Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 94 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Ηθική αυτουργία.




Περίληψη:
Απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο και ηθική αυτουργία. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Απόλυτη ακυρότητα από λήψη υπόψη εγγράφων που δεν μεταφράστηκαν και που δεν προσδιορίζονται. Μεταβολή κατηγορίας από προσθήκη στο διατακτικό. Απορρίπτει λόγους αναίρεσης.




Αριθμός 94/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Αλετρά, περί αναιρέσεως της 8237/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γιαννακόπουλο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 31.1.2008 δύο αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 290/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπ' αριθμ. 340 και 341/4-2-2008 αιτήσεις αναιρέσεως, κατά της 8237/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ασκήθηκαν, αντίστοιχα, από τον Χ2 και τον Χ1, νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να συνεκδικαστούν.
Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 8237/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, καθένας, για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας(ο πρώτος) και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή (ο δεύτερος). Προκειμένου το δικαστήριο να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και του διατακτικού, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση των μέσων αποδείξεως, που αναφέρει και προσδιορίζει κατ' είδος, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο μηνυτής Ψ ήταν απόλυτος κύριος της εταιρείας SALIDA LIMITED που είχε έδρα την ..... . Η κυριότητά του, σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο που ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση λόγω της έδρας της συγκεκριμένης εταιρείας, ήταν η εκ μέρους του κατοχή όλων των νομιμοποιητικών έγγραφων της εταιρείας (μετοχές στον κομιστή καταστατικό έγγραφα μεταβίβασης των μετοχών τα οποία έφεραν την υπογραφή του εκχωρητή κλπ). Με βάση την συγκεκριμένη ιδιότητά του, ήτοι του κυρίου των μετοχών της άνω εταιρείας, στην οποία, και κατ' επέκταση σ' αυτόν, ανήκε ποσοστό 25% της στην ..... εδρεύουσας εταιρεία με την επωνυμία TALADIAN Α.Ε.Λ.Δ.Ε., συμφώνησε με τον πρώτο των κατηγορουμένων Χ2 να του μεταβιβάσει το συγκεκριμένο ποσοστό, αντί τιμήματος 6.500.000 δρχ., ώστε αυτός, ο οποίος κατείχε ποσοστό 75%, καταστεί ο μόνος κύριος της συγκεκριμένης εταιρείας. Την 15-10-01 υπεγράφησαν τα σχετικά έγγραφα για την διαδικασία μεταβίβασης των μετοχών και παραδόθηκαν στον μηνυτή δύο μεταχρονολογημένες επιταγές ποσού 2.500.000 και 4.000.000 αντίστοιχα, σε εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος των 6.500.000 δρχ. Μάλιστα, προς επίρρωση των συμφωνηθέντων, αναγράφηκε στο σώμα των επιταγών το εξής κείμενο, το οποίο υπογράφηκε από τον συγκεκριμένο πρώτο των κατηγορουμένων και παραδόθηκε στον μηνυτή Ψ. "... Η παρούσα επιταγή δίδεται για την αγορά του 100% των μετοχών της εταιρείας "SALIDA LIMITED" η οποία κατέχει το 75% της TALADIAN ΑΕΛΔΕ. Σε περίπτωση μη πληρωμής της επιταγής, υποχρεούται ο Χ2 να επιστρέψει την εταιρεία SALIDA LIMITED και να μεταβιβάσει την κυριότητα αυτής όπου του επιδειχθεί. Παρά όμως τα ανωτέρω μεταξύ των συμφωνηθέντα και την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης του ποσοστού του 25% των μετοχών της άνω εταιρείας, όταν ο μηνυτής εμφάνισε τις επιταγές στην πληρώτρια τράπεζα, αυτή αρνήθηκε την πληρωμή των, διότι ο εκδότης πρώτος των κατηγορουμένων τις είχε ανακαλέσει. Στην συνέχεια, ο μηνυτής ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεωνόταν ο εκδότης να του καταβάλει το ποσό των δρχ. 6.500.000 πλέον τόκων και εξόδων, όσο δηλαδή το τίμημα πώλησης του ποσοστού 25% της εταιρείας. Κατά της άνω διαταγής πληρωμής ο πρώτος των κατηγορουμένων άσκησε αίτηση αναστολής εκτελέσεως και ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να ανασταλεί η διαδικασία εκτελέσεως και ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Υποστήριξε δε, ότι ο μηνυτής δεν ήταν ο πραγματικός κύριος του πωληθέντος ποσοστού, όπως τον είχε διαβεβαιώσει, αλλά η εταιρεία DISCOVERY VENTURES CORP, στον διευθυντή της οποίας Α κατέβαλε το ποσό του τιμήματος. Προς επίρρωση μάλιστα των ισχυρισμών του, προσκόμισε και επικαλέστηκε στο δικαστήριο έγγραφο το οποίο είχε συντάξει ο ανωτέρω Α, στο οποίο αυτός βεβαίωνε ότι, ως διευθυντής της DISCOVERY VENTURES CORP, η οποία ήταν η πραγματική κυρία των άνω μετοχών και συνεπώς δικαιούχος του τιμήματος πωλήσεως, είχε εισπράξει από τον πρώτο των κατηγορουμένων, ως αντάλλαγμα της αποδέσμευσης από αυτόν της SALIDA LTD με τα νομιμοποιητικά της έγγραφα και μετοχές της, το ποσό των 6.500.000 δρχ. Όλα όμως τα ανωτέρω ήταν ψευδή, αφού, όπως προκύπτει από το από 19-11-01 πιστοποιητικό της Δημοκρατίας του Παναμά, μέλη της εταιρείας DISCOVERY VENTURES CORP ήταν ο Β, Ψ (μηνυτής) και η Γ, ενώ ουδεμία θέση ή συμμετοχή είχε ο Α. Επίσης, αν και η απόδειξη είσπραξης του ποσού των 6.500.000 δρχ., που έχει υπογράψει αυτός, (Α) φέρει ημερομηνία 2-11-01, στο ταμείο της εταιρείας δεν έχει εισρεύσει οποιοδήποτε ποσό και δη εκείνο των 6.500.000 δρχ. (βλ. το από 27-11-01 έγγραφο της εταιρείας DISCOVERY VENTURES CORP). Πάντα τα ανωτέρω γνώριζε ο πρώτος των, αφού αυτός ως συγκύριος της εταιρείας γνώριζε τους υπόλοιπους συγκυρίους της και μάλιστα ότι κάτοχος του 25% ήταν ο μηνυτής, με τον οποίο άλλωστε, όπως παραδέχθηκε, είχε συμφωνήσει την αγορά του ποσοστού συμμετοχής του, ενώ η εκ μέρους του τελευταίου κατοχή και στην συνέχεια παράδοση όλων των νομιμοποιητικών εγγράφων αποδείκνυαν την κυριότητα αυτή. Εξάλλου, στην περίπτωση που διαπίστωνε ότι ο μηνυτής δεν ήταν ο συγκύριος του ποσοστού της εταιρείας που συμφώνησε να του πωλήσει, θα έπρεπε να είχε στραφεί εναντίον του αξιώνοντας την επιστροφή των επιταγών και όχι να αναμείνει την εμφάνισή των στην πληρώτρια τράπεζα, την απόκρουσή των λόγω ανακλήσεως και στην συνέχεια την έκδοση διαταγών πληρωμής και μόνο στην αναστολή και ανακοπή που άσκησε κατά της εκτέλεσής της να ζητήσει την ακύρωσή της αναφέροντας, για πρώτη φορά, ότι είχε εξαπατηθεί από τον μηνυτή και είχε πληρώσει το τίμημα στον διευθυντή της αληθούς κυρίας εταιρείας DISCOVERY VENTURES CORP. Αλλά στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να είχε αναφέρει και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της σύμβασης πωλήσεως που κατήρτισε με τον συγκεκριμένο διευθυντή, δηλαδή, τον χρόνο καταρτίσεως, το ύψος του τιμήματος που συμφωνήθηκε, την διαδικασία πληρωμής του, (μετρητοίς ή με δόσεις), καθώς και τα έγγραφα που του παρέδωσε και όχι να αρκεστεί στην αόριστη αναφορά ότι κατέβαλε το ποσό των 6.500.000 δρχ. στον Α, όταν ο τελευταίος του δήλωσε ότι ήταν ο διευθυντής και εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας εταιρείας. Επίσης, στην περίπτωση που ήταν αληθής ο ισχυρισμός του, θα είχε ανακαλέσει συγχρόνως και τις δύο επιταγές και όχι τη μία με δήλωσή του την 2-11-01 και την άλλη την 6-11-01 (βλ. σχετική επισημείωση του αρμοδίου υπαλλήλου της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος με ημερομηνία 7-11-01). Πάντα τα ανωτέρω, όπως προαναφέρθηκε, γνώριζε ο πρώτος των κατηγορουμένων, προσπάθησε όμως να παραπλανήσει το δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών) κατά την εκδίκαση αιτήσεως αναστολής της εκτέλεσης άνω διαταγής πληρωμής, πλην όμως δεν πέτυχε του σκοπού του, διότι το δικαστήριο με την 10806/01 απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό του ως αβάσιμο, όπως και την αίτηση αναστολής. Το ίδιο συνέβη και με την ανακοπή που άσκησε κατά της 6173/01 διαταγής πληρωμής, οπότε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 44/03 απόφασή του (τμήμα πιστωτικών τίτλων) απέρριψε τον ισχυρισμό του κρίνοντάς τον ουσιαστικά αβάσιμο και επικύρωσε την προσβληθείσα διαταγή πληρωμής. Στην τέλεση της άνω πράξης ο πρώτος των άνω κατηγορουμένων πείσθηκε με παραινέσεις και προτροπές από τον δεύτερο Χ1, ο οποίος, έχοντας θέσει σε εφαρμογή σχέδιο ιδιοποιήσεως των υπερακτίων εταιρειών του αδελφού των Β, μεταξύ των οποίων και η DISCOVERY VENTURES CORP, αλλά και του μεριδίου του μηνυτή στην εταιρεία TALADIAN A.E.LD.E, το οποίο ανήκε στην εταιρεία SALIDA L.T.D, και, εκμεταλλευόμενος ότι η εταιρεία "DISCOVERY VENTURES CORP" ήταν η προηγούμενη ιδιοκτήτρια της συγκεκριμένης εταιρείας (δηλ. της Salida l.t.d), έπεισε τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν συνεργάτης του, να ανακαλέσει τις επιταγές που είχε εκδώσει, εμφανιστεί στο δικαστήριο και προσπαθήσει να το παραπλανήσει με την χρήση των άνω ψευδών εγγράφων ότι πραγματικά οι μετοχές ανήκαν στην εταιρεία DISCOVERY VENTURES CORP, της οποίας εκπρόσωπος και διευθυντής ήταν ο Α και έτσι, με την επίκληση της ψευδούς απόδειξης είσπραξης του τιμήματος, πετύχουν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, με αντίστοιχο όφελος δικό τους και ζημία του μηνυτή, πράγμα όμως που δεν πέτυχαν, όπως προαναφέρθηκε. Το ύψος της ζημίας που απειλήθηκε σε βάρος του μηνυτή, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως των μερών, του χρόνου τελέσεως της πράξης, κρίνεται ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Με βάση τα ανωτέρω, το δικαστήριο κρίνει ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη που τους αποδίδεται, αφού με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών προσπάθησαν ανεπιτυχώς να παραπλανήσουν το δικαστήριο στην έκδοση ευνοϊκής γι' αυτούς απόφασης, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την βλάβη της περιουσίας του μηνυτή και δη κατά ποσό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με αποτέλεσμα να πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, κατά τα ειδικότερο στο διατακτικό οριζόμενα. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και ηθικής σ' αυτήν αυτουργίας, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά, στις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27, 42 παρ. 1, 46 παρ. 1α, 386 παρ. 1β-α ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ούτε ευθέως δε ή εκ πλαγίου παραβίασε. Το πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού, δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχό του από τον Άρειο Πάγο. Ειδικότερα στην προσβαλλομένη απόφαση μνημονεύονται ρητώς, κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και κατέληξε στην καταδικαστική κρίση του, δίχως να είναι αναγκαία και η αναφορά του περιεχομένου και η αξιολόγηση της κατάθεσης κάθε μάρτυρα ή των υπολοίπων αποδεικτικών στοιχείων, προσδιορίζεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος τέλεσης της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο και αιτιολογείται πλήρως η συνδρομή των στοιχείων που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική του εγκλήματος αυτού, ενώ επί πλέον αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων Χ1 προκάλεσε την απόφαση στον αναιρεσείοντα Χ2 να τελέσει την ως άνω αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ2, συνιστάμενες στο ότι δεν αιτιολογείται η συνδρομή των στοιχείων, που θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ1, συνιστάμενες στο ότι 1) δεν αιτιολογείται η συνδρομή των στοιχείων που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο, 2) δεν γίνεται προσδιορισμός του τρόπου και των μέσων με τα οποία αυτός προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό Χ2 την απόφαση να τελέσει την παραπάνω αξιόποινη πράξη και 3) στο σκεπτικό της απόφασης δεν γίνεται συσχέτιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το σκεπτικό της είναι κατά ένα μέρος ταυτόσημο με το διατακτικό, τούτο όμως δεν καθιστά ανεπαρκή την αιτιολογία της, αφού το διατακτικό, στην προκειμένη περίπτωση είναι εκτεταμένο και λεπτομερές. Εξάλλου, η σύμπτωση των πραγματικών περιστατικών, που αναγράφονται στο κατηγορητήριο, το σκεπτικό, το διατακτικό της απόφασης και το σκεπτικό της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού αυτά αποδείχθηκαν και όχι άλλα διαφορετικά, αρκεί εκείνα που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό να επαρκούν για την αιτιολογία της απόφασης και συνεπώς η σχετική αιτίαση των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμη. Τέλος οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ1 ως προς το νομικά και ουσιαστικά βάσιμο της κατηγορίας για απόπειρα απάτης στο δικαστήριο και ηθική αυτουργία σ' αυτήν αναφέρονται σε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και για το λόγο αυτό το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να περιλάβει στην απόφασή του, ως προς αυτούς, ειδική αιτιολογία, αφού η αιτιολογία ως προς αυτούς εμπεριέχεται από τα πράγματα στην κύρια αιτιολογία της αποφάσεως για την ενοχή. Κατ' ακολουθίαν, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι και των δύο αιτήσεων αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. Η μεταβολή της κατηγορίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, γιατί παραβιάζονται οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. Β του ίδιου Κώδικα. Τέτοια μεταβολή υπάρχει, όταν η πράξη για την οποία επήλθε η καταδίκη του κατηγορουμένου, είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί αντικειμενικά διαφορετικό έγκλημα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, όταν το δικαστήριο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, αποσαφηνίζει και συμπληρώνει εκείνα που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο διώχθηκε και έχει εισαχθεί σε δίκη ο κατηγορούμενος, ή καθορίζει ακριβέστερα τον τρόπο τελέσεως αυτού, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα της πράξεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1 ισχυρίζεται ότι με την προσθήκη στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης της φράσης ότι ο φυσικός αυτουργός της απόπειρας απάτης Χ2 είχε σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος "και ο συγκατηγορούμενός του Χ1" παράνομο περιουσιακό όφελος, η οποία (φράση) δεν περιείχετο στο κλητήριο, που του επιδόθηκε, αλλά και στην πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, επήλθε μεταβολή της κατηγορίας και παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα και ως εκ τούτου επήλθε απόλυτη ακυρότητα. Η αιτίαση όμως αυτή είναι αβάσιμη γιατί, με την προσθήκη της παραπάνω φράσης, δεν επήλθε μεταβολή της κατηγορίας, αφού το Δικαστήριο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, με αυτήν αποσαφήνισε και συμπλήρωσε εκείνα που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο και της ηθικής σ' αυτήν αυτουργίας, για το οποίο διώχθηκε και είχε εισαχθεί σε δίκη ο κατηγορούμενος, δίχως να μεταβληθεί η ταυτότητα της πράξεως. Επομένως και ο λόγος αυτός της αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση από τον κατηγορούμενο του δικαιώματός του να προβεί σε παρατηρήσεις, δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται για ποιο αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία, από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα του εγγράφου που φέρεται ότι αναγνώσθηκε και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 δικαιώματα του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον στην πραγματικότητα συντελέστηκε η ανάγνωση του εγγράφου, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε σχετικές με το περιεχόμενό του δηλώσεις και εξηγήσεις, αφού η δυνατότητα αυτή, λογικώς, δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν. Περίπτωση μη αναγνώσεως εγγράφου, που δημιουργεί την παραπάνω ακυρότητα, υπάρχει και όταν το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, ήταν συνταγμένο σε ξένη γλώσσα, χωρίς να βεβαιώνεται στην εκδιδόμενη απόφαση ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενό του. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την πλημμέλεια, ότι το δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει σε καταδικαστική κρίση, ανέγνωσε, μεταξύ άλλων εγγράφων, και έλαβε υπόψη του και τα μνημονευόμενα στα πρακτικά με τους αριθμούς 8, 9, 14, 32 και 34 έγγραφα, τα οποία ήταν συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα (αγγλική), δίχως να βεβαιώνεται στην απόφασή του ότι οι κατηγορούμενοι ήταν σε θέση να αντιληφθούν το περιεχόμενό τους και ως εκ τούτου επήλθε απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ. Όμως η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, γιατί δεν αναφέρεται στα πρακτικά ότι τα έγγραφα αυτά που αναγνώσθηκαν ήταν συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα και ποια και ότι αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε μετάφραση στην Ελληνική, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί ότι οι κατηγορούμενοι στερήθηκαν από το δικαίωμά τους να προβούν σε δηλώσεις ή εξηγήσεις επ' αυτών, διότι δεν κατανοούσαν το περιεχόμενό τους. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων αυτών, έχει μεταφρασθεί στην Ελληνική γλώσσα το περιεχόμενό τους, από πρόδηλη δε παραδρομή δεν βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν τα παραπάνω έγγραφα σε μετάφραση. Επομένως είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, λόγος των αναιρέσεων. Αβάσιμος ακόμη είναι ο από την ίδια διάταξη λόγος αναιρέσεως του Χ2, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της, κατά το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ', απόλυτης ακυρότητας, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, για την στήριξη της κρίσης του, έλαβε υπόψη του και τα μνημονευόμενα στα πρακτικά με τους αριθμούς 6, 30, 31 και 32 έγγραφα, που αναγνώσθηκαν, δίχως να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και συγκεκριμένα (6) τέσσερις φωτοτυπίες επιταγών, (30) έγγραφο ενώπιον της ανακρίτριας 2ου Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών, (31) συμφωνητικό (μισθώσεως επαγγελματικής στέγης), (32) έγγραφο από OVERSEAS MANAGEMENT COMPANY INC και τούτο διότι με την παραπάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού, ειδικότερα, με την πραγματική ανάγνωση του κειμένου τους, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν δημιουργήθηκε αμφιβολία για το αναλλοίωτο της ταυτότητάς τους και ακόμη γιατί ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώστηκε στη συγκεκριμένη δίκη. Μετά από αυτά, πρέπει οι αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν στο σύνολο τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (183, 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 340 και 341/4-2-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ2 και Χ1, αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 8237/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220)ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ, συνολικά.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή