Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Οπλοφορία, Οπλοχρησία.
Περίληψη:
Αναίρεση παραπεμπτικού βουλεύματος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Παράνομη οπλοφορία. Οπλοχρησία με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για απόλυτη ακυρότητα. Όχι επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (Ολ. ΑΠ 1/2005). Αναιρεί και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1580/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαϊου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2634/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 139/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 124/12.3.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 1/3-1-2008 αίτηση του Χ1, γενομένη δια πληρεξουσίου, ο οποίος είχε τη προς τούτο εξουσιοδότηση η οποία προσαρτάται στην έκθεση αναιρέσεως, για αναίρεση του με αριθμό 2634/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η με αριθμό 319/11-6-2007 έφεσή του κατά του υπ'αριθμόν 1436/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) της παράνομης οπλοφορίας και γ) της οπλοχρησίας και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και δη α) της έλλειψης της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας (άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' και α' Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι, οι οποίοι, ως αναφέρονται στην αίτηση, συνίστανται στο ότι: α) στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα αποδεικτικά στοιχεία και οι αποδείξεις που θεμελιώνουν τις σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη και ειδικότερα τα αποδεικτικά αυτά μέσα δεν αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος των, ούτε προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και β) το Συμβούλιο απαραδέκτως δεν έλαβε υπόψη τους αναφερόμενους λόγους της έφεσής του που περιλαμβάνονται στο ξεχωριστό και συνημμένο στην έκθεση έφεσης έγγραφο, επειδή τούτο δεν φέρει την υπογραφή του γραμματέα κάτωθι του εγγράφου.
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη κυρία ανάκριση ή τη προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για τη πραγμάτωση του εγκλήματος και τη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται αυτά γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ'έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται προς άλληλα ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική εκάστου βαρύτητα. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ιδίου βουλεύματος, εφόσον αυτό περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές (ΑΠ 157/2007 Π.Χ. ΝΖ/2007 σελ. 1003). Επίσης για την ύπαρξη αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ'είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα (Α.Π. 195/2007 ΠΧ ΝΖ/2007 σελ. 1006).
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στο Προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στη περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος..... Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλει και από εκείνον που την δέχεται......:. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 153 ΚΠΔ, προκύπτει ότι κάθε έκθεση και εκείνη του ενδίκου μέσου, είναι άκυρη όταν λείπουν, μεταξύ άλλων και η υπογραφή των προσώπων που έχουν συμπράξει, κατά το άρθρο 150 του Κώδικα, μεταξύ των οποίων είναι και ο γραμματέας, που δέχεται το ένδικο μέσο. Όταν όμως οι λόγοι του ενδίκου μέσου δεν διαλαμβάνονται στο κύριο κείμενο της έκθεσης για την άσκηση αυτού, το οποίο υπογράφεται και από το γραμματέα, αλλά σε πρόσθετο κείμενο, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση και το οποίο καλύπτεται μόνο από την υπογραφή εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο ή του αντιπροσώπου του, όχι δε και του γραμματέα, (η υπογραφή του οποίου υπάρχει μόνο στο κύριο κείμενο της έκθεσης) η έκθεση του ενδίκου μέσου δεν είναι άκυρη, γιατί η μη εκπλήρωση της υπηρεσιακής υποχρέωσης του γραμματέα να υπογράψει και το επισυναπτόμενο στην έκθεση κείμενο των λόγων ασκήσεως του ενδίκου μέσου, δεν είναι επιτρεπτό να έχει ως κύρωση την ακυρότητα της έκθεσης και το απαράδεκτο του ενδίκου μέσου. Πολύ περισσότερο δεν είναι άκυρη η έκθεση άσκησης του ενδίκου μέσου, όταν στο επισυναπτόμενο πρόσθετο κείμενο υπάρχει η υπογραφή του γραμματέα όμως μόνο στην αρχή της πρώτης σελίδας και όχι στο τέλος του κειμένου, δεν καλύπτει δηλαδή το κείμενο των λόγων ασκήσεως του ενδίκου μέσου (Α.Π. 680/2005 ΠΧ ΝΕ/2005 σελ. 1008).
Στην προκειμένη περίπτωση: α) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εξέδοσε επί της υπ'αριθμόν 319/2007 έφεσης του αναιρεσείοντα κατά του υπ'αριθμ. 1436/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το υπ'αριθμ. 2634/2007 βούλευμά του, δια του οποίου απέρριψε κατ'ουσίαν την άνω έφεση δια τους εις αυτήν αναφερομένους λόγους. Στην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, βάσει της οποίας έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για τη πραγμάτωση του διωκομένου εγκλήματος και τη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οδηγήθηκε "από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε, τις απολογίες του εκκαλούντος κατηγορουμένου και της αλλοδαπής Γ1 και από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας" (βλέπε άνω βούλευμα φύλλο 9 σελίδα β'). Το βούλευμα δεν αναφέρεται στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, όπου εκεί αναφέρεται "στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ειδικότερα από τις μαρτυρικές καταθέσεις, τις απολογίες του εκκαλούντος κατηγορουμένου και της Γ1 και τα λοιπά στη δικογραφίας έγγραφα". Όμως εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το βαλλόμενο βούλευμα δεν έλαβε υπόψη, κατά το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως, τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων Ζ1, Ζ2, Ζ3, Ζ4 κλπ ήτοι έλαβε υπόψη επιλεκτικά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία και όχι όλα ως ώφειλε. Με τον τρόπο όμως αυτό στέρησε την απόφασή του από την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και πρέπει κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση.
β) Μετά την έκδοση του υπ'αριθμ. 1436/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο Χ1 άσκησε κατ'αυτού έφεση με την υπ'αριθμόν 319/11-6-2007 έκθεση ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών Αθανασίου Θειακούλη. Στο κείμενο της εκθέσεως αναφέρει ότι εκκαλεί το άνω βούλευμα καθόσον "σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας έπρεπε να τον απαλλάξει από κάθε κατηγορία για τους λόγους που αναφέρονται στο επισυναπτόμενο στη παρούσα εφετήριό του.." επεσύναψε δε το με ίδια ημερομηνία 11-6-2007 έγγραφο με τίτλο "ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΕΩΣ". Στη πρώτη σελίδα του εγγράφου αυτού ο άνω γραμματέας ανέγραψε τις λέξεις "Προσκομίσθηκαν 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2007 ο Γραμματεύς" και τα υπέγραψε θέτοντας τη σφραγίδα του και τη στρογγυλή σφραγίδα του Πρωτοδικείου. Δεν υπέγραψε όμως στο τέλος του εγγράφου, όπου υπέγραψε μόνον ο εκκαλών. Όμως το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε υπόψη του, κατά την εκτίμηση της εφέσεως, τους εις το έγγραφο αυτό αναφερομένους λόγους εφέσεως. Ειδικότερα αναφέρει στο 9ο φύλλο του ήδη αναιρεσιβαλλομένου βουλεύματος ότι "Αντίθετα οι αναλυτικά αναφερόμενοι λόγοι της έφεσης περιλαμβάνονται σε ξεχωριστό έγγραφο που είναι συνημμένο στη σχετική έκθεση έφεσης το οποίο όμως δεν απετέλεσε σώμα της, εφόσον στο τέλος του φέρει μόνο την υπογραφή του εκκαλούντα και όχι του ανωτέρω Γραμματέα, ο οποίος στη πρώτη σελίδα του έθεσε τη σημείωση "προσκομίστηκαν στην Αθήνα 11 Ιουνίου 2007" την οποία και υπέγραψε. Κατά συνέπεια οι λόγοι αυτοί δεν λαμβάνονται υπόψη ως λόγοι έφεσης".
Όμως με τον τρόπο αυτό και βάσει των άνω αναφερομένων το πληττόμενο βούλευμα παρεβίασε τις διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του αναιρεσείοντος και την άσκηση των δικαιωμάτων του που επιβάλλει ο νόμος και κατέστη αναιρετέο και ως προς το λόγο αυτόν. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο συμβούλιο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, σύμφωνα προς το άρθρο 319 ΚΠΔ.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α-------------------------
Π ρ ο τ ε ί ν ω να γίνει δεκτή η με αριθμό 1/3-1-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμόν 2634/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο συμβούλιο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Αθήνα 19 Φεβρουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 1 από 3 Ιανουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 2634/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 1436/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις: α) της τετελεσμένης ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) της παράνομης οπλοφορίας και γ) της παράνομης οπλοχρησίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Έλλειψη της, κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προανάκριση και κύρια ανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο, να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η αόριστη όμως αναφορά στο βούλευμα των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση, χωρίς κανένα ειδικότερο προσδιορισμό του είδους των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστικό συμβούλιο δεν αρκεί, και η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται από την τυχόν επιλεκτική επίκληση, κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, μεμονωμένων καταθέσεων μαρτύρων ή εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ της περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της παράνομης οπλοφορίας και παράνομης οπλοχρησίας. Προκειμένου δε, να καταλήξει στο πόρισμα αυτό, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, επί της ουσίας, κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: "Από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε τις απολογίες του εκκαλούντος κατηγορουμένου και της αλλοδαπής Γ1 για την οποία το προσβαλλόμενο βούλευμα αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις και από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψαν τα εξής: Μετά από κλήση του κατηγορουμένου στην Αστυνομία περί ώρα 06.53 της 10.3.2006 βρέθηκε νεκρός σε μισθωμένο από τον κατηγορούμενο διαμέρισμα πολυκατοικίας που βρίσκεται στη λεωφόρο ..... του ...... Αττικής ο Ζ1. Συγκεκριμένα το πτώμα του βρέθηκε σε ύπτια θέση στο χώρο του σαλονιού του διαμερίσματος ανάμεσα σε ένα τριθέσιο καναπέ και ένα τραπεζάκι φέροντας στρογγυλοειδές τραύμα διαμέτρου 0,6 εκατ. στην περιοχή του στέρνου και στρογγυλοειδές τραύμα διαμέτρου 0,6 εκατ. περίπβυ στην οπίσθια επιφάνεια του δεξιού ημιθωρακίου, η δε θέση βολής ήταν η πολυθρόνα που βρισκόταν αριστερά της εισόδου του σαλονιού του προαναφερόμενου διαμερίσματος και ελαφρά λοξά απέναντι από τον καναπέ όπου καθόταν το θύμα. Ο κατηγορούμενος περί ώρα 06.00 περίπου και κατά τη στιγμή που η αλλοδαπή Γ1 ετοιμαζόταν να αποχωρήσει από το διαμέρισμα ο κατηγορούμενος ενώ καθόταν στην πολυθρόνα που βρισκόταν διαγωνίως απέναντι από τον τριθέσιο καναπέ που καθόταν το θύμα τράβηξε από την μέση ένα πιστόλι που έφερε μαζί του, έβαλε τη γεμιστήρα, σημάδεψε τον Ζ1 και τον πυροβόλησε μία φορά. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το θύμα τον πυροβόλησε η αλλοδαπή, δεν κρίνεται βάσιμος, διότι δεν προέκυψε ότι αυτή γνώριζε να χρησιμοποιήσει το όπλο, και μάλιστα να τοποθετήσει το γεμιστήρα σ' αυτό και μετά να το οπλίσει σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο, που γνώριζε την λειτουργία του από την στρατιωτική του θητεία ως λοχίας που υπηρέτησε στην προεδρική φρουρά, ούτε ότι η θέση βολής προέρχονται είτε από τον καναπέ που καθόταν, είτε από όρθια θέση όταν αυτή σηκώθηκε για να φύγει, αλλά, από την θέση από την οποία σκόπευσε ο κατηγορούμενος (πολυθρόνα). Εξάλλου, ο κατηγορούμενος παρότι ισχυρίζεται τα παραπάνω, ότι δηλαδή η αλλοδαπή τον πυροβόλησε, εν τούτοις την άφησε να φύγει και να μην την παραδώσει στην Αστυνομία, επιπρόσθετα δε πριν ειδοποιήσει την Αστυνομία, έσπευσε να πλυθεί χωρίς η εξήγηση που δίνει ότι έπραξε έτσι για να συνέλθει από το "σοκ" να είναι πειστική. Άλλωστε, ο κατηγορούμενος στην από 10.3.2006 κατάθεση του περιέγραψε επανειλημμένως την ανωτέρω αλλοδαπή με την οποία βρισκόταν για αρκετό χρονικό διάστημα στο διαμέρισμα του ως μελαχροινή (με μαλλιά ίσια μέχρι τους ώμους) και ηλικίας 25 ετών ενώ αυτή ήταν ξανθιά και ηλικίας 35 ετών, επίσης στην από 10.3.2006 συμπληρωματική του κατάθεση ανέφερε ότι "εγώ από τη στιγμή που εκπυρσοκρότησε το πιστόλι και χτυπήθηκε ο Ζ1 αυτόν δεν τον ακούμπησα καθόλου. Τον άφησα όπως ακριβώς βρέθηκε" ενώ, με το υποβληθέν κατά την κύρια ανάκριση απολογητικό του υπόμνημα ανέφερε "έσπευσα να βοηθήσω τον τραυματισμένο, ενώ η γυναίκα βιαστικά ντύθηκε και έφυγε. Μολονότι, προσπάθησα να την κρατήσω δεν το κατόρθωσα, σοκαρισμένος και συγχυσμένος από το συμβάν και ασχολούμενος με τον τραυματία", Οι παραπάνω, όμως, αντιφατικές καταθέσεις του κλονίζουν σοβαρά την αξιοπιστία του και τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του. Με βάση τα παραπάνω, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου ότι δηλαδή κατά τον αναφερόμενο τόπο και χρόνο αυτός ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με πρόθεση θέλησε να αφαιρέσει ξένη ανθρώπινη ζωή και προς τον σκοπό αυτό με το πιστόλι, που έφερε μαζί του χωρίς να έχει άδεια της αστυνομικής αρχής, αφού το όπλισε σημάδεψε και πυροβόλησε τον Ζ1 και επέφερε τον θάνατο του. Περαιτέρω, το Συμβούλιο κρίνει ότι το ανωτέρω όπλο ανήκε στον κατηγορούμενο και όχι στο θύμα όπως αναφέρει ο μάρτυρας Ζ1 φίλος του θύματος αφού δεν επιβεβαιώνεται από άλλα στοιχεία της δικογραφίας ενόψει ότι και ο μάρτυρας αστυνομικός Ζ5 στην από 10.3.2006 κατάθεση του αναφέρει ότι "Δεν πρόσεξα να έχει το θύμα κάποιο πιστόλι επάνω του ούτε μου έδωσε την εικόνα ανθρώπου να ξέρει από τέτοια". Κατόπιν αυτών και λαμβανομένου υπόψη ότι η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος κατηγορουμένου (αρθρ. 470 ΚΠΔ) εφαρμόζεται όταν ασκείται ένδικο μέσο από τον κατηγορούμενο μόνο κατά καταδικαστικών αποφάσεων και όχι κατά παραπεμπτικών βουλευμάτων (ΑΠ 1297/1995 σε Συμβ. Π. Χρ. ΜΣΤ 499, ΑΠ 858/2004 σε Συμβ. Ποιν. Λογ. 20004. 1092) έπεται ότι το παρόν συμβούλιο έχει εξουσία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309, 317 και 318 ΚΠΔ σε περίπτωση παραδοχής επιβαρυντικών περιστάσεων να προβεί σε αντικατάσταση του σημείου εκείνου της κατηγορίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος με την ορθή πρόταση. Δηλαδή πρέπει στο διατακτικό του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (1436/2007) να αντικατασταθεί: α) η πρόταση "πυροβόλησε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τον προαναφερόμενο Ζ1 με πιστόλι (με αριθμό .... τύπου .... cal 7,65 mm) που ανήκε στον τελευταίο" των στίχων 13, 14 και 15 του φύλλου 13 με την πρόταση "πυροβόλησε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με το με αριθμό ..... τύπου .... cal 7,65 mm πιστόλι που έφερε παρανόμως τον προαναφερόμενο Ζ1" και β) μετά τη λέξη φυσιγγίων του στίχου 22 του φύλλου 13 να προστεθεί η πρόταση "χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής του τόπου της κατοικίας του" μεταρρυθμιζομένου κατά τούτο του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Ενόψει, των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα ορθά παρέπεμψε τον εκκαλούντα κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο για να δικαστεί για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση έφεση του. Ακόμα, όσον αφορά το περιληφθέν στο προαναφερόμενο ξεχωριστό έγγραφο αίτημα του περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης του στο Συμβούλιο αυτό ανεξαρτήτως του ότι δεν υποβλήθηκε με το έγγραφο της έφεσης πρέπει να απορριφθεί, διότι ο κατηγορούμενος έχει αναπτύξει πλήρως τις απόψεις του και έχει διατυπώσει σαφώς τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του με τις από 10.3.2006, 13.3.2006, 11.4.2006 και 13.5.2006 ένορκες καταθέσεις του και τα απολογητικά του υπομνήματα". Από τις αναφορές, όμως, αυτές του Συμβουλίου Εφετών, προκύπτει ότι τόσο στο προσβαλλόμενο βούλευμα, όσο και στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δεν γίνεται οποιαδήποτε, έστω, γενική (κατ' είδος) αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, προκειμένου το Συμβούλιο να καταλήξει στην κρίση του αυτή. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, τόσο με τις δικές του σκέψεις, όσο και με αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ενσωματώθηκε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν γίνεται σε αυτό, μνεία και αναφορά, στα αποδεικτικά μέσα, από εκείνα του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ. Ούτε, επίσης, γίνεται, στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οποιαδήποτε αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ώστε τυχόν παράλειψη του να καλυφθεί, εκτός από τη γενική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών, ότι προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη του, " το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε, από τις απολογίες του εκκαλούντος και της αλλοδαπής συγκατηγορούμενής του Γ1, και από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας", χωρίς, όμως, να γίνεται αναφορά, ότι εξετάσθηκαν μάρτυρες κατηγορίας ή υπερασπίσεως, παρά το γεγονός ότι από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι εξετάσθηκαν μάρτυρες, όπως, οι μάρτυρες Ζ1, Ζ2, Ζ3, Ζ4, Ζ5, όπως, επίσης, δεν προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών, προκειμένου να στηρίξει την ως άνω παραπεμπτική κρίση του, έλαβε υπόψη του, το σύνολο των ευρισκομένων στη δικογραφία εγγράφων, καθώς και τις απολογίες του κατηγορουμένου (προανακριτική και ανακριτική) ή το υπόμνημα που αυτός υπέβαλε, ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, για το οποίο, όμως, δεν γίνεται, ούτε επίκληση αυτού. Εν όψει αυτών, είναι σαφές ότι στο πληττόμενο βούλευμα, δεν γίνεται καθόλου γενικός κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων, αλλά αποσπασματική αναφορά σε επί μέρους αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα, που εξέδωσε το Συμβούλιο Εφετών, στερείται, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη, για το σχηματισμό της κρίσεως του, περί υπάρξεως επαρκών ενδείξεων ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου. Κατ' ακολουθία τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, περί ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και ενώ παρέλκει η έρευνα του δεύτερου λόγου αυτής, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του, από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμό 2634/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαϊου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ