Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Ασφαλιστικός πράκτορας. Πώς ευθύνεται έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας. Υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έχει εμπιστευθεί στο δράστη ως εντολοδόχου. Απορρίπτει αναίρεση κατά βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Αριθμός 1342/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 2038/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1872/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 32/29.01.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 208/11-10-2007 αίτηση αναιρέσεως (ενώπιον του Γραμ. Τμ. Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) του x1, ασκηθείσα δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημ. Γρηγορίου, κατά του υπ' αρ. 2038/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα:Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 3779/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, το συνολικό αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ κατ' εξακολούθηση (αρ. 98, 375 §§ 2-1 Π.Κ.). Κατά του ανωτέρω βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση η οποία απερρίφθη κατ' ουσίαν με το υπ' αρ. 2038/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επεκυρώθη το εκκληθέν. Κατά του βουλεύματος αυτού (που επεδόθη στον κατηγορούμενο την 5-11-07 και στον αντίκλητό του την 1-10-2007) ο κατηγορούμενος άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως (αρ. 473 §1, 474 §1 Κ.Π.Δ.) την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως η οποία είναι παραδεκτή αφού ασκήθηκε κατά βουλεύματος που επιτρέπεται η αναίρεση (482 §1 Κ.Π.Δ.) και περιέχει συγκεκριμένο λόγο (αρ. 474 §2 Κ.Π.Δ.) ήτοι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της πράξεως, ενώ οι εκτιθέμενοι στην αίτηση λόγοι προσιδιάζουν στην εσφαλμένη εφαρμογή νόμου αφού μεταξύ άλλων υποστηρίζεται ότι δεν υπήρξε διαχειριστής ή εντολοδόχος αλλά θεματοφύλακας και αυτά που εισέπραττε θεωρούνται παρακαταθήκη και η ιδιότητά του αυτή δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως της παρ. 2 του αρ. 375 Π.Κ., ενώ ουδέποτε εξεδήλωσε πρόθεση ιδιοποιήσεως των ασφαλίστρων δεδομένου ότι πιστεύει πως εάν η αντίδικος προβεί σε εκκαθάριση του λογαριασμού του θα αποδειχθεί ότι ουδέν ποσόν οφείλει.
ΙΙ) α) Η απαιτούμενη από τα άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005).Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732. β) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχτηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 9/2001), όταν δηλ. το συμβούλιο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του νόμου, τα οποία όμως υπάγονται σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 727/88, Α.Π. 179/87, Ποιν.Χρ. 1987/5,07).Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του ποινικού νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50).
ΙΙΙ) Κατά την διάταξη του αρ. 375 §§ 1 και 2α Π.Κ., όπως η παρ. 1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 §3α Ν.2721/99 και η παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 §9 Ν.2408/96, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά η εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ) ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του, ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά την φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον εκτός από τον δράστη (Α.Π. 1144/98 Π.Χρ. ΜΘ/662). Κινητό πράγμα είναι και τα χρήματα, και ξένο θεωρείται το κινητό το ευρισκόμενο σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το δίκαιο (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64), γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64) δ) παράνομη ιδιοποίηση από τον υπαίτιο που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου (Α.Π. 1596/2000 Π.Χρ. ΝΑ/639, Α.Π. 134/98 Π.Χρ. ΜΗ/772). ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επιπλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, μεταξύ των οποίων του εντολοδόχου και του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ιδιότητα του διαχειριστή υπάρχει, όταν αυτός ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, την οποία εξουσία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο είτε από την σύμβαση· επιπλέον το υπεξαιρεθέν να περιήλθε στην κατοχή του δράστη λόγω της ιδιότητάς του (Α.Π. 289/2001 Π.Χρ. ΝΑ/334, Α.Π. 974/2001 Π.Χρ. ΝΑ/972). Ως διαχειριστής είναι και ο εν τοις πράγμασι (de facto) έχων την διαχείριση (Α.Π. 46/98 Π.Χρ. ΜΗ/758).Εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των αρ. 713 επ. Α.Κ., δηλαδή, πρέπει μεταξύ του παθόντος και του δράστη της υπεξαιρέσεως να έχει συναφθεί σύμβαση εντολής (Α.Π. 1258/98 Π.Χρ. ΜΘ/691). Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (Α.Π. 974/2001 Π.Χρ. ΝΒ/334). Τέλος κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου: Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξεως του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται εις την θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ' υπ' αρ. 375 σελ. 1016 παρ. 19 εδαφίου, Γάφος Ειδικό μέρος Τεύχος ΣΤ σελ. 57 επομ.).Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος παρακρατεί και ιδιοποιείται τα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ασφάλιστρα, που εισπράττει για λογαριασμό ασφαλιστικής με την οποία έχει καταρτίσει σύμβαση πρακτορείας, διότι ο ασφαλιστικός πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρείας και διαχειριστής της περιουσίας της (Συμβ. Α.Π. 1120/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1462, Α.Π. 1072/95 Π.Χρ. ΜΣΤ/193, Α.Π. 1240/89 Π.Χρ. Μ/540).Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις που κάθε μία περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεσή τους (Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. Α' σελ. 257). Κατά την παράγραφο 2 του αρ. 98 Π.Κ. ως αυτή προσετέθη με αρ. 14 §1 Ν.2721/99: Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται σε αυτήν σαφώς τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται (Συμβ. Α.Π. 2168/2005 Π.Δ/σύνη 646), εδέχθη ότι: Στην υπό κρίση περίπτωση από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά την κυρία ανάκριση και κατά την προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, αξιολογουμένων όλων κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (αρθ 177, 178 ΚΠΔ ), προέκυψαν τα ακολούθα πραγματικά περιστατικά. Ο κατηγορούμενος x1 είναι διαχειριστής της εταιρίας ασφαλιστικής πρακτόρευσης με την επωνυμία "...... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ". Την ..... καταρτίσθηκε μεταξύ της ως άνω εταιρίας και της μηνύτριας ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ Α.Ε.Ε.Γ.Α ", που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Καραγεώργη Σερβίας 8, σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορείας. Με αυτήν συμφωνήθηκε να διαμεσολαβεί η εταιρία με την επωνυμία " ......... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" ως ασφαλιστικός πράκτορας στην κατάρτιση, επ' ονόματι της ασφαλιστικής εταιρίας, ασφαλιστικών συμβάσεων, αντί των συμφωνηθέντων και αναλυτικά αναφερομένων στη σύμβαση ποσοστών προμήθειας για κάθε κλάδο ασφάλισης. Υποχρεούτο δε ο κατηγορούμενος βάσει ρητής διάταξης της σύμβασης να εισπράττει και να καταβάλλει στη μηνύτρια τα ασφάλιστρα. Ειδικότερα, συμφωνά με τα συμφωνηθέντα με το αρθ 6 της Σύμβαση Πρακτορεύσεως η εταιρία ασφαλιστικής πρακτόρευσης υποχρεούτο να καταβάλλει στο ταμείο της εταιρίας το βραδύτερο εντός 6 ημερών τα υπό της αντισυμβαλλομένης εισπραττόμενα ασφάλιστρα τα οποία σε κάθε περίπτωση υποχρεούται να τα διατηρεί στη διάθεση της εταιρίας στην οποία και ανήκουν ανά πάντα χρόνο, ευθυνόμενη έναντι αυτής αστικά και ποινικά, ως θεματοφύλακας, μη υποκείμενα σε κανένα συμψηφισμό. Την χρονική περίοδο από 5/2002 έως 12/2002 ο κατηγορούμενος εισέπραξε για λογαριασμό της ανωνύμου ασφαλιστικής επιχειρήσεως ασφάλιστρα συνολικού ποσού 99.050,38 ευρώ, ποσό που όφειλε κατά τους ορούς της σύμβασης να αποδώσει στην μηνύτρια εταιρία. Τον Μάιο του έτους 2003 κατά τον διενεργηθέντα έλεγχο από τον τομέα ρευστοποίησης χαρτοφυλακίου της ΕΘΝΙΚΗΣ Α.Ε.Ε.Γ.Α διαπιστώθηκε καθυστέρηση απόδοσης των εκ μέρους του κατηγορουμένου εισπραχθέντων ασφαλίστρων που αφορούν τους ακολούθους κλάδους και ποσά α) κλάδος αυτοκίνητων 80.423,64 ευρώ β) κλάδος οδικής βοήθειας 1.444,57 ευρώ γ) κλάδος αστικής ευθύνης 871,69 ευρώ δ) κλάδος πυρός 8.713,46 ευρώ ε) κλάδος μεταφορών 6.518,71 ευρώ στ) κλάδος μηχ βλαβών 14,32 ευρώ ζ) κλάδος πλοίων 1.063,99 ευρώ. Τα κονδύλια αυτά εμφαίνονται αναλυτικά κατά αριθμ ασφαλιστήριου συμβολαίου, απόδειξης, διάρκεια ασφάλισης, καθαρά ασφάλιστρα και προμήθεια στους παρακάτω πίνακες:
ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ x1 (Κ. Ε. ...)
ΚΛΑΔΟΣ ΠΛΟΙΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ......, ......., ........... ......,.......,........ ......,.......,........ ......,........,.........,.....ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΠΛΟΙΩΝ1.063,99
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩΠΡ. ΠΡ.
...........................................ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ6.518,71ΚΛΑΔΟΣ ΠΥΡΟΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ............,...........,................,............,..........., ...........,........., .......ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΠΥΡΟΣ8.713,46ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ........,.........,.........,............,........,.........,..........,.........,..... ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΑΥΤ/ΤΩΝ80.423,64ΚΛΑΔΟΣ ΟΔ. ΒΟΗΘΕΙΑΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ......,.......,..........,........,.......,.........,..........,.......,....., ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΟΔ. ΒΟΗΘΕΙΑΣ1.444,57ΚΛΑΔΟΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ.......,...........,............,..............,.............,.............,..........,ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ871,69ΚΛΑΔΟΣ ΜΗΧ. ΒΛΑΒΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ......,......,.........,............,............,............,........,.........,........,......,ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΜΗΧ. ΒΛΑΒΩΝ14,32 ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 99.050,38 Ε Η τελευταία αφού όχλησε εγγράφως τον κατηγορούμενο με αποστολή της από 9-6-2003 εξώδικης δήλωσης - πρόσκλησης στις 30-6-2003 κατήγγειλε την μετ' αυτού σύμβαση και τον κάλεσε προς άμεση απόδοση του ποσού των 99.050,38 ευρώ. Ο κατηγορούμενος όμως χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο ουδέν ποσό κατέβαλε σ' αυτήν. Υποστήριξε δε ενώπιον του Ανακριτή ότι η εγκαλούσα εταιρία του οφείλει τις προμήθειες των ετών 2002 και 2003, καθώς και τα πιστωτικά υπόλοιπα των ακυρωθέντων συμβολαίων λόγω της ετήσιας αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων και της απροθυμίας των ασφαλισμένων να πληρώσουν μεγαλύτερα ασφάλιστρα, γεγονότα τα οποία δεν απεδείχθησαν. Η μη απόδοση στην ασφαλιστική εταιρία του ποσού των ασφαλίστρων συνιστά πράξη ιδιοποίησης. Ο κατηγορούμενος εκδήλωσε εμπράκτως την πρόθεση ιδιοποιήσεως για καθένα από τα κατά μήνα εισπραχθέντα ποσά από τους ασφαλισμένους και πελάτες της εγκαλούσας ασφαλιστικής επιχείρησης κατά το χρονικό διάστημα από 5/2002 έως και 12/2002, το χρόνο δηλαδή των κάθε επί μέρους εισπράξεων. Τα ποσά των ασφαλίστρων που υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος τα είχε εισπράξει για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρίας ΕΘΝΙΚΉ Α.Ε.Ε.Γ.Α, στην κυριότητα της οποίας και ανήκαν και του τα είχε εμπιστεύθηκε η τελευταία στα πλαίσια συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορείας, δηλαδή συμβάσεως που διέπεται από τις περί εντολής διατάξεις, ο ίδιος δε είχε την ιδιότητα του (εμπορικού) εντολοδόχου και με την ιδιότητα αυτή εκδήλωσε τη βούληση υπεξαιρέσεως του ανωτέρω ποσού. Η πράξη συνεπώς της υπεξαίρεσης έχει χαρακτήρα κακουργήματος, το δε συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ που αποτελεί ακόμη περαιτέρω επιβαρυντική περίσταση αυτής. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων εκτιμήσεων του υλικού της δικογραφίας φρονούμε ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος του x1 για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικείμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, το συνολικό αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 ευρώ και πρέπει η έφεση του κατηγορουμένου x1 να γίνει μεν τυπικώς δεκτή πλην όμως να απορριφθεί κατ' ουσίαν, να επικυρωθεί ως προς όλες του τις διατάξεις το υπ' αριθμ. 3779/2006 προσβαλλόμενο βούλευμα.V) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος (3779/2006) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος (αρ. 98, 375 §§1-2 Π.Κ.), για το οποίο εκρίθη παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κρισιολόγησε όλα τα προκύψαντα αποδεικτικά μέσα (που μνημονεύει κατ' είδος Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. ΝΕ/408), από τα οποία θεμελιώνεται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ. Αναφέρει την σύμβαση πρακτορεύσεως που είχε συναφθεί μεταξύ της "......... Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε." της οποίας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο αναιρεσείων, και της Εθνικής Ασφαλιστικής ΑΕΓΑ, με την οποία (σύμβαση) του είχε ανατεθεί η έναντι προμηθείας διαμεσολάβηση στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας με τρίτους και η είσπραξη για λογαριασμό της και η απόδοση ασφαλίστρων σ' αυτήν. Αναφέρει αναλυτικά συμβάσεις (κατά κλάδο, ασφαλιστήρια συμβόλαια, διάρκεια ασφαλίσεως, ασφαλισμένο, ασφάλιστρα) που καταρτίστηκαν και ποσά τα οποία εισέπραξε για λογαριασμό της ο αναιρεσείων κατά το χρονικό διάστημα από 16-10-97 έως 29-12-02 τα οποία ανήλθαν στο συνολικό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 99.050,38 Ευρώ, τα οποία αν και οχλήθηκε εγγράφως από την εγκαλούσα με την από 9-6-2003 εξώδικη δήλωσή της που του επιδόθηκε την 30-6-2003, για να της αποδώσει το ποσό, που περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας που είχε ως εντολοδόχος αυτής και στα πλαίσια της κατ' εντολήν διαχειριστικής του ιδιότητας δεν απέδωσε το ποσό αυτό στην εγκαλούσα, αλλά το κατακράτησε χωρίς την συγκατάθεσή της ή χωρίς άλλο δικαίωμα από τον νόμο και το ενσωμάτωσε στην δική του περιουσία (Συμβ. Α.Π. 1120/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1462, Α.Π. 1072/95 Π.Χρ. ΜΣΤ/193, Α.Π. 1240/89 Π.Χρ. Μ/540). Προσδιορίζει ως χρόνο τελέσεως (εκδηλώσεως βουλήσεως υπεξαιρέσεως) την 30-6-2003 ότε του επεδόθη η εξώδικος δήλωση της εγκαλούσας για απόδοση του ποσού.
Συνεπώς ορθώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου και επεκύρωσε το εκκληθέν βούλευμα και, κατ' ακολουθία των ανωτέρω θα πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Ν' απορριφθεί η υπ' αρ. 208/11-10-07 αίτηση αναιρέσεως του x1, κατά του υπ' αρ. 2038/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.Αθήνα 27-12-2007.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά την έννοια του αρ. 375 παρ. 1 ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή μερικά, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα τα οποία εισπράττει, με βάση σχετική συμφωνία, ο ασφαλιστικός πράκτορας ως ασφάλιστρα για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, που έχει συνάψει, με την υποχρέωση να τα αποδώσει σε ορισμένο συμφωνημένο χρόνο ή όταν του ζητηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση. Η ιδιοποίηση του ξένου πράγματος θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το αρ. 1 παρ. 9 του Ν. 1408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη δέκα ετών εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έχει εμπιστευθεί τούτο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Περαιτέρω, κατά το αρ. 2 παρ. 1 του Ν. 1969/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 11 παρ.2 του Ν. 2170/1993, ο ασφαλιστικός πράκτορας, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το αρ. 4 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση αυτή μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σ' αυτή επέχει έναντι της εντολίδας του επιχείρησης θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν, κατά το αρ. 3 παρ. 1 του π.δ. 298/1986 ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός ως θεματοφύλακας, πλην όμως ή πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τί αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς αποδεικτικού χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθώς αποφάνθηκε ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος για την πράξη της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχο, το συνολικό αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 375 παρ. 2 - 1 Π.Κ.) και τον παρέπεμψε συνακόλουθα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης αυτής και απέρριψε την εκ μέρους του αναιρεσείοντος ασκηθείσα έφεση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, που συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση, και ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντος κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος x1 είναι διαχειριστής της εταιρίας ασφαλιστικής πρακτόρευσης με την επωνυμία "......... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ". Την ...... καταρτίσθηκε μεταξύ της ως άνω εταιρίας και της μηνύτριας ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ Α.Ε.Ε.Γ.Α", που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Καραγεώργη Σερβίας 8, σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορείας. Με αυτήν συμφωνήθηκε να διαμεσολαβεί η εταιρία με την επωνυμία "....... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" ως ασφαλιστικός πράκτορας στην κατάρτιση, επ' ονόματι της ασφαλιστικής εταιρίας, ασφαλιστικών συμβάσεων, αντί των συμφωνηθέντων και αναλυτικά αναφερομένων στη σύμβαση ποσοστών προμήθειας για κάθε κλάδο ασφάλισης. Υποχρεούτο δε ο κατηγορούμενος βάσει ρητής διάταξης της σύμβασης να εισπράττει και να καταβάλει στη μηνύτρια τα ασφάλιστρα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα με το αρθ. 6 της Σύμβασης Πρακτορεύσεως η εταιρία ασφαλιστικής πρακτόρευσης υποχρεούτο να καταβάλει στο ταμείο της εταιρίας το βραδύτερο εντός 6 ημερών τα υπό τηςαντισυμβαλλομένης εισπραττόμενα ασφάλιστρα τα οποίασε κάθε περίπτωση υποχρεούται να τα διατηρεί στηδιάθεση της εταιρίας στην οποία και ανήκουν ανά πάνταχρόνο, ευθυνόμενη έναντι αυτής αστικά και ποινικά, ωςθεματοφύλακας, μη υποκείμενα σε κανένα συμψηφισμό.
Την χρονική περίοδο από 5/2002 έως 12/2002 οκατηγορούμενος εισέπραξε για λογαριασμό της ανωνύμουασφαλιστικής επιχειρήσεως ασφάλιστρα συνολικούποσού 99.050,38 ευρώ, ποσό που όφειλε κατά τουςόρους της σύμβασης να αποδώσει στην μηνύτρια εταιρία.
Τον Μάιο του έτους 2003 κατά τον διενεργηθέντα έλεγχοαπό τον τομέα ρευστοποίησης χαρτοφυλακίου της "ΕΘΝΙΚΗΣ Α.Ε.Ε.Γ.Α" διαπιστώθηκε καθυστέρηση απόδοσης των εκ μέρους του κατηγορουμένου εισπραχθέντων ασφαλίστρων που αφορούν τους ακολούθους κλάδους και ποσά α) κλάδος αυτοκίνητων 80.423,64 ευρώ, β) κλάδος οδικής βοήθειας 1.444,57 ευρώ, γ) κλάδος αστικής ευθύνης 871,69 ευρώ, δ) κλάδος πυρός 8.713,46, ευρώ ε) κλάδος μεταφορών 6.518,71 ευρώ, στ) κλάδος μηχ. βλαβών 14,32 ευρώ, ζ) κλάδος πλοίων 1.063,99 ευρώ. Τα κονδύλια αυτά εμφαίνονται αναλυτικά κατά αριθμ. ασφαλιστήριου συμβολαίου, απόδειξης, διάρκεια ασφάλισης, καθαρά ασφάλιστρα και προμήθεια στους παρακάτω πίνακες:
ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ x1 (Κ. Ε. 7004)ΚΛΑΔΟΣ ΠΛΟΙΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ.......,...........,...............,......,............,......,........,.................,..........,.......,.....ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΠΛΟΙΩΝ1.063,99ΚΛΑΔΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩΠΡ. ΠΡ.
.......,................,.........,............,.............,.............,...........,.........,..........,.........,..........,.....ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ6.518,71ΚΛΑΔΟΣ ΠΥΡΟΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ..............,..............,.......,.............,...........,...........,........,..............,.........,.........,... ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΠΥΡΟΣ8.713,46ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ........,..............,...............,............,..................,...........,..........,........,............,....., ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΑΥΤ/ΤΩΝ80.423,64ΚΛΑΔΟΣ ΟΔ. ΒΟΗΘΕΙΑΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ.........,...............,...........,...........,...........,............,..........,......... ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΟΔ. ΒΟΗΘΕΙΑΣ1.444,57ΚΛΑΔΟΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ............,..........,........,...........,.............,..........,............,........,....., ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ871,69ΚΛΑΔΟΣ ΜΗΧ. ΒΛΑΒΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ.......,...........,.....,.........,......., ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΜΗΧ. ΒΛΑΒΩΝ14,32ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 99.050,38 Ε Η τελευταία αφού όχλησε εγγράφως τον κατηγορούμενο με αποστολή της από 9-6-2003 εξώδικης δήλωσης - πρόσκλησης στις 30-6-2003 κατήγγειλε την μετ' αυτού σύμβαση και τον κάλεσε προς άμεση απόδοση του ποσού των 99.050,38 ευρώ. Ο κατηγορούμενος όμως χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο ουδέν ποσό κατέβαλε σ' αυτήν. Υποστήριξε δε ενώπιον του Ανακριτή ότι η εγκαλούσα εταιρία του οφείλει τις προμήθειες των ετών 2002 και 2003, καθώς και τα πιστωτικά υπόλοιπα των ακυρωθέντων συμβολαίων λόγω της ετήσιας αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων και της απροθυμίας των ασφαλισμένων να πληρώσουν μεγαλύτερα ασφάλιστρα, γεγονότα τα οποία δεν απεδείχθησαν. Η μη απόδοση στην ασφαλιστική εταιρία του ποσού των ασφαλίστρων συνιστά πράξη ιδιοποίησης. Ο κατηγορούμενος εκδήλωσε εμπράκτως την πρόθεσηιδιοποιήσεως για καθένα από τα κατά μήνα εισπραχθέντα ποσά από τους ασφαλισμένους και πελάτες της εγκαλούσας ασφαλιστικής επιχείρησης κατά το χρονικό διάστημα από 5/2002 έως και 12/2002, το χρόνο δηλαδή των κάθε επί μέρους εισπράξεων. Τα ποσά των ασφαλίστρων που υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος τα είχε εισπράξει για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρίας "ΕΘΝΙΚΗ Α.Ε.Ε.Γ.Α", στην κυριότητα της οποίας και ανήκαν και του τα είχε εμπιστεύθηκε η τελευταία στα πλαίσια συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορείας, δηλαδή συμβάσεως που διέπεται από τις περί εντολής διατάξεις, ο ίδιος δε είχε την ιδιότητα του (εμπορικού) εντολοδόχου και με την ιδιότητα αυτή εκδήλωσε τη βούληση υπεξαιρέσεως του ανωτέρω ποσού. Η πράξη συνεπώς της υπεξαίρεσηςέχει χαρακτήρα κακουργήματος, το δε συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ που αποτελεί ακόμη περαιτέρω επιβαρυντική περίσταση αυτής".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο υπ' αρ. 2038/2007 βούλευμά του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και προανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και το συνολικό αντικείμενο της οποίας (ως επιβαρυντική περίπτωση) υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων 0 κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη (άρθρου 375 παρ. 1-2 του Π.Κ.), την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, αναφέρεται η σύμβαση πρακτορεύσεως, η οποία είχε συναφθεί μεταξύ της εταιρείας "........ Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε.", της οποίας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο αναιρεσείων, και της Εθνικής Ασφαλιστικής ΑΕΓΑ, και με την οποία (σύμβαση), του είχε ανατεθεί η έναντι προμηθείας, διαμεσολάβηση στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, για λογαριασμό της ως άνω Ασφαλιστικής Εταιρεία, με τρίτους, καθώς και η είσπραξη για λογαριασμό της και η συναφής υποχρέωση για απόδοση των ασφαλίστρων στην εν λόγω εταιρεία. Παρατίθενται αναλυτικά οι συμβάσεις κατά κλάδο, ασφαλιστήρια συμβόλαια, διάρκεια ασφάλισης, ασφαλισμένους, ασφάλιστρα, καθώς και τα ποσά που εισέπραξε για λογαριασμό της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας ο αναιρεσείων, το ύψος των οποίων ανήλθε στο ποσό των 99.050,38 ευρώ, και το οποίο, αν και οχλήθηκε εγγράφως από τη δικαιούχο εγκαλούσα εταιρεία να της το αποδώσει, ενόψει του ότι, σύμφωνα με την υφιστάμενη μεταξύ τους σύμβαση, η οποία διέπεται από τις περί εντολής διατάξεις του Αστικού Κώδικα και της πλήρως εξειδικευθείσας ιδιότητας του εμπορικού εντολοδόχου που είχε ο αναιρεσείων, σύμφωνα και με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη, ο τελευταίος ήταν υποχρεωμένος να το αποδώσει, πλην, όμως, δεν το απέδωσε, εκδηλώσας συνακόλουθα και τη σχετική βούληση υπεξαιρέσεως του ποσού αυτού, το οποίο και ενσωμάτωσε τελικά στη δική του περιουσία. Τέλος, προσδιορίζεται και ο χρόνος εκδήλωσης από τον αναιρεσείοντα της βούλησης για υπεξαίρεση του ως άνω ποσού, δηλαδή η 30.6.2003,όταν και του επεδόθηκε από την δικαιούχο εγκαλούσα εταιρεία σχετική, περί αποδόσεως, εξώδικη δήλωσή της. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β'και δ' του Κ.Π.Δ., μοναδικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται διαφορετικές αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ένδικη αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ'αρ. 208/2007 αίτηση του x1, για αναίρεση του υπ' αρ. 2038/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ