Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 176 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος.




Περίληψη:
Παράβαση άρθρ. 25 παρ. 1γ΄, 7 Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρ. 34 παρ.1, 2 Ν. 3220/2004. Μη καταβολή βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο. Αναιρεί, κατά βάσιμο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Και κηρύσσει τον κατηγορούμενο αθώο της άνω αποδοθείσας αξιόποινης πράξεως, λόγω ανεκκλήτου αυτής, λόγω ποσών χρεών προς το Δημόσιο, συνεπεία εφαρμογής κατ΄ άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ της ευμενέστερης για τον κατηγορούμενο διάταξης του άρθρου 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, με την οποία χαρακτηρίζεται η καθυστέρηση καταβολής στο Δημόσιο επιρριπτομένων δασμών και φόρων μαζί με τις προσαυξήσεις επ’ αυτών, αξιόποινη, μόνον εάν το ποσό των άνω χρεών υπερβαίνει τα 1.000.000 δρχ. ή 2.935 €, ενώ στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για ποσό 1.181 €, συν τις νόμιμες προσαυξήσεις ποσού 1.635,68 € ίσον 2.816,68 €, ενώ το υπόλοιπο χρέος που αποτελούσε πρόστιμα και πολλαπλά τέλη, μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις τους, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 7.924,92 €, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ, που είναι το προβλεπόμενο κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη κατά το άρθρο 34 παρ.1 του επίσης εφαρμοζόμενου ως ευνοϊκότερου Ν. 3220/2004, που τροποποίησε το ίδιο ως άνω άρθρο 23 του Ν. 2523/1997.




Αριθμός 176/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεόντιο Ασλανίδη, για αναίρεση της με αριθμό 173/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 902/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 25 παρ.l του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2.523/11-9-1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμία από τις ως άνω δύο κατηγορίες, αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Τέλος, με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς τον χρόνο διάπραξης του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση εξοφλήσεως ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και, συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, πρέπει να εφαρμοσθούν, ως ευμενέστερες γι' αυτούς, οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεώς τους. Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη
(1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠολΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Επίσης, κατά το άρθρο 51Ο παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το, δικάσαν κατ' έφεση, Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, δέχθηκε στο αιτιολογικό του τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, την ένορκη εξέταση της μάρτυρος στο ακροατήριο, τα έγγραφα πουαναγνώστηκαν στο ακροατήριο και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίαςεμπορίας πετρελαιοειδών με την επωνυμία "SOSKO ΑΕ", που εδρεύει στον Πειραιά, ενώ όφειλε προς το Δημόσιο χρέη εφάπαξ βεβαιωμένα στο ... στις 30.11.2000 απότο Τελωνείο Βόλου α) το ποσό των 4.724,03 €, που αφορά πρόστιμα και πολλαπλά τέλη,
στο
οποίο, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 3.200,89 €, και β) το ποσό των 1.181 € που αφορά επιρριπτόμενους δασμούς και φόρους, στο οποίο, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 1.635,68 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 10.743,60 € μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στο Τελωνείο του Βόλου τις 30-11-2000 σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα στις 1.4.2001, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, τα οποία όφειλε να καταβάλλει μετά την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του τετραμήνου από τη βεβαίωση του χρέους, ήτοι την 1.4.2001, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής αυτών και μετά ταύτα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης. Ενόψει δε του ότι ο χρόνος τέλεσης της πράξης είναι κατά τα προαναφερόμενα η 1.4.2001 και η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2005, η ανωτέρω πράξη που εκδικάστηκε τον Ιανουάριο του 2008 δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή [άρθρα 111, 112, 113 ΠΚ] και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του κατηγορουμένου σύμφωνα με τον οποίο χρόνος τέλεσης της πράξης είναι η 21.3.96 όταν εκδόθηκε η με αριθμό 188/96 μερική καταλογιστική πράξη κρίνεται απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος". Στη συνέχεια το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και ειδικότερα του ότι: "Στο ... στις 1-4-2001, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο εφάπαξ καταβαλλόμενων χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις *περί χρεών προς το Δημόσιο* και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 10.000 €, όπως προκύπτει από τον από 11-6-2004 (Α/Α 7/04) πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος του Τελωνείου Βόλου, και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφληση τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, όντας Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας εμπορίας πετρελαιοειδών με την επωνυμία "SOSCO A.E." που εδρεύει στον Πειραιά, ενώ όφειλε στο Ελληνικό Δημόσιο α)το ποσό των 4.724,03 €, που αφορά πρόστιμα και πολλαπλά τέλη, στο οποίο, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 3.200,89 € και β) το ποσό των 1.181 € που αφορά επιρριπτόμενους δασμούς και φόρους, στο οποίο, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 1.635,68 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 10.743,60 € μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στο Τελωνείο του Βόλου τις 30-11-2000 σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ καιέγιναν ληξιπρόθεσμα την 1.4.2001, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών)".
Με αυτά που δέχθηκε το δίκασαν κατ' έφεση Τριμελές Πλημ/κείο Βόλου, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε με την προσβαλλόμενη απόφαση του τη διάταξη του άρθρου του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997, η οποία άρχισε να ισχύει από την 1-1-1998 και τυγχάνει ενταύθα εφαρμογής, ως ευμενέστερη για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο (άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ.).
Ειδικότερα, έγινε με την απόφαση αυτή δεκτό ότι, όντας ο αναιρεσείων κατηγορούμενος διευθύνων σύμβουλος της εδρεύουσας στον Πειραιά εταιρείας εμπορίας πετρελαιοειδών "SOSCO ΑΕ", καθυστέρησε, με την ιδιότητα του αυτή, με πρόθεση την καταβολή στο Ελληνικό Δημόσιο των ακόλουθων επί μέρους χρεών της ως άνω εταιρείας, που βεβαιώθηκαν στο Τελωνείο Βόλου στις 31-10-2000 σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ, έγιναν ληξιπρόθεσμα στις 30-11-2000 και δεν εξοφλήθηκαν μέχρι τις 31-3-2001, οπότε συμπληρώθηκε χρονικό διάστημα ενός τετραμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθούν στο Ελληνικό Δημόσιο και κατέστη έτσι αξιόποινη από την επομένη ημέρα (1-4-2001) η μη καταβολή τους. Συγκεκριμένα, καθυστέρησε την καταβολή στο Ελληνικό Δημόσιο: 1) Επί μέρους ποσού 4.724,03 ευρώ, που αφορούσε πρόστιμα και πολλαπλά τέλη, στο οποίο μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του από 15-6-2004 πίνακα χρεών, που συνετάγη από τον προϊστάμενο του Τελωνείου Βόλου, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 3.200,89 ευρώ, και 2) επί μέρους ποσού 1.181,00 ευρώ, που αφορούσε επιρριπτόμενους δασμούς και φόρους, στο οποίο μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του ιδίου πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 1.635,68 ευρώ, ήτοι ήταν εφάπαξ καταβλητέο συνολικά το ποσό των 10.743,60 ευρώ, μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις. Από τα παραπάνω, όμως, χρηματικά ποσά προκύπτει ότι εκείνο που αφορά επιρριπτόμενους δασμούς και φόρους και ανέρχεται, μαζί τις προσαυξήσεις του, στο ποσό των 2.816,68 (1.181,00 +1.635,68) ευρώ, δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δρχ., που αποτελεί το κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997, με την οποία χαρακτηρίζεται η καθυστέρηση καταβολής στο Δημόσιο ολιγότερου ποσού επιρριπτόμενων δασμών και φόρων ως ανέγκλητη και συνεπώς τυγχάνει ενταύθα εφαρμογής, ως ευμενέστερη για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο. Εναπομένει, μετά ταύτα, η καθυστέρηση καταβολής στο Ελληνικό Δημόσιο βεβαιωμένου και ληξιπρόθεσμου χρέους, που αφορά πρόστιμα και πολλαπλά τέλη, ανερχόμενα, μαζί με τις προσαυξήσεις τους, στο ποσό των 7.924,92 (4.724,03 + 3.200,89) ευρώ, το οποίο υπερβαίνει μεν τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) δρχ., που αποτελούν το Κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2.523/1997, αλλά δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ, που ορίζεται ως το κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, με την οποία χαρακτηρίζεται η καθυστέρηση καταβολής στο Δημόσιο ολιγότερου συνολικού ποσού προστίμων και πολλαπλών τελών ως ανέγκλητη και συνεπώς τυγχάνει ενταύθα εφαρμογής, ως ευμενέστερη για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο.
Είναι, επομένως, βάσιμος ο και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και πρέπει να γίνει δεκτός.
Μετά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή και ως βάσιμη και σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠοινΔ, πρέπει να αναιρεθεί ηπροσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί ο ήδηαναιρεσείων κατηγορούμενος .... αθώος για τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που φέρεται ως τελεσθείσα στο ... την 1-4-2001 και αφορά επιρριπτόμενους δασμούς και φόρους, ανερχόμενους, μαζί τις προσαυξήσεις τους, στο ποσό των 2.816,68 (1.181,00 + 1.635,68) ευρώ, καθώς και πρόστιμα και πολλαπλά τέλη, ανερχόμενα, μαζί με τις προσαυξήσεις τους, στο συνολικό ποσό των 7.924,92 (4.724,03 + 3.200,89) ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ τη με αριθμό 173/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο .... αθώο του ότι: "Στο ... στις 1-4-2001, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο εφάπαξ καταβαλλόμενων χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις *περί χρεών προς το Δημόσιο* και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 10.000 €, όπως προκύπτει από τον από 11-6-2004 (Α/Α 7/04) πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος του Τελωνείου Βόλου, και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφληση τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, όντας Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας εμπορίας πετρελαιοειδών με την επωνυμία "SOSCO A.E." που εδρεύει στον Πειραιά, ενώ όφειλε στο Ελληνικό Δημόσιο α)το ποσό των 4.724, 03 €, που αφορά πρόστιμα και πολλαπλά τέλη, στο οποίο, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 3.200,89 €, και β)το ποσό των 1.181 € που αφορά επιρριπτόμενους δασμούς και φόρους, στο οποίο, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 1.635,68 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 10.743,60 € μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στο Τελωνείο του Βόλου τις 30-11-2000 σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα την 1.4.2001, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών)".

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή