Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2095 / 2007    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εμπρησμός.




Περίληψη:
Εμπρησμός - Έλλειψη αιτιολογίας






Αριθμός 2095/2007


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε΄ Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μίστρα, περί αναιρέσεως της 193/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαΐου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 902/2006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 119 § 1 ΚΠοινΔ, η αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109 - 115 προσδιορίζεται εκ του χαρακτηρισμού της πράξεως από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 § 2 του ιδίου Κώδικα, το άρθρο 119 εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις των εδαφίων α και β της § 1 αυτού, διά των οποίων κατανέμονται οι παρ' ανηλίκων τελεσθείσες πράξεις μεταξύ του μονομελούς και του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων. Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η εξουσία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προς εκδίκαση εφέσεως στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη πρωτοδίκως στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο, η έφεση κατά των αποφάσεων του οποίου υπάγεται σ' αυτό και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, είτε ο κατηγορούμενος απέκτησε μεταγενεστέρως, κατά νομοθετικό χαρακτηρισμό ή επαγγελματική εξέλιξη, ορισμένη ιδιότητα, είτε η πράξη εχαρακτηρίσθη από το νομοθέτη άλλως, εν συνδρομή του οποίου, κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως ή κατά το χρόνο της εκδικάσεώς της σε πρώτο βαθμό, η υπόθεση θα ανήκε σε άλλο δικαστήριο και μετά από άσκηση εφέσεως στο αντίστοιχο διαφορετικό εφετείο. Επομένως, στην περίπτωση αυτή το εφετείο, στο οποίο υπάγεται το διαγνώσαν ορισμένη υπόθεση πρωτόδικο δικαστήριο, έχει εξουσία προς εκδίκαση της κατ' αποφάσεως του τελευταίου εφέσεως, εφόσον η υπόθεση αρμοδίως εισήχθη, σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο εισαγωγής της στο πρωτόδικο δικαστήριο (Ολ Α.Π. 10/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος Χ1, γεννηθείς την 15.4.1984 κατηγορήθηκε ως αυτουργός στα πλημμελήματα του εμπρησμού από πρόθεση και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, που φέρονται ότι τελέστηκαν στις 4-10-2001, ήτοι όταν ήταν ηλικίας 17 ετών, 5 μηνών και 17 ημερών και συνεπώς ενήλικος κατά το πριν από την ισχύ του ν. 3189/2003 νομοθετικό καθεστώς. Ως ενήλικος κατά το προϊσχύσαν καθεστώς εισήχθη σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας και δια της αριθ. 93/14.1.2004 αποφάσεώς του, καθ'ον χρόνον ήταν ηλικίας 19 ετών, 9 μηνών και 29 ημερών και μετά την ισχύ του ν. 3189/2003 δια του οποίου αυξήθηκε το όριο της ποινικής ανηλικότητας από το 17ο στο 18ο έτος της ηλικίας (άρθρο 121 παρ. 1 Π.Κ.) ενήλικος καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 2 ετών και δύο μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση, εισαχθείσα προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το ανωτέρω Τριμελές Εφετείο είχε αρμοδιότητα να προβεί στην κατ' ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως, αφού η πρωτόδικη απόφαση είχε εκδοθεί, μετά την ισχύ του ν. 3189/2003, όταν αυτός είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και ήταν ενήλικος. Επομένως οι σχετικοί εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Ζ και Η λόγοι αναιρέσεως περί καθύλην αναρμοδιότητας και υπερβάσεως εξουσίας του παραπάνω δικαστηρίου είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 264 στοιχ. α' του Π.Κ. όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαϊά τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του εμπρησμού από πρόθεση απαιτείται: α) πρόκληση πυρκαγιάς με οποιοδήποτε τρόπο η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί φωτιά οπωσδήποτε σημαντική και όχι συνηθισμένης έντασης με τάση εξάπλωσης και χωρίς να μπορεί εύκολα να κατασβεσθεί και β) δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος σε ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο ξένων πραγμάτων διαφόρων ιδιοκτητών και σε έκταση που δεν μπορεί να προσδιορισθεί εκ των προτέρων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη θέληση να προξενηθεί πυρκαγιά και στη γνώση ότι απ΄ αυτή μπορεί να προκληθεί κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Ο δόλος αρκεί να είναι και ενδεχόμενος.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση στερείται της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που την εξέδωσε, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, περιστατικά: "Η οικογένεια του κατηγορουμένου βρισκόταν σε προηγούμενη διένεξη με την οικογένεια του εγκαλούντος. Την ημέρα που αναφέρεται στο διατακτικό, ξέσπασε πυρκαϊά σε αποθήκη του εγκαλούντος και των συγγενών του, στην οποία φυλασσόταν μέρος της συγκομιδής του βαμβακιού τους, ενώ, παράλληλα, ήταν σταθμευμένος και ένα γεωργικός ελκυστήρας. Η πυρκαϊά δεν υπήρξε τυχαίο γεγονός, αλλά οφειλόταν σε ανθρώπινη ενέργεια, πράγμα που φάνηκε από το ότι βρέθηκαν ίχνη εύφλεκτου υλικού τόσο μέσα στο κουβούκλιο της τρακτέρ όσο και στην αναφλεγείσα ποσότητα του βαμβακιού, που ήσαν οι δύο αρχικές εστίες της φωτιάς. Κανείς δεν είδε ποιος έβαλε τη φωτιά. Λίγο πριν από την εκδήλωση της, όμως, ο εγκαλών και ο αδελφός του είχαν αντιληφθεί τον κατηγορούμενο να περιφέρεται με το αυτοκίνητο του στην περιοχή, να τους κοιτάζει προκλητικά και να δίνει την εντύπωση ότι κάτι επιδιώκει. Παρόμοια συμπεριφορά είχε εκδηλώσει και στο παρελθόν ο κατηγορούμενος, η οποία και τότε είχε συμπέσει με εμπρησμό στην αποθήκη, πλην όμως δεν είχαν συνδυασθεί τα δύο περιστατικά, διότι ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο και οι παθόντες διατηρούσαν επιφυλάξεις. Στην προκειμένη περίπτωση οι παθόντες συνδέουν κατηγορηματικά τον κατηγορούμενο, την προηγούμενη συμπεριφορά του και την εκδήλωση της φωτιάς και μιλούν για εμπρησμό εκ μέρους του. Η εξήγηση που δίνει ο κατηγορούμενος για την παρουσία του στην περιοχή δεν κρίνεται ικανοποιητική, δοθέντος ότι οι κινήσεις του δεν έδειχναν άνθρωπο που πήγαινε για να ταΐσει τα ζώα του [όπως αυτός ισχυρίσθηκε], αλλά κάποιον που επιδιώκει να προκαλέσει την οικογένεια του εγκαλούντος. Επομένως, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος υπήρξε το πρόσωπο που έβαλε τη φωτιά και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο καταδίκασε κατά πλειοψηφία τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για την ανωτέρω πράξη με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου σε φυλάκιση δέκα οκτώ (18) μηνών την οποία ανέστειλε επί τρία χρόνια. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, δεν διέλαβε, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνήγαγε από τις αποδείξεις και συγκροτούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην αντίστοιχη ποινική διάταξη του άρθρου 264 στοιχ. α' του Π.Κ. που εφάρμοσε. Συγκεκριμένα, για τη διαπίστωση ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την ανωτέρω πράξη, το δικάσαν δικαστήριο, ενώ αρχικά δέχεται ότι αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που προαναφέρθηκαν, δηλαδή περιστατικά τα οποία λογικώς δεν στηρίζουν την άποψη ότι αυτός αποδεδειγμένα τέλεσε την πράξη, ακολούθως, ως αποδεικτικό πόρισμα το δικαστήριο δέχεται το αντίθετο, χωρίς να επεξηγεί πώς και κυρίως από ποία στοιχεία αίρεται η σημασία και η λογική συνέπεια των παραπάνω παραδοχών του και επίσης δίχως να παραθέτει και να αξιολογεί άλλα αποδειχθέντα περιστατικά, από τα οποία να συνάγει την τέλεση της πράξεως από τον αναιρεσείοντα. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Αναιρεί την υπ΄αριθ. 193/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και,
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2007.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή