Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 317 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Συνήγορος κατηγορουμένου, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.




Περίληψη:
1) Ψευδής ανωμοτί κατάθεση. 2) Απόπειρα απάτης επί Δικαστηρίου. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Η σημείωση από τον Εισαγγελέα Εφετών σε σχετική αίτηση πολιτικώς ενάγουσας, σε αθωωτική απόφαση, ότι δεν συντρέχει λόγος άσκησης έφεσης, δεν είναι δεσμευτική, ούτε δημιουργεί απαράδεκτο για την, εντός της νόμιμης προθεσμίας, άσκηση έφεσης από άλλο Εισαγγελέα, αφού ο Εισαγγελέας δεν μπορεί να παραιτηθεί από την άσκηση ενδίκου μέσου. Ο συνήγορος που εκπροσωπεί τον απόντα εκκαλούντα κατηγορούμενο δεν μπορεί ποτέ και να απολογηθεί γι’ αυτόν.




Αριθμός 317/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, εκ των οποίων η πρώτη παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Γκενεράλη και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, περί αναιρέσεως της 1242/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18.4.2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 744/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειουσών, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 § και 498 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 486 § 3 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 § 19/β του ν. 2.408/1996 και ισχύει από 4.6.1996, "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται γι' αυτή ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν δε η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο την δέχεται κατά τύπους και προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, δεν υπερβαίνει την εξουσία του και δεν ιδρύεται στην περίπτωση αυτήν ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ' αριθ. 29473/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι κατηγορούμενες κηρύχθηκαν αθώες του πλημμελήματος της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου κατά συναυτουργία, που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτές στο ..... στις 26.6.2001, με την αιτιολογία ότι προέκυψαν αμφιβολίες ως προς τον δόλο των τελευταίων, αναφορικά με το εάν η υπ' αριθ. Β-Υ2α αποθήκη ήταν εκείνη που μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως στην εγκαλούσα ή η υπ' αριθ. ΒΥ2γ, την οποία ζήτησαν, με την αίτησή τους, για λήψη ασφαλιστικών μέτρων, που κατέθεσαν στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου. Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών άσκησε εμπροθέσμως έφεση, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. 3261/12.5.2006 έκθεση του αρμοδίου γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην έκθεση αυτή, όπως από αυτήν προκύπτει, αναφέρεται ότι ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης ως άνω αποφάσεως, με την οποία κηρύχθηκαν αθώες οι κατηγορούμενες Χ2 και Χ1, ενώ έπρεπε αυτές να κηρυχθούν ένοχες, "διότι, όπως προκύπτει από τα πρόχειρα πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις της εγκαλούσας Ψ, των μαρτύρων Α και Β, από το περιεχόμενο όλων των αναγνωσθέντων εγγράφων, σε συνδυασμό και με την απολογία της πρώτης κατηγορουμένης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενες Χ2 και Χ1 με την υπ' αρ. ..... συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ευανθίας Μαρκουλάκου-Λεμονή, πούλησαν στην εγκαλούσα Ψ, αντί τιμήματος 59.750.265 δραχμών, τις αναγραφόμενες σ' αυτήν οριζόντιες ιδιοκτησίες οικοδομής κτισμένης σε οικόπεδο επί της οδού ..... αριθ. ... στην ....., ιδιοκτησίας τους κατά ποσοστό εκάστης. Ακολούθως μεταξύ αγοράστριας και πωλητριών δημιουργήθησαν διενέξεις. Οι κατηγορούμενες άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου την από 6-4-2001, με αριθ. κατ. 398/2001, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής κατά της εγκαλούσας, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν. Στις 26-6-2001, κατόπιν συναπόφασης και με σκοπό να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την περιουσία της εγκαλούσας, κατά τη συζήτηση της άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων νομής, ισχυρίσθηκαν εν γνώσει τους ψευδώς ότι, δήθεν, κατά την παράδοση από αυτές στην εγκαλούσα Ψ των οριζοντίων ιδιοκτησιών που της πούλησαν, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν, δήθεν, και η υπ' αρ. ΒΥ2α οριζόντια ιδιοκτησία -αποθήκη του Υπογείου Β, παραχώρησαν, δήθεν, σ' αυτήν και μάλιστα κατόπιν παρακλήσεώς της την υπό στοιχεία ΒΥ2γ οριζόντια ιδιοκτησία-αποθήκη του αυτού υπογείου, που εμφαίνεται στο από Μαρτίου 1999 σχεδιάγραμμα κάτοψης του υπογείου Β του αρχιτέκτονα-μηχανικού Α, προκειμένου να τοποθετήσει αυτή πράγματά της και ότι, δήθεν, η εγκαλούσα αρνείτο να τους αποδώσει παρά τις οχλήσεις τους αποβάλλοντας αυτές από τη νομή τους, ενώ η αλήθεια ήταν ότι την επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία - αποθήκη είχαν μεταβιβάσει κατά κυριότητα στην εγκαλούσα με το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και δεν είχαν παραχωρήσει σ' αυτήν τη χρήση της. Τα ανωτέρω παρέστησαν για να παραπλανήσουν την αρμόδια Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου ότι, δήθεν, είχαν πωλήσει άλλη αποθήκη στην εγκαλούσα και όχι την επίδικη, την οποία, δήθεν, είχαν παραχωρήσει κατά χρήση και να εκδώσει απόφαση με την οποία θα τους αναγνώριζε ως συννομείς της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας-αποθήκης. Τον ψευδή αυτόν ισχυρισμό τους υποστήριξαν στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου προσκομίζοντας μετ' επικλήσεως κατά τη συζήτηση της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων την ως άνω, υπ' αριθ. ....., συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Ευανθίας Μαρκουλάκου - Λεμονή, ενώ γνώριζαν ότι στην πράξη αυτή βεβαιωνόταν αναληθώς ότι η υπ' αριθ. Β-Υ2α οριζόντια ιδιοκτησία-αποθήκη του υπογείου Β που πωλείτο από αυτές στην εγκαλούσα συνορεύει σύμφωνα με το από Μαρτίου 1999 σχεδιάγραμμα κάτοψης Β, του αρχιτέκτονα - μηχανικού Α με άσκαπτο τμήμα οικοπέδου, με αποθήκη ΒΥ2β, με αποθήκη ΒΥ2γ και με κοινόχρηστο διάδρομο, ενώ το αληθές ήταν ότι συνόρευε με τα πιο πάνω όρια σύμφωνα με το από Μαρτίου 1993 σχεδιάγραμμα του ιδίου αρχιτέκτονα - μηχανικού. Η πράξη τους όμως δεν ολοκληρώθηκε για λόγους εξωτερικούς και ανεξαρτήτους της θελήσεώς τους και συγκεκριμένα γιατί η ανωτέρω Ειρηνοδίκης δεν πείσθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι αιτούσες και με την υπ' αριθ. 657/2001 απόφασή της απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ως βάσιμη κατ' ουσίαν. Όσον αφορά την ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου στις κατηγορούμενες πλήρως επιβεβαιώθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Η από 5.5.2006 δήλωση των κατηγορουμένων, την οποία υπέβαλαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο Δικαστήριο και στην οποία διαλαμβάνουν, εκτός των άλλων, ότι δεν είχαν δόλο στην προαναφερόμενη δίκη, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αφού αφενός μεν στερείται αποδεικτικού ερείσματος αφετέρου δε αντικρούεται η βασιμότητά της από τα αποδεικτικά στοιχεία και ιδιαίτερα από την κατάθεση της εγκαλούσας, η οποία αναφέρει μεταξύ των άλλων ότι: "Μου είπε η Κα ..... ότι αν της κάνω αγωγή θα μου φάει την αποθήκη. Τους κάλεσα τρεις φορές με εξώδικο να διορθωθεί το συμβόλαιο". Έτσι όπως έχει η έκθεση αυτή της έφεσης, περιέχει την κατά την διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ απαιτούμενη για την άσκησή της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον ο Εισαγγελέας στη συνταγείσα, ως άνω, έκθεση εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία οι εν λόγω κατηγορούμενες κηρύχθηκαν αθώες της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου κατά συναυτουργία και, επί πλέον, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων της ως άνω αξιόποινης πράξης, όπως και τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η ενοχή των κατηγορουμένων και εντεύθεν η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Μετά από αυτά, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, το οποίο έκρινε ως τυπικά δεκτή την ανωτέρω έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και επιλήφθηκε της κατ' ουσίαν έρευνας αυτής, δεν υπερέβη την εξουσία του, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η περαιτέρω αιτίαση, κατά το δεύτερο μέρος του ως άνω λόγου αναιρέσεως, ότι η αναφερθείσα έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών ήταν απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε κατόπιν υποβολής προς αυτόν σχετικής αιτήσεως της πολιτικώς ενάγουσας, παρότι προηγουμένως άλλος Εισαγγελέας Εφετών είχε αποφανθεί ότι δεν συνέτρεχε λόγος εφέσεως με σχετική επισημείωσή του στο σώμα άλλης αιτήσεως της ίδιας πολιτικώς ενάγουσας, είναι αβάσιμη. Τούτο δε διότι, κατά πρώτον, η αρνητική απόφανση του Εισαγγελέα δεν είναι δεσμευτική ενόσω διαρκεί η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως και κατά δεύτερον ο Εισαγγελέας δεν μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμά του για την άσκηση ενδίκου μέσου (πρβλ άρθρο 475 παρ. 2 ΚΠΔ), ούτε άλλωστε η απόφανση ότι δεν συντρέχει λόγος έφεσης με την επισημείωσή του στη σχετική αίτηση της πολιτικώς ενάγουσας μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει παραίτηση του Εισαγγελέα από το ως άνω δικαίωμά του, εξαιτίας της οποίας να καθίσταται, μετά ταύτα, η ασκηθείσα εντός της νόμιμης προθεσμίας έφεση απαράδεκτη.
ΙΙ.- Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμον αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1242/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείουσες καταδικάσθηκαν, η μεν Χ2, σε συνολική ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών, ανασταλείσαν επί τριετία, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου η δε Χ1, σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ανασταλείσαν επί τριετία, για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου κατά συναυτουργία, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως, όπως αυτά προκύπτουν από τον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η πρώτη κατηγορουμένη, Χ2, στο ..... στις 26.6.2001 εξεταζόμενη, χωρίς όρκο, ως διάδικος από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει της κατέθεσε ψέμματα. Συγκεκριμένα, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο εξεταζόμενη ως διάδικος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου κατά την εκδίκαση της από 6.4.01 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η παραπάνω κατηγορουμένη κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς για την εγκαλούσα Ψ "δεν συγκέντρωσε ούτε τα λεφτά του διαμερίσματος", ενώ το αληθές είναι ότι η εγκαλούσα εξόφλησε όλο το τίμημα της αγοραπωλησίας (βλ. ..... εξοφλητική απόδειξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Παρασκευής Λαζαράκου).
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η πρώτη κατηγορουμένη της αποδιδόμενης σ' αυτήν κατηγορίας της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης. Περαιτέρω, και κατά το σκέλος της προαναφερόμενης κατηγορίας, ήτοι κατά το μέρος που η ως άνω κατηγορουμένη κατέθεσε, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, ότι η επίδικη αποθήκη ήταν πολυτελείας, πρέπει να κηρυχθεί αθώα, διότι δεν αποδείχθηκε ότι το προαναφερόμενα και κατατεθέντα από αυτήν ήσαν αναληθή και σε κάθε περίπτωση ο χαρακτηρισμός ως πολυτελείας συνιστά κρίση και όχι γεγονός. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενες στο ....., στις 26.6.2001, έχοντας από κοινού αποφασίσει να εκτελέσουν το πλημμέλημα της απάτης στο Δικαστήριο, επεχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, δεν ολοκλήρωσαν όμως την πράξη τους, όχι από δική τους θέληση, αλλά από λόγους εξωτερικούς και ειδικότερα στον πιο πάνω τόπο και χρόνο κατά τη συζήτηση της από 6.4.2001 και με αριθμό καταθέσεως 398/2001 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων νομής κατά της εγκαλούσας, στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου, ισχυρίσθηκαν ψευδώς ότι δήθεν κατά την παράδοση από αυτές στην εγκαλούσα Ψ των οριζοντίων ιδιοκτησιών που της πούλησαν, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν δήθεν και η ΒΥ2α οριζόντια ιδιοκτησία - αποθήκη του αυτού υπογείου, παραχώρησαν δήθεν σ' αυτήν και μάλιστα κατόπιν παρακλήσεώς της την υπό στοιχεία ΒΥ2γ οριζόντια ιδιοκτησία - αποθήκη του αυτού υπογείου, που εμφαίνεται στο από Μαρτίου 1999 σχεδιάγραμμα κάτοψης του υπογείου Β του Αρχιτέκτονα - μηχανικού Α, προκειμένου να τοποθετήσει αυτή τα πράγματά της και ότι δήθεν η εγκαλούσα αρνείτο να τους αποδώσει, παρά τις οχλήσεις τους, αποβάλλοντας αυτές από τη νομή του, ενώ η αλήθεια ήταν ότι την επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία - αποθήκη είχαν μεταβιβάσει κατά κυριότητα στην εγκαλούσα με το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και δεν είχαν παραχωρήσει σ' αυτήν τη χρήση της. Τα ανωτέρω παρέστησαν για να παραπλανήσουν την αρμόδια Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου ότι, δήθεν, είχαν πωλήσει άλλη αποθήκη στην εγκαλούσα και όχι την επίδικη, την οποία, δήθεν, είχαν παραχωρήσει κατά χρήση και να εκδώσει απόφαση με την οποία θα τους αναγνώριζε ως συννομείς της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας - αποθήκης. Τον ψευδή αυτόν ισχυρισμό τους υποστήριξαν στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου προσκομίζοντας μετ' επικλήσεως κατά τη συζήτηση της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων την, ως άνω, υπ' αριθ. ..... συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Ευανθίας Μαρκουλάκου - Λεμονή, ενώ γνώριζαν ότι στην πράξη αυτή βεβαιωνόταν αναληθώς ότι η υπ' αριθ. Β-Υ2α οριζόντια ιδιοκτησία - αποθήκη του υπογείου Β, που επωλείτο από αυτές στην εγκαλούσα συνορεύει, σύμφωνα με το από Μαρτίου 1999 σχεδιάγραμμα κάτοψης Β, του αρχιτέκτονα - μηχανικού Α, με άσκαπτο τμήμα οικοπέδου, με αποθήκη Β-Υ2β, με αποθήκη Β-Υ2γ και με κοινόχρηστο διάδρομο, ενώ το αληθές ήταν ότι συνόρευε με τα πιο πάνω όρια σύμφωνα με το από Μαρτίου 1993 σχεδιάγραμμα του ιδίου αρχιτέκτονα - μηχανικού. Η πράξη τους όμως αυτή δεν ολοκληρώθηκε για λόγους εξωτερικούς και ανεξαρτήτους της θελήσεώς τους και συγκεκριμένα γιατί η ανωτέρω Ειρηνοδίκης δεν πείσθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι αιτούσες και με την υπ' αριθ. 657/2001 απόφασή της, απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, πλήρως επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου στις κατηγορούμενες. Η από 5.5.2006 δήλωση των κατηγορουμένων, την οποία υπέβαλαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου στο Δικαστήριο και στην οποία διαλαμβάνουν, εκτός των άλλων, ότι δεν είχαν δόλο στην προαναφερόμενη δίκη, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αφού, αφενός μεν στερείται αποδεικτικού ερείσματος, αφετέρου δε αντικρούεται η βασιμότητά της από τα αποδεικτικά στοιχεία και ιδιαίτερα από την κατάθεση της εγκαλούσας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι "Μου είπε η κα ..... ότι αν της κάνω αγωγή θα μου φάει την αποθήκη. Τους κάλεσα τρεις φορές με εξώδικο να διορθωθεί το συμβόλαιο". Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων, οι κατηγορούμενες τέλεσαν την αποδιδόμενη σ' αυτές κατηγορία της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο κατά συναυτουργία και πρέπει να κηρυχθούν ένοχες της πράξης αυτής".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου κατά συναυτουργία, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα Χ2 και της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου κατά συναυτουργία, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα Χ1, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42, 45, 225 παρ. 1α και 386 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Αναφέρεται και αιτιολογείται πλήρως, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών, η ύπαρξη δόλου στις αναιρεσείουσες, αναφορικά με τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε ξεχωριστά η κάθε μία από αυτές. Ο ισχυρισμός τους ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της απάτης επί Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ότι τελέσθηκε το αδίκημα της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου και όχι τετελεσμένη απάτη επί Δικαστηρίου. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το τρίτο μέρος του, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και ο δεύτερος λόγος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
ΙΙΙ.- Από τις διατάξεις των άρθρων 501 παρ. 1 και 340 παρ. 2 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο, ο εκκαλών - κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως, μπορεί να εκπροσωπηθεί δια συνηγόρου, ο οποίος ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Η εκπροσώπηση, όμως, αυτή, δεν περιλαμβάνει και την κατά το άρθρο 366 του ίδιου Κώδικα απολογία του κατηγορουμένου, η οποία είναι προφορική και άμεση, πρέπει δε να δίδεται από τον ίδιο και όχι από τον εκπροσωπούντα αυτόν, ο οποίος δεν αποκτά από την ιδιότητά του αυτή και την ιδιότητα του κατηγορουμένου και δεν μπορεί να απολογηθεί γι' αυτόν και να απαντήσει στις ερωτήσεις αντί γι' αυτόν.
Συνεπώς, εφόσον, από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, προκύπτει ότι ο διευθύνων τη συζήτηση έδωσε τελευταία το λόγο στον συνήγορο των κατηγορουμένων, στον οποίο είχε επιτρέψει το Δικαστήριο να εκπροσωπήσουν τις απούσες αναιρεσείουσες, ο οποίος και ανέπτυξε τις απόψεις του ως προς την ενοχή των τελευταίων και την ποινή, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, η οποία να δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, ειδικά από το γεγονός ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο, προκειμένου να απολογηθεί για λογαριασμό των εκπροσωπουμένων αναιρεσειουσών. Επομένως, ο τρίτος λόγος της κοινής ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 18 Απριλίου 2008 κοινή αίτηση των 1) Χ1 και 2) Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθ. 1242/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και

Καταδικάζει κάθε μία από τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή