Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Έγγραφα, Ποινή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Πρόσθετοι λόγοι, Παράβαση νόμου για παροχή υπηρεσιών σε ηλικιωμένους.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αναιρέσεων. Παράβασης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2345/95, παροχή οργανωμένων κοινωνικών υπηρεσιών που έχουν σχέση με την προστασία ατόμων με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένων, ανιάτως και χρονίως πασχόντων κλπ σε ιδρύματα κλπ ατόμων, χωρίς προηγούμενη έκδοση σχετικής άδειας λειτουργίας από την οικεία νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, κατ’ εξακολούθηση. Πρόσθετοι λόγοι. Απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, πρέπει να είναι το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης. Δεν είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης, μόνο διότι αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού ή κλητήριου θεσπίσματος. Οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να πλήττουν τα ίδια κεφάλαια που πλήττουν και οι κυρίως λόγοι. Εφόσον λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου που αφορά συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, είναι απαράδεκτοι, ως αόριστοι, οι πρόσθετοι λόγοι που αφορούν τις πράξεις αυτές είναι απαράδεκτοι, αφού, κατά τα κεφάλαια αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αμετάκλητη (ΑΠ 104/2003). Απορρίπτει λόγους για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Έγγραφα. Προσδιορισμός ταυτότητας αναγνωσθέντος εγγράφου. Αιτιολογία αποφάσεως ως προς τις περί αναστολής και μετατροπής ποινής διατάξεις της. Απορρίπτει αναίρεση και προσθέτους λόγους.
Αριθμός 337/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Μυταλούλη, περί αναιρέσεως της 2085/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Αυγούστου 2008 (δύο) αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως και στα από 15 Δεκεμβρίου 2008 δύο αυτοτελή δικόγραφα των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1400/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι, 1) η 47/14-8-2008 αίτηση (έκθεση) του Χ1, και 2) η 46/14-8-2008 αίτηση (έκθεση) του Χ2, για αναίρεση της 2085/6-5-2008 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, καθώς και οι από 15/12/2008 πρόσθετοι αυτών λόγοι, που κατατέθηκαν με χωριστά δικόγραφα στις 18/12/2008, έχουν ασκηθεί εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης, που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Μόνη η αντιγραφή του περιεχομένου του διατακτικού της απόφασης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, δεν συνιστά, χωρίς τίποτε άλλο έλλειψη της κατά το νόμο αιτιολογίας της αποφάσεως, εκτός, εάν στο διατακτικό ή το κλητήριο θέσπισμα και κατ' ανάγκη, επί αντιγραφής των, στο σκεπτικό της απόφασης δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Η έλλειψη όμως στην περίπτωση αυτή πρέπει να προσδιορίζεται με το σχετικό λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 509 παρ. 2 του ΚΠΔ, που ορίζει ότι, εκτός από τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση για την αναίρεση, μπορούν να προταθούν και πρόσθετοι λόγοι με έγγραφο που κατατίθεται στο γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, πρέπει να είναι το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης. Εάν είναι απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης, εκτός άλλων περιπτώσεων και διότι είναι αόριστοι και ασαφείς οι λόγοι της, τότε είναι απαράδεκτοι και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης και δεν επιτρέπεται με αυτούς ούτε ακόμη και διασαφήνιση, ανάπτυξη ή συμπλήρωση των αόριστων και ασαφών λόγων της αίτησης αναίρεσης. Επίσης δεν επιτρέπεται να εξεταστούν ούτε και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο οι υπό στοιχ. Α', Γ', Δ', ΣΤ' και Θ' (και ήδη Η') του άρθρου 510 παρ. 1 του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, διότι η αυτεπάγγελτη έρευνα τούτων, που προβλέπεται από το άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα, προϋποθέτει παραδεκτή αίτηση αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος αναιρεσείων, με τη συνεκδικαζόμενη 47/14-8-2008 αίτησή του για αναίρεση της 2085/6-5-2008 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε ένοχος με τα ελαφρυντικά, των πράξεων α) της παράβασης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2345/95, κατ' εξακολούθηση, β) ψευδούς βεβαίωσης, κατά εξακολούθηση και γ) παράνομης κατακράτησης, κατά συρροή, ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, προβάλλοντας ως πρώτο λόγο αυτής την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα αφού αναπτύσσει, γενικώς, πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογία της αποφάσεως), αναφέρει τα εξής: "Στην ένδικη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης καταδίκασε τον κατηγορούμενο - ήδη αναιρεσείοντα, και ως αιτιολογία της απόφασής του διέλαβε αυτούσιο το κείμενο του υπ' αριθμ. Α05/2293/22-9-2006 κλητήριο θέσπισμα του κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κατερίνης, το οποίο αντέγραψε κατά λέξη. Η αιτιολογία όμως αυτή, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά τελείως τυπική, αφού δεν αναφέρει α) τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία για το έγκλημα για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, β) ούτε τις νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις διατάξεις που εφαρμόστηκαν, και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο παραπέμπει το σκεπτικό". Έτσι όμως όπως έχει διατυπωθεί ο λόγος αυτός αναιρέσεως, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποια κεφάλαια αυτής ανάγονται, ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας του. Αντιθέτως οι δεύτεροι και ο τρίτοι λόγοι αναίρεσης που αφορούν, όπως και στην αίτηση αναφέρεται, αποκλειστικά την παράβαση του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 2345/95, και οι οποίοι διαλαμβάνουν τις αιτιάσεις που θα αναφερθούν πιο κάτω κατά την εξέταση των συναφών προσθέτων λόγων αναίρεσης, είναι σαφείς και ορισμένοι, ενώ ο τέταρτος λόγος αναίρεσης αφορά καταδίκη του αναιρεσείοντος, καθ' υπέρβαση της εξουσίας του Δικαστηρίου, όπως αναφέρει, "σε ποινή φυλακίσεως 3 ετών δια αδίκημα το οποίο δεν υπάρχει στο κατηγορητήριο (κατοχή ναρκωτικών ουσιών) ...". Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού ούτε από το σκεπτικό ούτε από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα για την εν λόγω πράξη. Ενόψει αυτών, με την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, όπως εκτιμάται, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για λόγους που αφορούν αποκλειστικά το αδίκημα για την παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2345/95, όχι δε και για τις λοιπές πράξεις της ψευδούς βεβαίωσης κατά εξακολούθηση και της παράνομης κατακράτησης κατά συρροή, για τις οποίες η απόφαση κατέστη αμετάκλητη. Επομένως οι πρόσθετοι λόγοι, του πρώτου αναιρεσείοντος κατά το μέρος που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τα δύο αυτά εγκλήματα (δηλαδή οι του δευτέρου και τρίτου κεφαλαίου αναιρετικοί πρόσθετοι λόγοι, καθώς και ο 12ος πρόσθετος λόγος), είναι απαράδεκτοι, αφού, κατά τα κεφάλαια αυτά, δεν πλήττεται η απόφαση με σαφή και ορισμένο παραδεκτό λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και, συνεπώς, κατέστη, ως προς τα κεφάλαια αυτά η προσβαλλόμενη απόφαση αμετάκλητη. Παραδεκτοί, αντιθέτως, είναι οι πρόσθετοι λόγοι του δευτέρου αναιρεσείοντος, ο οποίος κρίθηκε ένοχος μόνο για την πράξη της παράβασης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2345/95, η αναίρεση του οποίου έχει ταυτόσημο περιερχόμενο με την συνεκδικαζόμενη αίτηση του πρώτου (πλην του 4ου λόγου αναίρεσης), απορριπτομένου μόνο του πρώτου λόγου αναίρεσης αυτού, ως αορίστου, για τους ίδιους λόγους που απορρίφθηκε και ο αντίστοιχος λόγος του πρώτου αναιρεσείοντος.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1εδ. α-γ του ν. 2345/ 1995 (ΦΕΚ Α` 213/1995 "Οργανωμένες υπηρεσίες παροχής προστασίας από φορείς κοινωνικής πρόνοιας και άλλες διατάξεις", σωματεία, οργανισμοί, ιδρύματα, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ενώσεις προσώπων και γενικά φορείς μη υπαγόμενοι στο δημόσιο τομέα, που ασκούν κοινωνική πρόνοια, καθώς και ιδιώτες, δεν επιτρέπεται να παρέχουν οργανωμένες κοινωνικές υπηρεσίες, που έχουν σχέση με την προστασία του παιδιού ή ατόμων με ειδικές ανάγκες (παιδιών και ενηλίκων) ή ηλικιωμένων ή ανιάτων ή χρονίως πασχόντων ατόμων ή να ασκούν παρεμφερείς δραστηριότητες, πριν από την έκδοση σχετικής άδειας λειτουργίας από την οικεία νομαρχιακή αυτοδιοίκηση. Εάν διαπιστωθεί λειτουργία χωρίς άδεια, ο νομάρχης υποχρεούται να εκδώσει απόφαση διακοπής της λειτουργίας, που εκτελείται από την οικεία αστυνομική αρχή. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την απόφαση διακοπής της λειτουργίας, οι υπεύθυνοι τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα επιτρεπτώς κατά το είδος τους αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Μετά από έρευνα - επιθεώρηση που διενήργησαν τα αρμόδια όργανα του Υπ. Υγείας Προνοίας, σε από τους κατηγορούμενους διατηρούμενη μονάδα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και σχέση έχουσες σε παροχή φροντίδας και προστασίας ατόμων με ειδικές ανάγκες (υπεργήρους, ανίατους πάσχοντες κ.τ.λ.) διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω μονάδα λειτουργούσε χωρίς την απαιτούμενη άδεια λειτουργίας από την οικεία υπηρεσία της Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Ν. Πιερίας. Λόγω λοιπόν του ότι λειτουργούσε χωρίς την άδεια αυτή εκδόθηκαν νομότυπα από τον αρμόδιο νομάρχη Πιερίας διαδοχικώς πέντε αποφάσεις περί άμεσης διακοπής λειτουργίας της εν λόγω μονάδας. Παρά ταύτα οι κατηγορούμενοι (συνιδιοκτήτες και συνυπεύθυνοι λειτουργίας αυτής) εξακολούθησαν να λειτουργούν αυθαιρέτως την εν λόγω μονάδα παρέχοντες σε αυτή υπηρεσίες φιλοξενίας και περίθαλψης στα προαναφερόμενα άτομα καθ' όλη την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2004 μέχρι και το πρώτο 10ήμερο του Ιουνίου 2004 ...". Με τις σκέψεις αυτές, οι κατηγορουμένοι και ήδη αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2α, ο πρώτος (Χ1), και του 84 παρ. 2δ του ΠΚ, ο δεύτερος, της παράβασης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2345/95, κατ' εξακολούθηση. Επιπλέον ο πρώτος αναιρεσείων, με βάση άλλα, επιπλέον των πιο πάνω αναφερομένων, πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κρίθηκε ένοχος και των πράξεων της ψευδούς βεβαίωσης κατά εξακολούθηση και της παράνομης κατακράτησης κατά συρροή, πράξεις για τις οποίες δεν προσβάλλεται η πληττόμενη απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, με παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως. Ειδικότερα και οι δύο αναιρεσείοντες ως προς την παράβαση του άρ. 1 παρ. 1 του ν. 2345/95, κηρύχθηκαν ένοχοι του ότι: "... Κατά το χρονικό διάστημα από 20-1-2004 έως και το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιουνίου 2004, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος παρείχαν οργανωμένες κοινωνικές υπηρεσίες που έχουν σχέση με την προστασία ατόμων με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένων, ανιάτως και χρονίως πασχόντων ατόμων, χωρίς την απαιτούμενη άδεια λειτουργίας της οικίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και παρά την έκδοση πέντε διαδοχικών αποφάσεων διακοπής λειτουργίας της μονάδας από τον Νομάρχη Πιερίας. Ειδικότερα, κατά το άνω χρονικό διάστημα, με την ιδιότητα των συνιδιοκτητών, εξακολουθούσαν να λειτουργούν - μονάδα παροχής οργανωμένων κοινωνικών υπηρεσιών με το διακριτικό τίτλο "....." προσφέροντας υπηρεσίες φιλοξενίας και προστασίας σε άτομα με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένους, ανιάτως και χρονίως πάσχοντες, χωρίς να έχει εκδοθεί η απαιτούμενη άδεια λειτουργίας από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ν. Πιερίας και κατά παράβαση των διαδοχικώς εκδοθεισών αποφάσεων του Νομάρχη Πιερίας περί άμεσης διακοπής λειτουργίας της άνω μονάδας ήτοι των 1) υπ' αριθ. ....., 2) υπ' αριθ. ....., 3) ....., 4) ....., 5) .....". Για τις πιο πάνω πράξεις τους οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, ο μεν πρώτος σε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι τριών μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για πέντε έτη, ο δε δεύτερος σε φυλάκιση δέκα μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 5 ευρώ, για κάθε ημέρα φυλάκισης.
IV. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την καταδικαστική και για τους δύο αναιρεσείοντες πράξη της παράβασης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2345/95, ως προς την οποία και μόνο προσβάλλεται η απόφαση αυτή με παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως, την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία δεν είναι τυπική, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι, οι αποδείξεις, από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 235/95, την οποία ούτε ευθέως, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλειπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο παραβίασε. Ειδικότερα, το Τριμελές Εφετείο, δέχθηκε με τις πιο πάνω παραδοχές του, ότι οι δύο αναιρεσείοντες παρείχαν οργανωμένες κοινωνικές υπηρεσίες φιλοξενίας και προστασίας σε άτομα με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένους, ανιάτως και χρονίως πάσχοντες, χωρίς να έχει εκδοθεί η απαιτούμενη άδεια λειτουργίας από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ν. Πιερίας και κατά παράβαση των διαδοχικώς εκδοθεισών αποφάσεων του Νομάρχη Πιερίας περί άμεσης διακοπής λειτουργίας της άνω μονάδας και όχι για την λειτουργία μονάδας περίθαλψης ατόμων με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένων, χωρίς την απαιτούμενη άδεια, όπως αβασίμως οι αναιρεσείοντες αναφέρουν στους προσθέτους αυτών λόγους. Η ιδιαίτερη αιτιολόγηση, ως προς το δόλο των κατηγορουμένων, δεν ήταν απαραίτητη αφού για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος δεν αξιώνεται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή του κατηγορουμένου. Από τις πιο πάνω δε παραδοχές της απόφασης προκύπτει σαφώς ότι οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι, όπως στο σκεπτικό αναφέρεται, παρείχαν τις προαναφερόμενες υπηρεσίες σε δική τους επιχείρηση, γνώριζαν την έκδοση των διαδοχικώς εκδοθεισών αποφάσεων του Νομάρχη Πιερίας για την άμεση διακοπή λειτουργίας της πιο πάνω μονάδας και εντούτοις, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2345/95 παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε αυτή, χωρίς να απαιτείται η μνεία, ή αναφορά, ότι οι εν λόγω αποφάσεις τους γνωστοποιήθηκαν και από ποιον και πότε τους επιδόθηκαν κλπ, όπως αβασίμως οι αναιρεσείοντες αναφέρουν στον πρώτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, το Τριμελές Εφετείο, με την παραδοχή του ότι οι αναιρεσείοντες "εξακολουθούσαν να λειτουργούν- μονάδα παροχής οργανωμένων κοινωνικών υπηρεσιών με το διακριτικό τίτλο "....." προσφέροντας υπηρεσίες φιλοξενίας και προστασίας σε άτομα με ειδικές ανάγκες, ... κατά παράβαση των διαδοχικώς εκδοθεισών αποφάσεων του Νομάρχη Πιερίας περί άμεσης διακοπής λειτουργίας της άνω μονάδας ...", σαφώς δέχεται ότι οι αναιρεσείοντες, μετά την έκδοση των αποφάσεων του Νομάρχη, συνέχιζαν μη συμμορφούμενοι στις αποφάσεις αυτές, την λειτουργία της παραπάνω μονάδας, χωρίς να απαιτείται, για την πληρότητα της αιτιολογίας και τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκαν, η παράθεση των επιπλέον περιστατικών και των αναφερομένων στον δεύτερο πρόσθετο λόγο εξειδικεύσεων (ποιες ήταν οι οργανωμένες κοινωνικές υπηρεσίες, ποιες από τις ειδικότερες κατηγορίες ανθρώπων που αναφέρει ο νόμος παρεχόνταν οι παραπάνω υπηρεσίες, πόσοι και ποιοι ήταν αυτοί παρείχαν τις υπηρεσίες περίθαλψης, ποιοι ήταν υπέργηροι και την ηλικίας τους, πόσοι και ποιοί ήταν ανίατως πάσχοντες ή χρονίως πάσχοντες, εάν τις παρείχαν αυτοπροσώπως ή με προσωπικό και ποιο ήταν το προσωπικό αυτό κλπ). Αρκεί η αναφορά ότι αυτοί προσέφεραν στην πιο πάνω μονάδα παροχής οργανωμένων κοινωνικών υπηρεσίες φιλοξενίας και προστασίας σε κατηγορίες ατόμων με ειδικές ανάγκες, τις οποίες ειδικώς προσδιορίζει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι σε ηλικιωμένους, ανιάτως και χρονίως πάσχοντες, χωρίς να έχει εκδοθεί η απαιτούμενη άδεια λειτουργίας από τη αρμόδια Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Ούτε ήταν αναγκαία η εξειδίκευση της έννοιας του "συνιδιοκτήτη" της πιο πάνω μονάδας, αν, δηλαδή, ο καθένας από τους κατηγορούμενους αναιρεσείοντες είχε αποφασιστική αρμοδιότητα επί της λειτουργίας του ξενώνα, σε τι συνίστατο η συνιδιοκτησία του, εάν λόγω της ιδιότητας του ως συνιδιοκτήτη είχε την δυνατότητα μόνος ή από κοινού με τον συγκατηγορούμενο του να λαμβάνει αποφάσεις για την λειτουργία του, ποια ήταν την νομική μορφή που λειτουργούσε ο ξενώνας, κλπ. Κρίσιμο για την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος είναι η παραδοχή της απόφασης ότι οι αναιρεσείοντες παρείχαν τις πιο πάνω υπηρεσίες και είναι αδιάφορο για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος η νομική μορφή του ξενώνα, αν ο αναιρεσείων είχε δικαίωμα ως συνιδιοκτήτης να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με την λειτουργία του κλπ. Οι αναιρεσείοντες, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, προβάλλουν τις αιτιάσεις, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ότι με τις αποφάσεις αυτές του Νομάρχη Πιερίας διατάχθηκε η "άμεση" διακοπή της λειτουργίας της πιο πάνω μονάδος, ενώ, όπως ισχυρίζονται, μόνο οι δύο εξ αυτών διέτασσαν τούτο, και με τις λοιπές τρεις διδόταν προθεσμία για την διακοπή, για ορισμένες ημέρες προκειμένου να μεριμνήσουν για την μετεγκατάσταση των περιθαλπομένων ατόμων, με αποτέλεσμα να μη καθίσταται σαφές, αν πράγματι έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο τις πέντε αυτές αποφάσεις του Νομάρχη Πιερίας, αφού, αν τις είχε λάβει υπόψη του, θα έπρεπε, όπως ισχυρίζονται, να αθωωθούν για την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 1 ν, 2345/1995, κατά τα χρονικό διάστημα από 19/1/2004, έως 15/3/2004 και να κηρυχθούν ένοχοι, για την κατά εξακολούθηση τέλεση του αδικήματος αυτού, για το χρονικό διάστημα από 1-4-2004 έως και το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου 2004. Από τις πιο πάνω, όμως, παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τους αναιρεσείοντες κρίση του, έλαβε υπόψη του όλα τα αναφερόμενα στο σκεπτικό του αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα και, συνεπώς, και τις ειδικώς, άλλωστε, αναφερόμενες στο διατακτικό του, πέντε αποφάσεις του Νομάρχη Πιερίας. Επομένως, οι περί του αντιθέτου πιο πάνω αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Κατ' ακολουθία αυτών οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, όπως αυτοί διαλαμβάνονται στους δεύτερο και τρίτο λόγους των κυρίως δικογράφων αναιρέσεων, καθώς και οι εμπεριεχόμενοι στο πρώτο κεφάλαιο των προσθέτων λόγων, που αφορούν το αδίκημα του άρ. 1 του ν. 2345/95, πρώτος, δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι αυτών λόγοι, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και για έλλειψη νομίμου βάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι διαλαμβανόμενες στους αυτούς λόγους, λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, με τις οποίες πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, ελλείψεως της επιβαλλόμενης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παραβιάσεως της εφαρμοσθείσας ανωτέρω διατάξεως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθούν.
V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται για ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και το προσδιοριζόμενο ως εξής: "Πίνακας της διοικούσας επιτροπή". Με την πιο πάνω αναφορά του εγγράφου αυτού, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά του και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού του, αφού, ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου του, κατέστη γνωστό και κατά το περιεχόμενό του στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, όπως και των υπολοίπων, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού του στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν υπήρχαν άλλα έγγραφα με τα στοιχεία αυτά. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Εφετείο, που δίκασε, ορθώς έλαβε υπόψη του το πιο πάνω έγγραφο. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ ενδέκατος πρόσθετος λόγος αναίρεσης της αίτησης του πρώτου κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, καθώς και τέταρτος πρόσθετος λόγος του δευτέρου αναιρεσείοντος, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 Δ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας προς στήριξη της περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίσης του, έλαβε υπόψη του το πιο πάνω έγγραφο που αναγνώσθηκε, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
VI. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας αυτή εκδόθηκε το Τριμελές Εφετείο μετάτρεψε σε χρηματική την ποινή φυλάκισης, που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο Χ2, και καθόρισε για κάθε μέρα φυλάκισης το ποσό των 5,00 ΕΥΡΩ, ενώ ανέστειλε την ποινή φυλάκισης, που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα Χ1 για μια πενταετία (5 έτη). Ως αιτιολογία της απόφασης για την οποία δεν ανέστειλε, αλλά μετάτρεψε τη ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο Χ2, το Δικαστήριο διέλαβε την εξής αιτιολογία: "Επειδή, από την έρευνα του χαρακτήρα του καταδίκου, τον προηγούμενο βίο του, τις υπόλοιπες περιστάσεις και το ποινικό μητρώο του, το οποίο είναι στην δικογραφία και από το οποίο προκύπτει ότι αυτός έχει καταδικασθεί με μία ή περισσότερες αποφάσεις σε ποινή που ξεπερνάει τους έξι [6] μήνες, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση για να ανασταλεί η εκτέλεση της ως άνω, στερητικής της ελευθερίας ποινής. Παρά ταύτα, από τα ίδια δεδομένα προκύπτει ότι η χρηματική ποινή αρκεί για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Συντρέχει, επομένως, περίπτωση μετατροπής της παραπάνω ποινής σε χρηματική και πρέπει, αφού ληφθούν υπόψη και οι οικονομικοί όροι του καταδικασθέντος, η κάθε μέρα φυλάκισης να υπολογισθεί προς 5,00 ΕΥΡΩ". Ακολούθως το Τριμελές εφετείο διέλαβε σχετική αιτιολογία για την χορηγηθείσα αναστολή της ποινής που επέβαλε στον συγκατηγορούμενο του πιο πάνω αναιρεσείοντος Χ1 (στην οποία από προφανή παραδρομή αναφέρεται άλλη, άσχετη, πράξη και ποινή για την οποία χορηγήθηκε η εν λόγω αναστολή). Στη συνέχεια το διατακτικό της περί μετατροπής και αναστολής της ποινής απόφασης διατυπώνεται ως εξής: " ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ σε χρηματική την παραπάνω ποινή φυλάκισης, που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο Χ2, και καθορίζει για κάθε μέρα φυλάκισης το ποσό των 5, 00 ευρώ. ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την παραπάνω ποινή φυλάκισης, που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο Χ1 για μια πενταετία (5 έτη)". Επομένως, από το αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό της αποφάσεως αυτής, είναι σαφές για ποιο κατηγορούμενο μετάτρεψε σε χρηματική την ποινή φυλάκισης και για ποιο ανέστειλε την εκτέλεση, ενώ ερεύνησε αυτεπαγγέλτως τις προϋποθέσεις χορήγησης στο πρόσωπο του δευτέρου αναιρεσείοντος, της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, κατά άρθρο 99 ΠΚ. Συνακόλουθα, ο από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ, πέμπτος πρόσθετος λόγος του δευτέρου αναιρεσείοντος, για έλλειψη αιτιολογίας της πιο πάνω περί ποινής αποφάσεως, με τις αιτιάσεις, ότι δεν προσδιορίζεται σε αυτήν, σε ποιον από τους δυο κατηγορούμενους συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναστολής και σε ποιον από οι προϋποθέσεις αναστολής εκτέλεσης τη ποινής, κατά άρθρο 99 ΠΚ και ότι δεν προκύπτει, εάν το δικαστήριο ερεύνησε αυτεπαγγέλτως τις προϋποθέσεις χορήγησης στο πρόσωπο του της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, κατά άρθρο 99 ΠΚ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
VII. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, καθώς και των παραδεκτώς προβληθέντων προσθέτων λόγων, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως αβάσιμες, οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτών λόγοι και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει 1) την 47/14-8-2008 αίτηση (έκθεση) αναίρεσης του Χ1 και 2) την 46/14-8-2008 αίτηση (έκθεση) αναίρεσης του Χ2 για αναίρεση της 2085/6-5-2008 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, καθώς και τους από 15/12/2008 πρόσθετους αυτών λόγους, που κατατέθηκαν με χωριστά δικόγραφα στις 16/12/2008. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 16 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ