Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρος. Στοιχεία εγκλημάτων. Απόρριψη αιτήματος αναβολής. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2179/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταθαρά, περί αναιρέσεως της 186-187/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Γεωργία Σπανού. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 762/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η απαιτούμενη κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., εκτείνεται όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου για αναβολή της δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 του ΚΠΔ (αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια), ή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 59 του ΚΠΔ (προδικαστικά ζητήματα στην ποινική δίκη), η παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, με την προϋπόθεση όμως ότι έχει υποβληθεί κατά τρόπο ορισμένο και είναι παραδεκτή, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του δικαστηρίου κρίση. Διαφορετικά ιδρύεται ο αναφερόμενος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως (για ελλιπή αιτιολογία), ενώ η παράλειψη του δικαστηρίου να απαντήσει παντάπασι στην αίτηση, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και ιδρύεται εκ τούτου, ιδιαίτερος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β' του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 186-187/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, καταδικάσθηκε για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδορκίας μάρτυρα σε συνολική ποινή φυλάκισης (18) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία, ο τελευταίος κατά την έναρξη της διαδικασίας υπέβαλε αίτημα για την αναβολή της δίκης, που είχε ως εξής "... Ο δικηγόρος μου Διονύσιος Κότσιφας δεν μπορεί να έρθει στο Δικαστήριο. Ζητώ την αναβολή της δίκης γιατί περιμένουμε να εκδοθεί και η απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία σχετίζεται μ' αυτή την απόφαση". Η αίτηση όμως αυτή του κατηγορούμενου, έτσι όπως είχε υποβληθεί, χωρίς δηλαδή να αναφέρονται, αφενός, οι λόγοι για τους οποίους ο δικηγόρος του αδυνατούσε να προσέλθει στο Δικαστήριο και, αφετέρου, χωρίς να διευκρινίζεται η υπόθεση που εκκρεμούσε στο Αρειο Πάγο και κατά ποιο τρόπο σχετιζόταν με την εκδικαζόμενη, ήταν απαράδεκτη, ως αόριστη και το Δικαστήριο δεν υποχρεούταν να απαντήσει σε αίτηση που είχε υποβληθεί απαραδέκτως, εκ περισσού δε απάντησε, απορρίπτοντας αυτή, κατ' ουσία, με την εξής αιτιολογία: "Το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, για το λόγο ότι ο δικηγόρος του Διονύσιος Κότσιφας δεν μπορεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο για να τον υπερασπιστεί και ότι αναμένει να εκδοθεί απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έχει σχέση με την παρούσα υπόθεση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, καθόσον ο κατηγορούμενος δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει αποδεικτικό μέσο που να δικαιολογεί την εν λόγω αναβολή". Επομένως ο πρώτος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, για αναιτιολόγητη απόρριψη της αιτήσεως της κατηγορούμενης για αναβολή της δίκης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, την γνώση του δράστη με την έννοια της πλήρους βεβαιότητας, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Επίσης από τις διατάξεις του άρθρου 224 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι αντικειμενικώς ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ.1 του ΠΚ, κατά το οποίο, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη να αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ.1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. 'Οταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως επί των εγκλημάτων της συκοφαντικής δυσφημήσεως ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρος, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άμεσος δόλος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πατρών, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 186-187/2008 απόφασής του, ύστερα από εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "...... ο κατηγορούμενος, που ήταν υποδιευθυντής στο κατάστημα της Τράπεζας Πίστεως στην ....., με την από 10.1.2001 κατάθεσή του ενώπιον του υπαστυνόμου Α' του Α.Τ. ..... ....., ανέφερε ψευδώς και εν γνώσει της αναληθείας, ότι οι εκκαλούντες Ψ1 και Ψ2 (πατέρας και γιος, αντίστοιχα) τέλεσαν εις βάρος του την αξιόποινη πράξη της εκβίασης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος ανέφερε στην πιο πάνω κατάθεσή του, μεταξύ άλλων, και τα εξής : "... Εκβιάζομαι από τον Ψ2 και τον πατέρα του Ψ1, οι οποίοι σε διάστημα δύο (2) χρόνων περίπου μου έχουν αποσπάσει χρηματικό ποσό διακοσίων εξήντα οκτώ εκατομμυρίων δραχμών προκειμένου να μην παραδώσω πινακίδα πωλήσεων μετοχών που του έχω παραδώσει και τα οποία είναι εικονικά, στην διοίκηση της Τράπεζας Πίστεως όπου εργάζομαι, με τον Ψ2 έχω ραντεβού την 21 ώρα σήμερα προκειμένου να του παραδώσω όπως αξιώνει εκβιαστικά δύο επιταγές συνολικού ποσού 120.000.000 δραχμών με αντάλλαγμα την παράδοση από αυτόν των παραπάνω εικονικών πινακίδων. Το ραντεβού μου είναι στην καφετέρια πρώην "....." που βρίσκεται στην οδό ..... και ..... γωνία. Σας παραδίδω δύο αντίγραφα των επιταγών που θα παραδώσω σε φωτοτυπία. Άλλο δεν έχω να προσθέσω και ζητώ την βοήθεια σας για να μην υποκύψω στους εκβιασμούς των ανωτέρω με αποτέλεσμα να χάσω τη δουλειά μου, εκβιάζομαι επίσης και φοβάμαι για τη ζωή της οικογενείας μου. Σας παραδίδω σε φ/φα τις υπ'αριθμ. ..... και ..... επιταγές Τράπεζας Πίστεως αξίας 120.000.000 δραχμών. Σύνολο, τα πρωτότυπα των οποίων θα παραδώσω στον Ψ2. Τα χρήματα που αναγράφονται στις επιταγές είναι χωρίς αντίκρισμα. Οι επιταγές είναι από γνήσιο μπλοκ επιταγών σε κοινό λογαριασμό με την σύζυγο μου Α .....", "... σε συνέχεια της από 10-1-2001 και ώρα 20.15 καταθέσεως μου, διευκρινιστικά προσθέτω ότι μετά από συννενόηση με Αστυνομικούς της υπηρεσίας σας πήγα στο ραντεβού μου με τον Ψ2 την 20.00 ώρα σήμερα. Συναντηθήκαμε έξω από την καφετέρια που αναφέρω στην κατάθεση μου και του παρέδωσα ένα λευκό κλειστό φάκελλο που περιείχε τις προαναφερόμενες επιταγές. Αυτός αφού άνοιξε το φάκελλο ενώπιον μου και βεβαιώθηκε για τις επιταγές τις έβαλε στην τσέπη του, του ζήτησα να μου δώσει τα πινάκια και αυτός μου απήντησε ότι θα μου τα παραδώσει αφού εισπράξει τα χρήματα και εγώ δέχθηκα, μετά από αυτό έκανα νεύμα στους Αστυνομικούς που ήταν πλησίον και αφού απομακρύνθηκα από αυτόν επενέβησαν και τον συνέλαβαν. Με τον Ψ2 και τον πατέρα του Ψ1 γνωριστήκαμε πριν τρία χρόνια περίπου, ως πελάτες στην τράπεζα που εργάζομαι. Ο πατέρας Ψ1 έπαιζε χρηματιστήριο. Ως υποδιευθυντής που είμαι στην τράπεζα μου ζήτησε να αγοράσω για λογαριασμό του μετοχές κάθε νέας εταιρείας που εισάγεται στο χρηματιστήριο. Εγώ ελάμβανα από τον πατέρα το αντίτιμο των μετοχών που αγόραζα (υποθετική αγορά) και του απέδιδα το ποσό το υποτιθέμενο πώλησης, βάζοντας τα χρήματα από την τσέπη μου. Αυτή επομένως ήταν η παρανομία μου, η υποτιθέμενη αγορά και πώληση μετοχών, η οποία αν αποκαλύπτετο θα με έδιωχναν από τη δουλειά μου. Κάποια στιγμή ο γιος Ψ2 κατάλαβε την παρανομία και άρχισε να με εκβιάζει. Με τις απειλές "πρόσεχε έχεις γυναίκα και παιδιά και θα σε καταγγείλω στην υπηρεσία σου να χάσεις τη δουλειά σου" μου απέσπασε συνολικά ποσό 238.000.000 δραχμών, τελευταία φορά μου πήρε μετρητά 10.000.000 δραχμές την 29-12-2000. Ο πατέρας Ψ1 με την απειλή ότι θα με καταγγείλει στην υπηρεσία μου, μου απέσπασε 30.000.000 δραχμές με τραπεζική επιταγή πριν ένα χρόνο περίπου. Ειδικά τα χρήματα που μου πήραν με τρεις επιταγές οι ανωτέρω μπορώ να τις βρω ...". Όμως η αλήθεια είναι, ότι ο κατηγορούμενος στις αρχές του 1996 πρότεινε στον εγκαλούντα Ψ1 να επενδύσει τα χρήματα του στο χρηματιστήριο και δη σε μετοχές εταιριών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο για να επιτύχει μεγαλύτερα κέρδη. Ο τελευταίος εμπιστεύθηκε τον κατηγορούμενο και άρχισε να του παραδίδει διάφορα χρηματικά ποσά, χωρίς μάλιστα να ζητεί παραστατικά, με την συμφωνία ο κατηγορούμενος να τα τοποθετεί κατά την κρίση του επωφελώς σε αγοραπωλησίες μετοχών. Κατά το χρονικό διάστημα 1996 μέχρι 1999 ο εν λόγω εγκαλών (Ψ1) κατέβαλε στον κατηγορούμενο σταδιακά το συνολικό ποσό των 220.000.000 δραχμών. Ο κατηγορούμενος καθησύχαζε τον ως άνω εγκαλούντα ότι τα χρήματα του είχαν επενδυθεί επωφελώς και του αποφέρουν ικανοποιητικά κέρδη, ενώ στην πραγματικότητα σε ουδεμία επένδυση είχε προβεί και απέβλεπε στην υπεξαίρεση των χρημάτων του εγκαλούντος. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1999 ο ανωτέρω εγκαλών ζήτησε από τον κατηγορούμενο παραστατικά των χρηματιστηριακών συναλλαγών των χρημάτων που του είχε εμπιστευθεί και ο κατηγορούμενος του εγχείρισε πέντε (5) πινακίδια τίτλων της εταιρείας "Άλφα Χρηματιστηριακή Α.Ε.", τα οποία όμως ήταν πλαστά, όπως διαπίστωσε ο εγκαλών Ψ2. Ο κατηγορούμενος αναγκάσθηκε πλέον να επιστρέψει μέρος των χρημάτων που είχε λάβει και συγκεκριμένα επέστρεψε το ποσό των 100.000.000. δραχμών με τρεις επιταγές που εξοφλήθηκαν κανονικά μέχρι το τέλος του 2000 και υποσχέθηκε ότι θα καταβάλει και τα υπόλοιπα. Την 3.1.2001 ο κατηγορούμενος ειδοποίησε τον εγκαλούντα Ψ2 να μεταβεί στην Τράπεζα και να αναλάβει το ποσό των 120.000.000 δραχμών. Το ποσό αυτό ο κατηγορούμενος είχε υπεξαιρέσει από το λογαριασμό του πελάτη της Τράπεζας Β. Λόγω του μεγάλου ύψους του ποσού που επρόκειτο να αναλάβει ο εγκαλών Ψ2, οι υπάλληλοι της Τράπεζας θέλησαν να ελέγξουν το υπόλοιπο κι έτσι αποκαλύφθηκε αμέσως η υπεξαίρεση εις βάρος του Β, ενώ έγινε η αφορμή να διενεργηθεί λεπτομερής έλεγχος από επιθεωρητές της Τράπεζας και τότε διεπιστώθηκε ότι επί σειρά ετών ο κατηγορούμενος είχε υπεξαιρέσει σημαντικά ποσά εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών από διάφορους πελάτες της Τράπεζας (και για τις οποίες πράξεις παραπέμφθηκε να δικασθεί, ήδη δε έχει καταδικασθεί σε πρώτο βαθμό με την 351-353 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού σε ποινή καθείρξεως). Ενόψει της νέας τροπής που έλαβε η υπόθεση του εγκαλούντος Ψ1 μετά την αποκάλυψη της υπεξαιρέσεως εις βάρος του Β, ο κατηγορούμενος μεθόδευσε εναντίον των εγκαλούντων κατηγορία για εκβίαση. Ειδικότερα, την 10.1.2001 κανόνισε τηλεφωνική συνάντηση με τον εγκαλούντα Ψ2 για να του επιστρέψει δήθεν τα χρήματα κι ενώ του παρέδιδε δύο επιταγές συνολικού ποσού 120.000.000 δρχ., συγχρόνως είχε καταγγείλει στην αστυνομία ότι η συναλλαγή αυτή ήταν προϊόν εκβίασης εκ μέρους του εγκαλούντα Ψ2 και άνδρες του τμήματος ασφαλείας ..... συνέλαβαν τον τελευταίο όταν έπαιρνε επιταγές και τις κατέσχεσαν (ας σημειωθεί ότι κατά τον εγκαλούντα Ψ1 και το περιβάλλον του το περιστατικό αυτό οδήγησε στην αυτοκτονία τον εγκαλούντα Ψ2 μετά πάροδο μερικών μηνών και δη την 31.8.2001). Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου περί εκβιάσεως δεν αποδεικνύεται από κανένα βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο (με το 73/2004 βούλευμα το Συμβούλιο Πλημ/κων Αμαλιάδας έπαυσε την ποινική δίωξη κατά του εγκαλούντος Ψ1 για το αδίκημα της εκβιάσεως λόγω θανάτου αυτού και αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά του εγκαλούντος Ψ2 για το αδίκημα της εκβιάσεως ελλείψει ενδείξεων ενοχής). Κατά συνέπεια, η πιο πάνω από 10.1.2001 μήνυση του ήδη κατηγορουμένου είναι ψευδής, πράγμα το οποίο γνώριζε ο ίδιος, την κατέθεσε δε αυτός σκοπεύοντας να προκαλέσει την καταδίωξη των άνω εγκαλούντων για την αποδιδόμενη σ' αυτούς από τον ίδιο αξιόποινη πράξη της εκβίασης. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος με την ανωτέρω μήνυση του, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ποινικής διώξεως εναντίον των μηνυτών για εκβίαση, ισχυρίσθηκε ψευδώς για τους εγκαλούντες και εν γνώσει της αναληθείας τους τα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν ανωτέρω, τα οποία περιήλθαν εν γνώσει των υπαλλήλων των αρμοδίων Αρχών που διενήργησαν την προανάκριση και τα οποία ήσαν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη τους στη μικρή κοινωνία της ....., είχε δε θέληση να ισχυρισθεί ενώπιον τούτων τα βλαπτικά αυτά γεγονότα. Τέλος, εξεταζόμενος ο ίδιος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής (Αστυνομικό Τμήμα .....), που είναι αρμόδια για την εξέταση του, βεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο της ανωτέρω μηνύσεως, εν γνώσει της αναληθείας αυτού. ...". Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος των πιο πάνω πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδορκίας μάρτυρα. Για τις πράξεις τους δε αυτές, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27, 94 παρ.1, 224 παρ.2- 1, 229 παρ. 1 362, 363 ΠΚ ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως (18) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια.
ΙΙΙ. Με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων , καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, χωρίς να είναι αναγκαία η αξιολόγηση και συσχέτιση κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης ,με τον οποίο ο αναιρεσείων, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν διαλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά θεμελιωτικά της αντικειμενικής υποστάσεως των αδικημάτων, δια των οποίων κηρύχθηκε αυτός ένοχος και , επί πλέον, ότι "στο σκεπτικό , δεν γίνεται, όπως έπρεπε, συσχέτιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και των από αυτά προκυψάντων πραγματικών περιστατικών, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας , διότι όπως ισχυρίζεται, το σκεπτικό αυτής αποτελεί επανάληψη του διατακτικού της, είναι αβάσιμες. Το σκεπτικό της απόφασης επαναλαμβάνει μεν κατά σημαντικό μέρος το διατακτικό κατά τα αναφερόμενα σε αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία όμως εκτίθενται σε αυτό αναλυτικά και με πληρότητα ώστε να καθίσταται περιττή, ως προς αυτά, η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού, χωρίς παράλληλα το σκεπτικό δεν εξαντλείται μόνο στα αναφερόμενα στο διατακτικό περιστατικά. Εξάλλου ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία, ως προς την παράσταση της πολιτικής αγωγής (171 παρ.2 ΚΠΔ) διότι, όπως κατά λέξη αναφέρει ο αναιρεσείων "ο Ψ1, παρεστάθη δι εαυτόν - όπως προκύπτει από την απόφασιν - πρακτικά - και ουχί δια τον Ψ2. Ούτω δεν τηρήθηκαν αι προϋποθέσεις δια την παράστασιν την πολιτικής αγωγής, αι οποίαι ορίζονται υπό της Δικονομίας και του Α.Κ", πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, αφού, δεν εκτίθεται σε αυτή σε τι συνίσταται η ακυρότητα της παράστασης του Ψ1, ως πολιτικώς ενάγοντος, δεδομένου, ότι και αυτός, κατά τις παραδοχές της απόφασης, φέρεται ως άμεσα παθών. Ομοίως, ως αόριστος, πρέπει να απορριφθεί και προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Β του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, όπως εκτιμάται, για έλλειψη ακροάσεως, διότι, όπως εκτίθεται στην κρινόμενη αίτηση, από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο αναιρεσίων υπέβαλε, "ισχυρισμούς και αιτήσεις, αι οποίαι έμειναν αναπάντητοι", αφού δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο των ισχυρισμών αυτών. Κατά τα λοιπά οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας, ενώ από τα πρακτικά της δίκης ουδόλως προκύπτει ότι αυτός στερήθηκε δικονομικών δικαιωμάτων του. Πρέπει δε να παρατηρηθεί σχετικά, ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, μετά την απόρριψη του απαραδέκτως υποβληθέντος αιτήματος αναβολής, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ρώτησε τον κατηγορούμενο, αν θα διορίσει συνήγορο υπερασπίσεως και αυτός δήλωσε ότι θα παρασταθεί αυτοπροσώπως.
ΙV. Μετά από αυτά και την απόρριψη των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ.583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που παραστάθηκε (186, 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 26/7-4-2008 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ για αναίρεση της 186-187/29-1-2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα ,που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που παραστάθηκε, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ