Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συναυτουργία.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων. Ναρκωτικά. Από κοινού κατοχή και αγορά. Απόρριψη ισχυρισμού περί τοξικομανίας και προμήθειας προς ιδίαν αποκλειστική χρήση. Ελαφρυντικά προτέρου έντιμου βίου, της ειλικρινούς μετάνοιας και της καλής συμπεριφοράς (84 παρ. 2β, Δ΄ και Ε΄ ΠΚ). Πότε είναι ορισμένοι οι ισχυρισμοί για ελαφρυντικά. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη όλων των ισχυρισμών και για εσφαλμένη ερμηνεία των περί προμήθειας για ιδία χρήση και ελαφρυντικών διατάξεων. Απορρίπτει αναιρέσεις.
Αριθμός 405/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Γεωργίας Στεφανοπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Κοκοτό και 2) Χ2 κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μαντά, περί αναιρέσεως της 1478/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9.9.2008 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1625/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες από 9/9/2008 (αρ.πρωτ 7353/9-9-08) και από 9-9-2008 (αρ.πρωτ. 7354/9-9-08) αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως των: 1) Χ1 γεννηθέντος στο ...... της Αλβανίας, κατοίκου ..... και, ήδη, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή ...... και 2) Χ2 γεννηθέντος στη ...... της Αλβανίας, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή ..... αντίστοιχα, για αναίρεση της 1478/2008 αποφάσεως του Β' Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 5 παρ.1 εδ. β και ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν.2161/1993 (άρθρο 20 παρ.1 περ.β και ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, πωλεί, αγοράζει και κατέχει ναρκωτικά. Η αγορά και πώληση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, πραγματώνεται με την κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και την για το σκοπό αυτό παράδοσή της από τον πωλητή στον αγοραστή, με το τίμημα που συμφωνήθηκε. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά. Δυνατή είναι και η κατά συναυτουργία τέλεση των άνω εγκλημάτων [45 ΠΚ], συνεπώς και του εγκλήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρ.170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους, χωρίς να αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως η οποία τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστοί αυτοί στη νομική ορολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, με την παραπάνω έννοια είναι, εφόσον προβλήθηκε νόμιμα και παραδεκτά κατά τρόπο ορισμένο και ο ισχυρισμός από τα άρθρα 12 παρ.1 και 13 παρ.1 και 4 Ν.1729/1987, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασής τους με το άρθρο 5 Ν.3189/2003 το πρώτο και (άρθρο) 4 παρ.2β Ν.2408/1996 το δεύτερο, (ήδη άρ. 29 παρ.1 και 30 παρ.1,4 του ΚΝΝ 3459/2006), ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής, υπό την έννοια ότι έχει αποκτήσει την έξη της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών την οποία δεν μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις και ότι προμηθεύθηκε την ναρκωτική ουσία για δική του αποκλειστική χρήση, εν παραδοχή του οποίου (αυτοτελούς ισχυρισμού) ο δράστης μένει ατιμώρητος. Επίσης η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ. α'), το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (περ. δ') και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (περ.ε'). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α' της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μετάνοιας, πρέπει η μετάνοια του υπαιτίου, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Επίσης στην τρίτη περίπτωση πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Τέλος, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι αναιρεσείοντες, οι οποίοι με την προσβαλλόμενη 1478/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών καταδικάστηκαν για από κοινού, κατ' εξακολούθηση, αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών, σε ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, ο καθένας, δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, κατέθεσαν εγγράφως ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτούς των ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξαν και προφορικώς, όπως αυτό προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος- αναιρεσείων Χ1 ζήτησε την αναγνώριση σ' αυτόν των πιο πάνω τριών ελαφρυντικών περιστάσεων, ως εξής: "Στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συντρέχουν οι κάτωθι εκτιθέμενες ελαφρυντικές περιστάσεις, του προτέρου εντίμου βίου, της ειλικρινούς μεταμέλειας και της επίδειξης καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Α. Ειδικότερα έχει λευκό ποινικό μητρώο κατά την έννοια του νόμου και ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει απασχολήσει τις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές. Προ της εμπλοκής του με την παρούσα υπόθεση διήγαγε άψογο και ευυπόληπτο βίο. Διαβιούσε μόνιμα στον ...... και εργαζόταν σε αγροτικές εργασίες, οι οποίες του απέφεραν ένα σημαντικό εισόδημα, ικανοποιητικό για την αξιοπρεπή διαβίωση του. Ουδέποτε είχε απασχολήσει τις αστυνομικές αρχές (84 2α Π.Κ.) Β. Επιπρόσθετα στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συντρέχει και η ελαφρυντική περίσταση ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του (άρθρο 84 παρ. 2 δ' Π.Κ.) Αντιλαμβανόμενος και αποδεχόμενος ο κατηγορούμενος το σφάλμα της παραβατικής του συμπεριφοράς, επέδειξε ειλικρινή μετάνοια, επιδιώκοντας και επιχειρώντας δια της μετέπειτα υποδειγματικής συμπεριφοράς του και δη δια της πλήρους αποχής του από της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών, να άρει ή τουλάχιστον να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του. Γ. Τέλος μετά την πράξη του και ως σήμερα επί μακρό χρονικό διάστημα τεσσάρων και πλέον ετών (το οποίο πραγματικά φαντάζει με αιωνιότητα για κάποιον ο οποίος δεν υπήρξε κρατούμενος ούτε για ένα λεπτό), διαβιώντας στη φυλακή σε συνθήκες ιδιαίτερης δυσκολίας, δεν υπέπεσε σε κανένα πειθαρχικό παράπτωμα. Συμμορφώθηκε, όπως άλλωστε έκανε πάντα στη ζωή του, και τήρησε πιστά τους αυστηρούς σωφρονιστικούς κανόνες. Συνεργάστηκε με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, επιδεικνύοντας εργατικότητα, προθυμία και συνέπεια. Αυτά δε αποδεικνύονται και από τις προσκομιζόμενες βεβαιώσεις της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού και του Καταστήματος Κράτησης ..... σύμφωνα με ης οποίες κατά το χρονικό διάστημα της κράτησης στα άνω Σωφρονιστικά Καταστήματα δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά. Επιδεικνύει διαγωγή καλή, σεβασμό και υπακοή στους σωφρονιστικούς κανονισμούς της Υπηρεσίας. Επιπλέον είναι ευγενικός και συνεργάσιμος κρατούμενος με θετική στάση και συμπεριφορά και οι σχέσεις του τόσο με το προσωπικό όσο και με τους συγκρατούμενούς του είναι οι ενδεδειγμένες (84 2ε Π.Κ.) . Επίσης ο δεύτερος κατηγορούμενος- αναιρεσείων, Χ2 ζήτησε την αναγνώριση σ' αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχείο α' Π.Κ. και της ελαφρυντικής περιστάσεως της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχείο ε'. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του εν λόγω αναιρεσείοντος είχε ως εξής: "Όσον αφορά στο ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ. επισημαίνεται ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων, αλλά και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν (καθώς και από την απολογία μου) αποδείχθηκε ότι είμαι έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων. Ήλθα στην Ελλάδα πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια και διαμένω μονίμως σε αυτή με άδεια εργασίας και διαμονής. Εργάζομαι όλα αυτά τα χρόνια σε οικοδομές και λαϊκές αγορές για να συντηρώ έντιμα την οικογένεια μου. Είμαι ένα έντιμο άτομο και έντιμος οικογενειάρχης, πατέρας δύο παιδιών, ενός αγοριού ηλικίας σήμερα 10 ετών και ενός κοριτσιού ηλικίας 8 ετών που έχουν απόλυτη ανάγκη τη βοήθεια του πατέρα και τη φυσική του παρουσία. Δεν απασχόλησα την κοινωνία αρνητικά, αλλά αντιθέτως υπήρξα έντιμο μέλος της κοινωνίας στην Ελλάδα και στην Αλβανία. Στην εργασία μου επίσης δεν έδωσα κανένα δικαίωμα για αρνητικά σχόλια. Αντιθέτως υπήρξα έντιμος εργαζόμενος απέναντι στους πολίτες και τους εργοδότες μου.
Συνεπώς πρέπει, σε συνδυασμό με το νομικά λευκό ποινικό μου μητρώο, να μου αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του προτέρου ατομικού, οικογενειακού, κοινωνικού και επαγγελματικού βίου μου.....". Ο ισχυρισμός δε του αυτού αναιρεσείοντος, περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχείο ε' Π.Κ, είχε ως εξής: "Ο κατηγορούμενος αμέσως μετά τη σύλληψη του και τον εγκλεισμό του στις ΑΦ ......, απέδειξε ότι η συμπεριφορά του, μετά την τέλεση της πράξης για την οποία κατηγορείται, δεν ήταν μόνο τυπικά καλή, αλλά ουσιαστικά καλή αφού δεν δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα στις σωφρονιστικές αρχές όπως αποδεικνύει η βεβαίωση πειθαρχικού ελέγχου της 4-2-2005, αλλά και μετέπειτα στις ΑΦ ..... όπου κρατείται η συμπεριφορά του εξακολουθεί να είναι αψεγάδιαστη και παραδειγματική. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν θα πρέπει να οδηγήσουν το Δικαστήριό Σας στην αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος επέδειξε καλή συμπεριφορά μετά την τέλεση της πράξης, κάτι που οδηγεί σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης σε επιβολή ελαττωμένης ποινής κατ' άρθρο 83 Π.Κ." Με αυτό το περιεχόμενο οι προταθέντες ισχυρισμοί για τη χορήγηση ελαφρυντικών είναι αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται επαρκή περιστατικά που να τους θεμελιώνουν. Ειδικότερα, ως προς τον ισχυρισμό για την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρ. 84 παρ.2 περ.α του ΠΚ, η επίκληση μόνο, από τον πρώτο αναιρεσείοντα, του ότι αυτός έχει λευκό ποινικό μητρώο, ότι ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει απασχολήσει τις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές και ότι προ της εμπλοκής του με την παρούσα υπόθεση διήγαγε ευυπόληπτο βίο, εργαζόμενος σε αγροτικές εργασίες, οι οποίες του απέφεραν ένα σημαντικό εισόδημα, και από το δεύτερο αναιρεσείοντα, ότι είναι έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, διαμένει από 15ετίας νομίμως στην Ελλάδα, εργαζόμενος νομίμως και εντίμως σε οικοδομές και λαϊκές αγορές και χωρίς να απασχολήσει την κοινωνία αρνητικά κλπ, δεν δικαιολογούν τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, χωρίς την επίκληση και άλλων συγκεκριμένων (θετικών) περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Επίσης ουδέν περιστατικό που να θεμελιώνει την ειλικρινή αυτού μεταμέλεια αναφέρει ο πρώτος αναιρεσείων, για να στηρίξει τον περί ειλικρινούς μετάνοιας ισχυρισμό του, ενώ μόνο η αναφορά ότι επιδίωξε να άρει ή τουλάχιστον να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του δια της πλήρους αποχής του από της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών, δεν αποτελεί περιστατικό ειλικρινούς μεταμέλειας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι, κατά τις παραδοχές της απόφασης, αυτός δεν ήταν καν χρήστης ναρκωτικών ουσιών. Περαιτέρω, με το πιο πάνω περιεχόμενο οι προταθέντες και από τους δύο αναιρεσείοντες ισχυρισμοί, για τη χορήγηση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις τους, είναι αόριστοι, αφού ούτε γι' αυτούς εκτίθενται επαρκή περιστατικά που να τους θεμελιώνουν. Συγκεκριμένα η αναφορά και μόνο ότι οι αναιρεσείοντες συμμορφώθηκαν στους κανονισμούς της φυλακής, επέδειξαν καλή διαγωγή, δεν δημιούργησαν προβλήματα στις σωφρονιστικές αρχές και δεν έχουν τιμωρηθεί πειθαρχικά, ο πρώτος δε, επιπλέον, ότι συνεργάστηκε με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους επιδεικνύοντας εργατικότητα και προθυμία, χωρίς την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών καλής συμπεριφοράς, πέραν της συνήθους συμπεριφοράς που υποχρεούνται οι κρατούμενοι στις φυλακές να τηρούν, συμμορφούμενοι στους σχετικούς κανονισμούς της φυλακής, δεν αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον περί καλής συμπεριφοράς, για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, ισχυρισμό τους. Επομένως το Δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να διαλάβει ειδική προς τούτο αιτιολογία. Ανεξαρτήτως αυτών, το Πενταμελές Εφετείο, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας των πιο πάνω ισχυρισμών, απάντησε, ως εκ περισσού, απορρίπτοντας αυτούς κατ' ουσία. Ειδικότερα το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της περί ενοχής αποφάσεώς του αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο, την από 21-1-2004 έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης και την συναφή προς αυτήν από 1-2-2005 ψυχιατρική γνωμοδότηση του νευρολόγου- ψυχιάτρου ...., τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και τις απολογίες των κατηγορουμένων), απέρριψε τους πιο πάνω ισχυρισμούς και αιτήματα των αναιρεσειόντων με την εξής αιτιολογία : "....Το αίτημα των κατηγορουμένων για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι, παρά το γεγονός ότι δεν προκύπτουν προηγούμενες καταδίκες αυτών, η ενασχόληση τους με τα ναρκωτικά σε επίπεδο διακίνησης σημαντικών ποσοτήτων κοκαΐνης, σε συνδυασμό με την προσπάθεια τους να αποσείσουν την κατηγορία με προσχηματικές και ψευδείς δικαιολογίες, αποκλείουν τόσο τον έντιμο βίο όσο και την μεταμέλεια. Το αυτό ισχύει και ως προς την δήθεν μετέπειτα καλή συμπεριφορά, αφού αυτός που θέλει να συμπεριφέρεται καλά δεν είναι δυνατό να προσπαθεί να ξεγελάσει με ψέματα το Δικαστήριο". H αιτιολογία αυτή της αποφάσεως, ειδικώς ως προς την απόρριψη του αιτήματος- ισχυρισμού των αναιρεσειόντων για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές, σε συνδυασμό με τις αναφερόμενες στην αρχή του περί ενοχής σκεπτικού παραδοχές, κατά τις οποίες στην αστυνομική αρχή είχε περιέλθει η πληροφορία ότι δύο Αλβανοί, ο οποίοι, όπως στη συνέχεια διαπιστώθηκε ήταν οι κατηγορούμενοι, "έκαναν σημαντική διακίνηση κοκαΐνης" και με την βάσιμη αυτή πληροφορία οι αστυνομικές αρχές, μετά από παρακολούθηση, διαπίστωσαν την τέλεση των πράξεων για τις οποίες κρίθηκαν αυτοί ένοχοι, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, "παρά το γεγονός ότι δεν προκύπτουν προηγούμενες καταδίκες αυτών", ότι αποδείχθηκε η ενασχόληση των κατηγορουμένων " με τα ναρκωτικά σε επίπεδο διακίνησης σημαντικών ποσοτήτων κοκαΐνης". Δηλαδή, όπως αυτονοήτως συνάγεται, κατά τις παραδοχές της απόφασης, οι κατηγορούμενοι ενασχολούντο με την διακίνηση ναρκωτικών και πριν συλληφθούν για τις πιο πάνω πράξεις της κατοχής και αγοράς. Η παραδοχή δε αυτή αρκεί για να αιτιολογήσει την απορριπτική του Δικαστηρίου κρίση, ως προς την ύπαρξη προτέρου έντιμου βίου των αναιρεσειόντων. Περαιτέρω, ναι μεν οι κατηγορούμενου έχουν το δικαίωμα να ψεύδονται προκειμένου να μη αυτοενοχοποιηθούν, πλην όμως, ή ειλικρινής ή ανειλικρινής συμπεριφορά τους κατά την προδικασία, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου εκτιμάται αναλόγως και, εφόσον το Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες προσπάθησαν "να αποσείσουν την κατηγορία με προσχηματικές και ψευδείς δικαιολογίες", αιτιολογημένα κατέληξε στην κρίση ότι αυτοί δεν μεταμελήθηκαν ειλικρινώς, χωρίς η παραδοχή αυτή να συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξη του άρ.84 περ.δ του ΠΚ. Οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι η αυτή παραδοχή συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία της ίδιας ποινικής διάταξης, ως προς την απορριπτική κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων των περιπτώσεων α και και ε του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αλυσιτελώς προβάλλονται, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, οι σχετικοί ισχυρισμοί είχαν προταθεί αορίστως, ειδικώς δε ως προς τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου, όπως προαναφέρθηκε, η παραδοχή της ενασχολήσεως των αναιρεσειόντων με διακίνηση ναρκωτικών, επαρκώς στηρίζει την απορριπτική κρίση του Δικαστηρίου. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως και των δύο συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 84 παρ.2α, δ και ε του ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι.
IV. Περαιτέρω ο αναιρεσείων (Χ1) είχε προβάλει δια του συνηγόρου του εγγράφως τον ισχυρισμό ότι ήταν εξαρτημένος χρήστη με την έννοια του νόμου και ότι, "ναι μεν κατείχε την συγκεκριμένη ποσότητα ηρωίνης, όχι όμως με σκοπό την περαιτέρω διάθεσή της (εμπορία), αλλά την προμήθεια και κατοχή της για ιδία χρήση και συνεπώς οι διατάξεις του αρ.12 παρ.1 εδ. α του ν. 1729/1987 θα πρέπει να εφαρμοστούν στην υπό κρίση περίπτωση". Ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός του πρώτου αναιρεσείοντος, ο οποίος εν μέρει αναιρείται από όσα ο ίδιος ισχυρίστηκε στην απολογία του (δέχθηκε ότι του δόθηκαν για φύλαξη 180 γραμμάρια κοκαϊνης, από τα οποία μόνο τα 20 γραμμάρια προοριζόταν για δική του χρήση), απορρίφθηκε με την εμπεριεχόμενη στην περί ενοχής απόφαση αιτιολογία, στην οποία, πλην άλλων, εκτίθενται και τα εξής : "Ο 1ος κατηγορούμενος, βέβαια, ισχυρίσθηκε ότι η ποσότητα των ναρκωτικών που βρέθηκε στο συρτάρι του ψυγείου δεν ήταν δική του, αλλά ότι ανήκε [δήθεν] σε κάποιον ομοεθνή του, ονόματι Ζ1 που την είχε αγοράσει λίγη ώρα νωρίτερα και την είχε παραδώσει στον 1° κατηγορούμενο για να τη φυλάξει, προσωρινά, για λίγες ώρες, μέχρι να επιστρέψουν μαζί στην περιοχή του Βόλου, όλου διέμεναν. Και ότι η άλλη ποσότητα, που βρέθηκε στα θυλάκια του 1ου κατηγορουμένου όταν συνελήφθη επί της οδού, ανήκε μεν στον ίδιο, αλλά [δήθεν] προοριζόταν για αποκλειστικά δική του χρήση και αποτελούσε το αντάλλαγμα που του είχε δώσει ο Ζ1 για την προσωρινή φύλαξη της μεγαλύτερης ποσότητας. Και ακόμη, ότι [δήθεν] ο Ζ1 ήταν ο προσωπικός προμηθευτής του 1ου κατηγορουμένου, που δηλώνει εξαρτημένος χρήστης, σε κοκαΐνη και είχε μεταβεί μαζί του στην Αθήνα προκειμένου εκείνος να αγοράσει μεγαλύτερη ποσότητα και να δώσει από αυτήν στον 1° κατηγορούμενο. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν κρίνονται ειλικρινείς, διότι δεν αντέχουν στη βάσανο της λογικής. Οι σοβαροί διακινητές ναρκωτικών δεν αφήνουν τις σημαντικές ποσότητες που αγοράζουν στους εξαρτημένους (και, επομένως, αφερέγγυους) πελάτες τους για φύλαξη. Και όταν αγοράζουν ναρκωτικά, δεν αγοράζουν και ζυγαριά μαζί με αυτά. Και τα 20 γραμμάρια, που βρέθηκαν στα θυλάκια του 1ου κατηγορουμένου, είναι μια εξ ίσου σημαντική ποσότητα, για να αποτελέσει αντάλλαγμα της φύλαξης της μεγαλύτερης ποσότητας επί ολίγες ώρες. Και τέλος, αν τα 20 γραμμάρια προορίζονταν για αποκλειστική χρήση του 1ου κατηγορουμένου, δεν υπήρχε λόγος να τα περιφέρει αυτός στο δρόμο, όπου δεν θα μπορούσε να κάνει χρήση χωρίς να γίνει αντιληπτός. Όλα αυτά κρίνονται προσχηματικά και αποτελούν αβάσιμες δικαιολογίες, τις οποίες μετέρχονται οι κατηγορούμενοι προκειμένου να αποσείσουν τη ευθύνη τους από την παράνομη κατοχή των ως άνω ποσοτήτων κοκαΐνης, τις οποίες αμέσως προηγουμένως είχαν αγοράσει από κοινού, από πρόσωπα και αντί τιμήματος τα οποία απέφυγαν να προσδιορίσουν..... για την πράξη της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών, η οποία από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, πλην των δηλώσεων του 1ου κατηγορουμένου που έγιναν από σκοπιμότητα (βλ. παρακάτω), δεν πιστοποιήθηκε, πρέπει ο 1ος κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος....". Ακολούθως το Πενταμελές εφετείο απέρριψε τον περί τοξικομανίας ισχυρισμό του αυτού αναιρεσείοντος με την εξής αιτιολογία: "Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ισχυρισμός του 1ου κατηγορουμένου, ότι δήθεν είναι εξαρτημένος χρήστης ναρκωτικών ουσιών, είναι αβάσιμος. Στο πόρισμα αυτό κατέληξε ο ιατροδικαστής ..., που κατ' εντολή του ανακριτή διενήργησε τη σχετική πραγματογνωμοσύνη. Η αντίθετη γνώμη, την οποία έδωσε κατ' εντολή του 1ου κατηγορουμένου ο ψυχίατρος ...., στηρίζεται αφ' ενός στις δηλώσεις του ίδιου του κατηγορουμένου και αφ' ετέρου σε ένα πιστοποιητικό παλαιότερης (από .....) εξέτασης στα εξωτερικά ιατρεία του πνευμονολογικού τμήματος του νοσοκομείου "Ο Ευαγγελισμός", όπου επί λέξει αναφέρεται ότι "αυτό που παρουσιάζει [ο 1ος κατηγορούμενος] είναι εικόνα συμβατή με καρδιογενές οίδημα και μάλλον οφείλεται σε επίδραση φαρμάκων ή τοξικών ουσιών σύμφωνα με το ιστορικό του". Η διατύπωση αυτή, όμως, πολύ απέχει από του να αποτελεί πιστοποίηση εξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες, αφού ούτε για εξάρτηση κάνει λόγο [ως γνωστόν η απλή χρήση, που μπορεί να προκαλέσει κάποια δυσμενή συμπτώματα, δεν αποτελεί εξάρτηση] ούτε κατηγορηματική είναι [χρησιμοποιείται η λέξη "μάλλον"]. Πέραν τούτου, στο ίδιο πιστοποιητικό αναφέρεται ότι κατά την επανεξέταση του 1ου κατηγορουμένου (την ......) τα ευρήματα ήσαν "μέσα σε φυσιολογικά όρια", πράγμα που ασφαλώς δεν θα συνέβαινε αν αυτός ήταν εξαρτημένος χρήστης, αφού δεν θα είχε μπορέσει να θεραπευθεί με τις δικές του δυνάμεις μέσα σε είκοσι μέρες. Ακόμη, για εξάρτηση δεν μίλησαν ούτε οι μάρτυρες υπερασπίσεως, οι οποίοι είχαν συνεχείς και πρόσφατες επαφές με αυτόν και δεν είχαν αντιληφθεί τίποτε, που να υποδηλώνει ενασχόληση του με τα ναρκωτικά (βλ. καταθέσεις ..... και Χ1 στα πρακτικά). Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί". Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής των πιο πάνω ισχυρισμών του πρώτου αναιρεσείοντος αποφάσεως, είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, οι δε αιτιάσεις αυτού ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.1α του ν.1729/87 κρίνοντας ότι " η ποσότητα κοκαΐνης μεικτού βάρους είκοσι (20) γραμμαρίων, η οποία ευρέθη στην οικία μου δεν αποτελεί "μικρή ποσότητα", προορισμένη για αποκλειστικώς ιδία χρήση ..." και ότι "το Πενταμελές Εφετείο εσφαλμένως εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 και 4 του νόμου 1729/1987, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του νόμου 2161/1993, κρίνοντας ότι δεν τυγχάνω άτομο εξαρτημένο από ναρκωτικές ουσίες, μη δυνάμενο να αποβάλει την έξη με δικές του δυνάμεις και ότι, επομένως, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω διατάξεων στην προκειμένη περίπτωση", ανεξαρτήτως του ότι, είναι αβάσιμες, αυτές είναι προεχόντως απορριπτέες ως απαραδέκτως προβαλλόμενες, αφού, η μεν πρώτη, με την επίφαση της εσφαλμένης εφαρμογής του αρ. 13 παρ.1 και 4 του νόμου 1729/1987, πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η δε δεύτερη είναι αόριστη, αφού δεν γίνεται μνεία σε σχέση με την ουσιαστική ποινική διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της από την προσβαλλόμενη απόφαση.
V. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει οι αιτήσεις αυτές να απορριφθούν, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 9/9/2008 (αρ.πρωτ 7353/9-9-08) και από 9-9-2008 (αρ.πρωτ. 7354/9-9-08) αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως των: 1) Χ1 γεννηθέντος στο ..... της Αλβανίας, κατοίκου ...... και, ήδη, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή ...., και 2) Χ2 γεννηθέντος στη ..... της Αλβανίας, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή ..... αντίστοιχα, για αναίρεση της 1478/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ