Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Υφαίρεση.
Περίληψη:
Απάτη, πλαστογραφία, από κοινού, κακουργηματική. Υπεξαίρεση (υφαίρεση) κακουργηματική. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ορθή εφαρμογή νόμου, υπέρβαση εξουσίας. Αβάσιμοι οι λόγοι αυτοί. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 541/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, αμφοτέρων κατοίκων Δημοτικού Διαμερίσματος ..... του Δήμου ..... Νομού ....., περί αναιρέσεως του με αριθμό 37/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 Απριλίου 2008, δύο (2) τον αριθμό, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 654/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσό εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 477/13.10.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το αρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις με αριθ. 4/2-4-2008 και 5/2-4-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των α) Χ2, κατοίκου ..... Δήμου ..... και β) Χ1, κατοίκου ομοίως, κατά του υπ' αριθ. 37/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδος και επάγομαι τα ακόλουθα : Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδος με το προαναφερόμενο υπ' αριθ. 37/2008 βούλευμα του παρέπεμψε τους παραπάνω κατηγορουμένους εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), προκειμένου να δικασθούν: α) Πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθησιν, με σκοπό να προσπορίσουν εις τον εαυτό τους, βλάπτοντας τρίτον, περιουσιακόν όφελος, που υπερβαίνει του συνολικού ποσού των 15.000 ευρώ, τελεσθείσαν υπ' αυτών κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, β) Απάτη κατ' εξακολούθησιν, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της οποίας το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και επί πλέον η δευτέρα εξ' αυτών για γ) υπεξαίρεση - υφαίρεση, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εμπεπιστευμένου εις ταύτη ν με την ιδιότητα της ως εντολοδόχου (αρθρ. 98 §§ 1, 3 εδ. β', 386 §§ 1 εδ. α' και 3 εδ. α', 375 §§ 1 εδ. α' περ. β' και 2 εδ. α', 378 περ. α', 45 Π.Κ.). Κατά το αρθρ. 473 § 1 Κ.Π.Δ., ως προς τα βουλεύματα, όπου ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση εκείνων, ειδικά δε η προθεσμία για την αίτηση αναιρέσεως δεν αρχίζει πριν από την λήξη της προθεσμίας για το ένδικο μέσο της εφέσεως, ο υπολογισμός εξάλλου της προθεσμίας γίνεται σύμφωνα με το αρθρ. 158 § 1 του ίδιου κώδικα, δηλαδή δεν υπολογίζεται η ημέρα της επιδόσεως και αν η τελευταία ημέρα είναι εξαιρετέα, η προθεσμία παρατείνεται έως την επομένη μη εξαιρετέα ημέρα. Εκ τούτου παρέπεται ότι αναίρεση κατά βουλεύματος, το οποίο υπόκειται σε έφεση, αν ασκηθεί πριν λήξει η προθεσμία της εφέσεως είναι απαράδεκτη, γιατί η άσκηση της είναι πρόωρη αφού στρέφεται κατά βουλεύματος μη υποκειμένου εις αυτήν κατά τον χρόνον ασκήσεως της (Α.Π. 1140/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ' σελ. 517). Στην προκειμένη περίπτωση κατά του προαναφερομένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών οι παραπάνω κατηγορούμενοι ήσκησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως τις υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως, δεδομένου ότι αυτές ησκήθησαν μετά την εκπνοή της, προς άσκησιν εφέσεως, προθεσμίας αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη εις τούτους την 13-3-2008 και 20-3-2008 αντιστοίχως, ενώ οι αναιρέσεις ησκήθησαν την 2-4-2008 με έκθεση ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως του Πρωτοδικείου Χαλκίδος. Περιέχουν δε ως λόγους αναιρέσεως 1) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και 2) εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρθρ. 484 § 1 στοιχ. β', δ' Κ.Π.Δ.). Επομένως αι ως άνω αιτήσεις αναιρέσεως είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. II) Από την διάταξη του αρθρ. 216 § 1 Π.Κ., που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητος των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απ' αρχής κατάρτισης εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι κατηρτίσθη από άλλον, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή θεμελίωση, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από τον νόμο. Έτσι το έγκλημα της πλαστογραφίας διαπλάσσεται εις τυπικόν μεν έγκλημα πλην όμως συγχρόνως και σκοπουμένου αποτελέσματος.
Συνεπώς αυτή είναι τετελεσμένη με την κατάρτιση, εφόσον όμως η πλαστογράφησις γίνεται επί σκοπώ όπως δια της χρήσεως τούτου επιτευχθεί η παραπλάνησις ετέρου, απαιτείται, πλην του βασικού δόλου, επί πλέον ο δράστης να επιδιώξει και την επέλευσιν και περαιτέρω αποτελέσματος, ήτοι την παραπλάνηση ετέρου περί γεγονότος δυναμένου να έχει έννομες συνέπειες. Το πρόσθετο αυτό υποκειμενικό στοιχείο είναι αναγκαίο δια την υποκειμενική υπόσταση τούτου και πρέπει και εις το διατακτικό του βουλεύματος να περιλαμβάνεται αλλά και εις το αιτιολογικό αυτού να περιέχονται τα στοιχεία και τα επιστηρίζοντα τούτο πραγματικά περιστατικά. Η παράλειψις του βουλεύματος να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά εις το αιτιολογικό, εκ των οποίων συνήγαγε την ύπαρξιν του σκοπού παραπλανήσεως ετέρου περί γεγονότος δυναμένου να έχει έννομες συνέπειες, ως εκ της υπαγωγής των ως είρηται πραγματικών περιστατικών υπό το ως είρηται πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, στερείται, κατά τας προαναφερομένας διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., της επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Έγγραφα, κατά την έννοια του αρθρ. 13 στοιχ. γ' Π.Κ., είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομο σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός (Α.Π. 814/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ' σελ. 130). Εξάλλου το έγκλημα αυτό μπορεί να τελεσθεί και από περισσοτέρους του ενός κατά συναυτουργία, σύμφωνα με το αρθρ. 45 Π.Κ., αν δύο ή περισσότεροι το τέλεσαν από κοινού, οπότε καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Όρος της συναυτουργίας, κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως είναι η γνώση του συναυτουργου για την πρόθεση του άλλου να τελέσει την πράξη και η θέληση να συμπράξει με αυτόν (κοινός δόλος), το δε βούλευμα, που δέχεται την συνδρομή του όρου αυτού αρκεί να αναφέρει, για την πληρότητα της αιτιολογίας του, την πράξη που ετελέσθη και τον κοινό δόλο των συναυτουργών, χωρίς να απαιτείται και μνεία των επί μέρους ενεργειών καθενός από αυτούς (Α.Π. 184/2002 Ποιν. Χρ. ΝΒ' σελ. 899, ολ. Α.Π. 50/1990). Εξάλλου, κατά την έννοιαν της διατάξεως του αρθρ. 216 § 1 Π.Κ. η υπό του φερομένου ως εκδότου του εγγράφου εντολή προς τον καταρτίσαντα τούτο όπως θέσει εις αυτό την υπογραφή του, αποκλείει την αντικειμενικήν υπόστασιν της πλαστογραφίας (Α.Π. 825/76 Ποιν. Χρ. ΚΖ' σελ. 246, Α.Π. 1164/74 Ποιν. Χρον. ΚΕ' σελ. 387, Α.Π. 1438/83 Ποιν. Χρ. ΛΔ' σελ. 411, Α.Π. 1139/73 Ποιν. Χρ. ΚΔ' σελ. 260, δια της οποίας απεκατεστάθη η εκ παραδρομής παραδοχή ότι η συναίνεσις του παθόντος επί πλαστογραφίας αποκλείει τον δόλον, όπως εδέχθη η Α.Π. 158/1972 Ποιν. Χρ. KB' σελ. 450, ένθ. και υποσ. Α.Ψ. Μπενάκη). Περαιτέρω εκ της περί πλαστογραφίας ως άνω διατάξεως, σαφώς προκύπτει, ότι αμέσως ζημιούμενος εκ του εγκλήματος τούτου δεν είναι μόνον εκείνος του οποίου επλαστογραφήθη η υπογραφή του εγγράφου του οποίου είναι εκδότης αλλά και καθένας ο οποίος ζημιούται αμέσως εκ της χρήσεως αυτού (Α.Π. 773/1993 Ποιν. Χρ. ΜΓ' σελ. 539, Α.Π. 88/92 Ποιν. Χρ. MB' σελ. 393). Τέλος δια την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και επί πλέον να συντρέχει η επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της πράξης αυτής από τον δράστη. Έτσι, κατ' αρθρ. 13 στοιχ. στ' Π.Κ., κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητος του δράστη (Α.Π. 470/2004 ΠΛόγ. 2004 σελ. 603, Α.Π. 17/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ' σελ. 594). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του αρθρ. 386 § 3 Π.Κ., ως αντικ. δι' αρθρ. 14 § 4 ν. 2721/99, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικως με την εν γνώσει παράστασιν ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη, παράλειψη ή ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλάνη θέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν επραγματοποιήθη ή όχι ο σκοπός αυτός. Δεν είναι δε απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξηπατήθη με εκείνου που εζημιώθη. Είναι δυνατόν από μία πράξη απάτης να είναι παθόντες πλείονες. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης, μετά την αντικατάσταση του αρθρ. 386 § 3 Π.Κ. με το αρθρ. 14 § 4 ν. 2721/99, δεν αρκεί πλέον ότι ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, κατά την προδιαληφθείσαν έννοια των όρων αυτού, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επεδίωξε αυτός ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προεκλήθη υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεστεί επίσης και κατά συναυτουργία, όταν οι συναυτουργοί προβαίνουν στις ψευδείς παραστάσεις είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά, κατόπιν όμως κοινής απόφασης, δηλαδή με κοινό δόλο, και με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Συναυτουργία όμως δεν είναι δυνατή, ούτε άλλωστε και οποιαδήποτε άλλη μορφή συμμετοχής, μετά την τέλεση της πράξης, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, όπως αυτό τυποποιείται εις τον νόμο, και συνεπώς, προκειμένου περί απάτης, που είναι τετελεσμένη όταν επέλθει η βλάβη της περιουσίας του παθόντος, δεν νοείται συμμετοχή μετά την επέλευσιν της βλάβης. Μετά ταύτα η συνδρομή προς τον φυσικό αυτουργό, δεν αποτελεί πια συμμετοχή εις το έγκλημα, αλλά, είτε ξεχωριστό έγκλημα (π.χ. περίπτωση αρθρ. 231 και 394 Κ.Π.), είτε αδιάφορη ποινικά πράξη (Α.Π. 945/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ' σελ. 607). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των αρθρ. 94 § 1 και 98 § 2 Π.Κ., όπως το τελευταίο συνεπληρώθη δι' αρθρ. 14 § 1 ν. 2721/99, προκύπτει ότι για τον υπολογισμό της περιουσιακής βλάβης ή του περιουσιακού οφέλους που προκύπτουν από το κατ' εξακολούθησιν έγκλημα, λαμβάνεται υπ' όψιν το σύνολο της αξίας των αντικειμένων των μερικωτέρων πράξεων και όχι το μεμονωμένο αντικείμενο κάθε μιας από αυτές, υπό την πρόσθετη όμως υποκειμενική προϋπόθεση ότι ο δράστης απέβλεπε με τις μερικώτερες πράξεις σ' αυτό το συνολικό αποτέλεσμα, εν αντιθέσει προς την διάταξη του αρθρ. 16 § 2 ν. 2576/53, η οποία είχε εισαγάγει για πρώτη φορά (μέχρι την ψήφιση του ν. 2721/99), σύστημα αθροιστικού υπολογισμού του οφέλους ή της ζημίας, που προκύπτουν από τις μερικώτερες πράξεις των κατ' εξακολούθησιν εγκλημάτων του αρθρ. 1 ν. 1608/50, όπου όμως δεν απαιτείται η παραπάνω πρόσθετη υποκειμενική προϋπόθεση (Α.Π. 1518/99 Ποιν. Χρ. ΜΘ' σελ. 993, Α.Π. 1605/99 Ποιν. Χρ. Ν' σελ. 791). Έτσι, ορθώς επισημαίνεται ότι ο εν λόγω "συνολικώς σχεδιασμός" διαφέρει από τον απαιτούμενο για την στοιχειοθέτηση του κατ' εξακολούθησιν εγκλήματος "δόλο εξακολούθησης" κατά το ότι για την εφαρμογή του αρθρ. 98 § 2 Π.Κ., δεν αρκεί να διατυπώνεται ότι η απόφαση για την τέλεση κάθε μεταγενέστερης πράξης εμφανίζεται ως συνέχεια των προηγούμενων αποφάσεων, αλλά απαιτείται επί πλέον να αποδεικνύεται ότι ο δράστης ήδη κατά την τέλεση της πρώτης επί μέρους πράξης απέβλεπε να αποκομίσει συνολικό περιουσιακό όφελος ανώτερον του ελαχίστου ορίου, που καθορίζεται κάθε φορά στον νόμο. Εκ τούτων σαφώς συνάγεται ότι με την νέα ρύθμιση του αρθρ. 98 § 2 Π.Κ. διαμορφώνεται η μετάβαση από την βασική στην διακεκριμένη (κακουργηματική) μορφή του αυτού εγκλήματος με ποσοτικά κριτήρια, και δεν περιορίζεται πλέον εις τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και ψευδούς βεβαίωσης εις τα οποία αρχικώς εισήχθη με τον ν. 2408/96, αλλά έχει γενικευθεί, μετά τον ν. 2721/99, σε όλα σχεδόν τα αδικήματα κατά της περιουσίας και ιδιοκτησίας (υπεξαίρεσης, απάτης κ.λπ.). Έτσι σε περίπτωση απάτης, κατά την οποίαν ο δράστης προέβη διαδοχικά σε απατηλές διαβεβαιώσεις, κάθε μία από τις οποίες οδήγησε και σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση από τον ίδιο παθόντα, συντρέχουν περισσότερες πράξεις και επομένως πρόκειται για απάτη κατ' εξακολούθησιν. Περαιτέρω, όσον αφορά τον δόλο, δεν απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση του, διότι αυτός ενυπάρχει στην γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, εκτός αν εκ του νόμου αξιώνεται ειδική μορφή δόλου, όπως η "εν γνώσει" (ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Εξάλλου κατά το αρθρ. 375 §§1,2 Π.Κ., όπως ισχύει μετά το αρθρ. 1 § 9 ν. 2408/96 και τούτο δι' αρθρ. 14 § 3α και 3β ν. 2721/99, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον εντός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δρχ., ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, μεταξύ των άλλων, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται : α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει κατά το αστικό δίκαιο εις άλλον και όχι εις τον δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνον τέλεσης της πράξεως, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικός στην δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων και εκείνης που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα εις τον δράστη, λόγω της ιδιότητος του, ως εντολοδόχου, ή διαχειριστή, όπως όταν ο δράστης ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία αρύεται είτε από τον νόμο είτε από την σύμβαση, και ε) το πράγμα κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξεως να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία, υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιανδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, το πράγμα στην δική του περιουσία. Εξάλλου, από την διάταξη του αρθρ. 719 Α.Κ., προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει την υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα ο,τιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά είτε με επιταγές είτε με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του. Γι' αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης. (Α.Π. 2309/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ' σελ. 815, Α.Π. 1280/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ' σελ. 233). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των αρθρ. 378 περ. α' και 393 § 1 Π.Κ., η υπεξαίρεσης, που χαρακτηρίζεται στις περιπτώσεις αυτές υφαίρεση και η απάτη και στις κακουργηματικές τους ακόμη μορφές, διώκονται κατ' έγκληση, εφόσον έγινε εναντίον προσώπου μετά του οποίου ο υπαίτιος τυγχάνει σύζυγος. Εκ του συνδυασμού των ανωτέρω διατάξεων με εκείνες των αρθρ. 117 § 1, 49 § 2 και 98 § 1 Π.Κ., προκύπτει ότι, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλλει την έγκληση εντός τριών μηνών από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που ετελέσθη και για το πρόσωπο που την τέλεσε. Ειδικώς δε επί του κατ' εξακολούθησιν εγκλήματος η προθεσμία υποβολής της εγκλήσεως αρχίζει για το όλο έγκλημα, αφότου ο δικαιούμενος έλαβε γνώσιν της τελευταίας μερικώτερης πράξης και του προσώπου που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της, εκτός αν επροηγήθη η γνώση άλλης μερικώτερης πράξεως, οπότε, ως προς αυτήν, η προθεσμία εγκλήσεως αρχίζει από τον προγενέστερο χρόνο, εν' όψει και του ότι, κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλεια της (Α.Π. 1139/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ' σελ. 407, Α.Π. 1283/1977 Ποιν. Χρ. ΚΗ' σελ. 349, Α.Π. 1206/1983 Ποιν. Χρ. ΛΔ' σελ. 160). Πάντα ταύτα δεν ασκούν οιανδήποτε επιρροή επί της διώξεως και ευθύνης του συναυτουργού, εφόσον δεν υπάρχει εις αυτόν η αποκλείουσα την ποινή ως άνω ιδιαιτέρα σχέσις, δοθέντος ότι αυτή λαμβάνεται υπ' όψιν, κατά ρητήν του νόμου επιταγή, μόνον υπέρ εκείνου των συμμετοχών εις τον οποίον υπάρχει και ουχί υπέρ των λοιπών εις τους οποίους ελλείπει, εν όψει του ότι η διατύπωσις της λέξεως "των συμμετοχών" εις την διάταξιν του αρθρ. 49 § 2 Π.Κ., περιλαμβάνει όλους τους εν άρθροις 45-47, διότι η παρ. 2 δεν διαστέλλει ως η παρ. 1 τους εν αρθρ. 46, 47 Π.Κ. Ως εκ της καθιερουμένης δε εκ παραλλήλου εις το άρθρο 48 Π.Κ. αρχής του ανεξαρτήτου χαρακτήρος της ποινικής ευθύνης των συμμετοχών, ο συναυτουργός της συζύγου του εγκαλούντος ευθύνεται εις την υπό κρίσιν περίπτωσιν για την πράξιν της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος, διωκομένην αυτεπαγγέλτως, κατ' αρθρ. 36 Κ.Π.Δ., εξ' ου και στερείται σημασίας από πλευράς του αν υπεβλήθη έγκλησις ή αν εξηλείφθη το αξιόποινον ως προς την συναυτουργον και σύζυγον του εγκαλούντος, εκ της μη υποβολής της εγκλήσεως εντός της τριμήνου προθεσμίας (Α.Π. 507/1973 Ποιν. Χρ. ΚΓ' σελ. 631, Μπουρόπουλος τόμ. Α' σελ. 151 σημ. 4). III) Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα αρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το αρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται εις αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα εθεμελίωσαν και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή στην ουσιαστική διάταξη όπου εφηρμόσθη και εκρίθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλομένη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και Κ.Π.Δ. αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα εις αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά. Έτσι για την ύπαρξη αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητος προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός όμως, που αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας, δεν είναι αυτοτελείς, με την παραπάνω έννοια, γι' αυτό και το αρμόδιο Συμβούλιο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του (Α.Π. 1242/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤΓ σελ. 220). Εξάλλου εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη, στην διάταξη που εφηρμόσθη περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος κατ' αρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η διάταξη έχει παραβιασθεί εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται εις το βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίσιν του Συμβουλίου, από την κυρία ανάκριση ή προανάκριση, ή, κατά την έκθεση αυτή, υπάρχει αντίφαση, είτε στην αιτιολογία, είτε μεταξύ αιτιολογίας που τα περιέχει και του διατακτικού του βουλεύματος, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο εκ μέρους του Αρείου Πάγου έλεγχος για την εφαρμογή ή όχι του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης (ολ. Α.Π. 1778/93 Ποιν. Χρ. ΜΔ' σελ. 167). IV) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδος, με παραδεκτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εις αυτό πρόταση του Εισαγγελέως, εδέχθη, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται ειδικώς προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Οι κατηγορούμενοι α) Χ2, δημόσιος υπάλληλος, γεν. ....., κάτοικος ....., 2) Χ1, άνεργη, γεν. ....., κάτοικος ....., από κοινού έχοντες στην κατοχή τους, ως υποδομή, φωτοαντίγραφα της Αστυνομικής ταυτότητος και του τελευταίου εκκαθαριστικού της Δ.Ο.Υ. ..... φόρου εισοδήματος του Α, εκμεταλλευόμενοι ότι ο τελευταίος, ως σύζυγος της δεύτερης και ναυτικός (πλοίαρχος) έλλειπε επί μακρό χρονικό διάστημα από την συζυγική κατοικία του, εργαζόμενος στο εξωτερικό, συναποφάσισαν και έθεσαν σε εφαρμογή, ως δήθεν σύζυγοι, σχέδιο παραγωγής πλαστών εγγράφων σε βάρος του Α, με σκοπό με την παραγωγή πλαστών εγγράφων από κοινού να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τον και, ως δήθεν σύζυγοι και στο όνομα του πραγματικού συζύγου Α να διαπράττουν απάτης προκαλώντας κατ' εξακολούθηση ζημία στην περιουσία σου προς όφελος τους. Και ακολούθως : Στις 25-01-2002 στην ....., ενεργώντας κατόπιν τους ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανίστηκαν μαζί στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στην .....και αφού από κοινού ζήτησαν την κατάρτιση σύμβασης λήψης καταναλωτικού δανείου ύψους 3.000 ευρώ στο όνομα του Α, εν γνώσει τους από κοινού, κατόπιν συναπόφασής τους, κατάρτισαν την με αριθμόν ..... πλαστή έγγραφη αίτηση προς την ΕΤΕ λήψης καταναλωτικού δανείου ύψους 3.000 ευρώ (ΕΘΝΟΔΑΝΕΙΟ) στο όνομα του Α, και στην θέση του αιτούντα έθεσαν, κατ' ελεύθερη απομίμηση, την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση της πλαστής αίτησης τους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά, ως δανειολήπτης, υπέγραψε την αίτηση και εζήτησε το ως άνω δάνειο. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση της πλαστής αίτησης και την υπέβαλαν στην τράπεζα. Στην συνέχεια στο ίδιο υποκατάστημα στις 07-02-2002, από κοινού, κατόπιν συναπόφασής, κατάρτισαν πλαστή έγγραφη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου άμεσης καταναλωτικής πίστης, ύψους 3.000 ευρώ με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ), με επιτόκιο 10,80% κυμαινόμενο, η οποία έλαβε τον αριθμό ....., θέτοντας στην θέση υπογραφής του συμβαλλόμενου δανειολήπτη, κατ' ελεύθερη απομίμηση, την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση της πλαστής σύμβασης τους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας, σχετικά με το ότι ο Απροσωπικά, ως δανειολήπτης, εξέφρασε την βούληση του, συμφώνησε και αποδέχθηκε το δάνειο ύψους 3.000 ευρώ καθώς και τους όρους λήψης του καταναλωτικού δανείου με την ανωτέρω τράπεζα και υπέγραψε την σύμβαση αυτοπροσώπως, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση του πλαστού εγγράφου καταθέτοντας αυτό στην ως άνω Τράπεζα για την λήψη υπ' αυτών του κεφαλαίου του δανείου. Στις 28-3-2002 στην ....., ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανίσθηκαν μαζί στην εταιρία πώλησης αυτοκινήτων με την επωνυμία "Αφοί Β" ως σύζυγοι και εζήτησαν να αγοράσουν αυτοκίνητο με δάνειο, χρηματοδοτούμενο από την Τράπεζα Εγνατία, και κατόπιν συναπόφασής κατάρτισαν πλαστή σύμβαση αγοράς με την ως άνω εταιρία ενός αυτοκινήτου μάρκας RENAULT CLIO (που έλαβε αργότερα με την ταξινόμηση τον αριθμό κυκλοφορίας .....), αξίας καταναλωτικού δανείου, ύψους 12.002,93 ευρώ και της εκδοθείσης πιστωτικής κάρτας με την ανωτέρω Τράπεζα και υπέγραψε την σύμβαση αυτοπροσώπως, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση των πλαστών εγγράφων καταθέτοντας αυτά στην πωλήτρια εταιρία και την ως άνω Τράπεζα για την εκταμίευση του κεφαλαίου του δανείου και την απόκτηση του ως άνω αυτοκινήτου αντιστοίχου περιουσιακής αξίας. Στις 28-3-2002 στην ....., από κοινού, κατόπιν συναπόφασης και σε εκτέλεση του ως άνω σχεδίου τους, κατάρτισαν πλαστή υπεύθυνη δήλωση στο όνομα του Α, στην οποία δήλωναν υπεύθυνα ότι ο εκδότης του εγγράφου και δηλών εξουσιοδοτούσε την Δ, όπως ταξινομήσει και παραλάβει τις κρατικές πινακίδες κυκλοφορίας του προαναφερομένου αυτοκινήτου μάρκας RENAULT CLIO της πωλήτριας εταιρίας "Αφοί Β Ο.Ε." αντί του ιδίου, θέτοντας στην θέση του δηλούντα το όνομα και κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση της πλαστής υπεύθυνης δήλωσης, την Δ και τους υπαλλήλους της Δ/νσης Συγκοινωνιών της Νομαρχίας Ευβοίας, σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά εξέφρασε την βούληση του, υπέγραψε την ως άνω υπεύθυνη δήλωση και εξουσιοδότησε την Δ για την ταξινόμηση και παραλαβή των κρατικών πινακίδων αυτοκινήτου μάρκας RENAULT CLIO που δήθεν αγόρασε από την πωλήτρια εταιρία "Αφοί Β Ο.Ε.", ως ανωτέρω, γεγονός που θα μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες με την έκδοση κρατικών πινακίδων στο όνομα του για το ως άνω όχημα, και υποχρέωσης αυτού για ασφαλιστική κάλυψη του οχήματος για αστική αποζημίωση έναντι τρίτων. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση του πλαστού εγγράφου, παραδίδοντας αυτό στην πωλήτρια εταιρία "Αφοί Β Ο.Ε.". Στις 10.04.2002 στη ....., από κοινού κατόπιν συναπόφασης και σε εκτέλεση του ως άνω σχεδίου τους, εμφανισθέντες και πάλι μαζί στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στη ..... ως σύζυγοι και κατήρτισαν πλαστή αίτηση προς την τράπεζα στο όνομα του Α με αίτημα την έκδοση και χορήγηση πιστωτικής κάρτας με όριο το ποσόν των 4.694,85 ευρώ και στη θέση του αιτούντα έθεσαν κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση και έγκριση αυτού, με σκοπό με την χρήση της πλαστής αίτησης να παραπλανήσουν τους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας σχετικά με το ότι ο αιτών προσωπικά εξέφρασε τη βούληση του, ζήτησε την έκδοση πιστωτικής κάρτας στο όνομα του, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες, την έκδοση και χορήγηση της πιστωτικής κάρτας και την δέσμευση του αιτούντα ως οφειλέτη από τους όρους της αίτησης. Περαιτέρω έκαναν χρήση του πλαστού εγγράφου παραδίδοντας την πλαστή αίτηση σε υπάλληλο της ως άνω τράπεζας για την έγκριση και την έκδοση της πιστωτικής κάρτας. Περαιτέρω δε αυθημερόν παραλαβόντες την εκδοθείσα πιστωτική κάρτα έθεσαν επ' αυτής κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α χωρίς την συναίνεση και έγκριση αυτού, με σκοπό με την χρήση της πλαστής υπογραφής ως αποδεικτικού σημείου να παραπλανούν τους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας ότι κατέχουν νόμιμα την πιστωτική κάρτα στο όνομα Α, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες για τον αναφερόμενο, ως οφειλέτη από τη χρήση και τους όρους χορήγησης αυτής. Στις 21.08.2002 στη ....., ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανισθέντες μαζί στο κατάστημα της COSMOTE στην ..... (οδός .....), ως σύζυγοι ζήτησαν τη σύναψη σύμβασης παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών και εν γνώσει από κοινού κατόπιν συναπόφασης κατάρτισαν πλαστή αίτηση και σύμβαση με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας COSMOTE με το αριθμ. ..... με αριθμό κινητού τηλεφώνου ....., γράφοντας αυθαιρέτως στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου το όνομα και τα στοιχεία του Α, και θέτοντας στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής αίτησης και σύμβασης τους αρμοδίους υπαλλήλους της πωλήτριας εταιρείας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως αιτών-συμβαλλόμενος εξέφρασε τη βούληση του, συμφώνησε και αποδέχθηκε την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου οφειλέτη-συνδρομητή. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση του πλαστών εγγράφων καταθέτοντας αυτά στην πωλήτρια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας. Στις 28.08.2002 στη ....., ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανίσθηκαν και πάλι μαζί στο κατάστημα της COSMOTE στην ..... (οδός .....), ως σύζυγοι και κατάρτισαν πλαστή αίτηση με αριθμ. ..... και σύμβαση με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας COSMOTE με αριθμό κινητού τηλεφώνου ....., γράφοντας αυθαιρέτως στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου το όνομα και τα στοιχεία του Α, και θέτοντας στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής αίτησης και σύμβασης τους αρμοδίους υπαλλήλους της πωλήτριας εταιρείας σχετικά με το ότι ο Απροσωπικά ως αιτών-συμβαλλόμενος εξέφρασε τη βούλησή του, συμφώνησε και αποδέχθηκε την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου οφειλέτη-συνδρομητή. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση του πλαστών εγγράφων καταθέτοντας αυτά στην πωλήτρια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και χρήση τηλεφωνικών υπηρεσιών μέχρι στις 07.06.2003 χρεώνοντας τον λογαριασμό στον εμφανιζόμενο ως οφειλέτη Α με το ποσό των 892,38 ευρώ. Στις 22.11.2002 στην Αθήνα, ενεργώντας ομοίως κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανίσθηκαν μαζί στο κατάστημα της TELESTET του Γ στους ..... (οδός .....), ως σύζυγοι και ζήτησαν τη σύναψη σύμβασης παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών, και εν γνώσει τους από κοινού κατόπιν συναπόφασής κατάρτισαν την με ημερομηνία 22/11/2002 πλαστή αίτηση και σύμβαση με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας TELESTET με το αριθμ. συμβόλαιο ..... κινητού τηλεφώνου για χρονικό διάστημα από 22.11.2002 ως 22.11.2003, με συσκευή SONY-ERICSSON CMD Z7, γράφοντας αυθαιρέτως στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου το όνομα και τα στοιχεία του Α, και, θέτοντας στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής αίτησης και σύμβασης τους αρμόδιους υπαλλήλους της πωλήτριας εταιρείας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως αιτών-συμβαλλόμενος εξέφρασε τη βούληση του, συμφώνησε και αποδέχθηκε την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου οφειλέτη-συνδρομητή. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση των πλαστών εγγράφων καταθέτοντας αυτά στην πωλήτρια εταιρεία Στις 26.11.2002 στην Αθήνα, ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανίσθηκαν μαζί στο κατάστημα της TELESTET του Γ στους ..... (οδός .....), ως σύζυγοι και κατάρτισαν πλαστή αίτηση και σύμβαση με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας TELESTET με το αριθμ. συμβόλαιο ..... κινητού τηλεφώνου για χρονικό διάστημα από 26.11.2002 ως 26.11.2003, γράφοντας αυθαιρέτως στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου το όνομα και τα στοιχεία του Α, και θέτοντας στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής αίτησης και σύμβασης τους αρμοδίους υπαλλήλους της πωλήτριας εταιρείας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως αιτών-συμβαλλόμενος εξέφρασε τη βούληση του, συμφώνησε και αποδέχθηκε την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου οφειλέτη-συνδρομητή. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση του πλαστών εγγράφων καταθέτοντας αυτά στην πωλήτρια εταιρεία. Εκ των ως άνω περιστατικών διαφαίνεται ότι ενεργούσαν την πράξη της πλαστογραφίας κατ' επανάληψη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας και την υποδομή που διαμόρφωσαν βάσει του ως άνω σχεδίου, προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή αυτών προς την διάπραξη του εγκλήματος της πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας των. Από τις πράξεις αυτές καταφαίνεται ο σκοπός τους να προσπορίσουν στους εαυτούς τους συνολικό όφελος βλάπτοντας τον Α καθώς και να προξενήσουν αντίστοιχη συνολική ζημία σ' αυτόν, που υπερβαίνει το ποσόν των 15.000 ευρώ, και τουλάχιστον 20.590,16 ευρώ (3.000 + 12.002,93 + 4.694,85 + 892,38 ευρώ) ως ανωτέρω. Αντιστοίχως δε με τις ως άνω πράξεις τους στη ..... στις 25.01.2002, 28.03.2002, 10.04.2002, 21.08.2002, 28.08.2002 και στην Αθήνα στις 22.11.2002, 26.11.2002 καθώς και στα ..... τέλη του μηνός Ιουνίου 2003, προχώρησαν στην πράξη της απατής κάμνοντας χρήση φωτοαντίγραφων της Αστυνομικής ταυτότητας και του τελευταίου εκκαθαριστικού της ΔΟΥ ..... του Α, παριστάνοντας σε τρίτους ότι δήθεν είναι σύζυγοι, και συναλλασσόμενοι με αυτούς ως σύζυγοι αλλά στο όνομα του Α, πραγματικού συζύγου της Χ1 ο οποίος εργαζόμενος ως πλοίαρχος ταξίδευε στο εξωτερικό, με σκοπό να αποκομίζουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος. Και: Στις 25.01.2002 στη ....., στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στη ....., αφού παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας εν γνώσει τους ψευδώς ότι δήθεν είναι σύζυγοι και φερέγγυοι με εισόδημα πλοιάρχου εμπορικού ναυτικού, ειδικά ότι ο Χ2 (1ος κατηγορούμενος), είναι πλοίαρχος και ονομάζεται Α, επιβεβαιώνοντας εν γνώσει του ψευδώς το γεγονός της παράστασης αυτής και η Χ1 (2α κατηγορουμένη), επιδεικνύοντας από κοινού φωτοαντίγραφα της Αστυνομικής Ταυτότητας και του τελευταίου εκκαθαριστικού της ΔΟΥ ..... του πλοιάρχου Α, ως δήθεν ανήκοντα στον πρώτο κατηγορούμενο, και με πλαστή αίτηση χορήγησης καταναλωτικού δανείου που συνέταξαν στο όνομα του Α, παρέπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους το υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στη ....., οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην έγκριση και καταβολή σ' αυτούς χρημάτων εκ της περιουσίας της τράπεζας, ποσού 3.000 ευρώ, ως καταναλωτικού δανείου με οφειλέτη τον Α, βλάπτοντας την περιουσία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) η οποία μειώθηκε κατά το καταβληθέν κεφάλαιο εκ ποσού 3.000 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και την περιουσία Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη προς την ως άνω τράπεζα, θέτοντας αυτήν σε κίνδυνο μείωσης τουλάχιστον εκ ποσού 3.502 ευρώ μετά τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας τράπεζας σε βάρος του. Στις 28.03.2002 στη ....., ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, στο κατάστημα πώλησης αυτοκινήτων της εταιρείας "Αφοί Β Ο.Ε." στη ....., αφού παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους της εταιρείας αυτής εν γνώσει τους ψευδώς τα ίδια περιστατικά, και επιπροσθέτως παριστάνοντας εν γνώσει της ψευδώς ο πρώτος ως Α (σύζυγος και πλοίαρχος) θέλει να αγοράσει ένα αυτοκίνητο μάρκας RENAULT CLIO με δάνειο χρηματοδοτούμενο από την Τράπεζα Εγνατία, αξίας 12.002,93 ευρώ, παρέπεισαν α) τους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω εταιρείας, οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην παράδοση σ' αυτούς του ως άνω αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας ..... αξίας 12.002,93 με κεφάλαιο καταβληθέν από την Τράπεζα Εγνατία, καθώς και β) τους αρμοδίους υπαλλήλους της Εγνατίας Τράπεζας οι οποίοι πεισθέντες κατά σειρά εκ των ανωτέρω ψευδών γεγονότων και την προσκομισθείσα με αριθμό ..... πλαστή αίτηση και σύμβαση χορήγησης δανείου χρηματοδότησης ύψους 12.002,93 ευρώ με την τράπεζα, προέβησαν στην έγκριση του δανείου και καταβολή του ως άνω κεφαλαίου στην πωλήτρια εταιρεία ως τίμημα αγοράς του αυτοκινήτου. Με την πράξη τους αυτή προκάλεσαν ζημία: α) στην περιουσία της Εγνατίας Τράπεζας, η οποία μειώθηκε κατά το καταβληθέν κεφάλαιο χρηματοδότησης της αγοράς αυτοκινήτου εκ ποσού 12.002,93 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και β) στις περιουσίες: 1) του Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη προς την ως άνω τράπεζα, θέτοντας αυτήν σε κίνδυνο μείωσης τουλάχιστον εκ ποσού 12.002,93 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας τράπεζας σε βάρος του και 2) της πωλήτριας εταιρείας "Αφοί Β Ο.Ε." θέτοντας αυτήν σε κίνδυνο μείωσης τουλάχιστον εκ ποσού 12.002,93 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας-χρηματοδοτούσας τράπεζας. Στις 10.04.2002 στη ....., ενεργώντας ομοίως μαζί στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στη ....., αφού παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας εν γνώσει τους ψευδή γεγονότα ως αληθή, ότι δήθεν είναι σύζυγοι και φερέγγυοι με εισόδημα πλοιάρχου εμπορικού ναυτικού, ειδικά ότι ο Χ2 (1ος κατηγορούμενος), είναι πλοίαρχος και ονομάζεται Α, επιβεβαιώνοντας εν γνώσει της ψευδώς το γεγονός της παράστασης αυτής και η Χ1 (2α κατηγορουμένη), επιδεικνύοντας από κοινού φωτοαντίγραφα της Αστυνομικής Ταυτότητας και του τελευταίου εκκαθαριστικού της ΔΟΥ ..... του πλοιάρχου Α, ως δήθεν ανήκοντα στον πρώτο και κάνοντας χρήση της πλαστής αίτησης προς την ως άνω τράπεζα περί χορήγησης πιστωτικής κάρτας με πιστωτικό όριο τα 4.694,85 ευρώ, που συνέταξαν στο όνομα του Α, παρέπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στη ....., οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην έγκριση, έκδοση και χορήγηση σ' αυτούς πιστωτικής κάρτας (ΕΘΝΟΚΑΡΤΑ-MASTERCARD) της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στο όνομα του Α, και με χρήση αυτής τους παρέδωσαν το ποσόν των 4.694,85 ευρώ ως δάνειο. Προκάλεσαν έτσι ζημία: α) στην περιουσία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) η οποία μειώθηκε κατά το καταβληθέν κεφάλαιο εκ ποσού 4.694,85 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και β) στην περιουσία Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη προς την ως άνω τράπεζα, θέτοντας αυτήν σε κίνδυνο μείωσης τουλάχιστον εκ ποσού 4.920 ευρώ μετά τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας τράπεζας σε βάρος του. Στις 21.08.2002 στη ....., ενεργώντας ομοίως στο κατάστημα της COSMOTE στη ....., (οδός .....), παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος εν γνώσει τους ψευδώς ότι δήθεν είναι σύζυγοι και φερέγγυοι με εισόδημα πλοιάρχου εμπορικού ναυτικού, ειδικά ότι ο Χ2 (1ος κατηγορούμενος), είναι πλοίαρχος και ονομάζεται Α, επιβεβαιώνοντας εν γνώσει της ψευδώς το γεγονός της παράστασης αυτής και η Χ1 (2α κατηγορουμένη), επιδεικνύοντας από κοινού φωτοαντίγραφα της Αστυνομικής Ταυτότητας και του τελευταίου εκκαθαριστικού της ΔΟΥ ..... του πλοιάρχου Α, ως δήθεν ανήκοντα στον πρώτο κατηγορούμενο, και με πλαστή αίτηση προς την COSMOTE με αριθ. ..... και με πλαστό συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ως προς την υπογραφή του πλοιάρχου Α. Έτσι παρέπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος της COSMOTE στη ....., οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην έγκριση της αίτησης και παροχής σ' αυτούς υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και την παράδοση συσκευής κινητού τηλεφώνου, μάρκας NOKIA 5210, με αριθμό κλήσης κινητού ....., και προξένησαν ζημία α) στην περιουσία της εταιρείας COSMOTE A.E., η οποία μειώθηκε κατά την αξία του παραδοθέντος κινητού τηλεφώνου και των τηλεφωνικών υπηρεσιών που τους παρασχέθηκαν και β) στην περιουσία του Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη-συνδρομητή προς την ως άνω εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, θέτοντας αυτήν (την περιουσία του) σε κίνδυνο μείωσης από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας εταιρείας. Στις 28.08.2002 στη ....., ενεργώντας ομοίως στο κατάστημα της COSMOTE στη ....., (οδός .....), παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος εν γνώσει τους ψευδώς τα ίδια ως άνω περιστατικά και έκαναν χρήση και της πλαστής αίτησης προς την COSMOTE με αριθ. ..... και πλαστό συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ως προς την υπογραφή του πλοιάρχου Α. Έτσι παρέπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος της COSMOTE στη ....., οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην έγκριση της αίτησης και παροχής σ' αυτούς υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και την παράδοση συσκευής κινητού τηλεφώνου, μάρκας NOKIA 5210, με αριθμό κλήσης κινητού ..... στο όνομα του Α, ζημιώνοντας α) την περιουσία της εταιρείας COSMOTE A.E., η οποία μειώθηκε κατά την αξία του παραδοθέντος κινητού τηλεφώνου και των τηλεφωνικών υπηρεσιών που τους παρασχέθηκαν μέχρι 07.06.2003 κατά το ποσό των 892,38 ευρώ και β) την περιουσία Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη-συνδρομητή προς την ως άνω εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, θέτοντας αυτήν (την περιουσία του) σε κίνδυνο μείωσης από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας εταιρείας κατά το ποσό των 892,38 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας. Στις 22.11.2002 στην Αθήνα ενεργώντας ομοίως και πάλι στο κατάστημα TELESTET του Γ (.....) παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος εν γνώσει τους τα ίδια γεγονότα ως αληθή. Στη συνέχεια με την με ημερομηνία 22/11/2002 πλαστή αίτηση τους με αριθμ ..... προς την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας TELESTET και με το αριθμ. που τους παρασχέθηκαν μέχρι 26/11/2003, και β) στην περιουσία του Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη-συνδρομητή προς την ως άνω εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, θέτοντας αυτήν (την περιουσία του) σε κίνδυνο μείωσης από δικαστικές διεκδικήσεις της εταιρείας TELESTET και του Γ. Στα ..... τέλη του μηνός Ιουνίου 2003, ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανισθέντες διαδοχικά στο κατάστημα βιοτεχνία ανδρικών ενδυμάτων με την επωνυμία LIANOS στα ..... (οδός .....), παρέστησαν διαδοχικά στην Ζ, υπάλληλο του καταστήματος, εν γνώσει τους ψευδώς ότι δήθεν είναι σύζυγοι και φερέγγυοι με υψηλό εισόδημα ναυτικού του εμπορικού ναυτικού, ειδικά ότι ο Χ2 (1ος κατηγορούμενος), είναι πλοίαρχος και ονομάζεται Α, επιβεβαιώνοντας εν γνώσει της ψευδώς το γεγονός της παράστασης αυτής και η Χ1 (2α κατηγορουμένη), επιδεικνύοντας εκκαθαριστικό σημείωμα δήθεν του πρώτου ως συζύγου της και ότι δήθεν η ίδια είναι φερέγγυα υπάλληλος του ΣΔΟΕ, και δήθεν ως φερέγγυα άτομα θέλουν να αγοράσουν ενδύματα για το σύζυγο και πρώτο κατηγορούμενο. Έτσι όμως παρέπεισαν την ως άνω υπάλληλο της επιχείρησης LIANOS η οποία πεισθείσα από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβη στην παράδοση σ' αυτούς έτοιμων ανδρικών ενδυμάτων αξίας 1.700 ευρώ, χωρίς να την εξοφλήσουν και έβλαψαν: α) την περιουσία της επιχείρησης LIANOS στα ....., η οποία μειώθηκε κατά την αξία των 1.700 ευρώ εκ των παραδοθέντων σ' αυτούς ετοίμων ανδρικών ενδυμάτων, χωρίς την καταβολή του ισοτίμου τιμήματος και β) την περιουσία του εγκαλούντα Α, η οποία κινδύνεψε να μειωθεί τουλάχιστον ισοπόσως από νόμιμη διεκδίκηση εκ της επιχείρησης LIANOS του ποσού του τιμήματος των ενδυμάτων κατ' αυτού ως υπερήμερου αγοραστή-οφειλέτη. Από τις ως άνω πράξεις τους προκύπτει ότι και οι δύο κατηγορούμενοι μαζί προέβησαν στις πράξεις εξαπάτησης των συναλλαχθέντων με αυτούς, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι από κοινού παρανόμως περιουσιακά οφέλη, ενεργώντας στις συναλλαγές τους κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθώς από την επανειλημμένη τέλεσης της πράξης της απάτης και την υποδομή που διαμόρφωσαν βάσει του ως άνω σχεδίου, προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή αυτών προς την διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας των. Το δε σκοπούμενο συνολικό όφελος τους με αντίστοιχη συνολική βλάβη των συναλλασσομένων με αυτούς, υπερβαίνει το ποσόν τουλάχιστον των 22.290,16 ευρώ (3.000 + 12.002,93 + 4.694,85 + 892,38 + 1.700 ευρώ) ως ανωτέρω πλέον της αξίας των κινητών τηλεφώνων και των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας. Επιπροσθέτως η Χ1 (2η κατηγορουμένη) στη ..... στις 09.09.2003 εμφανίσθηκε μόνη της στο υποκατάστημα της τράπεζας EUROBANK στη ..... και αφού παρέστησε στους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας εν γνώσει της ψευδώς ότι δήθεν είναι συνδικαιούχος και δήθεν έχει εντολή εκ του συζύγου της Α που ευρίσκεται στο εξωτερικό να αναλάβει 3.500 ευρώ από χρήματα που διατηρούσε αυτός, ως παρακαταθήκη, στην τράπεζα και στον με αριθμ ...... προσωπικό και κλειστό έντοκο λογαριασμό καταθέσεων του, παρέπεισε τον εντεταλμένο υπάλληλο αυτής, ο οποίος πεισθείς από το ως άνω ψευδές γεγονός, προέβη στην πράξη της ανάληψης και παράδοσης σε αυτήν του χρηματικού ποσού των 3.500 ευρώ και έτσι ζημίωσε την περιουσία της ως άνω τράπεζας η οποία μειώθηκε κατά το με παραπλάνηση παραδοθέν σ' αυτήν ποσόν των 3.500 ευρώ, αλλά και την περιουσία του συζύγου της του οποίου οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά το αντίστοιχο παραληφθέν από αυτήν χρηματικό ποσό των 3.500 ευρώ. Στη ..... στις 11.09.2003 εμφανίσθηκε και πάλι στο υποκατάστημα της τράπεζας EUROBANK στη ..... και αφού παρέστησε στους αρμοδίους-υπαλλήλους της τράπεζας εν γνώσει της ψευδή γεγονότα ως αληθή, ότι δήθεν είναι συνδικαιούχος και δήθεν έχει εντολή εκ του συζύγου της Α που ευρίσκεται στο εξωτερικό να αναλάβει 2.000 ευρώ από χρήματα που διατηρούσε αυτός, ως παρακαταθήκη, στην τράπεζα και στον με αριθμ. ...... προσωπικό και κλειστό έντοκο λογαριασμό καταθέσεων του, παρέπεισε τον εντεταλμένο υπάλληλο αυτής, ο οποίος πεισθείς από το ως άνω ψευδές γεγονός, προέβη στην πράξη της ανάληψης και παράδοσης σε αυτήν του χρηματικού ποσού των 2.000 ευρώ και έτσι ζημίωσε την περιουσία της ως άνω τράπεζας η οποία μειώθηκε κατά το με παραπλάνηση παραδοθέν σ' αυτή ποσόν των 2.000 ευρώ, αλλά και την περιουσία του συζύγου της, του οποίου οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά το αντίστοιχο παραληφθέν από αυτήν χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ πλέον τόκων κατάθεσης. Στα ..... κατά τον μήνα Ιούλιο του έτους 2003 σε τηλεφωνική επικοινωνία παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στον σύζυγο της Α, πλοίαρχο του εμπορικού ναυτικού που ταξίδευε στο εξωτερικό, ότι δήθεν είναι έγκυος με δικό του σπέρμα που διατηρείτο από 5-3-2003 στο εργαστήριο σπερματολογίας του Ε (στην ....., Οδός .....) και απαιτείται πληρωμή των εξόδων, εκ ποσού 8.400 ευρώ τους ως άνω ιατρού και του ιατρού ΣΤ στην ....., (.....), και τον παρέπεισε και της απέστειλε από το εξωτερικό το ποσόν των 8.400 ευρώ, μειώνοντας και ζημιώνοντας την περιουσία του συζύγου της, η οποία μειώθηκε κατά το αντίστοιχο παραληφθέν από αυτήν χρηματικό ποσό των 8.400 ευρώ. Εκ των ως άνω περιστατικών διαφαίνεται ότι η κατηγορουμένη τελούσε απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και η συνολική ζημία που επέφερε στην περιουσία του συζύγου της υπερβαίνει το ποσόν των 15.000 ευρώ, καθόσον ήδη και με απάτες από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της Χ2 στις παραπάνω περιπτώσεις είχαν προκαλέσει ήδη ζημία τουλάχιστον των 22.290,16 ευρώ (3.000 + 12.002,93 + 4.694,85 + 892,38 + 1.700 ευρώ) και με τις ως ανωτέρω, επιπροσθέτως ζημία 13.900 ευρώ (3.500 + 2.000 + 8.400 ευρώ), ήτοι συνολική ζημία 36.190,16 ευρώ. Επίσης η ίδια κατηγορουμένη υφαίρεσε από τον σύζυγο της χρήματα. Στα ....., κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2003 έως και τον Ιούλιο του έτους 2003, ενώ ο σύζυγος της Α τις απέστελλε κάθε μήνα, επί 7 μήνες το ποσόν των 1200 ευρώ, ήτοι σύνολον 8.400 ευρώ, και περιήλθαν στην κατοχή της με την εντολή την οποία είχε αποδεχθεί η ίδια να καταβάλει τα χρήματα αυτά, που ανήκαν στο συζυγό της, για την πληρωμή ενοικίων και των κοινοχρήστων δαπανών της οικίας που μίσθωσε στα ..... στην οδό ....., αυτή τα κατακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως τον Ιούλιο του 2003, παρά το ότι ο σύζυγος της τα είχε εμπιστευθεί ως εντολοδόχο για τις ως άνω πληρωμές και δεν εξόφλησε τις οφειλές του. Στη ..... κατά το χρονικό διάστημα, από 16.6.2002 έως 16.12.2003, ενώ είχαν περιέλθει στην κατοχή της τα χρηματικά ποσά: α) 608,46 ευρώ και β) 7.650 ευρώ, χρήματα που ανήκαν στον σύζυγο της Α, ο οποίος τα απέστειλε με την εντολή που είχε αποδεχθεί η ίδια ως εντολοδόχος να τα καταβάλει για την πληρωμή των ασφαλίστρων συμβολαίων ασφάλειας ζωής αυτού στις εταιρείες αντίστοιχα INTERAMERICAN και ALPHA, αυτή τα κατακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Στη ..... κατά το έτος 2002 μέχρι τον Νοέμβριο του 2003, ενώ είχαν περιέλθει στην κατοχή της ξένα χρήματα και ειδικά το χρηματικό ποσό των 6.045,16 ευρώ που της είχε αποστείλει ο σύζυγος της Α και ανήκαν σ' αυτόν με την εντολή την οποία απεδέχθη η ίδια ως εντολοδόχος να πληρώσει τις δόσεις που όφειλε ο σύζυγος της για την αγορά του υπ' αριθ. ..... ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας PUNTO SX 5Ρ, στην εταιρεία "FIAT CREDIT HELLAS A.E.", αυτή κατακράτησε για τον εαυτό της τα ξένα χρήματα και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Το αντικείμενο δε της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξία, ανερχόμενο στο ποσόν των 6.045,16 ευρώ. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις παραπάνω πράξεις και ειδικά η δεύτερη κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι ενεργούσε κατ' εντολή του συζύγου της και αυτή υπέγραφε τα έγγραφα στις συναλλαγές. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι αβάσιμος καθόσον από τις καταθέσεις των μαρτύρων αλλά και την όλη παρουσία των κατηγορουμένων και την εμφάνιση της δεύτερης ότι δήθεν είναι και υπάλληλος της ΣΔΟΕ, καταρρίπτονται οι αρνητικοί ισχυρισμοί αυτών ως παντελώς αναξιόπιστοι". Με τις ουσιαστικές αυτές παραδοχές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδος, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του, την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την διενεργηθείσα ανάκριση και στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες σε καθένα των αναιρεσειόντων, ως άνω, αξιόποινες πράξεις, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των παραπάνω κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγατε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των αρθρ. 13 στοιχ. στ', 45, 94 § 1, 98 §§ 1,2, 216 §§ 1,3 εδ. β', 386 §§ 1,3 στοιχ. α', 117 § 1 Π.Κ., 375 §§ 1,2 εδ. α, 378 στοιχ. α', 393 § 1 Π.Κ., όπως το αρθρ. 98 § 2 αντικ. δι' αρθρ. 14 § 11 ν. 2721/99, η παρ. 2 αρθρ. 375 από το αρθρ. 1 § 9 ν. 2408/96 και προς το τελευταίο εδάφ. με το αρθρ. 14 § 3β ν. 2721/99 και το αρθρ. 386 δι' αρθρ. 14 § 4 ν. 2721/99, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν τις παρεβίασε ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικώτερον α) ως προς την κατά συναυτουργίαν τέλεσιν της πλαστογραφίας, κατ' εξακολούθησιν, υπό των αναιρεσειόντων, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις το Συμβούλιο εδέχθη δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ότι αύτη διεπράχθη από κοινού με κοινό δόλο, χωρίς να απαιτείται και μνεία των επί μέρους ενεργειών καθενός από αυτούς, β) Η εκ των αναιρεσειόντων Χ1 για του απολογητικού υπομνήματος της, ενώπιον του Ανακριτού Χαλκίδος, ισχυρίσθη ότι "... ό,τι έπραττον, το έπραττον δια λογαριασμόν και κατ' εντολήν του ...", εννοώντας την εντολήν του εγκαλούντος συζύγου της, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής ισχυρισμός, ως διατυπούται, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, αορίστως προβαλλόμενος και συνεπώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αν και δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψη του, εν τούτοις με σαφή αιτιολογίαν απέρριψε τον προαναφερόμενο ισχυρισμό της. γ) Εν όψει του ότι από μία πράξη απάτης ή πλαστογραφίας είναι δυνατόν να είναι πλείονες οι παθόντες, δεν είναι ελλιπής και αντιφατική η παραδοχή, δια της αλληλοσυμπλήρωσης του αιτιολογικού με το διατακτικό, του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως προς τους φερομένους ως παθόντας εκ των υπό των αναιρεσειόντων τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων, αφού παθόντες εκ των πράξεων αυτών τυγχάνουν τόσον τα νομικά πρόσωπα δια της παραπλανήσεως των αρμοδίων υπαλλήλων των όσον και ο εγκαλών. δ) Από την επισκόπηση δε της από 28-11-2003 εγκλήσεως του παθόντος Α προκύπτει ότι ούτος επληροφορήθη την έκνομη δραστηριότητα της συζύγου του και ήδη αναιρεσείουσας, ως και τις συνθήκες τελέσεως υπ' αυτής των περιγραφομένων ως άνω και κατ' εξακολούθησιν τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων εις βάρος του, το πρώτον εις χρόνον μεταγενέστερον της 7-10-2003, όταν επέστρεψε από το επαγγελματικό του ταξίδι εις το εξωτερικό. Έτσι η σχετική έγκληση υπεβλήθη εμπροθέσμως και δεν χρειαζόταν να διαλάβει το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογία για το περιστατικό αυτό, αφού γίνεται δεκτό ότι αι πράξεις αυτές ετελέσθησαν καθ' ον χρόνον ο εγκαλών ευρίσκετο εις το εξωτερικό, ως εκ του επαγγέλματος του, και έλαβε γνώσιν τόσον της τελευταίας μερικωτέρας πράξεως όσον και του συνόλου αυτών κατά τον παραπάνω χρόνον. Έτσι ο σχετικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίον προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογία διότι δεν αναφέρει "πότε ο εγκαλών έλαβε γνώση για τον χρόνο τέλεσης κάθε μιας από αυτές. Επιπροσθέτως δε εάν η γνώση της τελευταίας μερικωτέρας πράξεως, αποτελούσε ταυτόχρονα και γνώση όλων των προηγούμενων μερικωτέρων ...", πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, δεδομένου ότι δεν ισχυρίζεται ευθέως η αναιρεσείουσα ότι η οικεία έγκληση του παθόντος, υπεβλήθη εκπροθέσμως. Επομένως οι από το αρθρ. 484 § 1 στοιχ. β', δ' Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και ως τοιούτοι πρέπει να απορριφθούν και συνακόλουθα αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Ι) Να απορριφθούν αι αιτήσεις αναιρέσεως με αριθ. 4/2-4-2008 και 5/2-4-2008 των α) Χ2, κατοίκου .....-Δήμου ..... και β) Χ1, κατοίκου ομοίως, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 37/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδος. Και
ΙΙ) Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος των Αναιρεσειόντων.
Αθήναι 10 Οκτωβρίου 2008.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αντώνιος Μύτης".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 473 παρ.1 ΚΠΔ, ως προς τα βουλεύματα όπου ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων, είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση των, ειδικά δε η προθεσμία για την αίτηση αναιρέσεως δεν αρχίζει πριν από τη λήξη της προθεσμίας για το ένδικο μέσο της εφέσεως. 0 υπολογισμός εξάλλου της προθεσμίας γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 168 παρ.1 του ίδιου Κώδικα δηλαδή δεν υπολογίζεται η ημέρα της επιδόσεως και αν η τελευταία ημέρα είναι εξαιρετέα η προθεσμία παρατείνεται έως και την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα. Εκ τούτου συνάγεται ότι αναίρεση κατά βουλεύματος το οποίο υπόκειται σε έφεση, αν ασκηθεί πριν λήξει η προθεσμία της εφέσεως, είναι απαράδεκτη γιατί η άσκηση της είναι πρόωρη, αφού στρέφεται κατά βουλεύματος μη υποκειμένου σε αυτήν κατά τον χρόνο της ασκήσεως της. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτός επισκοπούνται για τον έλεγχο του παραδεκτού της κρινόμενης αιτήσεως, με το υπ' αριθμ. 37/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες Χ2 και Χ1 παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για α) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, την οποία τέλεσαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους, βλάπτοντας τρίτον, περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει, συνολικά, το ποσό των 15.000 ευρώ και β) απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, τις οποίες τέλεσαν από κοινού, επιπλέον δε η δεύτερη και για την πράξη της υπεξαίρεσης-υφαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, εμπεπιστευμένου σ' αυτήν με την ιδιότητα της ως εντολοδόχου. Το βούλευμα επιδόθηκε στους κατηγορουμένους την 13-3-2008 και 20-3-2008, αντίστοιχα, οι αιτήσεις δε αναιρέσεως κατά του πιο πάνω βουλεύματος ασκήθηκαν την 2-4-2008 δηλαδή μετά τη συμπλήρωση της δεκαήμερης προθεσμίας της εφέσεως. Επομένως είναι παραδεκτές και γι' αυτό πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι των.
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η δε χρήση του εγγράφου απ' αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Από τη διάταξη αυτή που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και σκοπό του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή θεμελίωση, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα αυτό δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή του εγγράφου του οποίου είναι εκδότης, αλλά και καθένας ο οποίος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 στ. γ' του ΠΚ είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Περαιτέρω για τη θεμελίωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται το συνολικό όφελος που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και επί πλέον να συντρέχει η επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης της πράξης αυτής από το δράστη (216 παρ.3 ΠΚ) . Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ, το οποίο ορίζει ότι "αν δύο ή περισσότεροι από κοινού τέλεσαν αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης", συνάγεται ότι συναυτουργία είναι η άμεση και αυτοπρόσωπη ταυτόχρονη ή διαδοχική σύμπραξη δύο ή περισσοτέρων στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που διαπράττεται με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεση της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεση της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση άλλου, είναι δε δυνατή η συναυτουργία πολλών ατόμων στην από κοινού κατάρτιση πλαστού ή στη νόθευση εγγράφου, χωρίς να απαιτείται η αναφορά των επί μέρους ενεργειών. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 38 6 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας (ζημία), η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωση της. Δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνου που ζημιώθηκε, είναι δε δυνατόν από μία πράξη απάτης να είναι περισσότεροι παθόντες. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/3.6.1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Κατά το άρθρο 13 στοιχείο στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Περαιτέρω, από το άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης. Ειδικότερα σε περίπτωση απάτης, κατά την οποία ο δράστης προέβη διαδοχικά σε απατηλές διαβεβαιώσεις, κάθε μία από τις οποίες οδήγησε και σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση από τον ίδιο παθόντα, συντρέχουν περισσότερες πράξεις και επομένως πρόκειται για απάτη κατ' εξακολούθηση. Από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 και ισχύει από 3.6.1999, προκύπτει ακόμη, ότι η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Εξάλλου κατά το άρ. 375 Π.Κ. "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 375 αντικ. με το άρ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 ως εξής "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Κατά την παρ. 2 του άρθ. 98 ΠΚ, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το αρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999, σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα, υπό την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση ότι οι μερικότερες πράξεις έλαβαν χώρα μετά την 3.6.1999, όταν δηλαδή άρχισε να ισχύει ο Ν. 2721/1999 (Ολ. Α.Π. 5/2002). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 378 στοιχ. α' περ. γ' και 393 παρ. 1 του ΠΚ η υπεξαίρεση, που χαρακτηρίζεται στην περίπτωση αυτή υφαίρεση, και η απάτη και στις κακουργηματικές τους ακόμη μορφές, διώκονται μόνο ύστερα από έγκληση, εφόσον έγιναν μεταξύ συζύγων. Κατά δε το άρθρο 117 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξεως, το αξιόποινο εξαλείφεται, αν ο δικαιούχος δεν υπέβαλε την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της. Τέλος, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ1 του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά ξεχωριστά. Επίσης, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Ειδικότερα, επί παραπεμπτικού βουλεύματος για έγκλημα που διώκεται κατ' έγκληση, εφόσον η τελευταία υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση του, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να διαλαμβάνεται στο βούλευμα και να προσδιορίζεται και ο χρόνος κατά τον οποίο ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, δεν εκτίθενται στο βούλευμα με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και oι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ, και αιτιολογία του βουλεύματος δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ στ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει και όταν το Δικαστικό Συμβούλιο παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση. Προς τούτοις κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ1 αριθ. 37/2008 βούλευμα του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με παραδεκτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέως, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι: Ι) Χ2, δημόσιος υπάλληλος, γεν ....., κάτοικος ....., 2) Χ1, άνεργη, γεν. ....., κάτοικος ....., από κοινού, έχοντας στην κατοχή τους, ως υποδομή, φωτοαντίγραφα της Αστυνομικής Ταυτότητας και του τελευταίου εκκαθαριστικού της ΔΟΥ ..... φόρου εισοδήματος του Α, εκμεταλλευόμενοι ότι ο τελευταίος ως σύζυγος της δεύτερης και ναυτικός (πλοίαρχος) έλλειπε επί μακρό χρονικό διάστημα από την συζυγική κατοικία του εργαζόμενος στο εξωτερικό, συναποφάσισαν και έθεσαν σε εφαρμογή, ως δήθεν σύζυγοι, σχέδιο παραγωγής πλαστών εγγράφων σε βάρος του Α, με σκοπό με την παραγωγή πλαστών εγγράφων από κοινού να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τον και ως δήθεν σύζυγοι και στο όνομα του πραγματικού συζύγου Α να διαπράττουν απάτες προκαλώντας κατ' εξακολούθηση ζημία στην περιουσίας του προς όφελός τους. Και ακολούθως : Στις 25.01.2002 στη ....., ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανίσθηκαν μαζί στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στη ..... και αφού από κοινού ζήτησαν την κατάρτιση σύμβασης λήψης καταναλωτικού δανείου ύψους 3.000 ευρώ στο όνομα του Α, εν γνώσει τους από κοινού κατόπιν συναπόφασής τους κατάρτισαν την με αριθμ ..... πλαστή έγγραφη αίτηση προς την ΕΤΕ λήψης καταναλωτικού δανείου ύψους 3.000 ευρώ (ΕΘΝΟΔΑΝΕΙΟ) στο όνομα του Α, και στην θέση του αιτούντα έθεσαν κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής αίτησης τους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως δανειολήπτης υπέγραψε την αίτηση και ζήτησε το ως άνω δάνειο. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση της πλαστής αίτησης και την υπέβαλαν στην τράπεζα. Στη συνέχεια στο ίδιο υποκατάστημα στις 07.02.2002, από κοινού κατόπιν συναπόφασης κατάρτισαν πλαστή έγγραφη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου άμεσης καταναλωτικής πίστης, ύψους 3.000 ευρώ με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ), με επιτόκιο 10,80 % κυμαινόμενο, η οποία έλαβε τον αριθμό ....., θέτοντας στην θέση υπογραφής του συμβαλλόμενου δανειολήπτη κατ'ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής σύμβασης τους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως δανειολήπτης εξέφρασε τη βούληση του, συμφώνησε και αποδέχθηκε το δάνειο ύψους 3.000 ευρώ καθώς και τους όρους λήψης του καταναλωτικού δανείου με την ανωτέρω τράπεζα και υπέγραψε τη σύμβαση αυτοπροσώπως, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση του πλαστού εγγράφου καταθέτοντας αυτό στην ως άνω τράπεζα για την λήψη υπ' αυτών του κεφαλαίου του δανείου. Στις 28.03.2002 στη ....., ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανίσθηκαν μαζί στην εταιρεία πώλησης αυτοκινήτων με την επωνυμία "Αφοι Β Ο.Ε." ως σύζυγοι και ζήτησαν να αγοράσουν αυτοκίνητο με δάνειο χρηματοδοτούμενο από την Τράπεζα Εγνατία, και κατόπιν συναπόφασής τους κατάρτισαν πλαστή σύμβαση αγοράς με την ως άνω εταιρεία ενός αυτοκινήτου μάρκας RENAULT CLIO (που έλαβε αργότερα με την ταξινόμηση τον αριθμό κυκλοφορίας .....), αξίας 12.002,93 ευρώ, θέτοντας στη θέση υπογραφής του συμβαλλομενου αγοραστή - δανειολήπτη κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής σύμβασης τους αρμοδίους υπαλλήλους της πωλήτριας εταιρείας και της δανειοδοτούσας τράπεζας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως δανειολήπτης εξέφρασε τη βούληση του, συμφώνησε και αποδέχθηκε την αγορά του αυτοκινήτου και το δάνειο και τους όρους λήψης καταναλωτικού δανείου ύψους 12.002,93 ευρώ με την ανωτέρω τράπεζα και υπέγραψε τη σύμβαση αυτοπροσώπως, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου. Περαιτέρω, δε έκαναν χρήση του πλαστού εγγράφου καταθέτοντας αυτό στην πωλήτρια εταιρεία και την ως άνω τράπεζα για την λήψη του κεφαλαίου του δανείου και την απόκτηση του ως άνω αυτοκινήτου αντιστοίχου περιουσιακής αξίας. Περαιτέρω την ίδια ημέρα, σε εκτέλεση του ως άνω σχεδίου τους, από κοινού κατόπιν συναπόφασης κατάρτισαν την υπ' αριθ. .....πλαστή αίτηση και σύμ βαση χορήγησης δανείου χρηματοδότησης ύψους 12.002,93 ευρώ στην τράπεζα ΕΓΝΑΤΙΑ για την αγορά του ανωτέρω αυτοκινήτου και έκδοσης πιστωτικής κάρτας Top car Visa, καθώς και τα με ίδια ημερομηνία πλαστά παραστατικά έγγραφα για την εκτέλεση της ως άνω σύμβασης και εκταμίευσης του δανείου, θέτοντας στη θέση του συμβαλλομένου αγοραστή-δανειολήπτη και ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής σύμβασής τους αρμοδίους υπαλλήλους της πωλήτριας εταιρείας και της δανειοδοτούσας τράπεζας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως δανειολήπτης εξέφρασε τη βούληση του, συμφώνησε και αποδέχθηκε την αγορά του αυτοκινήτου με πληρωμή με δάνειο και τους όρους λήψης καταναλωτικού δανείου ύψους 12.002,93 ευρώ και της εκδοθείσας πιστωτικής κάρτας με την ανωτέρω τράπεζα και υπέγραψε τη σύμβαση αυτοπροσώπως, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση των πλαστών εγγράφων καταθέτοντας αυτά στην πωλήτρια εταιρεία και την ως άνω τράπεζα για την εκταμίευση του κεφαλαίου του δανείου και την απόκτηση του ως άνω αυτοκινήτου αντιστοίχου περιουσιακής αξίας. Στις 28.03.2002 στη ....., από κοινού κατόπιν συναπόφασης και σε εκτέλεση του ως άνω σχεδίου τους, κατάρτισαν πλαστή υπεύθυνη δήλωση στο όνομα του Α, στην οποία δήλωναν υπεύθυνα ότι ο εκδότης του εγγράφου και δηλών εξουσιοδοτούσε την Δ όπως ταξινομήσει και παραλάβει τις κρατικές πινακίδες κυκλοφορίας του προαναφερομένου αυτοκινήτου μάρκας RENAULT CLIO της πωλήτριας εταιρείας "Αφοι Β Ο.Ε." αντί του ιδίου, θέτοντας στη θέση του δηλούντα το όνομα και κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής υπεύθυνης δήλωσης, την Δκαι τους υπαλλήλους της Δ/νσης Συγκοινωνιών της Νομαρχίας Ευβοίας, σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά εξέφρασε τη βούληση του, υπέγραψε την ως άνω υπεύθυνη δήλωση και εξουσιοδότησε την Δ για την ταξινόμηση και παραλαβή των κρατικών πινακίδων αυτοκινήτου μάρκας RENAULT CLIO που δήθεν αγόρασε από την πωλήτρια εταιρεία "Αφοι Β Ο.Ε." ως ανωτέρω, γεγονός που θα μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες με την έκδοση κρατικών πινακίδων στο όνομά του για το ως άνω όχημα, και υποχρέωσης αυτού για ασφαλιστική κάλυψη του οχήματος για αστική αποζημίωση έναντι τρίτων. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση του πλαστού εγγράφου παραδίδοντας αυτό στην πωλήτρια εταιρεία "Αφοι Β Ο.Ε.". Στις 10.04.2002 στη ....., από κοινού κατόπιν συναπόφασης και σε εκτέλεση του ως άνω σχεδίου τους, εμφανισθέντες και πάλι μαζί στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στη ..... ως σύζυγοι και κατήρτισαν πλαστή αίτηση προς την τράπεζα στο όνομα του Α με αίτημα την έκδοση και χορήγηση πιστωτικής κάρτας με όριο το ποσόν των 4.694,85 ευρώ και στη θέση του αιτούντα έθεσαν κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση και έγκριση αυτού, με σκοπό με την χρήση της πλαστής αίτησης να παραπλανήσουν τους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας σχετικά με το ότι ο αιτών προσωπικά εξέφρασε τη βούληση του, ζήτησε την έκδοση πιστωτικής κάρτας στο όνομα του, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες, την έκδοση και χορήγηση της πιστωτικής κάρτας και την δέσμευση του αιτούντα ως οφειλέτη από τους όρους της αίτησης. Περαιτέρω έκαναν χρήση του πλαστού εγγράφου παραδίδοντας την πλαστή αίτηση σε υπάλληλο της ως άνω τράπεζας για την έγκριση και την έκδοση της πιστωτικής κάρτας. Περαιτέρω δε αυθημερόν παραλαβόντες την εκδοθείσα πιστωτική κάρτα έθεσαν επ' αυτής κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α χωρίς την συναίνεση και έγκριση αυτού, με σκοπό με την χρήση της πλαστής υπογραφής ως αποδεικτικού σημείου να παραπλανούν τους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας ότι κατέχουν νόμιμα την πιστωτική κάρτα στο όνομα Α, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες για τον αναφερόμενο, ως οφειλέτη από τη χρήση και τους όρους χορήγησης αυτής. Στις 21.08.2002 στη ....., ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανισθέντες μαζί στο κατάστημα της COSMOTE στην ..... (οδός .....), ως σύζυγοι ζήτησαν τη σύναψη σύμβασης παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών και εν γνώσει από κοινού κατόπιν συναπόφασης κατάρτισαν πλαστή αίτηση και σύμβαση με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας COSMOTE με το αριθμ. ..... με αριθμό κινητού τηλεφώνου ....., γράφοντας αυθαιρέτως στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου το όνομα και τα στοιχεία του Α, και θέτοντας στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής αίτησης και σύμβασης τους αρμοδίους υπαλλήλους της πωλήτριας εταιρείας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως αιτών-συμβαλλόμενος εξέφρασε τη βούληση του, συμφώνησε και αποδέχθηκε την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου οφειλέτη-συνδρομητή. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση των πλαστών εγγράφων καταθέτοντας αυτά στην πωλήτρια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας. Στις 28.08.2002 στη ....., ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανίσθηκαν και πάλι μαζί στο κατάστημα της COSMOTE στην ..... (οδός .....), ως σύζυγοι και κατάρτισαν πλαστή αίτηση με αριθμ. ..... και σύμβαση με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας COSMOTE με αριθμό κινητού τηλεφώνου ....., γράφοντας αυθαιρέτως στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου το όνομα και τα στοιχεία του Α, και θέτοντας στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής αίτησης και σύμβασης τους αρμοδίους υπαλλήλους της πωλήτριας εταιρείας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως αιτών-συμβαλλόμενος εξέφρασε τη βούληση του, συμφώνησε και αποδέχθηκε την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου οφειλέτη-συνδρομητή. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση του πλαστών εγγράφων καταθέτοντας αυτά στην πωλήτρια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και χρήση τηλεφωνικών υπηρεσιών μέχρι στις 07.06.2003 χρεώνοντας τον λογαριασμό στον εμφανιζόμενο ως οφειλέτη Α με το ποσό των 892,38 ευρώ. Στις 22.11.2002 στην Αθήνα, ενεργώντας ομοίως κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανίσθηκαν μαζί στο κατάστημα της TELESTET του Γ στους ..... (οδός .....), ως σύζυγοι και ζήτησαν τη σύναψη σύμβασης παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών και εν γνώσει τους από κοινού κατόπιν συναπόφασης κατάρτισαν την με ημερομηνία 22/11/2002 πλαστή αίτηση και σύμβαση με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας TELESTET με το αριθμ. συμβόλαιο ..... κινητού τηλεφώνου για χρονικό διάστημα από 22.11.2002 ως 22.11.2003, με συσκευή SONY-ERICSSON CMD Z7, γράφοντας αυθαιρέτως στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου το όνομα και τα στοιχεία του Α, και θέτοντας στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής αίτησης και σύμβασης τους αρμοδίους υπαλλήλους της πωλήτριας εταιρείας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως αιτών-συμβαλλόμενος εξέφρασε τη βούλησή του, συμφώνησε και αποδέχθηκε την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου οφειλέτη-συνδρομητή. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση του πλαστών εγγράφων καταθέτοντας αυτά στην πωλήτρια εταιρεία Στις 26.11.2002 στην Αθήνα, ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανίσθηκαν μαζί στο κατάστημα της TELESTET του Γ στους ..... (οδός .....), ως σύζυγοι και κατάρτισαν πλαστή αίτηση και σύμβαση με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας TELESTET με το αριθμ. συμβόλαιο ..... κινητού τηλεφώνου για χρονικό διάστημα από 26.11.2002 ως 26.11.2003, γράφοντας αυθαιρέτως στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου το όνομα και τα στοιχεία του Α, και θέτοντας στη θέση του αιτούντα και συμβαλλομένου κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή του Α, χωρίς την συναίνεση ή έγκριση αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση της πλαστής αίτησης και σύμβασης τους αρμοδίους υπαλλήλους της πωλήτριας εταιρείας σχετικά με το ότι ο Α προσωπικά ως αιτών-συμβαλλόμενος εξέφρασε τη βούληση του, συμφώνησε και αποδέχθηκε την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του ως συμβαλλομένου οφειλέτη-συνδρομητή. Περαιτέρω δε έκαναν χρήση του πλαστών εγγράφων καταθέτοντας αυτά στην πωλήτρια εταιρεία. Εκ των ως άνω περιστατικών διαφαίνεται ότι ενεργούσαν την πράξη της πλαστογραφίας κατ' επανάληψη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας και την υποδομή που διαμόρφωσαν, βάσει του ως άνω σχεδίου, προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή αυτών προς την διάπραξη του εγκλήματος της πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητάς των. Από τις πράξεις αυτές καταφαίνεται ο σκοπός τους να προσπορίσουν στους εαυτούς τους συνολικό όφελος βλάπτοντας τον Α καθώς και να προξενήσουν αντίστοιχη συνολική ζημία σ' αυτόν, που υπερβαίνει το ποσόν των 15.000 ευρώ, και τουλάχιστον 20.590,16 ευρώ (3.000 + 12.002,93 +4.694,85 +892,38 ευρώ) ως ανωτέρω. Αντιστοίχως δε με τις ως άνω πράξεις τους στη ..... στις 25.01.2002, 28.03.2002, 10.04.2002, 21.08.2002, 28.08.2002 και στην Αθήνα στις 22.11.2002, 26.11.2002 καθώς και στα ..... τέλη του μηνός Ιουνίου 2003, προχώρησαν στην πράξη της απάτης κάμνοντας χρήση φωτοαντιγράφων της Αστυνομικής Ταυτότητας και του τελευταίου εκκαθαριστικού της ΔΟΥ ..... του Α, παριστάνοντας σε τρίτους ότι δήθεν είναι σύζυγοι, και συναλλασσόμενοι με αυτούς ως σύζυγοι αλλά στο όνομα του Α, πραγματικού συζύγου της Χ1 ο οποίος εργαζόμενος ως πλοίαρχος ταξίδευε στο εξωτερικό, με σκοπό να αποκομίζουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος. Και: Στις 25.01.2002 στη ....., στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στη ....., αφού παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας εν γνώσει τους ψευδώς ότι δήθεν είναι σύζυγοι και φερέγγυοι με εισόδημα πλοιάρχου εμπορικού ναυτικού, ειδικά ότι ο Χ2 (1ος κατηγορούμενος), είναι πλοίαρχος και ονομάζεται Α, επιβεβαιώνοντας εν γνώσει της ψευδώς το γεγονός της παράστασης αυτής και η Χ1 (2α κατηγορουμένη), επιδεικνύοντας από κοινού φωτοαντίγραφα της Αστυνομικής Ταυτότητας και του τελευταίου εκκαθαριστικού της ΔΟΥ ..... του πλοιάρχου Α, ως δήθεν ανήκοντα στον πρώτο κατηγορούμενο, και με πλαστή αίτηση χορήγησης καταναλωτικού δανείου που συνέταξαν στο όνομα του Α, παρέπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στη ....., οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην έγκριση και καταβολή σ' αυτούς χρημάτων εκ της περιουσίας της τράπεζας, ποσού 3.000 ευρώ, ως καταναλωτικού δανείου με οφειλέτη τον Α, βλάπτοντας την περιουσία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) η οποία μειώθηκε κατά το καταβληθέν κεφάλαιο εκ ποσού 3.000 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και την περιουσία Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη προς την ως άνω τράπεζα, θέτοντας αυτήν σε κίνδυνο μείωσης τουλάχιστον εκ ποσού 3.502 ευρώ μετά τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας τράπεζας σε βάρος του. Στις 28.03.2002 στη ....., ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, στο κατάστημα πώλησης αυτοκινήτων της εταιρείας "Αφοι Β Ο.Ε." στη ....., αφού παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους της εταιρείας αυτής εν γνώσει τους ψευδώς τα ίδια περιστατικά, και επιπροσθέτως παριστάνοντας εν γνώσει τους ψευδώς ο πρώτος ως Α (σύζυγος και πλοίαρχος) θέλει να αγοράσει ένα αυτοκίνητο μάρκας RENAULT CLIΟ, με δάνειο χρηματοδοτούμενο από την Τράπεζα Εγνατία, αξίας 12.002,93 ευρώ, παρέπεισαν: α) τους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω εταιρείας, οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην παράδοση σ' αυτούς του ως άνω αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας ..... αξίας 12.002,93 με κεφάλαιο καταβληθέν από την Τράπεζα Εγνατία, καθώς και β) τους αρμοδίους υπαλλήλους της Εγνατίας Τράπεζας οι οποίοι πεισθέντες κατά σειρά εκ των ανωτέρω ψευδών γεγονότων και την προσκομισθείσα με αριθμό ..... πλαστή αίτηση και σύμβαση χορήγησης δανείου χρηματοδότησης ύψους 12.002, 93 ευρώ με την τράπεζα, προέβησαν στην έγκριση του δανείου και καταβολή του ως άνω κεφαλαίου στην πωλήτρια εταιρεία ως τίμημα αγοράς του αυτοκινήτου. Με την πράξη τους αυτή προκάλεσαν ζημία : α) την περιουσία της Εγνατίας Τράπεζας, η οποία μειώθηκε κατά το καταβληθέν κεφάλαιο χρηματοδότησης της αγοράς αυτοκινήτου εκ ποσού 12.002,93 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και β) τις περιουσίες: 1) του Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη προς την ως άνω τράπεζα, θέτοντας αυτήν σε κίνδυνο μείωσης τουλάχιστον εκ ποσού 12.002,93 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας τράπεζας σε βάρος του και 2) της πωλήτριας εταιρείας "Αφοι Β Ο.Ε." θέτοντας αυτήν σε κίνδυνο μείωσης τουλάχιστον εκ ποσού 12.002,93 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας-χρηματοδοτούσας τράπεζας. Στις 10.04.2002 στη ....., ενεργώντας ομοίως μαζί στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στη ....., αφού παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας εν γνώσει τους ψευδή γεγονότα ως αληθή, ότι δήθεν είναι σύζυγοι και φερέγγυοι με εισόδημα πλοιάρχου εμπορικού ναυτικού, ειδικά ότι ο Χ2 (1ος κατηγορούμενος), είναι πλοίαρχος και ονομάζεται Α, επιβεβαιώνοντας εν γνώσει της ψευδώς το γεγονός της παράστασης αυτής και η Χ1 (2α κατηγορουμένη), επιδεικνύοντας από κοινού φωτο-αντίγραφα της Αστυνομικής Ταυτότητας και του τελευταίου εκκαθαριστικού της ΔΟΥ ..... του πλοιάρχου Α, ως δήθεν ανήκοντα στον πρώτο και κάνοντας χρήση της πλαστής αίτησης προς την ως άνω τράπεζα περί χορήγησης πιστωτικής κάρτας με πιστωτικό όριο τα 4.694,85 ευρώ, που συνέταξαν στο όνομα του Α, παρέπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στη ....., οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην έγκριση, έκδοση και χορήγηση σ' αυτούς πιστωτικής κάρτας (ΕΘΝΟΚΑΡΤΑ-MASTERCARD) της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) στο όνομα του Α, και με χρήση αυτής τους παρέδωσαν το ποσόν των 4.694,85 ευρώ ως δάνειο. Προκάλεσαν έτσι ζημία: α) στην περιουσία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) η οποία μειώθηκε κατά το καταβληθέν κεφάλαιο εκ ποσού 4.694,85 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και β) στην περιουσία Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη προς την ως άνω τράπεζα, θέτοντας αυτήν σε κίνδυνο μείωσης τουλάχιστον εκ ποσού 4.920 ευρώ μετά τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας τράπεζας σε βάρος του. Στις 21.08.2002 στη ....., ενεργώντας ομοίως στο κατάστημα της COSMOTE στη ....., (οδός .....), παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος εν γνώσει τους ψευδώς ότι δήθεν είναι σύζυγοι και φερέγγυοι με εισόδημα πλοιάρχου εμπορικού ναυτικού, ειδικά ότι ο Χ2 (1ος κατηγορούμενος), είναι πλοίαρχος και ονομάζεται Α, επιβεβαιώνοντας εν γνώσει της ψευδώς το γεγονός της παράστασης αυτής και η Χ1 (2α κατηγορουμένη), επιδεικνύοντας από κοινού φωτοαντίγραφα της Αστυνομικής Ταυτότητας και του τελευταίου εκκαθαριστικού της ΔΟΥ ..... του πλοιάρχου Α, ως δήθεν ανήκοντα στον πρώτο κατηγορούμενο, και με πλαστή αίτηση προς την COSMOTE με αριθ. ..... και με πλαστό συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ως προς την υπογραφή του πλοιάρχου Α. Έτσι παρέπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος της COSMOTE στη ....., οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην έγκριση της αίτησης και παροχής σ' αυτούς υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και την παράδοση συσκευής κινητού τηλεφώνου, μάρκας NOKIA 5210, με αριθμό κλήσης κινητού ....., και προξένησαν ζημία α) στην περιουσία της εταιρείας COSMOTE A.E., η οποία μειώθηκε κατά την αξία του παραδοθέντος κινητού τηλεφώνου και των τηλεφωνικών υπηρεσιών που τους παρασχέθηκαν και β) στην περιουσία του Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη-συνδρομητή προς την ως άνω εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, θέτοντας αυτήν (την περιουσία του) σε κίνδυνο μείωσης από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας εταιρείας. Στις 28.08.2002 στη ....., ενεργώντας ομοίως στο κατάστημα της COSMOTE στη ....., (οδός .....), παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος εν γνώσει τους ψευδώς τα ίδια ως άνω περιστατικά και έκανα χρήση και της πλαστής αίτησης προς την COSMOTE με αριθ. ..... και πλαστό συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ως προς την υπογραφή του πλοιάρχου Α. Έτσι παρέπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος της COSMOTE στη ....., οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην έγκριση της αίτησης και παροχής σ' αυτούς υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και την παράδοση συσκευής κινητού τηλεφώνου, μάρκας NOKIA 5210, με αριθμό κλήσης κινητού ..... στο όνομα του Α, ζημιώνοντας α) την περιουσία της εταιρείας COSMOTE A.E., η οποία μειώθηκε κατά την αξία του παραδοθέντος κινητού τηλεφώνου και των τηλεφωνικών υπηρεσιών που τους παρασχέθηκαν μέχρι 07.06.2003 κατά το ποσό των 892, 38 ευρώ. και β) την περιουσία Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη-συνδρομητή προς την ως άνω εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, θέτοντας αυτήν (την περιουσία του) σε κίνδυνο μείωσης από δικαστικές διεκδικήσεις της ως άνω δανείστριας εταιρείας κατά το ποσό των 892, 38 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας. Στις 22.11.2002 στην Αθήνα ενεργώντας ομοίως και πάλι στο κατάστημα TELESTET του Γ (.....) παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος εν γνώσει τους τα ίδια γεγονότα ως αληθή. Στη συνέχεια με την με ημερομηνία 22/11/2002 πλαστή αίτηση τους με αριθμ ..... προς την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας TELESTET και με το αριθμ. ..... πλαστό συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ως προς την υπογραφή του πλοιάρχου Α, παρέπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος TELESTET του Γ, οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην έγκριση της αίτησης και παροχής σ' αυτούς υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και την παράδοση σ' αυτούς συσκευής κινητού τηλεφώνου, μάρκας SONY-ERICSSON CMD 27, ζημιώνοντας α) την περιουσία του καταστήματος TELESTET του Γ, η οποία μειώθηκε κατά την αξία του παραδοθέντος κινητού τηλεφώνου και των τηλεφωνικών υπηρεσιών που τους παρασχέθηκαν μέχρι 22/11/2003, και β) την περιουσία του Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη-συνδρομητή προς την ως άνω εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, θέτοντας αυτήν (την περιουσία του) σε κίνδυνο μείωσης από δικαστικές διεκδικήσεις της εταιρείας TELESTET και του Γ. Στις 26.11.2002 ενεργώντας ομοίως και πάλι μαζί στο ίδιο κατάστημα TELESTET του Γ παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος εν γνώσει τους τα ίδια ψευδή γεγονότα. Στη συνέχεια με την με ημερομηνία 26/11/2002 πλαστή αίτηση τους με αριθμ ..... προς την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας TELESTET και με το αριθμ. ..... πλαστό συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ως προς την υπογραφή του πλοιάρχου Α, παρέπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους του ως άνω καταστήματος, οι οποίοι πεισθέντες από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβησαν στην έγκριση της αίτησης και παροχής σ' αυτούς υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και την παράδοση σ' αυτούς συσκευής κινητού τηλεφώνου, μάρκας SONY-ERICSSON CMD Z7, προκαλώντας ζημία α) στην περιουσία του καταστήματος TELESTET του Γ, η οποία μειώθηκε κατά την αξία του παραδοθέντος κινητού τηλεφώνου και των τηλεφωνικών υπηρεσιών που τους παρασχέθηκαν μέχρι 26/11/2003, και β) στην περιουσία του Α ως φερόμενου υπερήμερου και αφερέγγυου οφειλέτη-συνδρομητή προς την ως άνω εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, θέτοντας αυτήν (την περιουσία του) σε κίνδυνο μείωσης από δικαστικές διεκδικήσεις της εταιρείας TELESTET και του Γ. Στα ..... τέλη του μηνός Ιουνίου 2003, ενεργώντας κατόπιν του ως άνω σχεδίου και συναπόφασής τους, εμφανισθέντες διαδοχικά στο κατάστημα βιοτεχνία ανδρικών ενδυμάτων με την επωνυμία LIANOS στα ..... (οδός .....), παρέστησαν διαδοχικά στην Ζ, υπάλληλο του καταστήματος, εν γνώσει τους ψευδώς ότι δήθεν είναι σύζυγοι και φερέγγυοι με υψηλό εισόδημα ναυτικού του εμπορικού ναυτικού, ειδικά ότι ο Χ2 (1ος κατηγορούμενος), είναι πλοίαρχος και ονομάζεται Α, επιβεβαιώνοντας εν γνώσει της ψευδώς το γεγονός της παράστασης αυτής και η Χ1 (2α κατηγορουμένη), επιδεικνύοντας εκκαθαριστικό σημείωμα δήθεν του πρώτου ως συζύγου της και ότι δήθεν η ίδια είναι φερέγγυα υπάλληλος του ΣΔΟΕ, και δήθεν ως φερέγγυα άτομα θέλουν να αγοράσουν ενδύματα για το σύζυγο και πρώτο κατηγορούμενο. Έτσι όμως παρέπεισαν την ως άνω υπάλληλο της επιχείρησης LIANOS η οποία πεισθείσα από τα ως άνω ψευδή γεγονότα προέβη στην παράδοση σ' αυτούς έτοιμων ανδρικών ενδυμάτων αξίας 1.700 ευρώ, χωρίς να την εξοφλήσουν και έβλαψαν:α) την περιουσία της επιχείρησης LΙANOS στα ....., η οποία μειώθηκε κατά την αξία 1.700 ευρώ εκ των παραδοθέντων σ' αυτούς ετοίμων ανδρικών ενδυμάτων, χωρίς την καταβολή του ισοτίμου τιμήματος και β) την περιουσία του εγκαλούντα Α, η οποία κινδύνεψε να μειωθεί τουλάχιστον ισοπόσως από νόμιμη διεκδίκηση εκ της επιχείρησης LΙANOS του ποσού του τιμήματος των ενδυμάτων κατ' αυτού ως υπερήμερου αγοραστή-οφειλέτη. Από τις ως άνω πράξεις τους προκύπτει ότι και οι δύο κατηγορούμενοι μαζί προέβησαν στις πράξεις εξαπάτησης των συναλλαχθέντων με αυτούς, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι από κοινού παρανόμως περιουσιακά οφέλη, ενεργώντας στις συναλλαγές τους κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθώς από την επανειλημμένη τέλεσης της πράξης της απάτης και την υποδομή που διαμόρφωσαν βάσει του ως άνω σχεδίου, προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή αυτών προς την διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας των. Το δε σκοπούμενο συνολικό όφελος τους με αντίστοιχη συνολική βλάβη των συναλλασσομένων με αυτούς, υπερβαίνει το ποσόν τουλάχιστον των 22.290,16 ευρώ (3.000 + 12.002, 93 +4.694,85 +892,38 + 1.700 ευρώ) ως ανωτέρω πλέον της αξίας των κινητών τηλεφώνων και των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας. Επιπροσθέτως η Χ1 (2η κατηγορουμένη) στη ..... στις 09.09.2003 εμφανίσθηκε μόνη της στο υποκατάστημα της τράπεζας EUROBANK στη ..... και αφού παρέστησε στους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας εν γνώσει της ψευδώς ότι δήθεν είναι συνδικαιούχος και δήθεν έχει εντολή εκ του συζύγου της Α, που ευρίσκεται στο εξωτερικό, να αναλάβει 3.500 ευρώ από χρήματα που διατηρούσε αυτός, ως παρακαταθήκη, στην τράπεζα και στον με αριθμ ...... προσωπικό και κλειστό έντοκο λογαριασμό καταθέσεων του, παρέπεισε τον εντεταλμένο υπάλληλο αυτής, ο οποίος πεισθείς από το ως άνω ψευδές γεγονός, προέβει στην πράξη της ανάληψης και παράδοσης σε αυτήν του χρηματικού ποσού των 3.500 ευρώ και έτσι ζημίωσε την περιουσία της ως άνω τράπεζας η οποία μειώθηκε κατά το με παραπλάνηση παραδοθέν σ' αυτήν ποσόν των 3.500 ευρώ, αλλά και την περιουσία του συζύγου της του οποίου οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά το αντίστοιχο παραληφθέν από αυτήν χρηματικό ποσό των 3.500 ευρώ. Στη ..... στις 11.09.2003 εμφανίσθηκε και πάλι στο υποκατάστημα της τράπεζας EUROBANK στη ..... και αφού παρέστησε στους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας εν γνώσει της ψευδή γεγονότα ως αληθή, ότι δήθεν είναι συνδικαιούχος και δήθεν έχει εντολή εκ του συζύγου σου Α, που ευρίσκεται στο εξωτερικό, να αναλάβει 2.000 ευρώ από χρήματα που διατηρούσε αυτός, ως παρακαταθήκη, στην τράπεζα και στον με αριθμ ...... προσωπικό και κλειστό έντοκο λογαριασμό καταθέσεων του, παρέπεισε τον εντεταλμένο υπάλληλο αυτής, ο οποίος πεισθείς από το ως άνω ψευδές γεγονός, προέβει στην πράξη της ανάληψης και παράδοσης σε αυτήν του χρηματικού ποσού των 2.000 ευρώ και έτσι ζημίωσε την περιουσία της ως άνω τράπεζας η οποία μειώθηκε κατά το με παραπλάνηση παραδοθέν σ' αυτή ποσόν των 2.000 ευρώ, αλλά και την περιουσία του συζύγου της, του οποίου οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά το αντίστοιχο παραληφθέν από αυτήν χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ πλέον τόκων κατάθεσης. Στα ..... κατά τον μήνα Ιούλιο του έτους 2003 σε τηλεφωνική επικοινωνία παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στον σύζυγο της Α, πλοίαρχο του εμπορικού ναυτικού που ταξίδευε στο εξωτερικό, ότι δήθεν είναι έγκυος με δικό του σπέρμα που διατηρείτο από 5-3-2003 στο εργαστήριο σπερματολογίας του Ε(στην ....., Οδός .....) και απαιτείται πληρωμή των εξόδων, εκ ποσού 8.400 ευρώ του ως άνω ιατρού και του ιατρού ΣΤ στην ....., (.....), και τον παρέπεισε και της απέστειλε από το εξωτερικό το ποσόν των 8.400 ευρώ, μειώνοντας και ζημιώνοντας την περιουσία του συζύγου της, η οποία μειώθηκε κατά το αντίστοιχο παραληφθέν από αυτήν χρηματικό ποσό των 8.400 ευρώ. Εκ των ως άνω περιστατικών διαφαίνεται ότι η κατηγορουμένη τελούσε απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και η συνολική ζημία που επέφερε στην περιουσία του συζύγου της υπερβαίνει το ποσόν των 15.000 ευρώ, καθόσον ήδη και με απάτες από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της Χ2 στις παραπάνω περιπτώσεις είχαν προκαλέσει ήδη ζημία τουλάχιστον των 22.290,16 ευρώ (3.000 + 12.002, 93 +4.694,85 +892,38 + 1.700 ευρώ) και με τις ως ανωτέρω, επιπροσθέτως ζημία 13.900 ευρώ (3.500 + 2.000+ 8.400 ευρώ), ήτοι συνολική ζημία 36.190,16 ευρώ. Επίσης η ίδια κατηγορουμένη υφαίρεσε από τον σύζυγο της χρήματα. Στα ....., κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2003 έως και τον Ιούλιο του έτους 2003, ενώ ο σύζυγος της Α τις απέστελλε κάθε μήνα, επί 7 μήνες το ποσόν των 1.200 ευρώ, ήτοι σύνολον 8.400 ευρώ, και περιήλθαν στην κατοχή της με την εντολή την οποία είχε αποδεχθεί η ίδια να καταβάλει τα χρήματα αυτά, που ανήκαν στο σύζυγό της για την πληρωμή ενοικίων και των κοινοχρήστων δαπανών της οικίας που μίσθωσε στα ..... στην οδό ....., αυτή τα κατακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως τον Ιούλιο του 2003, παρά το ότι ο σύζυγος της τα είχε εμπιστευθεί ως εντολοδόχο για τις ως άνω πληρωμές και δεν εξόφλησε τις οφειλές του. Στη ..... κατά το χρονικό διάστημα από 16.6.2002 έως 16.12.2003, ενώ είχαν περιέλθει στην κατοχή της τα χρηματικά ποσά: α) 608,46 ευρώ και β) 7.650 ευρώ, χρήματα που ανήκαν στον σύζυγο της Α, ο οποίος τα απέστειλε με την εντολή που είχε αποδεχθεί η ίδια ως εντολοδόχος να τα καταβάλει για την πληρωμή των ασφαλίστρων συμβολαίων ασφάλειας ζωής αυτού στις εταιρείες αντίστοιχα INTERAMERICAN και ALPHA, αυτή τα κατακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Στη ..... κατά το έτος 2002 μέχρι τον Νοέμβριο του 2003, ενώ είχαν περιέλθει στην κατοχή της ξένα χρήματα και ειδικά το χρηματικό ποσό των 6.045,16 ευρώ που της είχε αποστείλει ο σύζυγος της Α και ανήκαν σ' αυτόν με την εντολή την οποία απεδέχθη η ίδια ως εντολοδόχος να πληρώσει τις δόσεις που όφειλε ο σύζυγος της για την αγορά του υπ' αριθ. ..... ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας PUNTO SX 5Ρ, στην εταιρεία "FIAT CREDIT HELLAS AE", αυτή κατακράτησε για τον εαυτό της τα ξένα χρήματα και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Το αντικείμενο δε της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξία, ανερχόμενο στο ποσόν των 6.045,16 ευρώ. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις παραπάνω πράξεις και ειδικά η δεύτερη κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι ενεργούσε κατ' εντολή του συζύγου της και αυτή υπέγραφε τα έγγραφα στις συναλλαγές. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι αβάσιμος καθόσον από τις καταθέσεις των μαρτύρων αλλά και την όλη παρουσία των κατηγορουμένων και την εμφάνιση της δεύτερης ότι δήθεν είναι και υπάλληλος της ΣΔΟΕ, καταρρίπτονται οι αρνητικοί ισχυρισμοί αυτών ως παντελώς αναξιόπιστοι". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας με το προσβαλλόμενο βούλευμα του δέχθηκε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της, από κοινού, τελέσεως από τους κατηγορούμενους των πιο πάνω κακουργηματικών πράξεων 1) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους, βλάπτοντας τρίτον, περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και 2) της απάτης, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της οποίας το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, επί πλέον δε από τη δεύτερη κατηγορουμένη και της υπεξαιρέσεως (υφαιρέσεως) αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, εμπεπιστευμένου σ' αυτήν με την ιδιότητα της ως εντολοδόχου, για το λόγο αυτό τους παρέπεμψε, προκειμένου να δικασθούν για τις πράξεις αυτές, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλίο Πλημμελειοδικών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα του, την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. γ', στ', 26 §1, 27§1, 45, 94 §1, 98 §§1, 2, 216 §§ 1, 3 εδ. β', 375 παρ. 1, 2 εδ. α', 378 στοίχ. α', 393 § 1, 386 §§ 1, 3 στοιχ. α', 117 § 1 του ΠΚ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι το βούλευμα από νόμιμη βάση και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, τα οποία το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την παραπάνω κρίση του, δεν υπάρχει δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεως του. Περαιτέρω, όσον αφορά την κατά συναυτουργία τέλεση της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, εκτίθεται στο βούλευμα, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, ότι αυτή διαπράχθηκε από κοινού με κoινό δόλο και συναπόφαση, από τους αναιρεσείοντες, δεν ήταν δε αναγκαίο να προσδιορίζονται στο βούλευμα και οι επί μέρους ενέργειες του καθενός. Ακόμη επαρκώς αιτιολογείται η απόρριψη ως αβάσιμου τού ισχυρισμού της δεύτερης κατηγορουμένης, ότι υπέγραφε τα έγγραφα κατ' εντολή και για λογαριασμό του εγκαλούντος συζύγου της, δεχθέντος του Συμβουλίου ότι, από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων, οι καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν και οι απολογίες των κατηγορουμένων, δεν αποδείχθηκε ότι είχε δοθεί σ' αυτήν τέτοια εντολή. Εξάλλου, ενόψει του ότι από μία πράξη απάτης ή πλαστογραφίας είναι δυνατόν να είναι πλείονες παθόντες, δεν είναι ελλιπής και αντιφατική η παραδοχή, δια της αλληλοσυμπλήρωσης του αιτιολογικού με το διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως προς τους φερομένους ως παθόντες, αφού παθόντες από τις πράξεις αυτές είναι τόσο τα νομικά πρόσωπα, διά της παραπλανήσεως των αρμοδίων υπαλλήλων των όσο και ο εγκαλών. Περαιτέρω από την επισκόπηση της από 28-11-2003 εγκλήσεως του παθόντος προκύπτει ότι αυτός επικαλέστηκε με αυτήν ότι για την παράνομη δραστηριότητα της συζύγου του και ήδη αναιρεσείουσας και τις συνθήκες τελέσεως απ' αυτήν των ως άνω κατ' εξακολούθηση τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων σε βάρος του έλαβε γνώση για πρώτη φορά σε χρόνο μεταγενέστερο της 7-10-2003, όταν επέστρεψε από το επαγγελματικό του ταξίδι στο εξωτερικό. Έτσι η σχετική έγκληση υποβλήθηκε εμπροθέσμως και δεν χρειαζόταν να διαλάβει το προσβαλλόμενο βούλευμα ειδικότερη αιτιολογία για το περιστατικό αυτό, αφού με το βούλευμα γίνεται δεκτό ότι οι πράξεις αυτές τελέσθηκαν κατά το χρόνο κατά τον οποίο ο εγκαλών βρισκόταν στο εξωτερικό, ως εκ του επαγγέλματος του και συνεπώς έλαβε γνώση τόσο της τελευταίας μερικότερης πράξεως όσο και του συνόλου αυτών κατά τον παραπάνω χρόνο. Επομένως είναι αβάσιμη η αιτίαση της δεύτερης αναιρεσείουσας, για την έλλειψη αιτιολογίας του βουλεύματος κατά το μέρος αυτό.
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ' και στ' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως των αιτήσεων, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως και γ) της υπερβάσεως εξουσίας, αναφορικά με τις άνω αξιόποινες πράξεις, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ύστερα απ' αυτά, πρέπει, να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολο τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 2 Απριλίου 2008 αιτήσεις του Χ2 και της Χ1 για αναίρεση του με αριθμό 37/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας. Και
Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ