψεις του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών χωρίς να διαλαμβάνει τίποτα για τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες απεφάνθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφήρμοσε. Επειδή έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για τη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθενται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο στο σχηματισμό δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογή (Ολομ. ΑΠ 1/2005 ΠΧ ΝΕ 781). Προσέτι η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στη πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν τη παραπεμπτική πρόταση, με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. 'Όταν όμως ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, το δευτεροβάθμιο συμβούλιο έχει μεν τη δυνατότητα για να στηρίξει τις δικές του σκέψεις να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα, δεν συγχωρείται όμως το συμβούλιο εφετών να μη διαλαμβάνει τίποτα για τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες απεφάνθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφήρμοσε, αλλά απλώς να αναφέρεται εξ ολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος ή (και) στην ενσωματωμένη σ'αυτό (πρωτόδικο βούλευμα) εισαγγελική πρόταση. Με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και απεκδύεται αυτό της προβλεπομένης από το νόμο δευτέρου βαθμού κρίσεως, η οποία έχει ανάγκη δικής της αιτιολογίας για την αντιμετώπιση των παραπόνων του κατηγορουμένου κατά της παραπεμπτικής κρίσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, με αποτέλεσμα, στη περίπτωση αυτή το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών να στερείται παντελώς της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (Α.Π. 732/2005 ΠΧ ΝΕ σελ. 1014). Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει ότι ο .... με το υπ'αριθμ. 3213/2007 βούλευμα του συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών παραπέμφθηκε ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς για κακουργήματα, Εφετείου Αθηνών, για τις κακουργηματικές πράξεις της πλαστογραφίας και της απάτης, ως αναφέρονται στην αρχή της παρούσας. Κατά του βουλεύματος αυτού ο άνω κατηγορούμενος άσκησε την υπ' αριθμόν 636/2007 έφεσή του. Το Συμβούλιο Εφετών με το υπ' αριθμόν 587/2008 ήδη αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση αυτή και επικύρωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Στο αιτιολογικό του βουλεύματος αναφέρεται ότι "για τους λόγους που αναπτύσσονται στην εισαγγελική πρόταση, οι οποίοι είναι νόμιμοι και βάσιμοι και στους οποίους το Συμβούλιο πλήρως αναφέρεται, για αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσίαν η με αριθμό 636/2007 έφεση του κατηγορουμένου ... .....". Στην εισαγγελική πρόταση, αφού αναφέρονται οι κατηγορούμενες πράξεις, ως αιτιολογικό της υποθέσεως αναφέρεται ότι "......
Επειδή από τα στοιχεία της δικογραφίας φρονούμε ότι δεν επαληθεύονται οι αιτιάσεις του εκκαλούντος και τούτο διότι το συμβούλιο Πλημ/κών με πλήρη αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, ορθώς εξετίμησε τις αποδείξεις και αιτιολογημένα κατέληξε στη παραπεμπτική του κρίση. Στις ορθές αυτές σκέψεις και εμείς εξ ολοκλήρου αναφερόμαστε καθ' όσον η οποιαδήποτε παραπομπή στα πραγματικά περιστατικά και τη νομική τους αξιολόγηση θα κατέληγε αναπόφευκτα σε άσκοπη και ανεπίτρεπτη επανάληψη" Ούτω όμως το Συμβούλιο Εφετών ουδέν διαλαμβάνει για τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες απεφάνθη ότι υπάρχουν ενδείξεις επαρκείς και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφήρμοσε. Δια του τρόπου αυτού το βούλευμα στερείται παντελώς της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατά συνέπεια πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Προτείνω: 1) να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπ'αριθμόν 96/2008 αίτηση του ..., για αναίρεση του υπ'αριθμόν 587/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) να αναιρεθεί το άνω βούλευμα
3) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένων. Αθήνα 30 Ιουνίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. β ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. 'Οταν, όμως, ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, το δευτεροβάθμιο συμβούλιο έχει μεν τη δυνατότητα για να στηρίξει τις δικές του σκέψεις να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα, δεν συγχωρείται όμως το συμβούλιο εφετών να μη διαλαμβάνει τίποτα για τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες απεφάνθη ότι υπάρχουν αποχρώσες (επαρκείς) ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφήρμοσε, αλλά απλώς να αναφέρεται εξ ολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος, ή (και) στην ενσωματωμένη σ' αυτό (πρωτόδικο βούλευμα) εισαγγελική πρόταση. Με τον τρόπο αυτόν, εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και απεκδύεται αυτό της προβλεπομένης από τον νόμο δευτέρου βαθμού κρίσεως, η οποία έχει ανάγκη δικής της αιτιολογίας για την αντιμετώπιση των παραπόνων του κατηγορουμένου κατά της παραπεμπτικής κρίσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, με αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή το βούλευμα του συμβουλίου εφετών να στερείται παντελώς της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και τον νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 587/2008 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος και επεκύρωσε το υπ' αρ. 3213/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπεται αυτός ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί για τις πράξεις: α) πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση από την οποία το συνολικό όφελος και συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και β) απάτης με περιουσιακό όφελος κατ' αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Η αιτιολογία του ως άνω αναιρεσιβαλλομένου βουλεύματος περιλαμβάνει μόνο τυπική αναφορά στις σκέψεις της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δια της φράσεως "Για τους λόγους που αναπτύσσονται στην εισαγγελική πρόταση, οι οποίοι είναι νόμιμοι και βάσιμοι και στους οποίους το Συμβούλιο τούτο πλήρως αναφέρεται, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσίαν η με αριθμό 636/2007 έφεση του κατηγορουμένου, ..., κατά του με αριθμό 3213/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να επικυρωθεί το βούλευμα αυτό". Στην εν λόγω ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση γίνεται καθολική αναφορά στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος, χωρίς καμία έκθεση των κρισίμων γεγονότων και χωρίς βεβαίως να γίνεται καμμία άλλη αναφορά του αναιρεσείοντος. Το πρωτόδικο βούλευμα δεν περιέχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εκθέτον με τυπική σκέψη, ότι η πρόταση του Εισαγγελέα περιέχει νομίμους και βάσιμους λόγους και ότι μετά από αυτά από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για τις ως άνω πράξεις. Έτσι, με την τυπική αυτή καθολική αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα, χωρίς να διαλαμβάνεται καμία σκέψη, στηρίζουσα την δευτεροβάθμια κρίση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, υπάρχει ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της δικαιοδοτικής του εξουσίας, κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης, καθώς και ελλιπής αιτιολογία, η οποία δεν είναι η εκ του Συντάγματος και του νόμου επιβεβλημένη ειδική και εμπεριστατωμένη. Επομένως, είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, διότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που απεφάνθησαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθ. 587/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που απεφάνθησαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ