Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 684 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Αναβολής αίτημα, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρος και συκοφαντική δυσφήμηση. 1. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το Δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε παράσταση πολιτικής αγωγής της εγκαλούσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, χωρίς η εν λόγω παθούσα στη δήλωση παραστάσεως, να προσδιορίζει το περιεχόμενο της βλάβης και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των αξιοποίνων πράξεων και της βλάβης που υπέστη, ούτε και ποία από τις τρεις πράξεις αφορά, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι η άνω εγκαλούσα στο ακροατήριο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, “για χρηματική ικανοποίηση ποσού 10 ευρώ, που της επιδικάστηκε και πρωτοδίκως, λόγω της ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η δικαζόμενη πράξη”. Από τα επισκοπούμενα πρακτικά της με αριθμό 16462/2006 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η ιδία εγκαλούσα και στον πρώτο βαθμό, είχε δηλώσει ίδια παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση ποσού 10 ευρώ, “για την ηθική βλάβη που υπέστη από τα αδικήματα”. Επομένως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο η παράσταση δεν περιορίστηκε για το ένα από τα τρία αδικήματα που καταδικάστηκε και στους δύο βαθμούς ο κατηγορούμενος, από παραδρομή χρησιμοποιήθηκε ο ενικός αριθμός, περιέχει όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 84 ΚΠΔ στοιχεία, δεν ήταν απαραίτητο να εξειδικεύεται ο αιτιώδης σύνδεσμος αδικημάτων και βλάβης, αφού είναι αυτονόητος. 2. Ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας δεύτερος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί. Ενόψει του ότι, ο προσδιορισμός της ταυτότητας του κάθε αναγνωστέου εγγράφου είναι αναγκαίος, μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας περί του ότι τα έγγραφα αυτά και όχι κάποια άλλα αναγνώστηκαν στη συγκεκριμένη δίκη, ο προαναφερόμενος, πράγματι ως παραπάνω, προσδιορισμός της ταυτότητας των εν λόγω εγγράφων, παρά την σε ορισμένες περιπτώσεις ελλιπή αναφορά του τίτλου του καθενός από αυτά, είναι επαρκής, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Άλλωστε η κατά τον παραπάνω τρόπο καταχώριση στα πρακτικά (σελ. 6, 7) των εν λόγω εγγράφων: 1) η έκθεση ένορκης εξετάσεως ως μάρτυρα του κατηγορουμένου, στην οποία υπέβαλε έγκληση κατά των εγκαλούντων, 2) η με αριθ. πρωτ. ... ιατροδικαστική έκθεση, 3) η με αριθμ. πρωτ. ... ιατροδικαστική έκθεση, 4) η με αριθ. πρωτ. ... ιατροδικαστική έκθεση, 5)... έως 24) το υπ΄αριθ. 82/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης), δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ταυτότητά τους, ενόψει και του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώστηκαν, με την ανάγνωση δε του κειμένου αυτών στους παράγοντες της δίκης, κατέστησαν αυτά γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στον εκπροσωπούντα τον απουσιάζοντα αναιρεσείοντα, συνήγορό του, οπότε ο τελευταίος είχε την πλήρη δυνατότητα να ελέγξει τα έγγραφα αυτά και να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον άνω τρόπο προσδιορισμού του στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία. 3. Ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως, για αναιτιολόγητη απόρριψη του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής της δίκης: α) λόγω απουσίας του, δια συνηγόρου τελικά εκπροσωπηθέντος, κατηγορουμένου εφ. Ταγματάρχη σε εκπαιδευτική δραστηριότητα και β) λόγω απουσίας του συνηγόρου του σε άλλη δίκη πελάτη του στο Τριμ. Εφ. Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι: Με βάση τις παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη παρεπίμπτουσα απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και οι λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα επικαλούμενα και αποδειχθέντα περιστατικά για τα οποία ζητείται η αναβολή της δίκης, δεν συνιστούν κατά νόμο σημαντικά αίτια αναβολής. 4. Είναι απορριπτέοι οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ προβαλλόμενοι, τέταρτος και πέμπτος, λόγοι αναιρέσεως. Ειδικότερα, αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: 1) αναφέρεται στην αιτιολογία ρητά (σελ. 10), ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις δύο αναγνωσθείσες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου …, εκθέτοντας και το πόρισμα αυτών, 2) οι με αριθμ. ..., ... και ... αναγνωσθείσες ιατροδικαστικές εκθέσεις, συνιστούν αποδεικτικά έγγραφα κατά το άρθρο 178 περ. στ΄ ΚΠΔ και όχι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και δη πραγματογνωμοσύνη, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων και το Δικαστήριο σαφώς αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του γενικώς όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, (σελ. 8), επομένως και τα εν λόγω τρία έγγραφα και δεν ήταν απαραίτητο να γίνει ειδική μνεία αυτών στο αιτιολογικό, από δε τη μη ειδική αναφορά τους δε συνάγεται επιλεκτική αξιολόγηση μόνο των άνω εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και ότι δεν συνεκτιμήθηκαν και αυτές. 3) αναφέρεται ρητώς στο αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό (σελ. 9, 10, 11), ότι η ψευδής καταμήνυση των δύο εγκαλούντων έγινε στις 21-4-2002 ενώπιον αρχής και δη ενώπιον των αρμοδίων γενικών προανακριτικών υπαλλήλων Ανθυπαστυνόμων του Τμήματος Ασφαλείας Κατερίνης, που συνιστούν, κατά το άρθρο 33 παρ. 1 γ ΚΠΔ, αρμόδια αρχή για τη διενέργεια προανακρίσεως και προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά τη διάρκεια της οποίας μπορούν να λάβουν ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίες μπορούν στη συνέχεια να ληφθούν υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από άλλη αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς (ΑΠ 758/2007). 4) Αιτιολογείται ειδικώς ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος, αναφορικώς προς τα εγκλήματα: α) της ψευδορκίας μάρτυρα και β) της ψευδούς καταμηνύσεως, καθώς και ο εγκληματικός σκοπός (υπερχειλής δόλος), ως προς το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, αφού παρατίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης - εντελούς γνώσης), του εν λόγω αναιρεσείοντος περί του ψευδούς γεγονότος που αναφέρει αυτός στη μήνυσή του, ότι ισχυρίστηκε δε και κατέθεσε ενόρκως με τη μήνυσή του και την ένορκη κατάθεσή του, προς επιβεβαίωση του περιεχομένου της, στις 21-4-2002, ενώπιον των παραπάνω προανακριτικών υπαλλήλων ότι η ως άνω ένορκη κατάθεσή του είναι αληθής, ενώ γνώριζε ότι τα όσα ανέφερε σ’ αυτήν και προαναφέρθηκαν ανωτέρω ήταν ψέματα. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 684/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Χειρδάρη, περί αναιρέσεως της 3693/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 που δεν παραστάθηκε.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 79/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ. "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της εννοίας του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται, αντικειμενικώς, η καταμηνυόμενη ή αναφερόμενη στην αρχή πράξη να συνιστά έγκλημα ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης - επίγνωσης) ότι η ανωτέρω πράξη είναι ψευδής και τη θέληση αυτού να καταμηνύσει τον παθόντα ή να τον αναφέρει στην αρχή, με σκοπό να προκαλέσει την άσκηση εναντίον του ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως, ανεξαρτήτως της επιτεύξεως του σκοπού αυτού. Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει επίσης ότι για τη στοιχειοθέτηση της εννοίας του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται, αντικειμενικώς, α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση και β) τα κατατιθέμενα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρους - εντελούς γνώσης - επίγνωσης), ότι τα κατατιθέμενα είναι ψευδή ή τη γνώση με την ανωτέρω έννοια, των αληθινών, τα οποία σκοπίμως αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει και αφετέρου τη θέληση καταθέσεως ψευδών πραγματικών περιστατικών ή αποκρύψεως των αληθινών ή αρνήσεως καταθέσεως των αληθινών.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 362 του ΠΚ "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή". Κατά το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από το συνδυασμό των αμέσως παραπάνω διατάξεως, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Αν δεν αποδεικνύεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι ψευδές, καταλειπομένων αμφιβολιών περί της αληθείας ή αναληθείας αυτού, δεν θεμελιώνεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως. Κατά την διάταξη αυτή, ως γεγονός θεωρείται κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση που αναφέρεται στο παρελθόν ή το παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Τέλος δε και ο χαρακτηρισμός και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως, είναι αξιόποινος, μόνον όταν συνδέονται ή σχετίζονται με γεγονότα, ώστε, με την σύνδεση και σχέση τους με αυτά, ουσιαστικά να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητάς τους. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη της ως άνω αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται, η εν γνώσει τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος), όπως στην ψευδή καταμήνυση, στη συκοφαντική δυσφήμηση και στην ψευδορκία μάρτυρα, ή υπερχειλής δόλος, όπως στην ψευδή καταμήνυση, απαιτείται για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με τις ανωτέρω μορφές δόλου, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή καταμήνυσε ή κατέθεσε στην Αρχή, και επί πλέον, όταν απαιτείται υπερχειλής δόλος (εγκληματικός σκοπός), να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο δράστης επιδίωκε την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, για να αποκλειστεί και στις δύο περιπτώσεις, ότι ο δράστης ενήργησε από ενδεχόμενο δόλο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα θεμελιωνόταν η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθ. 3693/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο εκπροσωπηθείς δια συνηγόρου αναιρεσείων - κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα, της ψευδούς καταμηνύσεως κατά συρροή και της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή, σε συνολική ποινή φυλακίσεως τριάντα δύο μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία.
Στην αιτιολογία της αποφάσεως, προκύπτουσα από τα επισκοπούμενα πρακτικά συνεδριάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφέρονται τα εξής: Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος τέλεσε με την θυγατέρα των εγκαλούντων Σ1 γάμο στις 28-5-1989. Από το γάμο του αυτό γεννήθηκαν στις 11-1-1996 δύο δίδυμα τέκνα ο .....και ο ...... Το 1998 ο κατηγορούμενος με τη σύζυγο του, επειδή οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν, αποφάσισαν να λύσουν το γάμο τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι υπέβαλαν την από 15-6-1998 κοινή αίτηση διαζυγίου προς το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, συνοδευόμενη από το από 12-6-1998 συμφωνητικό στο οποίο δήλωναν ότι συμφωνούν μεταξύ τους την επιμέλεια των ανηλίκων να την έχει η μητέρα, διότι έτσι, κατά την εκφραζόμενη στο συμφωνητικό άποψη τους, επέβαλε το συμφέρον των ανηλίκων. Διαζύγιο με βάση την αίτηση αυτή δεν εκδόθηκε και οι σύζυγοι συνέχισαν να συνοικούν, πιστεύοντας ότι θα βελτιωθούν οι σχέσεις τους και θα μπορέσουν να συμβιώσουν. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη και ύστερα από αντίθετες αιτήσεις των συζύγων, εκδόθηκε η 9327/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία μεταξύ άλλων χορήγησε, ως ασφαλιστικό μέτρο, την άδεια στην Σ1 να μετοικήσει από τη συζυγική οικία και ανέθεσε προσωρινά την άσκηση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων σ' αυτήν, ρύθμισε δε το δικαίωμα επικοινωνίας του κατηγορουμένου με τα ανήλικα τέκνα του. Συγκεκριμένα με την εν λόγω απόφαση ορίσθηκε ότι ο κατηγορούμενος θα επικοινωνεί με τα ανήλικα τέκνα του κάθε Τρίτη και κάθε Σαββατοκύριακο τις προσδιοριζόμενες ώρες, ορισμένες ημέρες κατά τις εορτές των Χριστουγέννων, το Πάσχα και το καλοκαίρι. Ακολούθως εκδόθηκε η 31154/2000 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που ανέθεσε οριστικά την άσκηση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων στην μητέρα και ρύθμισε το δικαίωμα της επικοινωνίας του κατηγορουμένου με τα ανήλικα τέκνα του ορίζοντας ότι αυτός θα επικοινωνεί με αυτά κάθε πρώτο και τρίτο Σαββατοκύριακο του μήνα από ώρες 10:00' του Σαββάτου μέχρις 20:00' της Κυριακής, τη δεύτερη και τέταρτη Δευτέρα κάθε μήνα από ώρα 17:00' έως 20:00', καθώς και ορισμένες ημέρες κατά τις εορτές των Χριστουγέννων, το Πάσχα και το καλοκαίρι. Ύστερα από αντίθετες εφέσεις κατά της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε η 3031/2001 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία καθόρισε κατά τον ίδιο τρόπο την επικοινωνία του κατηγορουμένου με τα ανήλικα τέκνα του, με μόνη διαφοροποίηση από την πρωτόδικη απόφαση τη μη επικοινωνία του κατηγορουμένου με τα ανήλικα τα Σαββατοκύριακα του Αυγούστου, ώστε να μπορεί να κάνει απρόσκοπτα διακοπές η μητέρα αυτών (ανηλίκων). Ο κατηγορούμενος δεν θέλησε ποτέ να συμφωνήσει με το πόρισμα των ανωτέρω αποφάσεων και επιδίωκε καθ' όλο το χρονικό διάστημα από της εκδόσεως της αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων μέχρι της τελεσίδικης αποφάσεως του Εφετείου και μεταγενέστερα να αφαιρέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων από τη μητέρα τους. Ειδικότερα μεταξύ άλλων προέβη και στις εξής προς εξυπηρέτηση του ανωτέρω σκοπού του ενέργειες: Κατέθεσε αίτηση ανάκλησης της ανωτέρω αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία απορρίφθηκε. Ακολούθησαν εκατέρωθεν με τη σύζυγο του και τους συγγενείς τους μηνύσεις για διάφορα αδικήματα, όπως σεξουαλικές κακοποιήσεις των ανηλίκων, συκοφαντικές δυσφημίσεις, εξυβρίσεις, σωματικές βλάβες κ.λ.π. Στις 21-4-2002 ο κατηγορούμενος μετέβη στο ΤΑ ... και υπό τη μορφή ένορκης μαρτυρικής καταθέσεως κατέθεσε μήνυση κατά της συζύγου του Σ1 της αδελφής της ....., του αδελφού της ...... και των εγκαλούντων γονέων της συζύγου του ...... και Ψ1, καταμηνύοντας μεταξύ άλλων τους εγκαλούντες ότι κακοποίησαν σεξουαλικά τα δυο ανήλικα τέκνα του και ειδικότερα ότι έθεταν τα δάκτυλα τους στον πρωκτό των ανηλίκων και στις διαμαρτυρίες τους τα έδερναν, καταλογίζοντας τους και όσα άλλα λεπτομερώς ως περιεχόμενο της εν λόγω μηνύσεως αναφέρονται στο διατακτικό. Πριν υποβάλει τη μήνυση αυτή αφού κατήγγειλε προφορικά το περιστατικό στο Α' ΤΑ ..... πήρε σχετική παραγγελία και προσήγαγε τα ανήλικα τέκνα του στην ιατροδικαστική υπηρεσία ..... προκειμένου να εξετασθούν αυτά από ιατροδικαστή, για τη διαπίστωση ή μη της σεξουαλικής κακοποιήσεως. Πράγματι στις 20.4.2002 τα ανήλικα εξετάσθηκαν από τον ιατροδικαστή ......, ο οποίος διαπίστωσε στην περιπρωκτική χώρα του ανηλίκου ...... ερυθρότητα και ήπια χάλαση του έξω σφυκτήρα και του ανελκτύρα του πρωκτού, ενώ δεν διαπίστωσε κάποια ευρήματα στον άλλο ανήλικο. Τα ανωτέρω καταγγελλόμενα και ένορκα επιβεβαιωθέντα από τον κατηγορούμενο σε βάρος των εγκαλούντων είναι αναληθή, τα εξέθεσε δε ο κατηγορούμενος εν γνώσει της αναλήθειάς τους με μόνο σκοπό να επιτύχει την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος των εγκαλούντων και της συζύγου του για το αδίκημα της αποπλάνησης ανηλίκων ή της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αναλόγως με το χαρακτηρισμό της πράξεως από τον εισαγγελέα και συνακόλουθα να επιτύχει να λάβει αυτός την άσκηση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων του, τα καταγγελθέντα δε αυτά περιστατικά, των οποίων έλαβαν γνώση οι προανακριτικοί υπάλληλοι ενώπιον των οποίων κατατέθηκε η μήνυση και ακολούθως ο εισαγγελέας στον οποίο αυτή διαβιβάσθηκε και οι υπάλληλοι της εισαγγελίας που διαχειρίσθηκαν διοικητικά τη μήνυση, είναι ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων. Την αναλήθεια των καταγγελθέντων σε βάρος των εγκαλούντων γνώριζε ο κατηγορούμενος, αφού τα ανήλικα ουδέν του ανέφεραν περί σεξουαλικής κακοποιήσεώς τους από τους εγκαλούντες. Ο ίδιος βεβαίως και οι εξετασθέντες ως μάρτυρες γονείς του υποστηρίζουν ότι τα ανήλικα τους ανέφεραν όσα κατήγγειλε σε βάρος των εγκαλούντων, πλην όμως οι καταθέσεις αυτές δεν κρίνονται πειστικές, διότι ο κατηγορούμενος, αλλά και οι γονείς τους έχουν θέσει ως πρωταρχικό σκοπό της ζωής τους την αφαίρεση των ανηλίκων από τη μητέρα τους, θεωρώντας αυτή ανίκανη για την ανατροφή τους και κατώτερη κοινωνικά του κατηγορουμένου, ώστε να μη τη θεωρούν κατάλληλη για την ανατροφή των τέκνων και εγγονών τους και προς εξυπηρέτηση του σκοπού τους αυτού μεταχειρίζονται οποιοδήποτε μέσον. Η κρίση του δικαστηρίου περί της αναλήθειας των καταγγελλομένων και περί της γνώσης της αναλήθειας αυτών από τον κατηγορούμενο πέραν της πειστικότητας της καταθέσεως της μητέρας των ανηλίκων και όλων των αναγνωσθέντων εγγράφων στηρίζεται κυρίως στα εξής περιστατικά και αποδεικτικά μέσα: α) τις δύο αναγνωσθείσες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης της ψυχιάτρου ....., η οποία ήλθε σε επικοινωνία, με τα ανήλικα, τους γονείς τους, τους παππούδες και τις γιαγιάδες και των δύο γραμμών και τον αδελφό της συζύγου του κατηγορουμένου, ο οποίος επίσης κατηγορείται από τον τελευταίο για σεξουαλική κακοποίηση των ανηλίκων. Η εν λόγω πραγματογνώμονας αναφέρει στις εκθέσεις της ότι τα ανήλικα αισθάνονται πολύ άνετα στο μητρικό και συγγενικό προς τη μητέρα περιβάλλον, συμπεριφορά που αποκλείει την κακοποίηση τους από αυτό. β) Την κατάθεση της μάρτυρος ....., βοηθού του ιατροδικαστή που εξέτασε τα ανήλικα, η οποία, καταθέτει ότι τα ανήλικα καίτοι ρωτήθηκαν από τον ιατροδικαστή, επί παρουσία, του κατηγορουμένου και των γονέων του δεν ανέφεραν περί κακοποιήσεώς τους από τους εγκαλούντες, γ) Τις αντίθετες εκδοχές που παρουσιάζουν ο κατηγορούμενος και οι γονείς του, οι οποίοι τον συνόδευαν όταν παρέλαβε τα ανήλικα από τη μητέρα τους, ως προς τον τόπο και χρόνο αποκάλυψης εκ μέρους των ανηλίκων της κακοποιήσεώς τους από τους εγκαλούντες. Συγκεκριμένα. Ο κατηγορούμενος στην μήνυση του εκθέτει ότι την 20-4-2002 και περί ώρα 10.00' παρέλαβε τα ανήλικα τέκνα του από την οικία της συζύγου του στην ..... και τα μετέφερε στη δική του οικία στη ....., όπου κατά τις μεσημβρινές ώρες ο ...... ζήτησε να πάει στην τουαλέτα και του παραπονέθηκε ότι " είχε αίμα στον πωπό του και πονούσε" και ότι σε ερώτηση του τι συνέβη του εξέθεσε όσα στη συνέχεια αυτός κατήγγειλε... Τα ίδια ακριβώς μου είπε και ο άλλος μου γιος ..." Ο πατέρας του κατηγορουμένου καταθέτει ότι είδαν τα ανήλικα στεναχωρημένα, "Τα ρωτήσαμε τι έχουν και μας απάντησαν ότι κακοποιήθηκαν από τον τάδε και τον τάδε", χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του τόπου και του χρόνου αποκαλύψεως. Η μητέρα του κατηγορουμένου καταθέτει ότι "Τα παιδιά του είπαν αυτά τα πράγματα μέσα στο ταξί, όταν και πήγαμε να τα πάρουμε". Η κρίση αυτή του δικαστηρίου δεν αναιρείται από κάποιο άλλο πειστικότερο από τα ανωτέρω αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα κανένα εκ των αναγνωσθέντων εγγράφων και καμία κατάθεση άλλου μάρτυρα κατηγορίας ή υπεράσπισης, που όλα (τα έγγραφα) και όλες (οι καταθέσεις) συνεκτιμώνται δεν είναι ικανό και πειστικό να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος".
Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ. 2, 94, 224 παρ. 2-1 και 229 παρ. 1, 363-362 του ΠΚ, τις οποίες, ούτε ευθέως, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο και δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: 1).αναφέρεται στην αιτιολογία ρητά (σελ. 10), ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις δύο αναγνωσθείσες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου ....., εκθέτοντας και το πόρισμα αυτών, 2) οι με αριθ. 2377, 2378/31-8-2000 και 1131/20-4-2002 αναγνωσθείσες ιατροδικαστικές εκθέσεις, συνιστούν αποδεικτικά έγγραφα κατά το άρθρο 178 περ. στ' ΚΠοινΔ και όχι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και δη πραγματογνωμοσύνη, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων και το Δικαστήριο σαφώς αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του γενικώς όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, (σελ. 8), επομένως και τα εν λόγω τρία έγγραφα και δεν ήταν απαραίτητο να γίνει ειδική μνεία αυτών στο αιτιολογικό, από δε τη μη ειδική αναφορά τους δε συνάγεται επιλεκτική αξιολόγηση μόνο των άνω εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και ότι δεν συνεκτιμήθηκαν και αυτές. 3). αναφέρεται ρητώς στο αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό (σελ.9,10, 11), ότι η ψευδής καταμήνυση των δύο εγκαλούντων έγινε στις 21-4-2002 ενώπιον αρχής και δη ενώπιον των αρμοδίων γενικών προανακριτικών υπαλλήλων Ανθυπαστυνόμων ..... και ...... του Τμήματος Ασφαλείας ....., που συνιστούν, κατά το άρθρο 33 παρ.1 γ ΚΠοινΔ, αρμόδια αρχή για τη διενέργεια προανακρίσεως και προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά τη διάρκεια της οποίας μπορούν να λάβουν ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίες μπορούν στη συνέχεια να ληφθούν υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από άλλη αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. (ΑΠ 758/2007). 4) αιτιολογείται ειδικώς ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος, αναφορικώς προς τα εγκλήματα: α) της ψευδορκίας μάρτυρα και β) της ψευδούς καταμηνύσεως, καθώς και ο εγκληματικός σκοπός (υπερχειλής δόλος), ως προς το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, αφού παρατίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης - εντελούς γνώσης), του εν λόγω αναιρεσείοντος περί του ψευδούς γεγονότος που αναφέρει αυτός στη μήνυσή του, ισχυρίστηκε δε και κατέθεσε ενόρκως με τη μήνυσή του και την ένορκη κατάθεσή του, προς επιβεβαίωση του περιεχομένου της, στις 21-4-2002, ενώπιον των παραπάνω προανακριτικών υπαλλήλων ότι η ως άνω ένορκη κατάθεσή του είναι αληθής, ενώ γνώριζε ότι τα όσα ανέφερε σ' αυτήν και προαναφέρθηκαν ανωτέρω ήταν ψέματα. Στη συνέχεια, στην ...., με την παραπάνω ένορκη κατάθεσή του σε βάρος των δύο εγκαλούντων, ισχυρίστηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κατερίνης, των υπαλλήλων της Εισαγγελίας και των προαναφερομένων προανακριτικών υπαλλήλων, τα ως παραπάνω συκοφαντικά γεγονότα, ενώ γνώριζε ότι αυτά ήταν ψέματα και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων. Επομένως, είναι απορριπτέοι οι συναφείς σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι, τέταρτος και πέμπτος, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ενώ, οι λοιπές αιτιάσεις αυτών, με τις οποίες πλήττεται με την επίκληση, κατ' επίφαση ελλείψεως της επιβαλλόμενης ως άνω αιτιολογίας, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν.
Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας, για την ενοχή του κατηγορουμένου ή την επιβολή ποινής ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε το πρόσωπο που το προσκόμισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν με επάρκεια την ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποίο επακριβώς έγγραφο αναγνώσθηκε κάθε φορά. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει, τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του, γιατί διαφορετικά, στην περίπτωση δηλαδή κατά την οποία δεν προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του εγγράφου, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε δημιουργείται ασάφεια στο αιτιολογικό της αποφάσεως, ως προς το αν το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Στην προκείμενη περίπτωση, προβάλλεται με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε έγγραφα, τα οποία φέρονται μεν ως αναγνωσθέντα στις σελίδες 6 και 7 των πρακτικών, όπως τα παρακάτω με αύξοντα αριθμό και τίτλο: 1) η από 21-4-2002 έκθεση ένορκης εξετάσεως ως μάρτυρα του κατηγορουμένου, στην οποία υπέβαλε έγκληση κατά των εγκαλούντων, 2) η με αριθ. πρωτ. ..... ιατροδικαστική έκθεση, 3) η με αριθ. πρωτ. ..... ιατροδικαστική έκθεση, 4) η με αριθ. πρωτ. .... ιατροδικαστική έκθεση, 5).... έως 24) το υπ'αριθ. 82/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, των οποίων εγγράφων δεν προσδιορίζεται με επάρκεια στην προσβαλλόμενη απόφαση η ταυτότητα και επήλθε έτσι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Όμως, ενόψει του ότι, ο προσδιορισμός της ταυτότητας του κάθε αναγνωστέου εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας περί του ότι τα έγγραφα αυτά και όχι κάποια άλλα αναγνώσθηκαν στη συγκεκριμένη δίκη, ο προαναφερόμενος, πράγματι ως παραπάνω, προσδιορισμός της ταυτότητας των εν λόγω εγγράφων, παρά την σε ορισμένες περιπτώσεις ελλιπή αναφορά του τίτλου του καθενός από αυτά, είναι επαρκής, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Άλλωστε η κατά τον παραπάνω τρόπο καταχώριση στα πρακτικά των εν λόγω εγγράφων δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ταυτότητά τους, ενόψει και του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν, με την ανάγνωση δε του κειμένου αυτών στους παράγοντες της δίκης, κατέστησαν αυτά γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στον εκπροσωπούντα τον απουσιάζοντα αναιρεσείοντα, συνήγορό του, οπότε ο τελευταίος είχε την πλήρη δυνατότητα να ελέγξει τα έγγραφα αυτά και να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον άνω τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ, περί απόλυτης ακυρότητας δεύτερος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠοινΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως, αυτή που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Α του ΚΠοινΔ, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ιδίου Κώδικα ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι άλλες πλημμέλειες ή ελλείψεις ως προς την παράσταση ή εκπροσώπηση αυτού που παρέστη ως πολιτικώς ενάγων. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 ΚΠοινΔ, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο Ποινικό δικαστήριο, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Η δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ, να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, δηλαδή αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Για το νομότυπο της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης που είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφομένων γεγονότων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Η δήλωση δε αυτή, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να έχει και όλα τα παραπάνω στοιχεία αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του κατηγορούμενου, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το Δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε παράσταση πολιτικής αγωγής της εγκαλούσας Ψ1, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, χωρίς η εν λόγω παθούσα στη δήλωση παραστάσεως, να προσδιορίζει το περιεχόμενο της βλάβης και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των αξιοποίνων πράξεων και της βλάβης που υπέστη, ούτε και ποία από τις τρεις πράξεις αφορά. Από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ.4), προκύπτει ότι η άνω εγκαλούσα στο ακροατήριο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, "για χρηματική ικανοποίηση ποσού 10 ευρώ, που της επιδικάστηκε και πρωτοδίκως, λόγω της ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η δικαζόμενη πράξη". Από τα επισκοπούμενα πρακτικά της με αριθ. 16462/2006 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η ιδία εγκαλούσα και στον πρώτο βαθμό, (σελ.2), είχε δηλώσει ιδία παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση ποσού 10 ευρώ, "για την ηθική βλάβη που υπέστη από τα αδικήματα". Επομένως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο η παράσταση δεν περιορίστηκε για το ένα από τα τρία αδικήματα που καταδικάστηκε και στους δύο βαθμούς ο κατηγορούμενος, από παραδρομή χρησιμοποιήθηκε ο ενικός αριθμός, περιέχει όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ στοιχεία, δεν ήταν απαραίτητο να εξειδικεύεται ο αιτιώδης σύνδεσμος αδικημάτων και βλάβης, αφού είναι αυτονόητος. Επομένως η ως άνω δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, στο δεύτερο βαθμό, ήταν παραδεκτή, ορισμένη και σύννομη κατά τα πιο πάνω αναπτυχθέντα, η πολιτική αγωγή στο δεύτερο βαθμό κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε ως άνω και έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε σχέση με την καταδίκη της κατηγορουμένης και για τα τρία αδικήματα και οι παραπάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες.
Τέλος, η απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 του ΚΠοινΔ., πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αιτήσεως, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, ο απουσιάζων κατηγορούμενος, δια του εξετασθέντος μάρτυρος ....., πατέρα του και δια του εκπροσωπούντος αυτόν συνηγόρου Δημητρίου Ίνεγλη, ζήτησε την αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως, λόγω σημαντικού αιτίου, απουσίας του κατηγορουμένου Έφεδρου ταγματάρχη στον Έβρο για εκπαίδευση και λόγω κωλύματος του συνηγόρου του, Δικηγόρου Αθηνών, Αντωνίου Βγόντζα, που ήταν απασχολημένος σε δίκη άλλου πελάτη του στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών.
Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε με παρεμπίπτουσα απόφασή του το αίτημα αναβολής της δίκης ως ουσιαστικά αβάσιμο με την εξής αιτιολογία:
"Επειδή από την κατάθεση του εξετασθέντα μάρτυρα και τα αναγνωσθέντα έγγραφα αποδείχθηκε ότι από της 4-9-2007 είχε με την 2793/2007 αναβλητική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου ορισθεί νέα δικάσιμος για την παρούσα υπόθεση η σημερινή και ο κατηγορούμενος γνώριζε έκτοτε τη νέα αυτή δικάσιμο, αφού αυτός με τον εξετασθέντα ως μάρτυρα πατέρα του είχε ζητήσει τότε την αναβολή και η νέα δικάσιμος είχε γνωστοποιηθεί στον ως άγγελο εμφανισθέντα στο δικαστήριο πατέρα του. Τη νέα αυτή δικάσιμο γνώριζε και ο τότε δικηγόρος του Αντώνιος Βγόντζας, που κωλυόταν κατά τη δικάσιμο εκείνη να εμφανιστεί στο δικαστήριο και είχε ζητηθεί από πλευράς κατηγορουμένου και λόγω του κωλύματος αυτού αναβολή, αίτημα, όμως που ενόψει του ότι έγινε δεκτό το αίτημα αναβολής λόγω ασθενείας του κατηγορουμένου δεν εξετάσθηκε, ως άνευ αντικειμένου.
Συνεπώς μπορούσε από τότε ο δικηγόρος του να μην αναλάβει νέα υπόθεση για να μπορεί να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο και σε κάθε περίπτωση να εμφανιστεί και να υπερασπιστεί τον παρόντα κατηγορούμενο, που δικάζεται μετ' αναβολή, να ζητήσει δε αναβολή ο πελάτης του δικηγόρου του ..... που δικάζεται στο Εφετείο Αθηνών σε πρώτη δικάσιμο και όχι μετ' αναβολή, όπως ο κατηγορούμενος, ο δε κατηγορούμενος να διορίσει ενωρίτερα το νέο δικηγόρο του ώστε αυτός να έχει το χρόνο να προετοιμαστεί. Άλλωστε η εντολή για την υπεράσπιση της υπόθεσης στο νέο δικηγόρο του Δημήτριο Ίνεγλη δόθηκε τουλάχιστον από της 5-11-2007, ημερομηνία που φέρει η σχετική εξουσιοδότηση και υπήρχε χρόνος ικανός για την προετοιμασία του, δεδομένου και του όγκου της δικογραφίας ο οποίος δεν είναι μεγάλος. Περαιτέρω από την αναγνωσθείσα πρόσκληση του διοικητή του 535 Μ/Κ ΤΠ, αποδεικνύεται ότι η εν λόγω στρατιωτική μονάδα θα έχει εκπαιδευτικές δραστηριότητες κατά το χρονικό διάστημα από 7-11-2007 έως 21-11-2007 στις οποίες καλείται να συμμετάσχει ο κατηγορούμενος ως έφεδρος αξιωματικός, δεν αποδεικνύεται όμως ότι είναι υποχρεωτική η εμφάνιση του κατηγορουμένου για συμμετοχή στις εκπαιδευτικές αυτές δραστηριότητες και μάλιστα καθ' όλο το διάστημα διάρκειας αυτών από 7-11-2007 έως 21.11.2007. Πρέπει συνεπώς το υποβληθέν από το συνήγορο του κατηγορουμένου και τον ως άγγελο εμφανισθέντα πατέρα αυτού αίτημα αναβολής εν όψει μάλιστα του ότι τέτοιο αίτημα υποβάλλεται για δεύτερο φορά, πρέπει ν' απορριφθεί. Πρέπει όμως να μετατεθεί η σειρά συζητήσεως της προκειμένης υποθέσεως στο τέλος του εκθέματος για το σοβαρό λόγο που προέκυψε μετά την έναρξη της δικασίμου, τη περαιτέρω ενημερώσεως δηλαδή με τη μελέτη της δικογραφίας του εκπροσωπούντος τον κατηγορούμενο δικηγόρου, στον οποίο και πρέπει να παραδοθεί η σχετική δικογραφία για μελέτη".
Με βάση τις προαναφερόμενες παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και οι λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα επικαλούμενα και αποδειχθέντα περιστατικά για τα οποία ζητείται η αναβολή της δίκης, δεν συνιστούν κατά νόμο σημαντικά αίτια αναβολής. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμ. εκθ. 71/14-12-2007 αίτηση του ....., για αναίρεση της με αριθμ. 3693/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή