Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση, Ανώνυμη εταιρία, Πλάνη.
Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτων επιταγών. 1) Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Όχι κακή σύνθεση του δικαστηρίου, εκ του ότι δεν αναγράφεται ότι η Πλημμελειοδίκης που αναπλήρωσε την κωλυόμενη τακτική Πλημμελειοδίκη, ήταν αναπληρώτρια με κλήρωση, γιατί αυτό δεν είναι αναγκαίο κατά το νόμο. 2) Απορριπτέος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, για το λόγο του ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο της αναιρεσείουσας τελευταία και πάλι, μετά την αγόρευση και την πρόταση του εισαγγελέως και του συνηγόρου πολιτικής αγωγής, επί υποβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού νομικής πλάνης, που απορρίφθηκε, διότι από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο συνήγορος που υπέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό, δε ζήτησε και πάλι το λόγο να αγορεύσει, η δε διευθύνουσα τη δίκη αρνήθηκε να του τον δώσει, ενώ δεν ήταν υποχρεωμένη να του δώσει το λόγο χωρίς αίτημα (ΑΠ 1337/2007, 1596/2005) 3) Απορριπτέος ο λόγος αναίρεσης ότι αναιτιολόγητα απορρίφθηκε αυτοτελής ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης, διότι ήταν αόριστος και δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει σε αόριστο ισχυρισμό, παρά ταύτα με πλήρη και σαφή αιτιολογία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός αυτός (ΑΠ 1121/2007, 1678/2003, 2317/2003). 4) Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος υπέρβασης εξουσίας, για μη νομότυπη υποβολή της εγκλήσεως, διότι ο υποβαλών Γ.Π. ήταν υποκατάστατος τρίτος κατ΄ εξουσιοδότηση του ΔΣ, βάσει καταστατικής πρόβλεψης και όχι απλός πληρεξούσιος και επομένως δεν ήταν αναγκαία η επικύρωση του πρακτικού και βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ (ΑΠ 1460/2007).
ΑΡΙΘΜΟΣ 2449/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δημήτραινα, περί αναιρέσεως της 3663/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "SANYOCOM AEBE", που εδρεύει στην Μεταμόρφωση Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1259/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 17 κεφ. Β' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), όπως αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3327/2005, σε όσα Πρωτοδικεία και Εφετεία υπηρετούν περισσότεροι από δεκαπέντε (15) δικαστές και στις εισαγγελίες τους, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση (παρ. 1). Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο καταρτίζει πίνακα με τα ονόματα των δικαστικών λειτουργών... και με βάση τους πίνακες αυτούς γίνεται κλήρωση των συνθέσεων.. τακτικών και αναπληρωματικών δικαστικών ....... και κληρώνονται οι πρόεδροι και συμπάρεδροι (παρ. 3,4,5). Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5 για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης του κληρωθέντος μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου. Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά. ( παρ.7). Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως (παρ. 10).
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης (στο οποίο προβλέπεται οργανικός αριθμός μεγαλύτερος των δέκα πέντε δικαστών) συγκροτείται από την προεδρία του Προέδρου Πλημμελειοδικών και των δύο Πλημμελειοδικών, ως μελών, που έχουν κληρωθεί, και με τη συμμετοχή του κληρωθέντος επίσης Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και ότι η αναπλήρωση αυτών γίνεται από τους κληρωθέντες αναπληρωματικούς, χωρίς μάλιστα να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην εκδιδόμενη απόφαση ότι εκείνοι που μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου είναι αυτοί που κληρώθηκαν ή αναπληρωματικοί των κληρωθέντων τακτικών αλλ' ούτε και ο λόγος της αναπληρώσεως. Στη προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως (υπό στοιχ. 1Α λόγος) προβάλλεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση, η σύνθεση του Δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη και δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα, κατά τα άρθρα 171 παρ.1 α και 510 παρ.1 στοιχ.Α του ΚΠοινΔ, διότι παρά την δημοσιευθείσα υπηρεσία των δικαστών του δικαστηρίου του οποίου οι συνθέσεις καταρτίζονται με κλήρωση και τη ρητή πρόβλεψη σχετικώς με τους αναπληρωτές κατά σειρά αρχαιότητας, στη σύνθεση του δικάσαντος Δικαστηρίου συμμετείχε ως μέλος, όπως στην απόφαση αναγράφεται, " η Πλημ/κης Μαρία Κουκουδέα στη θέση της κληρωθείσας Πλημ/κη Αικατερίνης Πατσιαρά, λόγω προαγωγής της τελευταίας", χωρίς να γίνεται ρητή μνεία για το ότι η αντικατάσταση αυτή έγινε από αναπληρωματικό δικαστή, που ορίστηκε κατά την άνω διαδικασία των κληρώσεων και που πράγματι είχε κληρωθεί.
Ο άνω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, εκτός του ότι δεν υπάρχει υποχρέωση κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, να αναγράφεται στην απόφαση, σε σχέση με τον αναπληρωματικό σύνεδρο ότι προέρχεται από τον πίνακα και ότι είχε κληρωθεί εκείνη την ημέρα ως αναπληρωτής και επομένως δεν ιδρύεται οποιοσδήποτε λόγος αναιρέσεως, σε κάθε δε περίπτωση, δεν προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά συνεδριάσεως του δικάσαντος Δικαστηρίου ότι πρότεινε η αναιρεσείουσα οποιαδήποτε ακυρότητα πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, ούτε επικαλείται ότι προβλήθηκε τέτοια ένσταση. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 138 παρ 2, 333 και 369 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι ο διευθύνων τη συζήτηση πρέπει να δίνει αυτεπαγγέλτως το λόγο στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του, και αν ακόμη δεν ζητήθηκε από αυτούς, και μάλιστα έτσι ώστε αυτός να έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει ο τελευταίος, διαφορετικά επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, λαμβανόμενη και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο , σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, κατά τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 περ. δ του ΚΠοινΔ. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει το λόγο στους διαδίκους, όταν αυτοί το ζητήσουν για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται, δεν είναι υποχρεωμένο εξ επαγγέλματος, στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, που ζήτησε και έλαβε το λόγο, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, να δώσει και πάλι το λόγο, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, δε ζήτησε να λάβει εκ νέου το λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο(Β. σκέλος) της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, προβάλλεται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο γιατί, ενώ η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη, δια του συνηγόρου της, είχε υποβάλει στο Δικαστήριο αυτοτελή ισχυρισμό εξάλειψης του αξιοποίνου, λόγω μη υποβολής νομότυπης και εμπρόθεσμης έγκλησης, η διευθύνουσα τη συζήτηση, αφού έδωσε το λόγο στο Εισαγγελέα και στο συνήγορο πολιτικής αγωγής, στη συνέχεια απέρριψε τον ισχυρισμό του, χωρίς να δώσει και πάλι το λόγο τελευταία στο συνήγορο υπερασπίσεως, για να αντικρούσει την απορριπτική εισαγγελική πρόταση. Σύμφωνα όμως με όσα προεκτέθηκαν, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα ή ο συνήγορός της είχαν ζητήσει από την διευθύνουσα να λάβουν εκ νέου το λόγο, μετά το λόγο του εισαγγελέα και της πολιτικής αγωγής και πριν από την απαγγελία της απορριπτικής του αυτοτελούς ισχυρισμού της παρεμπίπτουσας αποφάσεως και επομένως η διευθύνουσα τη δίκη δεν είχε υποχρέωση να δώσει εκ νέου το λόγο στο συνήγορο της αναιρεσείουσας.
Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, (Γ' σκέλος), η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ακόμη ότι υπάρχει αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, εκ του ότι στο αιτιολογικό αναφέρεται και το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα στο σκεπτικό της αποφάσεώς του διαλαμβανόμενα, από τα αποδεικτικά μέσα, εκτός άλλων, και "από την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν ένορκα στο ακροατήριο κλπ ", ενώ, κατά την αποδεικτική διαδικασία, εξετάστηκε η πολιτικώς ενάγουσα και μόνον ένας μάρτυρας κατηγορίας και όχι περισσότεροι".
Από τα επισκοπούμενα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πράγματι εξετάσθηκε η πολιτικώς ενάγουσα και μόνον ένας μάρτυρας κατηγορίας και στο αιτιολογικό αναφέρεται ότι το Δικαστήριο συνεκτιμά τις μαρτυρίες "των μαρτύρων κατηγορίες που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο", τούτο όμως και δη η χρήση του πληθυντικού αριθμού, είναι προφανές ότι οφείλεται σε παραδρομή από τη χρήση σχετικού εντύπου και ουδεμία αντίφαση δημιουργείται εκ τούτου. Επομένως και ο σχετικός ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η κατά τα παραπάνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί συγγνωστής νομικής πλάνης που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ. 2 του ΠΚ. Απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού για να είναι ορισμένος, είναι, εκτός εκείνων που συνιστούν την ίδια την πλάνη και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί περί του ισχύοντος δικαίου, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθ. 3663/2007 απόφαση του δικάσαντος κατ'έφεση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, η οποία έχει ανασταλεί για τρία (3) χρόνια, για έκδοση κατ'εξακολούθηση 11 ακάλυπτων επιταγών. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο συνήγορος του κατηγορουμένου, μετά την περί ενοχής πρόταση του Εισαγγελέως της έδρας και την αγόρευση του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής, προέβαλε τον παρακάτω αυτοτελή περί συγγνωστής νομικής πλάνης ισχυρισμό:
"Ενώπιον του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ΘεσσαλονίκηςΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΛΑΝΗΣ (ο οποίος αναπτύχθηκε προφορικά και δόθηκε γραπτά προς καταχώρηση στα πρακτικά) Της Χ, 20.3.2007 Ι. Η μεταχρονολογημένη επιταγή Είναι γνωστό ότι η μεταχρονολόγηση της επιταγής επιτρέπει να λειτουργήσει η τελευταία ως όργανο πίστεως και, όπως έχει προσφυώς επισημανθεί, όταν λειτουργεί ως όργανο (: μέσο) πίστης, κάποτε στο ποσό της συνυπολογίζεται υπέρογκος - συνήθως τοκογλυφικώς - τόκος. Στο χώρο της θεωρίας του ποινικού δικαίου, μάλιστα, υποστηρίχθηκε ότι η μεταχρονολογημένο επιταγή, με την αλλοιωμένη τούτη λειτουργία της (: από μέσο πληρωμής σε μέσο πίστης), είναι το εργαλείο δουλειάς των τοκογλύφων, εξοπλισμένο παράταιρα με βαρειά ποινική κύρωση και ότι, σε τελευταία ανάλυση η ενδεχόμενη αποποινικοποίηση της θα έπρεπε για το λόγο αυτό να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής συζήτησης. Η εκτροπή τούτη από την κατά προορισμό λειτουργία της ως οργάνου πληρωμής με τα προβλήματα που τη συνοδεύουν, καθώς και η συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου αυτού στην πράξη προσδιορίζουν και την ανάγκη ιδιαίτερης μνείας στο ειδικότερο αυτό θέμα. Είναι επίσης γνωστό ότι ο λήπτης μεταχρονολογημένης επιταγής, στο χρόνο που μεσολαβεί από την πραγματική έκδοση μέχρι την αναγραφόμενη ως ημερομηνία έκδοσης, αφενός γνωρίζει την έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη (: αν ο εκδότης είχε χρήματα δεν θα έδινε μεταχρονολογημένη επιταγή) και αφετέρου, μετά από στάθμιση των συμφερόντων του, συμφώνησε στη διαχείριση της περιουσίας του με τον τρόπο αυτό (: θα εισπράξει τα χρήματα του μέσα σε οκτώ ημέρες από την ημερομηνία εκείνη που αναγράφεται ως ημερομηνία έκδοσης).
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και η μη πληρωμή της σε χρόνο μεταγενέστερο της πραγματικής έκδοσης, αλλά προγενέστερο της αναγραφόμενης ως τέτοιας, είναι μεν από την πλευρά του εμπορικού δικαίου νοητή και έχει νομικό έρεισμα (: πληρωτέα εν όψει - κατά την ημέρα εμφανίσεως), ωστόσο, από την πλευρά του ποινικού δικαίου δεν καταφάσκεται στην πράξη του εκδότη τελικό άδικο αναφορικά με το στοιχείο της έλλειψης αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων (: παράλειψη δημιουργίας τους), ακριβώς διότι ο λήπτης εξαρχής συναίνεσε στην έλλειψη τους σε τέτοιο (: προγενέστερο της αναγραφόμενης ημερομηνίας) χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή.
Κατά συνέπεια και η πλάνη του εκδότη ως προς τη συναίνεση του λήπτη είναι πλάνη νομική. Το αν η νομική αυτή πλάνη θα είναι ή όχι συγγνωστή είναι κάτι που δεν μπορεί να κριθεί εκ των προτέρων, ούτε αφηρημένα, αλλά μόνο στο χρόνο που τελέστηκε η πράξη με βάση τις δυνατότητες του δράστη τη στιγμή εκείνη και μοντέλο σύγκρισης το "μέσο άνθρωπο" τοποθετημένο στον ίδιο χρόνο και στις ίδιες συνθήκες.
Συμπερασματικά πάντως μπορεί να ειπωθεί ότι η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι στην πραγματικότητα μία περίπτωση έκδοσης επιταγής από το δράστη σε χρόνο κατά τον οποίο αυτός δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια. Η διαφοροποίηση που υπάρχει εδώ σε σχέση με την αντίστοιχη βασική αντικειμενική υπόσταση είναι ότι η έκδοση της επιταγής καθίσταται πλήρης (: με την έννοια όχι απλά και μόνο της κατάρτισης, αλλά και της κυκλοφορίας του τίτλου) στη μελλοντική ημερομηνία (μεταχρονολογημένη), η οποία, με βάση τη συμφωνία εκδότη-λήπτη, αναγράφεται στην επιταγή. Με άλλα λόγια η κατάρτιση του τίτλου μπορεί να πραγματοποιήθηκε στο παρελθόν (: ημερομηνία πραγματικής έκδοσης), όμως η πραγματική κυκλοφορία της επιταγής στον εξωτερικό κόσμο συμφωνείται μεταξύ εκδότη και λήπτη ότι θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον (: ημερομηνία που αναγράφεται στην επιταγή), οπότε και η έκδοση μιας τέτοιας επιταγής θα γίνει πλήρης στην ημερομηνία που συμφωνήθηκε να αναγραφεί στην επιταγή. Εύλογα, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του εκδότη να αποτρέψει το αποτέλεσμα της μη πληρωμής της (: με τη δημιουργία αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων) αρχίζει από το σημείο που η έκδοση της επιταγής γίνεται με την παραπάνω έννοια πλήρης, δηλαδή από την ημερομηνία που αναγράφεται σε τούτη ως ημερομηνία έκδοσης της και όχι από την πραγματική ημερομηνία έκδοσης της και διαρκεί οκτώ ημέρες.
ΙΙ. Οι συγκεκριμένες επιταγές με την υπ' αριθμ. 23442/06 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης καταδικάστηκα για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών όπως ειδικότερα από απόψεως τόπου, χρόνου και λοιπών περιστάσεων αναφέρεται στο διατακτικό της εκκαλουμένης. Ολες οι επίδικες επιταγές, δηλαδή και οι 11, εκδόθηκαν από εμένα πραγματικά την 25-4-2001 και σφραγίστηκαν αυθημερόν. Όπως, όμως, προκύπτει από τη σε βάρος μου υποβληθείσα μήνυση και όπως αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο και από τα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως που αναγνώστηκαν και πρωτοδίκως και τα έντεκα φωτοαντίγραφα των επίδικων επιταγών, όλες οι παραπάνω επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες με αντίστοιχες φερόμενες ημερομηνίες εκδόσεως: α) την 30 Απριλίου 2001 οι τρεις από αυτές (αριθμοί επιταγών ....., ..... και .....), β) την 15 Μαΐου 2001 η με αριθμό ....., γ) την 25 Μαΐου 2001 η με αριθμό ....., δ) την 30 Μαΐου 2001 η με αριθμό ....., ε) την 15 Ιουνίου 2001 η με αριθμό ....., στ) την 25 Ιουνίου 2001 η με αριθμό ....., ζ) την 30 Ιουνίου 2001 η με αριθμό ....., η) την 15 Ιουλίου 2001 η με αριθμό ..... και θ) την 31 Ιουλίου 2001 η με αριθμό ....., άπασες σε διαταγή SANYO COM A.E. από το έτος 1999 ήταν γνωστό στην εταιρία ότι κατά τον πραγματικό χρόνο εκδόσεως και των 11 επιταγών, δεν υπήρχαν δικά μου αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της Τράπεζας Εργασίας, επί του οποίου σύρονταν οι επιταγές. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που η εγκαλούσα εταιρία μου πούλησε εμπορεύματα λαμβάνοντας μεταχρονολογημένες επιταγές και όχι επιταγές με αναγραφόμενη την πραγματική ημερομηνία εκδόσεως τους (: 25-4-2001).
Ενόψει των ανωτέρω πίστευα δικαιολογημένα ότι υπάρχει συναίνεση του λήπτη της επιταγής, ως προς το χρόνο εμφάνισης και πληρωμής των επιταγών αυτών. Η πλάνη μου αυτή είναι νομική πλάνη και πρέπει να κριθεί συγγνωστή ενόψει του ότι στο χρόνο που αυτή τελέστηκε είχαν ήδη συνεργασία με τη SANYO COM A.E. από το έτος 1999 και μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα αποδείξει ότι ήμουν οικονομικά φερέγγυα επιδίωξα όμως με τις συγκεκριμένες επιταγές να αυξήσω το χρόνο πίστωσης μου, κάτι το οποίο έμπρακτα απέδειξε ότι αποδέχτηκε η εγκαλούσα, δίνοντας μου εμπορεύματα και παραλαμβάνοντας τις μεταχρονολογημένες αυτές επιταγές. Δηλαδή, έκανα μία πράξη την οποία θα έπραττε και ο μέσος συναλλασσόμενος έμπορος - υπό τις αυτές συνθήκες σειράς συναλλαγών στις οποίες μέχρι τότε ανταποκρίνεται με φερεγγυότητα - και για το λόγο αυτό πρέπει να κριθεί η σχετική πλάνη μου συγγνωστή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΖΗΤΩ Να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός μου.
Να μην μου καταλογιστεί η συγκεκριμένη πράξη, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης κατ' άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ". Το δικαστήριο ακολούθως με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, με το παρακάτω σκεπτικό:
"Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι η κατηγορουμένη στη Θεσσαλονίκη στις 25-4-2001 εξέδωσε μεταχρονολογημένες επιταγές μη πληρωθείσες από την πληρώτρια τράπεζα, στην οποία δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως των επιταγών και κατά το χρόνο της πληρωμής αυτών. Συγκεκριμένα εξέδωσε: 1) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 40.000.000 δραχμών, την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 30.000.000 δραχμών και την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 20.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενο σ' αυτές χρόνο εκδόσεως την 30-4-2001, 2) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 20.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενο σ' αυτήν χρόνο εκδόσεως 15-5-2001, 3) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 10.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενο σ' αυτήν χρόνο εκδόσεως την 25-5-2001, 4) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 20.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενο σ' αυτήν χρόνο εκδόσεως την 30-5-2001, 5) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 20.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενο σ' αυτήν χρόνο εκδόσεως την 15-6-2001, 6) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 10.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενο σ' αυτήν χρόνο εκδόσεως την 25-6-2001, 7) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 20.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενο σ' αυτήν χρόνο εκδόσεως την 30-6-2001, 8) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 25.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενο σ' αυτήν χρόνο εκδόσεως την 15-7-2001 και 9) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 25.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενο σ' αυτήν χρόνο εκδόσεως την 31-7-2001. Ολες οι άνω επιταγές εκδόθηκαν εις διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας SANYO COM. AE σε αντικατάσταση άλλων προγενέστερων επιταγών, που δεν είχαν πληρωθεί (βλ. κατάθεση μάρτυρος Α) και ήταν πληρωτέες από την Τράπεζα Εργασίας Α.Ε. (Υποκατάστημα Διοικητηρίου 18). Αυτές εμφανίστηκαν (όλες) προς πληρωμή από την εγκαλούσα στις 25-4-2001 και δεν πληρώθηκαν γιατί στον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της κατηγορούμενης δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που γνώριζε αυτή κατά τον χρόνο εκδόσεως και της πληρωμής των επιταγών, όπως και η ίδια ομολογεί με την προβολή του αυτοτελούς ισχυρισμού της περί συγγνωστής νομικής πλάνης, για τον οποίο θα γίνει λόγος αμέσως πιο κάτω. Αποδείχθηκε εξάλλου από την κατάθεση της μάρτυρος Α ότι η κατηγορουμένη ήταν πελάτισσα της εγκαλούσας εταιρίας από το έτος 1999 και μάλιστα από τους πιο καλούς πελάτες της, καθώς η επιχείρησή της ήταν εύρωστη και φερέγγυα και ποτέ προηγουμένως δεν υπήρξε πρόβλημα με την πληρωμή των επιταγών, ενώ η μη πληρωμή των προαναφερομένων οφείλεται σε οικονομική καταστροφή της, στην οποία συνετέλεσε και η μη είσπραξη εκ μέρους της (κατηγορουμένης) απαιτήσεών της από πελάτες της αλλοδαπής.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή γιατί δεν είχε σ' αυτόν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσής της ή κατά το χρόνο της πληρωμής αυτής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) δρχ. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, που δίνει την έννοια του δόλου, προκύπτει ότι για την πραγμάτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται: α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, β) μη πληρωμή αυτής από την πληρώτρια τράπεζα κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της προς πληρωμή, γ) έλλειψη πρόβλεψης (αντικρύσματος) κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής αυτής και δ) δόλος για την ύπαρξη του οποίου αρκεί η γνώση του εκδότη για την έλλειψη πρόβλεψης. Η επιταγή μπορεί να εκδοθεί και μεταχρονολογημένη, δηλαδή να φέρει ημερομηνία έκδοσης μεταγενέστερη από την πραγματική. Στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθινή έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 79, 28 και 29 εδ. α'και δ' του ίδιου Ν. 5960/1933, το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από την πρώτη απ' αυτές ως άνω έγκλημα, συντελείται όταν η μεταχρονολογημένη επιταγή εμφανιστεί προς πληρωμή και δεν πληρωθεί ελλείψει αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ανάμεσα στην ημέρα της πραγματικής έκδοσης και την ημέρα κατά την οποία παρέρχεται η προθεσμία προς εμφάνιση, δηλαδή, κατ' άρθρο 56 του ν. 5960/1933, από την επόμενη της πραγματικής έκδοσης της επιταγής μέχρι και την όγδοη ημέρα από την επόμενη της ημέρας που αναγράφεται σε αυτήν ως ημέρα έκδοσής της (Ολ. ΑΠ 123/1981, Ολ. ΑΠ 46/1980). Αν κατά το χρόνο αυτό ο εκδότης της μεταχρονολογημένης επιταγής δεν έχει κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα, κατά το χρόνο αυτό τελεί το ανωτέρω έγκλημα (ΑΠ 1575/2005 ΠοινΛογ. 2005. 1401, ΑΠ 1328/2004 ΠοινΛογ. 2004.1603). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 31 ΠΚ, "η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός πίστεψε, λόγω πλάνης, ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία χαρακτηρίζει την πλάνη αυτή, όχι ως περίπτωση αποκλεισμού της υπαιτιότητας, όπως συμβαίνει επί της πραγματικής πλάνης, που αποκλείει το δόλο του πράττοντος, αλλά ως περίπτωση ανθρωπίνως μη φευκτής υπαιτιότητας, δηλαδή ως λόγο συγγνώμης του υπαιτίως πράξαντος, νομική συγγνωστή πλάνη υφίσταται, όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράτει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ' αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σε αυτή και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνος δικαίου και υπό τα ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά συντρέχει περίπτωση αποκλείουσα το αξιόποινον. Κατά τη διάταξη αυτή επιβάλλεται, όπως, η πλάνη προς αποκλεισμόν του αξιοποίνου να είναι συγγνωστή. Είναι δε συγγνωστή η περί τούτου πλάνη, οσάκις ο δράστης όχι μόνον αγνοεί, αλλά και δεν ηδύνατο να γνωρίζει τον άδικο της πράξεως του χαρακτήρα, λαμβανομένων προς τούτο υπ' όψη των πνευματικών και επαγγελματικών ικανοτήτων του, προσέτι δε και της προσπάθειας, που κατέβαλε αυτός για να πληροφορηθεί περί του επιτρεπτού της πράξεώς του από ειδήμονες, πράγμα που συμβαίνει στην περίπτωση, κατά την οποία ο δράστης ευλόγως επίστευσε ότι εδικαιούτο να προβεί στην υπ' αυτού τελεσθείσα πράξη από εσφαλμένη αντίληψη ή ερμηνεία των εκτός κυρίως του ποινικού δικαίου διατάξεων, παρασυρθείς από συμβουλή νομικού στον οποίο προσέφυγε. Πλανάται δηλαδή ως προς τον άδικο χαρακτήρα της πράξεώς του, αφού υπολαμβάνει πεπλανημένως, ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη του, την πλάνη του δε αυτή δεν μπορούσε να διαγνώσει, έστω και αν κατέβαλε την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή (ΑΠ 128/2006 ΠοινΧρ. 2006. 710, ΑΠ 763/1994 Νοβ. 1995.436). Απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού, για να είναι ορισμένος, είναι, εκτός εκείνων που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί περί του ισχύοντος δικαίου, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός (ΑΠ 975/2006, 831/2006 δημ. στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η κατηγορουμένη δια του συνηγόρου της πρόβαλε, μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας και την περί ενοχής πρόταση της εισαγγελέως της έδρας, καθώς και μετά την αγόρευση του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής, Α.Ε. από το έτος 1999 ήταν γνωστό στην εταιρία ότι κατά τον πραγματικό χρόνο εκδόσεως και των 11 επιταγών, δεν υπήρχαν δικά μου αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της Τράπεζας Εργασίας, επί του οποίου σύρονταν οι επιταγές. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που η εγκαλούσα εταιρία μου πούλησε εμπορεύματα λαμβάνοντας μεταχρονολογημένες επιταγές και όχι επιταγές της ίδιας ημέρας, δηλαδή με άλλες ημερομηνίες και όχι επιταγές με αναγραφόμενη την πραγματική ημερομηνία εκδόσεως τους (: 25-4-2001).
Ενόψει των ανωτέρω πίστευα δικαιολογημένα ότι υπάρχει συναίνεση του λήπτη της επιταγής, ως προς το χρόνο εμφάνισης και πληρωμής των επιταγών αυτών. Η πλάνη μου αυτή είναι νομική πλάνη και πρέπει να κριθεί συγγνωστή ενόψει του ότι στο χρόνο που αυτή τελέστηκε είχα ήδη συνεργασία με τη SANYO COM A.E. από το έτος 1999 και μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα αποδείξει ότι ήμουν οικονομικά φερέγγυα επιδίωξα όμως με τις συγκεκριμένες επιταγές να αυξήσω το χρόνο πίστωσης μου, κάτι το οποίο έμπρακτα απέδειξε ότι αποδέχτηκε η εγκαλούσα, δίνοντας μου εμπορεύματα και παραλαμβάνοντας τις μεταχρονολογημένες αυτές επιταγές. Δηλαδή, έκανα μια πράξη την οποία θα έπραττε και ο μέσος συναλλασσόμενος έμπορος - υπό τις αυτές συνθήκες σειράς συναλλαγών στις οποίες μέχρι τότε ανταποκρίνεται με φερεγγυότητα - και για το λόγο αυτό πρέπει να κριθεί η σχετική πλάνη μου συγγνωστή". Ο ισχυρισμός αυτός κατ' αρχήν είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος από απόψεως χρόνου προβολής του, καθόσον για τη θεμελίωσή του επικαλείται η κατηγορουμένη, δια του συνηγόρου υπεράσπισής της, πραγματικά περιστατικά, που δεν τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου και της πολιτικής αγωγής, ώστε να τύχουν της δέουσας διερεύνησης κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Πλέον αυτού τα άνω πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν την έννοια της νομικής συγγνωστής πλάνης, όπως η έννοια αυτής στη νομική σκέψη διαγράφεται, αφού δεν επικαλείται η κατηγορουμένη πλάνη συνισταμένη σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνος δικαίου, ούτε επικαλείται ότι όχι μόνον αγνοούσε, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της, ενόψει και των πνευματικών και επαγγελματικών ικανοτήτων της, στοιχεία που, ας σημειωθεί, δεν προσδιορίζει, αν και θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη, ούτε επικαλείται ότι παρά την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή που κατέβαλε, δεν μπόρεσε να διαγνώσει την πλάνη της. Κατ' ακολουθία πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός της ως νομικά αβάσιμος και να κηρυχθεί αυτή ένοχη της πράξης για την οποία κατηγορείται, αναγνωριζομένου σ' αυτήν του ελαφρυντικού, ότι ωθήθηκε στην τέλεση της πράξης της από αίτια μη ταπεινά (άρθρο 84 παρ. 2β ΠΚ)". Ομως, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης, δεν ήταν ορισμένος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού δεν προσδιορίζονται σ' αυτόν ειδικές συνθήκες συναφείς με την προσωπικότητα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, τη γνώση και την ικανότητά της, ώστε με τη στάθμιση και αυτών να σχηματίσει το Δικαστήριο πεποίθηση ότι, παρά την καταβολή της επιβαλλόμενης επιμέλειας δεν μπορούσε να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς της.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα στον εν λόγω αόριστο ισχυρισμό, παρά ταύτα, εκ περισσού διέλαβε στην απόφασή του το παραπάνω αιτιολογικό που περιέχει πλήρη και σαφή αιτιολογία και απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτό. Έτσι, τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα με το συναφή δεύτερο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, για αναιτιολόγητη απόρριψη του ισχυρισμού της περί συγγνωστής νομικής πλάνης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Εξάλλου, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. 174/1963, ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου, ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρίαν, εν γένει η εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι "Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζει πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/95, "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται [18 παρ. 1] το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο [22 παρ. 1] είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Εξάλλου, οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρίας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα όμως προς το άρθρο 18 παρ. 2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρίας. Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας (Ολ.ΑΠ 5, 6/2006). Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρίας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος όμως του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή εγκλήσεως ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.
Τέλος, η υποβολή εγκλήσεως προς άσκηση ποινικής διώξεως για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής από μη δικαιούμενο σε αυτή (μη νόμιμο κομιστή), ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, για υπέρβαση εξουσίας, σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο, με βάση αυτή, απάγγειλε καταδίκη για το καταγγελλόμενο έγκλημα. Για να κρίνει περί της βασιμότητας του λόγου τούτου της αναιρέσεως, αν δηλαδή υπήρχε έγκυρη έγκληση, ο Άρειος Πάγος παραδεκτά επισκοπεί την ένδικη επιταγή και τα νομιμοποιητικά έγγραφα.
Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ'εξακολούθηση, ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, δια του συνηγόρου της, αρνήθηκε τις κατηγορίες και πρόβαλε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό, περί του ότι ο υποβαλών την εναντίον της έγκληση Ψ, ως εντολοδόχος της εγκαλούσας εταιρείας "ΣANYO ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ Α.Ε.", κατέθεσε την εναντίον της έγκληση, όχι νομότυπα, ενεργήσας ως απλός πληρεξούσιος και εντολοδόχος του Δ.Σ. αυτής και όχι ως υποκατάστατος αυτού και ως όργανο εκπροσωπήσεως, ενώ στο προσκομισθέν πρακτικό του Δ.Σ. δεν υπάρχει ειδική εντολή σε αυτόν για υποβολή εγκλήσεως σε βάρος των κατηγορουμένων, στο δε προσαρτηθέν απόσπασμα του πρακτικού του Δ.Σ., ως πληρεξούσιο έγγραφο, δε βεβαιώνεται όπως έπρεπε και η γνησιότητα της υπογραφής των εντολέων μελών του ΔΣ της εγκαλούσας από δικηγόρο ή δημόσια αρχή.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά συνεδριάσεώς του, στο αιτιολογικό, δέχτηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που επιτρεπτά κατ' είδος αναφέρει τα παρακάτω, σε σχέση με τον προβληθέντα από την κατηγορουμένη, αυτοτελή ως άνω ισχυρισμό:
"Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 15 του καταστατικού της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας SANYOCOM AEBE "το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί αποκλειστικά και μόνο εγγράφως, να αναθέτει με αποφάσεις του την άσκηση όλων ή μερικών εκ των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του (εκτός από αυτές που απαιτούν συλλογική ενέργεια), καθώς και την εκπροσώπηση της εταιρίας, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή όχι, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση αυτής της ανάθεσης. Από της συστάσεως της εταιρίας (ΦΕΚ 772/1998) και μέχρι την 29-8-2006, έλαβαν χώρα διαδοχικά οκτώ τροποποιήσεις του καταστατικού, που όμως δεν έθιξαν το άρθρο 15, το οποίο ουδέποτε τροποποιήθηκε (βλ. την υπ' αριθμ. ..... βεβαίωση της Διεύθυνσης ΑΕ & ΕΜΠΟΡΙΟΥ της Νομαρχίας Αθηνών). Το Διοικητικό Συμβούλιο της εγκαλούσας εταιρίας με το υπ' αριθμ. ..... πρακτικό ανέθεσε στον Ψ (που δεν είναι μέλος του ΔΣ) την άσκηση της αρμοδιότητάς του για υποβολή εγκλήσεως σε βάρος της κατηγορουμένης για την πράξη για την οποία κατηγορείται, την οποία αυτός υπέβαλε την 7-5-2001 και προσαρτήθηκε σ' αυτήν (έγκληση) το άνω πρακτικό. Αποδεικνύεται συνεπώς ότι ο Ψ ενήργησε κατά την υποβολή της έγκλησης ως υποκατάστατο όργανο της εγκαλούσας εταιρίας με βάση του άρθρου 22 παρ. 3 του ν. 2190/1920 κα το άρθρο 15 του καταστατικού της και επομένως δεν ήταν αναγκαία η επικύρωση του πρακτικού και η βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από αρμόδιο προς τούτο όργανο, ούτε ήταν αναγκαία η απόδειξη, κατά την υποβολή της έγκλησης, της ιδιότητας του Ψ ως υποκατάστατου οργάνου της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, με την προσάρτηση στην έγκληση του καταστατικού της, εφόσον η ιδιότητα αυτή αμφισβητηθείσα, μπορούσε να αποδειχθεί και αποδείχθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός της κατηγορουμένης". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για την έρευνα του βασίμου ή μη του άνω αναιρετικού λόγου, η ποινική δίωξη εναντίον της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για την έκδοση των επίμαχων ακάλυπτων επιταγών, των οποίων τελευταία κομίστρια ήταν η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία " SANYO COM AEBE ", για λογαριασμό της οποίας άσκησε αρμοδίως την από 7-5-2001 έγκληση, ο Ψ, ο οποίος δεν είναι μεν μέλος του ΔΣ της εταιρείας, αλλά, με βάση ρητή πρόβλεψη του άρθρου 15 του αναγνωσθέντος καταστατικού αυτής, σύμφωνα με το οποίο το ΔΣ αυτής, μπορούσε να αναθέσει σε τρίτο, μη μέλος του ΔΣ, την εκπροσώπηση της εταιρείας, όπως έπραξε με το με αριθ. 44/30-4-2001 προσαρτηθέν στην έγκληση πρακτικό αυτού, με το οποίο και του ανέθεσε του εν λόγω τρίτου προσώπου, την υποβολή της συγκεκριμένης εγκλήσεως σε βάρος της κατηγορουμένης. Επομένως συνάγεται ότι ο Ψ, κατά την υποβολή της εγκλήσεως, ενήργησεν ως υποκατάστατο όργανο του ΔΣ της εγκαλούσας εταιρείας και όχι ως απλούς εντολοδόχος αυτού και άρα δεν ήταν αναγκαία, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, η επικύρωση του άνω πρακτικού του ΔΣ και η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ από δικηγόρο ή δημόσια αρχή, κατά τα άρθρα 42 παρ.1γ και 46 του ΚΠοινΔ.
Το πιο πάνω Δικαστήριο επομένως, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη ως άνω αιτιολογία, ορθά απέρριψε τον περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, λόγω μη νομίμου και νομοτύπου υποβολής της άνω εγκλήσεως, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ τελευταίος λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ'ακολουθίαν τούτων, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. 57/2007 αίτηση της Χ για αναίρεση της με αριθ. 3663/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ