Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κλοπή.
Περίληψη:
Απορρίπτει αίτημα αναβολής και αίτηση ενός εκ των αναιρεσειόντων, καθώς και την αίτηση του ετέρου. Κακουργηματική κλοπή 374 στοιχ. δ΄ και ε΄ ΠΚ. Λόγοι Δ΄ και Ε΄, καθώς και Α΄. Εκ παραδρομής το αναγνωσθέν 85/23-5-98 (έγγραφο) μνημο-νεύεται ως 83
Αριθμός 2085/2007
Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων: 1) Χ1 ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Διαβατών Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ρίζο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 296-297/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Μαϊου 2006 και 17 Απριλίου 2006, αντίστοιχα, αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 833/2006, ως και στους από 13 Ιουλίου 2006 πρόσθετους λόγους του δευτέρου των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων.
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του δευτέρου των αναιρεσειόντων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος και να απορριφθεί η αίτηση του δευτέρου ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτού.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α) Ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του Εισαγγελέα μπορεί το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλλει για μία μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στο ακροατήριο εμφανίσθηκε ο δικηγόρος Αθηνών Νικόλαος Γιώτας και ζήτησε την αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως, επικαλούμενος "αδυναμία ανευρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Χ1, που είναι πελάτης του, και επικοινωνίας μαζί του". Ο επικαλούμενος όμως λόγος αναβολής, και αληθής υποτιθέμενος, δεν συνιστά την προβλεπόμενη από το νόμο ιδιαίτερα εξαιρετική περίπτωση, την οποία προϋποθέτει η αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Επομένως, το πιο πάνω αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠοινΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία ........ αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα του Α.Τ. Σκύδρας ......., ο πρώτος αναιρεσείων Χ1 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση από 3-5-2006 αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον πιο πάνω αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Β) Ως προς το δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2: Κατά το άρθρο 372 παρ. 1 του ΠΚ "Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών", κατά δε το άρθρο 374 περ. δ' και ε' του ίδιου Κώδικα "Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες (περ. δ') και αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (περ. ε')". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού", νοείται αντικειμενικά σύμπραξης την εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει ν' αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (Ολ. ΑΠ 50/90). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 296-297/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Τις νυκτερινές ώρες της 20ης προς 21η Μαϊου 1998 έγινε διάρρηξη στο τυροκομείο του Ψ1, που βρίσκεται στη θέση ".........." στο ......... Πιερίας. Από το ψυκτικό θάλαμο του τυροκομείου αυτού αφαιρέθηκαν 850 μεγάλα δοχεία που περιείχαν τυρί φέτα, βάρους 16 κιλών το καθένα, αξίας 22.000 δραχμών το καθένα, και 500 μεγάλα τεμάχια κεφαλοτύρι, βάρους 8 κιλών το καθένα, και αξίας 15.000 δραχμών το καθένα. Με βάση τα στοιχεία αυτά η συνολική αξία των αφαιρεθέντων τυριών ανέρχεται σε 26.200.000 δραχμές. Την κλοπή αυτή ο ανωτέρω ιδιοκτήτης του τυροκομείου την αντελήφθη το πρωϊ της 21-5-1998. Στη συνέχεια και δη στις 2-6-1998 από ανώνυμο τηλεφώνημα που αυτός δέχτηκε, του γνωστοποιήθηκε ότι τα κλαπέντα τυριά βρίσκονταν στο κατάστημα του Β1, στη ......., συγκατηγορουμένου αρχικά των κατηγορουμένων για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και δη των τυριών, ο οποίος αθωώθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση. Από έρευνα που έγινε από τις αστυνομικές αρχές, που αμέσως ειδοποιήθηκαν από το Ψ1-παθόντα, διαπιστώθηκε ότι πράγματι στο κατάστημα του Β1 υπήρχαν δοχεία με τυρί φέτα από τα κλοπιμαία και ότι ο εν λόγω καταστηματάρχης Β1 με το υπ' αριθμ. ........ δελτίο αποστολής-τιμολόγιο, εκδόσεως του Χ5, είχε αγοράσει 300 δοχεία τυρί φέτα από τα κλοπιμαία, αντί 1200 δραχμών το κιλό. Από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι μετά την κλοπή της ανωτέρω σημαντικής ποσότητας τυριών, τα κλοπιμαία μεταφέρθηκαν αρχικά στην ....... και στη συνέχεια μεταφορτώθηκαν στο μικρό αυτοκίνητο του Χ1 . Προκειμένου όμως αυτά να μεταφερθούν στην περιοχή Αθηνών ο τελευταίος άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο της προώθησής τους στην εν λόγω περιοχή με κατάλληλο αυτοκίνητο. Ειδικότερα, απευθύνθηκε στο γραφείο μεταφορών του αρχικά συγκατηγορουμένου του Χ3. Επειδή αυτός δεν είχε διαθέσιμο αυτοκίνητο, ζήτησε από το συγκατηγορούμενό του Χ4, ο οποίος επίσης διατηρεί γραφείο μεταφορών, να διαθέσει αυτός δικό του αυτοκίνητο για την πραγματοποίηση της μεταφοράς. Πράγματι, ο Χ4, διέθεσε αυτοκίνητο, στο οποίο φορτώθηκαν τα κλοπιμαία τυριά, τα οποία είχαν αφαιρεθεί από το τυροκομείο του Ψ1. Στο εν λόγω αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο μάρτυρας κατηγορίας Ζ1, επιβιβάστηκε κατ' απαίτησή του στη θέση του συνοδηγού ο κατηγορούμενος Χ2 και συνόδευσε το αυτοκίνητο με το εμπόρευμα στην Αθήνα και μετά από συναπόφαση μεταξύ αυτού και του πρώτου κατηγορουμένου. Μετά την άφιξη του αυτοκινήτου στην Αθήνα ο Χ2 ειδοποίησε το Χ5. Αυτός πήρε δοχεία τυριού ως δείγματα και την επόμενη ημέρα έδωσε εντολη και το αυτοκίνητο μεταφέρθηκε στη ........., όπου παρουσία του εκφορτώθηκε ποσότητα 300 δοχείων τυριού φέτα, στο κατάστημα -Σούπερ Μάρκετ- του ανωτέρω Β1. Ο Χ5 επιχείρησε να πουλήσει και τα κλοπιμαία τεμάχια κεφαλοτυριού στο Β1, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να τα αγοράσει. Επειδή όμως το εν λόγω αυτοκίνητο, στο οποίο ήταν φορτωμένα τα τυριά, έπρεπε να μεταβεί για φόρτωση άλλων εμπορευμάτων από το λιμάνι του Πειραιά, ο Ζ1-οδηγός του, μετά από τηλεφωνική συνεννόησή του με τον ανωτέρω Χ4, εναπόθεσε τα κεφαλοτύρια αυτά στο χώρο της αποθήκης των εγκαταστάσεων της ........ Το γεγονός αυτός το γνωστοποίησε στους Χ2 -κατηγορούμενο και Χ5. Στη διάπραξη της κλοπής των ανωτέρω σημαντικών ποσοτήτων τυριών -φέτας και κεφαλοτυριού- συνέπραξαν από κοινού οι κατηγορούμενοι 1) Χ1 και 2) Χ2, καθώς και οι α) Χ6 και β) Χ5, φυγόδικοι. Τα πρόσωπα αυτά διέπραξαν από κοινού την εν λόγω κλοπή. Ειδικότερα, αφού διέρρηξαν το τυροκομείο του Ψ1, αφαίρεσαν από το ψυκτικό θάλαμο αυτού τις ανωτέρω ποσότητες τυριών, με σκοπό να τις ιδιοποιηθούν παράνομα, έχοντας ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, δηλαδή έχοντας οργανωθεί ως ομάδα για την τέλεση απροσδιόριστου αριθμού κλοπών και έχοντας οργανώσει και κατάλληλη υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης κλοπών. Συγκεκριμένα, εκτός από την οργάνωσή τους σαν ομάδα, είχαν διαθέσιμο μπλοκ τιμολογίων, δελτίων αποστολής για τη διακίνηση των κλοπιμαίων, διέθεσαν αυτοκίνητο για τη μεταφορά των κλοπιμαίων από τον τόπο της κλοπής σε μεταφορικά γραφεία και οργάνωσαν σύστημα πληροφόρησης, ώστε να ανευρίσκουν μεταφορείς για τη διακίνηση των κλοπιμαίων στους εμπόρους για τη διάθεσή τους. Ενόψει αυτών από την υποδομή τους αυτή, που έγινε με πρόθεση τέλεσης κλοπών, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος από την τέλεση τέτοιας πράξης. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προέκυψε, χωρίς αμφιβολία, η τέλεση της εν λόγω πράξης από τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2. Αυτά ειδικότερα προκύπτουν από το γεγονός ότι αυτοί αναμείχθηκαν ενεργώς στη διακίνηση των κλοπιμαίων τυριών, αφού προηγουμένως αφαίρεσαν τα ως άνω τυριά από το τυροκομείο του παθόντος με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους. Ειδικότερα, προέκυψε ότι ο Χ1 αρχικά μεταφόρτωσε τα κλοπιμαία στο μικρό ιδιωτικό αυτοκίνητό του, παρά το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν προορισμένο για τη μεταφορά εμπορευμάτων τρίτων και ειδικά τυριών. Στη συνέχεια ο ίδιος κατηγορούμενος προσπάθησε να ανεύρει ειδικό αυτοκίνητο για τη μεταφορά των ένδικων προϊόντων και απευθύνθηκε στο γραφείο μεταφορών και μάλιστα όχι απλώς διευκόλυνε το Χ5 για την ανεύρεση γραφείου μεταφορών, αλλά ο ίδιος φρόντισε για τη μεταφόρτωση των τυριών και εξέδωσε το δελτίο αποστολής που συνόδευε τα κλοπιμαία. Εκτός αυτών και ο κατηγορούμενος Χ2 αναμείχθηκε στη μεταφορά των κλοπιμαίων τυριών, ενώ συνόδευσε το αυτοκίνητο που τα μετέφερε στην Αθήνα, και ακόμη και έως τον τόπο της εκφόρτωσης των τυριών φέτας στη ......, αφού νωρίτερα ήλθε σε επαφή με τον ανωτέρω Χ5, που μεσολαβούσε για τη διάθεση των κλοπιμαίων τυριών. Ο εν λόγω δεύτερος κατηγορούμενος προέβαινε στις ενέργειες αυτές σύμφωνα με τη συναπόφαση που είχε συνάψει με τον πρώτο κατηγορούμενο και ενεργούσε (όπως και ο 1ος) κατά τους ανατεθέντες ρόλους, που είχαν μεταξύ τους συμφωνηθεί για την εκτέλεση του σχεδίου τους.
Συνεπώς προέκυψε ότι και οι δύο κατηγορούμενοι προέβησαν σε ενέργειες που δηλώνουν ότι αντιμετώπιζαν και χειρίζονταν "δική τους υπόθεση", αφού εκδήλωσαν έντονο και συνεχές ενδιαφέρον έως την τελική τύχη των κλοπιμαίων. Αντίθετα, από τα ως άνω στοιχεία δεν προέκυψε ότι ο προαναφερόμενες πράξεις των κατηγορουμένων έγιναν στα πλαίσια κάποιας από τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, έναντι αμοιβής, εκ μέρους αυτών -δραστών της κλοπής. Τα ανωτέρω, ιδίως, πιστοποιούνται από την κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας Ζ1, οδηγού του Χ4 και οδηγού του αυτοκινήτου, με το οποίο μεταφέρθηκαν τα ως άνω κλοπιμαία τυριά στην Αθήνα και στη ......., τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. Συγκεκριμένα, μεταξύ των άλλων, ο εν λόγω μάρτυρας, κατέθεσε: 1) για τη συνεχή παρουσία του πρώτου κατηγορουμένου στις διαδικασίες για την προώθηση των τυριών στην Αθήνα και τη ........, καθώς και για το έντονο ενδιαφέρον που έδειχνε γι' αυτό, αφού παρέστη στη μεταφόρτωση των τυριών από το μικρό αυτοκίνητό του στο φορτηγό, που τελικά μεταφέρθηκαν στον προορισμό τους, 2) για τη σωστή συντήρησή τους, και δη τη διατήρηση της κανονικής θερμοκρασίας του ψυγείου του αυτοκινήτου, που υποδείκνυε ο πρώτος κατηγορούμενος, 3) για την έκδοση συνοδείας του φορτίου με δελτίο αποστολής, με επιμέλεια του πρώτου κατηγορουμένου, 4) για την απαίτηση του δεύτερου κατηγορουμένου (καθώς και του πρώτου), να συνοδεύσει το φορτίο των τυριών στην Αθήνα, 5) για το ενδιαφέρον που έδειχνε ο τελευταίος για τα τυριά και ειδικότερα για τη συντήρησή τους στο ψυγείο, 6) για τις πρωτοβουλίες του περί του ειδικότερου προορισμού των τυριών, που ανέπτυσσε ο δεύτερος κατηγορούμενος, αφού ο οδηγός του αυτοκινήτου -μάρτυρας κατηγορίας- είχε άγνοια αυτού, 7) για τις επαφές- συναντήσεις που είχε ο δεύτερος κατηγορούμενος με το ως άνω πρόσωπο για την προώθηση των τυριών στο ως άνω κατάστημα και 8) για την παροχή δείγματος τυριού-φέτας που έδωσε ο 2ος κατηγορούμενος στον ως άνω μεσάζοντα για να ολοκληρωθεί η διάθεση αυτής στο κατάστημα του Β1 στη .......... Ο παρών δεύτερος κατηγορούμενος με την απολογία του έμμεσα μεν αλλά κατά τρόπο σαφή συνομολόγησε τα ανωτέρω, αφού δέχθηκε ότι 1) είχε επαφές με τα ανωτέρω πρόσωπα (Χ1, Χ6, Χ5, Β1), 2) φρόντισε για την πραγματοποίηση της μεταφοράς των τυριών με κατάλληλο αυτοκίνητο και 3) συνόδευσε το ως άνω αυτοκίνητο στην Αθήνα και στη ......... την παρούσα κλοπή και ότι προέβη στις ανωτέρω ενέργειες για το "μεροκάματο", εκδοχή η οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν είναι βάσιμη, ενόψει των ανωτέρω. Επισημαίνεται ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης φορτηγού αυτοκινήτου ψυγείου, γεγονός το οποίο δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό του ότι προέβη στα ανωτέρω μόνο για το "μεροκάματά του". Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της ανωτέρω πράξης και δη της διακεκριμένης κλοπής". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ2 (καθώς και τον άνω συγκατηγορούμενό του Χ1) για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της διακεκριμένης κλοπής από κοινού και του επέβαλε ποινή καθείρξεως πέντε ετών.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 372 παρ. 1 και 374 περ. δ' και ε' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρονται λεπτομερώς στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος συμμετέσχε στην τέλεση του άνω εγκλήματος ως συναυτουργός, και δη ότι συνέπραξε στην εκτέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως της διακεκριμένης κλοπής και ήθελε την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς της γνωρίζοντας ότι ο συμμέτοχος συγκατηγορούμενός του Χ1 έπραττε με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος, ενώ δεν απαιτείτο εν προκειμένω και η εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε δράστη. Επίσης, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του (δεύτερου) αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως της κλοπής, το Πενταμελές Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής. Η καταδίκη δε του αναιρεσείοντος με την επιβαρυντική περίσταση της περ. ε' του άρθρου 374 ΠΚ έγινε με την πρώτη περίπτωση της κακουργηματικής μορφής της κλοπής, ήτοι, όπως προεκτέθηκε, της κατ' επάγγελμα και μόνο τελέσεως αυτής, ως προς την οποία δεν τίθεται όριο χρηματικού ποσού για την πρόσδοση σ' αυτήν κακουργηματικού χαρακτήρα. Η δε αναφορά της αξίας των κλαπέντων αντικειμένων στο ποσό των δρχ. 26.200.000 έγινε διηγηματικά και σε κάθε περίπτωση, καίτοι η εν λόγω αξία ανάγεται στην ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου, πράγματι αυτή ανέρχεται στο άνω χρηματικό ποσό, και όχι στο ποσό των δρχ. 24.700.000, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Η αιτίαση, περαιτέρω, του τελευταίου ότι δεν μνημονεύονται στην αιτιολογία της αποφάσεως περιστατικά που θεμελιώνουν την επιβαρυντική περίσταση της κατά συνήθεια τελέσεως της άνω πράξεως της κλοπής, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και εντεύθεν είναι απορριπτέα, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η καταδίκη του αναιρεσείοντος έγινε με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα και μόνο τελέσεως της εν λόγω κλοπής. Τέλος, δεν υπάρχει αντίφαση από την παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ. 7-8) ότι ".... ενόψει αυτών, από την υποδομή τους αυτή, που έγινε με πρόθεση τέλεσης κλοπών προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος από την τέλεση τέτοιας πράξης", ενώ στη συνέχεια, και δη στο τέλος του σκεπτικού (σελ. 9) αναφέρονται τα εξής: ".....Επισημαίνεται ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος (Χ2) είναι ιδιοκτήτης φορτηγού αυτοκινήτου ψυγείου, γεγονός το οποίο δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό του ότι προέβη στα ανωτέρω μόνο για το "μεροκάματό του"".
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331 παρ. 2, 333, 364 και 369 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η μη ανάγνωση εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουμένου δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί έτσι δεν δίδεται στον κατηγορούμενο η υπερασπιστική δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για τα μη αναγνωσθέντα έγγραφα (άρθρ. 358, 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠοινΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε συνδυασμό με τα πρακτικά αυτής, το Πενταμελές Εφετείο στήριξε την κρίση του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος (δεύτερου) κατηγορουμένου και στα αναφερόμενα ως αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και το μνημονευόμενο με τον αριθμό 2 στην τέταρτη σελίδα της προσβαλλόμενης αποφάσεως "Υπ' αριθμ. ........ δελτίο αποστολής-τιμολόγιο". Η εκ προφανούς παραδρομής δε αναφορά του εγγράφου αυτού στο σκεπτικό (στην έβδομη σελίδα της αποφάσεως) ως "υπ' αριθ. ............ δελτίο αποστολής-τιμολόγιο" δεν καταλείπει καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται περί του αυτού εγγράφου, μη ιδρυομένου εντεύθεν λόγου αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, που συνίσταται στο ότι λήφθηκε υπόψη έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε. Επομένως, ο περί του αντιθέτου σχετικός, κατ' εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη από 17-4-2006 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ2, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 13-7-2006 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ α) την από 3 Μαϊου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 1185/4-5-2006) αίτηση του Χ1 και β) την από 17 Απριλίου 2006 αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 13-7-2006 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του Χ2 για αναίρεση της 296/297/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και, ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Και,
Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 29 Νοεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ