Θέμα
Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Καταδίκη αναιρεσιόντων για ψευδορκία μάρτυρα. Αναίρεση 3ου ανυποστήρικτη. Αναίρεση 1ου: α) έλλειψη αιτιολογίας για απόρριψη αιτήματος συνεκδικάσεως (έλλειψη έννομου συμφέροντος) και β) λόγος 510 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΚΠΔ για άρθρα 358 και 360 του Κ.Π.Δ. . Αναίρεση 2ου: Όπως αίτηση του 2ου. Πρόσθετος λόγος: α) Δ΄ και Ε΄, β) Β΄, Δ΄ και Η΄ για λόγους ακυρότητας κλήσης, γ) Α΄ για λήψη υπόψη για αναγνωσθέντα έγγραφα.
ΑΡΙΘΜΟΣ 141/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοϊνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Ψυχογιό, 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Δημήτραινα και 3. Χ3, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της 13-14/2006 αποφάσεως Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22 Μαρτίου 2006, 13 Μαρτίου 2006 αιτήσεις αναιρέσεως καθώς και στους από 21 Νοεμβρίου 2006 προσθέτους λόγους, οι οποίοι καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 581/2006.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των δυο πρώτων αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για τους δυο πρώτους αναιρεσείοντες και να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 13 Μαρτίου 2006 αίτηση αναίρεσης του τρίτου αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου τρεις αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι α) η πρώτη με χρονολογία 22 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου Χ1, β) η δεύτερη με χρονολογία 13 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου Χ2 και γ) η τρίτη με χρονολογία 13 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου Χ3, οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με αριθμό 13-14/2006, πρέπει δε να συνεκδικασθούν ως συναφείς.
Α)Ως προς τον τρίτο αναιρεσείοντα Χ3:
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠοινΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία ........ αποδεικτικό επιδόσεως της .........., Επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Σερρών, ο άνω αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Β) Ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1:
Από τη διάταξη του άρθρου 358 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, προκύπτει ότι δεν υποχρεώνεται ο διευθύνων τη συζήτηση να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο αυτοβούλως. Άρα εκ της παραλείψεως αυτής δεν δημιουργείται ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε ο λόγος από τον κατηγορούμενο από το διευθύνοντα τη συζήτηση για να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά του και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 366 παρ. 1 εδ. γ' και δ' του ΚΠοινΔ, αφού τελειώσει η αιτιολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον Εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και τους Δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Όπως συνάγεται από αυτές τις διατάξεις οι συνήγοροι του κατηγορουμένου δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των δικαιουμένων να απευθύνουν ερωτήσεις προς αυτόν, μετά το πέρας της απολογίας του, είτε απ' ευθείας, είτε δια του διευθύνοντος τη συζήτηση. Ο δε κατηγορούμενος και οι συνήγοροί του επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στο συγκατηγορούμενό του μόνο με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση και εφόσον το ζητήσουν απ' αυτόν.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί μετά το τέλος της απολογίας του άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και των συγκατηγορουμένων του δεν δόθηκε ο λόγος σ' αυτόν (που δεν είχε διορίσει συνήγορο υπερασπίσεως) προς υποβολή ερωτήσεων στους συγκατηγορουμένους του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αίτημα προς το διευθύνοντα τη συζήτηση για να υποβάλλει ερωτήσεις προς τους συγκατηγορουμένους του. Περαιτέρω, η παραδοχή ή μη του αιτήματος του κατηγορουμένου για συνεκδίκαση της υποθέσεως μετά άλλης συναφούς υπόκειται μεν στην ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, οφείλει, όμως, τούτο να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα, εάν είναι ορισμένο και σαφές, και σε περίπτωση απορρίψέως του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του, διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, μόνο ο συνήγορος του κατηγορουμένου Χ2 υπέβαλε αίτημα συνεκδικάσεως της υποθέσεώς του με άλλη συναφή υπόθεση, και όχι ο πιο πάνω αναιρεσείων (Χ1). Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ελεγχόμενη από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, από το ότι το Δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση αυτή, απέρριψε, χωρίς καμιά απολύτως αιτιολογία, το αίτημα συνεκδικάσεως της υποθέσεως με άλλη συναφή, το οποίο υπέβαλε κατά την έναρξη της διαδικασίας ο άνω κατηγορούμενος, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος, αφού το εν λόγω αίτημα δεν υποβλήθηκε, κατά τα ανωτέρω, από τον ίδιο.
Συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό ης και να καταδικασθεί ο άνω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Γ) Ως προς το δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της παρ. 1 αυτού από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς αναληθή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός εάν αυτά είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται δε ως αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται, όχι μόνο όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα απ' αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 13-14/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο μάρτυρας Ζ1 επισκέφθηκε στη Θεσσαλονίκη το δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ζέρβα και Ευθυμίου Αναγνώστου. Οι τελευταίοι συνέταξαν κατ' απαίτησή του την από 13-2-1995 εξώδικη δήλωσή του προς το δεύτερο κατηγορούμενο Χ2, δικηγόρο Σερρών, με την οποία ζητούσε να του επιστρέψει το ποσό των 6.000.000 δρχ., διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, αποτελούσε αχρεωστήτως καταβληθέντες τοκογλυφικούς τόκους. Το εξώδικο αυτό έγγραφο, ο Ζ1 εγχείρισε στον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, στον οποίο έδωσε εντολή να το επιδώσει στο δεύτερο των κατηγορουμένων, Χ2. Εκείνος το επέδωσε στον τελευταίο στις 14-2-1995, αντιγράφοντας όλο το περιεχόμενό του στην υπ' αριθ. ......... έκθεση επιδόσεώς του. Όταν λίγες ημέρες μετά συναντήθηκε με τον τρίτο κατηγορούμενο Χ3, ο τελευταίος τον έφερε σε επαφή με το δεύτερο των κατηγορουμένων, υπό το κράτος της απειλής "τόλμησες να τα βάλεις με τον Χ2" και έτσι συναντήθηκαν στο γραφείο του τρίτου κατηγορουμένου. Εκεί, ύστερα από απειλές των δυο τελευταίων κατηγορουμένων, ο Χ2ενέδωσε στην απαίτησή τους, να αντικαταστήσει την πιο πάνω κοινοποιηθείσα εξώδικη δήλωση με άλλη. Δια χειρός δε της μάρτυρος και γραμματέως του Ζ1, Ζ2, συνετάγη καθ' υπαγόρευση του δευτέρου κατηγορουμένου και υπογράφηκε από τον Ζ1 νέο, ανώδυνης και ήπιας μορφής, εξώδικο έγγραφο, στο οποίο φερόταν ότι ο Ζ1 ζητούσε να του επιστραφεί το υπόλοιπο δήθεν οφειλόμενης αμοιβής του, εκ δρχ. 70.000, για την τοποθέτηση ηλιακού θερμοσίφωνα, σε οικοδομή του δευτέρου κατηγορουμένου. Τα προηγούμενα πραγματικά γεγονότα, ύστερα από μήνυση του Ζ1, κλήθηκε να τα επιβεβαιώσει και τα επιβεβαίωσε η Ζ2, με την από 30.8.1996 κατάθεσή της, ενώπιον της Πταισματοδίκου Σερρών, η οποία είχε λειτουργική αρμοδιότητα να ενεργεί προανάκριση. Ο πρώτος των κατηγορουμένων Χ1, υπέβαλε εναντίον της μάρτυρος αυτής την από 9.3.1999 μήνυσή του, το περιεχόμενο της οποίας επαναβεβαίωσε ενόρκως ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέως Πρωτοδικών Σερρών στις 11.3.1999, αν και γνώριζε ότι το περιεχόμενό της ήταν ψευδές. Για την υποστήριξη της μηνύσεώς του, πρότεινε ως μάρτυρες τους δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων, οι οποίοι καταθέτοντας ενώπιον της αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση μάρτυρα, Πταισματοδίκου Σερρών, διέψευσαν τους ισχυρισμούς του Ζ1 και της Ζ2, που αναφέρονταν τόσο στην ιδιαίτερη συνάντησή τους, όσο και στη σύνταξη νέου εξωδίκου εγγράφου, το οποίο αντικατέστησε το προηγούμενο και ενσωματώθηκε στην ίδια έκθεση επιδόσεως, αν και γνώριζαν ότι όσα κατέθεσαν για τη συγκάλυψη του πρώτου κατηγορουμένου ήσαν ψευδή. Τα προηγούμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν, τόσο από την σαφή, κατηγορηματική και χωρίς αντιφάσεις κατάθεση του μάρτυρα Ζ1, όσο και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το από 12.9.1996 εξώδικο έγγραφο των δικηγόρων Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ζέρβα και Ευθυμίου Αναγνώστου, προς τον Ζ1, με το οποίο βεβαιώνεται ότι αυτός τους ζήτησε και εκείνοι συνέταξαν την πρώτη εξώδικη δήλωση, με την οποία ζητούσε από τον Χ2, να του επιστρέψει τους, κατά τους ισχυρισμούς του, τοκογλυφικούς τόκους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η προηγούμενη γνωριμία και η όλη σχέση μεταξύ του Ζ1, γνωστού επιχειρηματία στην πόλη των ......., και Χ2, γνωστού δικηγόρου της ίδιας πόλεως, δεν δικαιολογεί την αποστολή εξωδίκου εγγράφου του πρώτου προς τον δεύτερο, με περιεχόμενο να του καταβληθεί το όχι σημαντικό ποσό των 70.000 δρχ., ως υπόλοιπο αμοιβής ηλιακού θερμοσίφωνα, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι ο πρώτος είχε οικονομικές συναλλαγές με το δεύτερο, στον οποίο μάλιστα όφειλε, κατά τους ισχυρισμούς του τελευταίου, και το ποσό των 840.000 δρχ. ως υπόλοιπο αμοιβών για τις δικηγορικές του υπηρεσίες. Σύμφωνα με όσα γίνονται πιο πάνω δεκτά, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα, η υπόσταση της οποίας στοιχειοθετείται τόσο υποκειμενικά, αφού εν γνώσει της αναληθείας κατέθεσαν ψευδή γεγονότα, ενώπιον αρμοδίας προς ένορκη εξέταση αρχής, αλλά και αντικειμενικά, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, με το οποίο επιτρεπτά συμπληρώνεται το σκεπτικό της παρούσας".
Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ2 (καθώς και τους άνω συγκατηγορουμένους του) για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία,αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α,27 και 224 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δε παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως, και συγκεκριμένα στις σελίδες 17 και 18 αυτής, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων),από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Η αιτίαση δε του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη αιτιολογία σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη της και συγκεκριμένα ότι, αν και κατέθεσε ως μάρτυρας υπερασπίσεως η Γ1, δεν προκύπτει ότι την κατάθεση αυτή την έλαβε υπόψη της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθόσον γίνεται μνεία της καταθέσεως αυτής στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και δη στη σελίδα 17 συνέχεια δε αυτής της προεισαγωγικής αναφοράς αποτελεί η παράθεση στη σελίδα 18 της ίδιας απόφασης των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών τα οποία εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα όπως ο άνω αναιρεσείων τα κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας. Αναφέρεται, επίσης η αρμόδια για την εξέταση αρχή και η γνώση του ως προς το ψευδές αυτών, καθώς και τα αληθή πραγματικά περιστατικά, τα οποία αυτός γνώριζε. Η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα ακυρότητα της επίμαχης ένορκης καταθέσεώς του, ενόψει της μη συμπράξεως για τη σύνταξή της δικαστικού γραμματέα, δεν συνεπάγεται το ανύπαρκτο της μαρτυρικής κατάθεσης ως αποδεικτικού μέσου που θεμελιώνει έννομα αποτελέσματα και κατά συνέπεια στοιχειοθετείται εν προκειμένω πλήρως το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του. Τέλος, δεν υπάρχει καμιά αντίφαση στις αιτιολογίες της αποφάσεως και ειδικότερα στην παραδοχή αυτής "....εκεί, ύστερα από απειλές των δυο τελευταίων κατηγορουμένων, ο Χ2 ενέδωσε στην απαίτησή τους να αντικαταστήσει την πιο πάνω κοινοποιηθείσα εξώδικη δήλωση με άλλη...." (βλ. 19η σελίδα, στοιχ. 3 επ.), αφού είναι πρόδηλο ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο ειρημένος Ζ1, ύστερα από απειλές των δυο τελευταίων κατηγορουμένων, δηλαδή, των Χ2 και Χ3, ενέδωσε στην άνω απαίτησή τους και από παραδρομή και μόνο μνημονεύεται εν προκειμένω αντ' αυτού ο αναιρεσείων Χ2. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται, όταν το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του για να κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, γιατί, έτσι, ο κατηγορούμενος στερείται του δικαιώματος να ασκήσει το από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαίωμά του να προβεί σε εξηγήσεις και δηλώσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, και παραβιάζονται οι αμέσως προς το υπερασπιστικό δικαίωμα αυτού συναπτόμενες αρχές της προφορικότητας της διαδικασίας και της κατ' αντιδικία διεξαγωγής της δίκης. Δεν επέρχεται, όμως, τέτοια ακυρότητα, όταν τα από το μη αναγνωσθέν έγγραφο προκύπτοντα περιστατικά, προέκυψαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ2 προβάλλει την αιτίαση ότι το Πενταμελές Εφετείο για να καταλήξει στην περί ενοχής αυτού κρίση του έλαβε υπόψη του την υπ' αριθμ. ..... έκθεση επιδόσεως του πρώτου κατηγορουμένου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, με αποτέλεσμα να επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει μεν ότι η ανωτέρω υπ' αριθμ. ....... έκθεση επιδόσεως του πρώτου κατηγορουμένου δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του Πενταμελούς Εφετείου, πλην όμως αναγνώσθηκε η από 13-2-1995 εξώδικη δήλωση του Ζ1 προς τον άνω αναιρεσείοντα και από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου αυτής προκύπτει και το περιεχόμενο της πιο πάνω εκθέσεως επιδόσεως. Επομένως, εφόσον το περιεχόμενο της ειρημένης εκθέσεως προκύπτει από την αναγνωσθείσα ανωτέρω εξώδικη δήλωση, την οποία και έλαβε υπόψη του το Πενταμελές Εφετείο, πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις του άνω αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση απέρριψε τους λόγους για σχετική ακυρότητα της κλήσεως για την εμφάνιση στο ακροατήριο με το σκεπτικό ότι απαραδέκτως αυτοί προτάθηκαν ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου είναι απορριπτέες ως στηριζόμενες σε αναληθή προϋπόθεση, αφού κατά το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως οι λόγοι αυτοί απορρίφθηκαν, καθόσον δεν προσδιορίζονταν με ακρίβεια τα σφάλματα της εκκαλούμενης αποφάσεως ως προς αυτούς στη σχετική έκθεση της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, επί πλέον δε απορρίφθηκαν οι άνω λόγοι και ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Επομένως, είναι απορριπτέοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' , Δ' και Η' ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων. Κατά το άρθρο 128 παρ. 1 του ΚΠοινΔ τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο Δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη. Το Δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα άλλα συναφή. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όταν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με μια μόνο απόφαση, δηλαδή, η συνεκδίκαση των συναφών εγκλημάτων μπορεί να γίνει στην κατ' έφεση δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι και σ' αυτήν την περίπτωση δεν προκαλείται βλάβη. Το ενδεχόμενο της προκλήσεως βλάβης ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, η άρνηση του οποίου να συνεκδικάσει συναφή εγκλήματα, είτε στον πρώτο, είτε στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, δεν συνεπάγεται ακυρότητα. Αν όμως υποβληθεί από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα σαφές και συγκεκριμένο αίτημα συνεκδικάσεως συναφών εγκλημάτων, το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί σχετικώς με αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απόφασή του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος του κατηγορουμένου (ήδη αναιρεσείοντος) Χ2 ζήτησε "τη συνεκδίκαση της παρούσας υπόθεσης με την υπ' αριθμ. πινακίου 6, διότι ο κατηγορούμενος έδωσε ενώπιον του πταισματοδίκη μία μόνο κατάθεση και από την ίδια κατάθεση προέκυψαν δυο δικογραφίες". Έτσι, όμως, το αίτημα δεν υποβλήθηκε σαφώς και ορισμένως, γιατί δεν προσδιορίζει ο αιτών ποία αξιόποινη πράξη αφεώρα η υπ' αριθμ. 6 πινακίου υπόθεση και ποία η σχέση αυτής με την εκδικαζομένη, ώστε να κριθεί από το Δικαστήριο εάν επρόκειτο περί συναφών εγκλημάτων. Επομένως, η απόρριψη από το Πενταμελές Εφετείο του πιο πάνω αιτήματος δεν έχρηζε ειδικής αιτιολογίας, η οποία προϋποθέτει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, την υποβολή σαφούς και ορισμένου αιτήματος, και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεως περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας.
Από την διάταξη του άρθρου 358 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, προκύπτει ότι δεν υποχρεώνεται ο διευθύνων τη συζήτηση να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο αυτοβούλως. Άρα εκ της παραλείψεως αυτής δεν δημιουργείται ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε ο λόγος από τον άνω κατηγορούμενο ή το συνήγορό του από το διευθύνοντα τη συζήτηση για να ασκήσουν τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά τους και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 366 παρ. 1 εδ. γ' και δ' του ΚΠοινΔ, αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον Εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και τους Δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Όπως συνάγεται από αυτές τις διατάξεις οι συνήγοροι του κατηγορουμένου δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των δικαιουμένων να απευθύνουν ερωτήσεις προς αυτόν, μετά το πέρας της απολογίας του, είτε απ' ευθείας, είτε δια του διευθύνοντος τη συζήτηση. Ο δε κατηγορούμενος και οι συνήγοροί του επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στο συγκατηγορούμενό του μόνο με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση και εφόσον το ζητήσουν απ' αυτόν.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί μετά το τέλος της απολογίας του άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και των συγκατηγορουμένων του δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο υπερασπίσεως αυτού (αναιρεσείοντος κατηγορουμένου) προς υποβολή ερωτήσεων σ' αυτόν και τους συγκατηγορουμένους του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον ο συνήγορός του δεν είναι μεταξύ των δικαιουμένων να απευθύνουν ερωτήσεις προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ενώ, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν υποβλήθηκε από τον τελευταίο ή το συνήγορό του αίτημα προς το διευθύνοντα τη συζήτηση για να υποβάλλουν ερωτήσεις προς τους συγκατηγορουμένους του. Ύστερα απ' αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 21-11-2006 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, και να καταδικασθεί ο άνω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α) την από 22 Μαρτίου 2006 αίτηση του Χ1, β) την από 13 Μαρτίου 2006 αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 21-11-2006 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του Χ2 και γ) την από 13 Μαρτίου 2006 αίτηση του Χ3 για αναίρεση της 13-14/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ