Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 922 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).




Περίληψη:
Πλαστογραφία μετά χρήσεως. (θέση κατ’ απομίμηση της γνήσιας υπογραφής της μηνύτριας στη θέση του α΄ οπισθογράφου. Εμφάνιση της επιταγής στην πληρώτρια Τράπεζα για πληρωμή). Κατάρτιση πλαστού και όχι νόθευση (από παραδρομή η αναφορά στο δικαστήριο και στο σκεπτικό του όρου “νόθευση εγγράφου”). Πλήρης αιτιολογία και του σκοπού του κατηγορουμένου. Όχι ανάγκη μνείας τρόπου κτήσεως και του χρόνου χρήσεως για την πληρότητα της αιτιολογίας. Η αναφερόμενη αντίφαση στο σκεπτικό αδιάφορη για την άνω κρίση του Δικαστηρίου ουσίας. Απορρίπτονται λόγοι 510 § 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 922/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Μιχόπουλο, περί αναιρέσεως της 2298/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουνίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1319/1006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαία. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), όπως και επί του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στον πρόσθετο αυτό σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την ύπαρξή του. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα απ' αυτά πρέπει, όμως, να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση του κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως του πλαστού εγγράφου, η οποία (χρήση) αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, όταν πλαστογράφος και χρήστης του πλαστού εγγράφου είναι το ίδιο πρόσωπο, απαιτείται η κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου, με σκοπό να παραπλανηθεί με τη χρήση του άλλος, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Πρόκειται δηλαδή για σωρευτικώς μικτό έγκλημα, με την έννοια ότι οι πλείονες κατά το νόμο τρόποι πραγματώσεώς του (δηλαδή η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου) δεν μπορεί να εναλλαχθούν, κάθε δε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως και, σε περίπτωση συνδρομής και των δύο αυτών τρόπων, υπάρχει συρροή εγκλημάτων, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο αυτοτελείς εγκληματικές πράξεις, που συνδέθηκαν νομοτεχνικά στο ίδιο νομοθετικό κείμενο. Ειδικότερα, η αναγραφή στην επιταγή του ονόματος και κατ'απομίμηση της υπογραφής τρίτου, ως οπισθογράφου ενεχομένου εκ της επιταγής, χωρίς τη συναίνεση αυτού, συνιστά πλαστογραφία, με τη μορφή όμως της "καταρτίσεως πλαστού εγγράφου" και όχι της "νοθεύσεως εγγράφου". Είναι δε επιτρεπτή κατ'αρχήν η μεταβολή της κατηγορίας από "κατάρτιση πλαστού" σε "νόθευση" εγγράφου και το αντίθετο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 2298/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στην Αθήνα, κατά μήνα Νοέμβριο 1999 ενόθευσε έγγραφο με σκοπό με τη χρήση του να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, και συγκεκριμένα ενόθευσε την υπ' αριθμ. ...... επιταγή, η οποία είχε εκδοθεί από την μηνύτρια Ψ1, με χρόνο εκδόσεως την ....., μεταχρονολογημένη, για ποσό 3.000.000 δραχμών, πληρωτέα σε Υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας (Υποκ/μα Παγκρατίου) σε διαταγή της ίδιας, και στη θέση της υπογραφής του πρώτου οπισθογράφου έθεσε ιδιοχείρως και με πιστή απομίμηση της γνήσια υπογραφής της μηνύτριας, την υπογραφή αυτής, για να προσδώσει νομιμοφάνεια στη μεταβίβαση και κυκλοφορία αυτής και στη συνέπεια έθεσε την δική του υπογραφή, ως δήθεν νομίμου τρίτου καλοπίστου κομιστή αυτής από δήθεν νόμιμη μεταβίβαση με οπισθογράφιση, και την πλαστογραφημένη αυτή επιταγή εχρησιμοποίησε, εμφανίζοντας αυτήν στην παραπάνω πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή, ο αρμόδιος υπάλληλος της οποίας παραπλανήθηκε ως προς την (δήθεν) γνησιότητα και εγκυρότητα της επιταγής και ως προς την (δήθεν) ύπαρξη της οφειλής των 3.000.000 δραχμών και προέβη στην σφράγιση της επιταγής, λόγω ελλείψεως επαρκώς διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να εκδοθεί, με πρωτοβουλία της παραπάνω κομίστριας Τράπεζας, η 18570/2000 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος της μηνύτριας. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για πλαστογραφία μετά χρήσεως". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την αποδιδόμενη σ'αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως επτά μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 216 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Μάλιστα δε από το όλο περιεχόμενο των παραδοχών της αποφάσεως προκύπτει ότι συνεκτίμησε αυτή και την ανώμοτη κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας που είναι και αυτή μάρτυρας κατηγορίας. Περαιτέρω, υπάρχει ιδιαίτερη αιτιολόγηση και για το σκοπό του κατηγορουμένου να παραπλανήσει τους τρίτους σε σχέση με την εκ της επιταγής ενοχή της μηνύτριας ως οπισθογράφου, ενώ η αναφορά στο διατακτικό (και στο σκεπτικό) του όρου "νόθευση εγγράφου" αντί της "καταρτίσεως πλαστού εγγράφου", πρέπει να αποδοθεί σε παραδρομή, αφού διευκρινίζεται στη συνέχεια ότι η πλαστογραφία συνίσταται στην επί της επίμαχης πιο πάνω επιταγής, και δη στη θέση της υπογραφής του πρώτου οπισθογράφου, τοποθέτηση κατ'απομίμηση της υπογραφής της μηνύτριας. Οι ειδικότερες δε αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως α) η μνεία του τρόπου, με τον οποίο περιήλθε στην κατοχή του η επίμαχη επιταγή, και κατά συνέπεια η αναφορά στην αρχή του διατακτικού της φράσεως "... ενώ κατέστη κακόπιστος κομιστής αιτία τελέσεως επιληψίμου αξιοποίνου πράξεως δύο επιταγών,...", η οποία από πρόδηλη παραδρομή δεν απαλείφθηκε μετά την αθώωση του αναιρεσείοντος με την πρωτόδικη απόφαση για την πράξη της κλοπής της επίμαχης (και άλλης μιας) επιταγής, στερείται έννομης σημασίας, εντεύθεν είναι αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων, περί παραβιάσεως, δηλαδή, του απορρέοντος από την τελευταία απόφαση για την άνω πράξη της κλοπής δεδικασμένου, και β) ο προσδιορισμός του χρόνου της χρήσεως εκ μέρους του αναιρεσείοντος της επίμαχης επιταγής, η οποία έγινε βέβαια μετά την πλαστογράφησή της απ'αυτόν και αποτελεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, για το οποίο δεν τίθετο θέμα παραγραφής. Τέλος, στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ενώ εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων, ως κομιστής της πλαστογραφημένης επίμαχης επιταγής, εμφάνισε αυτήν στην πληρώτρια Τράπεζα για πληρωμή και ζήτησε από τον αρμόδιο υπάλληλό της τη σφράγισή της, λόγω ελλείψεως αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, στη συνέχεια αναφέρεται ως κομίστρια της εν λόγω επιταγής η άνω Τράπεζα, που πέτυχε την έκδοση, εις βάρος της άνω μηνύτριας, της αναφερόμενης διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Όμως, η αντίφαση αυτή είναι αδιάφορη για την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, αφού ο αναιρεσείων κατηγορούμενος σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, χρησιμοποίησε την επίμαχη επιταγή.
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26 Ιουνίου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 2298/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή