Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
Περίληψη:
Παράβαση Νόμου περί Ναρκωτικών. Ερήμην του πρώτου αναιρεσείοντος. Συζήτηση μετά από αναβολή με αίτημα του αναιρεσείοντος. Αν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση απορρίπτεται. Απορρίπτει αναίρεση του πρώτου ως ανυποστήρικτη. Αιτιολογία κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών. Η επιβαλλόμενη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. ΠΚ., ισχυρισμό. Επίκληση ελαφρυντικών 84 παρ. 2ε (της καλής συμπεριφοράς του για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη). Αοριστία ισχυρισμών. Εκ περισσού αιτιολογία απορρίψεως. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2173/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βησσαρίωνα Κωνσταντούλα, περί αναιρέσεως της 55/2207 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος και στην από 7 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση του δεύτερου αναιρεσείοντος, καθώς και στο από 27 Αυγούστου 2008,δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτού, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1639/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που παραστάθηκε, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η αίτηση αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος και β) να απορριφθεί ως αβάσιμη εκείνη του δεύτερου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 515 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου αναβάλει τη συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, αποδεχόμενο σχετικό αίτημα ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν χωρίς νέα κλήτευση ακόμη και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης. Αν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση απορρίπτεται (514 εδ.α.ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 24/10/2007 αποδεικτικό επιδόσεως του Γραμματέα της Κλειστής Φυλακής ..... ....., ο αναιρεσείων Χ1, κρατούμενος στη Κλειστή Φυλακή ....., κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί δια του συνηγόρου του στη συνεδρίαση της 7/3/2008. Κατά τη δικάσιμο εκείνη, αναβλήθηκε, με την 585/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, η συζήτηση της αιτήσεως με αίτημα της πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος, για τη συζήτηση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής. Αυτός όμως δεν εμφανίσθηκε κατά την αναφερόμενη συνεδρίαση, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση, στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτησή του αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων Χ1, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 5 παρ.1 εδ. ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν.2161/1993 (άρθρο 20 παρ.1 περ. ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά, ενώ η μεταφορά πραγματώνεται με τη μετακίνηση των ναρκωτικών από ένα τόπο σε άλλο με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Δυνατή είναι και η κατά συναυτουργία τέλεση των άνω εγκλημάτων [45 ΠΚ], συνεπώς και του εγκλήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Υπάρχει δε συγκατοχή όταν υφίσταται μεταξύ των δραστών κοινός δόλος φυσικής εξουσίασης της συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας και η δυνατότητα σε όλους τους δράστες - συναυτουργούς άσκησης αυτής της φυσικής εξουσίασης με τη δυνατότητα διαπιστώσεως οποτεδήποτε της ύπαρξής της, και της κατά τη βούλησή τους διάθεσής της, χωρίς στην περίπτωση αυτή να απαιτείται για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο προσδιορισμός και της εκτάσεως της φυσικής εξουσίασης που καθένας έχει επί των ουσιών αυτών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 55/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 14-1-2005, άνδρες του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Ιωαννίνων, αξιοποιώντας πληροφορία που είχε περιέλθει στην Υπηρεσία τους, ότι δύο συγκεκριμένα φορτηγά αυτοκίνητα εισάγουν από την Αλβανία στην Ελλάδα μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, εντόπισαν τα εν λόγω αυτοκίνητα να είναι σταθμευμένα το ένα στη γέφυρα ..... και το άλλο σ' ένα βενζινάδικο στην ....., οπότε άρχισαν την παρακολούθηση τους. Την 19-1-2005, δηλαδή ύστερα από πέντε ημέρες, είδαν τους κατηγορουμένους να πλησιάζουν το πρώτο από τα παραπάνω αυτοκίνητα προκειμένου να εισέλθουν σ' αυτό, ο δεύτερος από τη θέση του οδηγού και ο πρώτος από τη θέση του συνοδηγού. Τη χρονική αυτή στιγμή επενέβησαν οι ανωτέρω άνδρες και συνέλαβαν τους κατηγορουμένους. Το ως άνω φορτηγό αυτοκίνητο έφερε τις σφραγίδες του Τελωνείου της ....., που είχαν αφαιρεθεί από το άλλο αυτοκίνητο, το οποίο όντως είχε υποστεί τελωνειακό έλεγχο και είχαν τοποθετηθεί στο πρώτο αυτοκίνητο, δίνοντας την εντύπωση ότι και τούτο είχε υποβληθεί στο σχετικό έλεγχο. Όμως, οι παραπάνω άνδρες δεν παραπλανήθηκαν από την ως άνω μεταφορά των σφραγίδων από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο και με τη βοήθεια σκύλου της δίωξης ναρκωτικών, καθώς και των υπαλλήλων του Τελωνείου ....., εντόπισαν στο συγκεκριμένο αυτό φορτηγό αυτοκίνητο μέσα στην καρότσα του ποσότητα 506 κιλών και 900 γραμμαρίων ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, που ήταν συσκευασμένη σε 424 δέματα και τοποθετημένη σε 17 σάκους. Το ως άνω αυτοκίνητο είναι ιδιοκτησίας του Α, ο οποίος μέχρι σήμερα διαφεύγει τη σύλληψή του και είχε δώσει εντολή στους κατηγορουμένους να το μεταφέρουν μαζί με το φορτίο στην Αθήνα. Οι τελευταίοι υποστηρίζουν ότι δεν γνώριζαν ότι στο παραπάνω αυτοκίνητο βρισκόταν τέτοια ναρκωτική ουσία και ότι βρέθηκαν στο μέρος εκείνο γιατί ο ως άνω ιδιοκτήτης του είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον πρώτο και ανέλαβε την υποχρέωση να μεριμνήσει για τη μεταφορά του στην Αθήνα, οπότε ανατέθηκε απ' αυτόν η οδήγηση του στο δεύτερο κατηγορούμενο. Τ' ανωτέρω όμως υποστηριζόμενα από τους κατηγορουμένους κρίνονται αβάσιμα και συνεπώς απορριπτέα, καθόσον αποδείχτηκε ότι αυτοί γνώριζαν ότι εντός του ως άνω αυτοκινήτου υπήρχε η προαναφερόμενη ναρκωτική ουσία και ανέλαβαν την μεταφορά της στην Αθήνα, όπως είχαν συμφωνήσει με τον ιδιοκτήτη του εν λόγω αυτοκινήτου, διακινδυνεύοντας τη σύλληψή τους, δεδομένου ότι το κέρδος τους από τη διακίνηση της ανωτέρω ναρκωτικής ουσίας θα ήταν μεγάλο, γιατί διαφορετικά, δηλαδή αν αγνοούσαν την ύπαρξη των ναρκωτικών, δεν θα αναλάμβαναν τη μεταφορά του ως άνω αυτοκινήτου στην Αθήνα, αφού είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν προηγουμένως το φορτίο του, αυτοί όμως δεν προέβησαν σε κανένα έλεγχο, που σημαίνει ότι γνώριζαν το είδος του μεταφερόμενου φορτίου. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχτούν ένοχοι των αξιοποίνων πράξεων της κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικής ουσίας, για τις οποίες κατηγορούνται, χωρίς τις ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων 84 παρ.2α και 2ε Π.Κ., απορριπτόμενων ως αβασίμων των σχετικών αυτοτελών ισχυρισμών τους, καθόσον α) δεν αποδείχτηκε ότι αυτοί έζησαν μέχρι το χρόνο που τέλεσαν τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, το δε λευκό ποινικό μητρώο τους από μόνο του, χορηγηθέν από τις Αλβανικές Αρχές, χωρίς την συνεπικουρία άλλων ικανών προς τούτο αποδεικτικών στοιχείων, δεν αποδεικνύει οπωσδήποτε και ότι αυτοί είχαν πρότερο έντιμο βίο, ενόψει μάλιστα του είδους και της βαρύτητας των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν και β) κατά την έννοια της δεύτερης ως άνω διατάξεως (84 παρ.2 ε ΠΚ) η καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη τους, απαιτείται σε ελεύθερη στην κοινωνία διαβίωση, ενώ αυτοί από την τέλεση των πράξεων τους και μέχρι σήμερα κρατούνται στις φυλακές, όπου όντως η συμπεριφορά τους είναι καλή, πλην όμως αυτή δεν αρκεί για τη χορήγηση του παραπάνω ελαφρυντικού ...".
Με τις σκέψεις αυτές, οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για τα αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα, του ότι " ...Στην ....., την 19η Ιανουαρίου 2005, από κοινού και χωρίς να είναι τοξικομανείς με περισσότερες πράξεις τέλεσαν περισσότερα εγκλήματα και συγκεκριμένα: 1) Κατείχαν ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την πώληση και συγκεκριμένα κατείχαν ποσότητα πεντακοσίων έξι (506) κιλών και εννιακοσίων (900) γραμμαρίων ακατέργαστης ινδικής καννάβεως συσκευασμένη σε 494 δέματα και τοποθετημένη σε 17 σάκους, εντός του υπ' αρίθ. ..... Ι.Χ φορτηγού αυτοκίνητου. 2) Μετέφεραν με αυτοκίνητο ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την εμπορία και συγκεκριμένα μετέφεραν με το υπ' αριθ. ..... Ι.Χ. φορτηγό αυτοκίνητο, την προαναφερθείσα ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης, με προορισμό άγνωστη περιοχή της Ελληνικής Επικράτειας".
Για τις πράξεις του δε αυτές, οι οποίες, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούν παράβαση των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, ΠΚ, άρθ. 4 παρ. 1, 3 Πιν. Α6, 5 παρ.1 περ. ζ, και παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ν. 1729/87, όπως αυτό ισχύει (ήδη άρθρο 20 παρ.1 περ. ζ του ΚΝΝ 3459/06), οι κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο δεύτερος αναιρεσείων, καταδικάστηκαν σε ποινή καθείρξεως δεκαπέντε (15) ετών και χρηματική ποινή 150.000 ευρώ. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων εγκλημάτων της κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ.1 περ. ζ του ν. 1729/1987, όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Αναφορικά με την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, στο αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό γίνεται αναφορά ότι βρέθηκαν στην κατοχή του αναιρεσείοντος, υπό τις αναφερόμενες στο σκεπτικό συνθήκες, οι πιο πάνω ναρκωτικές ουσίες, τις οποίες αυτός κατείχε με την έννοια ότι είχε αυτές στη φυσική του εξουσίαση και μπορούσε να τις διαθέσει πραγματικά και κατά βούληση, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας και η αναφορά των επιπλέον στοιχείων και περιστατικών που εκθέτει ο αναιρεσείων στον πρώτο λόγο αναίρεσης. Κατοχή αποτελεί και η περιέλευση στα χέρια του δράστη, των ναρκωτικών, που δεν ανήκουν στον ίδιο, αλλά αυτός απλώς τα κατέχει, με μόνο σκοπό την παράδοση αυτών στον ιδιοκτήτη ή στον αγοράστη που θα του υποδειχθεί. Δηλαδή η απαιτούμενη φυσική εξουσίαση και δυνατότητα διάθεσης των ναρκωτικών δεν προϋποθέτει ο κάτοχος να είναι ταυτόχρονα και κύριος αυτών. Εξάλλου η κατοχή των ναρκωτικών από τον αναιρεσείοντα με την έννοια ότι είχε αυτά στη φυσική του εξουσίαση και μπορούσε να τα διαθέσει πραγματικά και κατά βούληση, σαφώς προκύπτει από τις περιγραφόμενες στην απόφαση συνθήκες υπό τις οποίες τα ναρκωτικά βρέθηκαν στην κατοχή του, χωρίς να απαιτείται, επιπλέον, η ειδική μνεία της δυνατότητας αυτής. Επομένως οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως προς το αδίκημα της κατοχής ναρκωτικών ουσιών (άρ. 5 παρ.1 ζ του ν. 1729/87), διότι, όπως αιτιάται, ενώ γίνεται δεκτό στο σκεπτικό της απόφασης, "ότι ο αναιρεσείων εδέχθη την μεταφορά ξένου (όχι ιδικού του) φορτίου από την Αλβανία στην Ελλάδα κατόπιν προτάσεως του ιδιοκτήτη του φορτηγού, εν συνεχεία θεωρεί προφανώς, αλλά όλως αντιφατικώς, ότι ο αναιρεσείων κατείχε το παράνομο φορτίο, ήτοι κατά την δική του βούληση θα ηδύνατο να το διαθέσει από μόνος του" και ότι εκ τούτου "εμφιλοχωρεί αντίφαση εις το σκεπτικό της αποφάσεως", ενώ "ουδόλως γίνεται λόγος για φυσική εξουσίαση του φορτίου από τον αναιρεσείοντα", είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Συνακόλουθα, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. δ και ε ΚΠΔ. πρώτος λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρ. 5 παρ.1 ζ του ν. 1729/87), σχετικά με την πράξη της κατοχής των ναρκωτικών ουσιών, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Αναφορικά με την πράξη της μεταφοράς των ναρκωτικών ουσιών, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι υπάρχει ελλιπής και εσφαλμένη αιτιολογία, αλλά και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης ως προς το αδίκημα αυτό (άρ. 5 παρ.1 ζ του ν. 1729/87), καθόσον, όπως υποστηρίζει, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση "όχι μόνον δεν ετελέσθη το αδίκημα της μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών αλλά ούτε καν υπήρξε αρχή εκτελέσεως του ως άνω αδικήματος", άλλως ότι έγινε απόπειρα τελέσεως αυτού. Ειδικότερα, ενώ στο διατακτικό η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η πράξη της μεταφοράς είχε ολοκληρωθεί, στο σκεπτικό δέχθηκε, αντιφατικώς, ότι " α) τα φορτηγά ήταν ήδη σταθμευμένα και υπό παρακολούθηση από την Αστυνομία και β) ότι οι άνδρες του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών επενέβησαν και συνέλαβαν τους δράστες - κατηγορουμένους πριν αυτή ξεκινήσουν το ταξίδι τους για την Αθήνα", δηλαδή γίνεται δεκτό, κατά τον αναιρεσείοντα, ότι η πράξη της μεταφοράς δεν ολοκληρώθηκε, αφού ανακόπηκε με την επέμβαση των ανδρών του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Όπως γίνεται δεκτό στο διατακτικό της απόφασης, που συμπληρώνει το σκεπτικό, χωρίς να δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση, οι κατηγορούμενοι μετέφεραν με το πιο πάνω φορτηγό αυτοκίνητο την ποσότητα των ναρκωτικών σε άγνωστη περιοχή της ελληνικής επικράτειας. Με όσα εκτίθενται στο σκεπτικό της απόφασης δεν γίνεται δεκτό ότι οι κατηγορούμενοι θα έκαναν έναρξη της μεταφοράς κατά το χρόνο που έγινε η σύλληψή τους, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρέσεων, αλλά απλώς περιγράφονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η σύλληψη αυτού και του συγκατηγορουμένου του. Από την αναφορά δε των περιστατικών προέκυπτε η εμπλοκή των κατηγορουμένων με την πιο πάνω ποσότητα ναρκωτικών και ειδικότερα ότι αυτοί ήταν εκείνοι που τα μετέφεραν και τα κατείχαν. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας να προσδιορίζεται ο τόπος εκκίνησης και προορισμού του δράστη. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. δ και ε ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρ. 5 παρ.1 ζ του ν. 1729/87 και 42 του ΠΚ, αναφορικά και με την πράξη της μεταφοράς των ναρκωτικών ουσιών, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. 'Οταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ.α) και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (περ.ε). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ., ενώ για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο συνήγορος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, όπως και του συγκατηγορουμένου του, κατά την αγόρευσή τους, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, "ανέπτυξαν την υπεράσπιση και ζήτησαν την αθώωση των κατηγορουμένων, άλλως να τους αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2α και ε του ΠΚ". Με αυτό το περιεχόμενο οι προταθέντες ισχυρισμοί για τη χορήγηση ελαφρυντικών είναι αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά που να τους θεμελιώνουν. Ειδικότερα, ως προς τον ισχυρισμό για την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρ. 84 παρ. 2 περ. ε του ΠΚ, για την απόρριψη του οποίου μόνο ο αναιρεσείων προβάλλει τη αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απορριπτικής αποφάσεως, ουδέν περιστατικό αυτός επικαλέστηκε, για να στηρίξει τον περί της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης ισχυρισμό του. Το Δικαστήριο της ουσίας, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού, απάντησε, ως εκ περισσού, απορρίπτοντας κατ' ουσία αυτόν με αναφερόμενη στην προηγούμενη παράγραφο αιτιολογία. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ μοναδικός πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως καθώς και ο πρόσθετος αυτής λόγος να απορριφθούν, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει: 1) την από 9/9/2007 αίτηση αναιρέσεως (αρ. πρωτ. 8175/17-9-2007) του Χ1 και 2) την 134/7-9-2007 αίτηση αναιρέσεως μετά των από 27/8/2008 (με ημερομηνία καταθέσεως 1/9/2008), προσθέτων αυτής λόγων, του Χ2, για αναίρεση της 55/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ