Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα. Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, άνω των 73.000 ευρώ. Το βούλευμα αναφέρεται, χωρίς δικές του σκέψεις, στην εισαγγελική πρόταση και αυτή αναφέρεται στο πρωτόδικο βούλευμα. Οι σκέψεις που υπάρχουν στην ενσωματωμένη στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, εισαγγελική πρόταση, αφορούν στην απόρριψη των, δια της έφεσης, υφισταμένων ισχυρισμών και η απόρριψής τους γίνεται με επιλεκτική αξιολόγηση αποδεικτικών μέσων και όχι όλων. Δεκτή αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 1348/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 554/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1117/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την 391/16-10-07 πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ' άρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 6/18-5-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 554/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 315 /2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 1955/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με ποσό που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πληρεξούσιο των κατηγορουμένων που είχε προς τούτο ειδική εντολή η οποία προσαρτάται στην αίτηση αναίρεσης και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της απόλυτης ακυρότητας και υπέρβασης εξουσίας και, έλλειψης ειδικής αιτιολογίας ( άρθρ. 484 & 1 α, δ και στ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι
Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρεται στην αίτηση ότι. Το προσβαλλόμενο βούλευμα α. δεν περιέχει επιβαλλόμενη αιτιολογία διότι αφ' ενός μεν δεν περιέχει δικές του σκέψεις αλλά αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη πρόταση του Εισαγγελέα η οποία δεν προβαίνει στην έκθεση ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων άλλα αναφέρεται στο περιεχόμενο του Πρωτόδικο βουλεύματος στο οποίο παραπέμπει χωρίς να το ενσωματώνει και β. γιατί ενώ κατά του αναιρεσείοντα είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη για την οποία και είχε απολογηθεί και είχε προταθεί από τον Εισαγγελέα στο Συμβούλιο Πλημ/κών η παραπομπή του για την πράξη αυτή το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών το οποίο επικύρωσε το πρωτοβάθμιο βούλευμα τον παραπέμπουν να δικαστεί για κακουργηματική υπεξαίρεση καθ' υπέρβαση εξουσίας αλλά και για έλλειψη ακρόασης καθώς δεν κλήθηκε να απολογηθεί για την πράξη της υπεξαίρεσης για την οποία όπως προαναφέρεται παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 375& 1 ΠΚ όπως ισχύει "τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. 'Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών" παράνομη ιδιοποίηση ξένου ολικά ή μερικά κινητού πράγματος που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη καθ' οιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με τον δράστη κυριότητα όπως αυτή διαπλάσσεται από τον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση είναι και τα χρήματα τα οποία περιέρχονται στον δράστη με την εντολή και δέσμευση του να τα επενδύσει σε μετοχές για λογαριασμό άλλου για καλύτερη αξιοποίηση τους αλλά αυτός τα ιδιοποιείται. Περαιτέρω και εφ' όσον διαπιστωθεί ότι το αυτό υλικό αντικείμενο του ίδιου παθόντος δεν περιήλθε στην κατοχή του δράστη με απατηλό τρόπο σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για απάτη τότε παραδεκτά εξετάζεται από το συμβούλιο αν συντρέχει περίπτωση υπεξαίρεσης οπότε ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για την πράξη αυτή(υπεξαίρεση) χωρίς να υφίσταται ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας. (Α.Π 1062/1999 και ΑΠ 15/1975). Εξ άλλου το Συμβούλιο εφετών όταν επιλαμβάνεται κατόπιν εφέσεως οποιουδήποτε διαδίκου δεν δεσμεύεται από το άρθρο 470 ΚΠΔ το οποίο δεν εφαρμόζεται επί βουλευμάτων και έχει εξουσία να χειροτερεύσει την θέση του κατηγορουμένου και να δώσει στην πράξη τον ορθό χαρακτηρισμό με βάση τα πραγματικά περιστατικά ( ΑΠ 1062/1999 Π.Χ Ν 520).
Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει ότι κατά του κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη με ποσό ζημίας άνω των 73.000 ευρώ με περιστατικά ότι με ψευδείς παραστάσεις έπεισε τις παθούσες να ρευστοποιήσουν τα αμοιβαία κεφάλαια τους ύψους 72.000.000 δραχμ. ή 211.298 ευρώ να τα καταθέσουν σε προθεσμιακή κατάθεση σε κοινό λογαριασμό. Την διαδικασία της κίνησης αυτής των κεφαλαίων και ιδία το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού την ανέλαβε ο αναιρεσείων ο οποίος όμως αντί να καταθέσει το χρηματικό αυτό ποσό σε κοινό προθεσμιακό λογαριασμό των μηνυτριών τα κατέθεσε στο όνομα του ενσωματώνοντας έτσι το χρηματικό αυτό ποσό στην περιουσία του. Με βάση τα περιστατικά αυτά το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο αντίθετα προς την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ουσίας αξιολόγησε και εκτίμησε τα περιστατικά και έκρινε ότι στην περίπτωση αυτή στοιχειοθετούνταν η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 73.000 ευρώ και τον παρέπεμψε για την πράξη του αυτή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το αυτό έκρινε και το Συμβούλιο Εφετών μετά από έφεση του κατηγορουμένου το οποίο απέρριψε την έφεση του κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος επικυρώνοντας το πρωτοβάθμιο βούλευμα.
Υπό τα περιστατικά αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω παραδεκτά το Συμβούλιο έκρινε άλλως από την πρόταση του Εισαγγελέα αφού επί της ουσίας το Συμβούλιο δεν δεσμεύεται από την πρόταση του Εισαγγελέα (ΑΠ 397/81, ΑΠ 97/56), όπως επίσης επιτρεπτά μετέτρεψε την κατηγορία από απάτη σε υπεξαίρεση με βάση την αξιολόγηση των αυτών πραγματικών περιστατικών. Επομένως οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντα κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος για υπέρβαση εξουσίας εκ του λόγου αυτού είναι αβάσιμες.
Επίσης ως προς τις αιτιάσεις για απόλυτη ακυρότητα συνισταμένη σε έλλειψη ακρόασης πρέπει να λεχθεί ότι ο αναιρεσείων κλήθηκε και απολογήθηκε με βάση τα πραγματικά περιστατικά τα οποία διαλαμβάνονται στην κατηγορία η οποία του απαγγέλθηκε και τα οποία κατά την κρίση του αρμοδίου Συμβουλίου κρίθηκε ότι δεν απαρτίζουν την έννοια της κακουργηματικής απάτης αλλά της κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Τουτέστιν ο αναιρεσείων απάντησε στην κατηγορία με βάση τα πραγματικά περιστατικά τα οποία τέθηκαν υπ' όψη του και ως εκ τούτου δεν υφίσταται έλλειψη ακρόασης την οποία επικαλείται και εκ του λόγου αυτού και η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί σαν αβάσιμη
Περαιτέρω ως προς τον προβαλλόμενο λόγο της έλλειψης αιτιολογίας συνισταμένης στο γεγονός ότι το Συμβούλιο Εφετών αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου στην ενσωματτωμένη πρόταση του Εισαγγελέα η οποία και αυτή με τη σειρά της αναφερόταν στην ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που έκανε το πρωτόδικο βούλευμα χωρίς παράθεση ιδίων σκέψεων παρά μόνο σε ανάπτυξη λόγων απόρριψης των ισχυρισμών του αναιρεσείοντα πρέπει ν' αναφερθούν τα παρακάτω,
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά τις διατάξεις του άρθρου 139 ΚΠΔ η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. ε ΚΠΔ όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν κατά την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Η επιβαλλόμενη αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν με την προϋπόθεση ότι στην πρόταση εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και την προανάκριση και από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.
Όταν όμως ασκείται έφεση κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος από τον κατηγορούμενο, το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο έχει μεν την δυνατότητα να στηρίξει τις δικές του σκέψεις και να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα, δεν συγχωρείται όμως το Συμβούλιο να μην διαλαμβάνει τίποτε για τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες αποφάνθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις βάσει των οποίων υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά απλά αναφέρεται εξ ολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος ή και στην ενσωματωμένη σ' αυτό (πρωτόδικο) πρόταση του Εισαγγελέα γιατί με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και το Συμβούλιο με τον τρόπο αυτό απεκδύεται της επιβαλλομένης σ' αυτό και προβλεπόμενης από το νόμο δευτέρου βαθμού κρίσης η οποία έχει ανάγκη από δική της αιτιολογία για την αντιμετώπιση των παραπόνων του κατηγορουμένου κατά της παραπεμπτικής κρίσης του πρωτοβάθμιου Συμβουλίου με συνέπεια ότι έφ' όσον η αιτιολογία του δευτεροβάθμιου Συμβουλίου περιορίζεται στην παραπομπή της εκτιθέμενης στο πρωτοβάθμιο βούλευμα αιτιολογίας έστω και αν αυτή κρίνεται σαφής και πλήρης να στερείται της επιβαλλόμενης κατά το άρθρο 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΑΠ 1151/2006, Α Π 2253/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση όπως εκτέθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς την αιτιολογία παρέπεμψε στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση η οποία και αυτή με τη σειρά της παρέπεμψε στις σκέψεις του πρωτοβάθμιου βουλεύματος και προέβη μόνο στην απάντηση επί ορισμένων ισχυρισμών του κατηγορουμένου Με τον τρόπο αυτό όμως το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέλαβε αιτιολογία κατά τις διατάξεις του άρθρου 139 ΚΠΔ και για τον λόγο αυτό πρέπει ν' αναιρεθεί.
Διά ταύτα Προτείνω
Α Να γίνει δεκτή η με αριθμ. 6/18-5-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 554/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 315/2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 1955/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με ποσό που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ και ν' αναιρεθεί το με αριθμ. 554/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών
Β Να παραπεμφθεί στο αυτό Συμβούλιο για επανάκριση το οποίο πρέπει να συντεθεί με διαφορετικούς από αυτούς που συμμετείχαν στην σύνθεση του δικαστές Αθήνα την 10-10-2007
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. To παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ιδίου κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή στην ουσιαστική διάταξη όπου εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλόμενη αυτή από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική ή επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 554/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που απέρριψε την από 24 Ιουλίου 2006 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αρ. 1955/2006 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το συνολικό ποσό των 73.000 Ευρώ, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης υποθέσεως ορθώς αναλύονται. αλλά και εκτιμώνται στο προσβαλλόμενο με την έφεση βούλευμα - στο οποίο σχετικώς αναφερόμεθα προς αποφυγή περιττής επαναλήψεως - ως συνιστώντα, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, το αδίκημα της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακ/τος και όχι αυτό της κακουργηματικής απάτης του άρθρου 386 § § 1, 3β, όπως εξελήφθη αρχικά.
Οι ισχυρισμοί του εκκαλούντα στην έφεσή του, στο κείμενο της οποίας συχνά παραπέμπει στο ανακριτικό του υπόμνημα, χωρίς αυτό να προσθέτει κάτι το ουσιώδες, όχι μόνον δεν επαληθεύονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αλλά καταρρίπτονται κατηγορηματικά από τις μαρτυρικές καταθέσεις. Πράγματι, ενώ ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι όχι του ιδίου, αλλά του συζύγου της β' εκ των μηνυτριών, Γ1 ήταν η πρωτοβουλία να ρευστοποιήσει η οικογένεια των μηνυτριών τα αμοιβαία κεφάλαια, που διατηρούσαν οι εγκαλούσες στην Nationale Nederlanden εξ 72.000.000 δρχ. και να καταθέσουν τα χρήματα σε δικό του (του κατηγορουμένου) λογαριασμό, προκειμένου αυτά να τα επενδύσει επωφελώς σε μετοχές, ο ανωτέρω αναφερόμενος, αλλά και η σύζυγος του, β' εγκαλούσα, στις μαρτυρικές τους καταθέσεις δηλώνουν ανενδοιάστως τα αντίθετα. Επίσης ο εκκαλών αδυνατεί όχι μόνον να αποδείξει, αλλά και στοιχειωδώς να επιβεβαιώσει τον θεμελιώδη ισχυρισμό του, ότι το εν λόγω χρηματικό ποσό κατετέθη σε δικό του λογαριασμό από την δεύτερη εγκαλούσα, προκειμένου αυτός να το επενδύσει σε μετοχές. Ο μάρτυς ........ Διευθυντής υποκαταστήματος της ανωτέρω εταιρείας, διαψεύδει τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, ενώ, εξ' άλλου οι εγκαλούσες μητέρα και κόρη, ο ......., σύζυγος της πρώτης, αλλά και ο γαμβρός του τελευταίου. Γ1, πρώην συνάδελφος του κατηγορουμένου, εξιστορούν πειστικότατα τα περιστατικά της κατηγορίας. Προφανές, επίσης είναι ότι οι δοθείσες από τον κατηγορούμενο συναλλαγματικές αποτελούν έμμεση αναγνώριση του χρέους του προς τις μηνύτριες, παρά τα όσα ευφάνταστα ο ίδιος καταθέτει προς υποστήριξη αθωότητας. Κατόπιν όλων αυτών προκύπτουν και κατά την γνώμη μας αποχρώσες ενδείξεις ενοχής εις βάρος του κατηγορουμένου, τέτοιες, που είναι ικανές όχι να δικαιολογήσουν απλώς, αλλά και να επιβάλουν τον ακροαματικό έλεγχο της υπό κρίση υποθέσεως και ορθώς έκρινε το Συμβούλιο Πλημ/κών παραπέμποντας τον ήδη εκκαλούντα στο αρμόδιο ακροατήριο, για να δικασθεί για την αναφερομένη εν αρχή της παρούσας αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως".
Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο Βούλευμα, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για τους εξής λόγους. Διότι το Συμβούλιο αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα Εισαγγελική πρόταση. Όμως, στην Εισαγγελική πρόταση, δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία επιτρεπτά θα μπορούσε να συνταχθεί, εν όλω ή εν μέρει, και η κρίση του Συμβουλίου, αλλά αναφέρεται εξολοκλήρου στο Πρωτόδικο Βούλευμα. Όμως, εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση, ασκήθηκε έφεση από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, κατά του πρωτόδικου Βουλεύματος, δεν είναι επιτρεπτό, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο να μην διαλαμβάνει τίποτα για τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις με τις οποίες αποφάνθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφάρμοσε, αλλά απλώς αναφέρεται εξολοκλήρου στην Εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής, μη διαλαμβάνουσας κατά τα ανωτέρω δικές της σκέψεις, στο πρωτόδικο Βούλευμα. Πέρα από αυτά, και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι, εφόσον στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα Εισαγγελική πρόταση περιλαμβάνονται σκέψεις, σχετικά με τους αναφερόμενους στην έφεση του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ισχυρισμούς, οπότε θα ήταν επιτρεπτή η αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση αυτή, και πάλι δεν υφίσταται η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενόψει του ότι η Εισαγγελική πρόταση δεν διαλαμβάνει πραγματικά περιστατικά και συναφείς σκέψεις, με τις οποίες κρίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, αναφορικά με την ως άνω αξιόποινη πράξη, για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου, απλώς, δι' αυτής, απορρίπτονται οι ισχυρισμοί του τελευταίου, με την αιτιολογία ότι "καταρρίπτονται κατηγορηματικά από τις μαρτυρικές καταθέσεις". Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, στο σημείο αυτό, η Εισαγγελική πρόταση, κάνει επιλεκτική αναφορά σε μαρτυρικές καταθέσεις, προκειμένου να απορρίψει τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, χωρίς να προκύπτει, αφού δεν γίνεται καμία μνεία, ότι έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), με συνέπεια και εξ αυτού του λόγου, να μην υφίσταται η, από τις ως άνω διατάξεις, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρώτος λόγος της ένδικης αναίρεσης και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, παρελκούσης της έρευνας του ετέρου λόγου αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση, ενώπιον του αυτού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, σύμφωνα με τα άρθρα 485 και 519 του Κ.Π.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αρ. 554/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς νέα κρίση, ενώπιον του αυτού Συμβουλίου, που θα συγκροτηθεί από δικαστές, άλλους από αυτούς που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ