Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση κακουργηματική. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Απόλυτη ακυρότητα από την εκτίμηση από το Δικαστήριο του περιεχομένου εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε.
ΑΡΙΘΜΟΣ 893/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κυριάκο Κόκκινο, περί αναιρέσεως της 96/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την "MEDI-FORCE SERVICES AE - ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΕΣ ΥΓΕΙΑΣ", που εδρεύει στην περιοχή Παπάγου Αττικής και που εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε πρωτοδίκως, η οποία δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1000/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 358, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει, ότι στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του απορρέοντος από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό τούτο μέσο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1Α του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Δεν υπάρχει όμως ακυρότητα ούτε παραβιάζεται η αρχή της δημοσιότητος και προφορικότητος της δίκης, όταν το περιεχόμενο του μη αναγνωσθέντος εγγράφου προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή είτε από άλλα έγγραφα είτε από καταθέσεις μαρτύρων, εις τρόπον, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση εξ αυτών του περιεχομένου του μη αναγνωσθέντος εγγράφου και να μπορεί να το αντικρούσει και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως της η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, προκειμένου να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του, έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, το Δικαστήριο που την εξέδωσε στήριξε την κρίση του και στα υπ' αρίθμ. 1) ...,... και ... τιμολόγια 2)... και ... τιμολόγια-δελτία αποστολής, 3)... τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών και 4) ...πιστωτικό σημείωμα, αν και δεν περιλαμβάνονται τα έγγραφα αυτά στα αναγνωστέα. Η αιτίαση όμως αυτή της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμη, γιατί το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών προκύπτει από την από 28-12-1998 έκθεση οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου της Ανώνυμης Εταιρείας "MEDI FORCE MEDIFORCE SERVICES A.E., την οποία (έκθεση) συνέταξε ο οικονομικός και φορολογικός σύμβουλος επιχειρήσεων Δ1 και η οποία περιλαμβάνεται στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και ελήφθησαν υπόψη απο το Δικαστήριο.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Από το άρθρο 375 παράγρ. 1 εδ. α' και 2 εδάφ. α' του ΠΚ, όπως η παράγρ. 2 αυτού αντικ. με το άρθρο 1 παρ.9 του Ν. 2408/96, συνάγεται ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματούται αντικειμενικώς μεν με την από το δράστη παράνομη, ήτοι χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και ευρίσκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή αυτού, υποκειμενικώς δε με τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας (του ενδεχόμενου δόλου), ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη κατά την έννοια του Αστ. Κωδ., και τη θέληση ή την αποδοχή αυτoύ να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγραφος 2), όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής τέτοιας περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής καταστάσεως. Με την έννοια αυτή, αν η πράξη τελέστηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, η εντολή εμπεριέχεται στη διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Επί υπεξαιρέσεως, ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου είναι αναγκαίος, όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης ή μικρής αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Περαιτέρω η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όχι μόνον, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι το πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το εκδόσαν αυτήν Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχτηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επιτρεπτώς, γενικώς κατά το είδος τους αναφέρει (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και έγγραφα που αναφέρονται σ' αυτά, απολογία της κατηγορουμένης και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία), αποδείχτηκαν τα εξής: Η κατηγορουμένη υπήρξε Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "MEDIFORCE SERVICES ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΡΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΕΣ ΥΓΕΙΑΣ", που εδρεύει στο Δήμο Παπάγου Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα από 15-1-1990 μέχρι 7-3-1998 οπότε έληξε η θητεία της και απηλλάγη από τα καθήκοντά της. Με την ιδιότητα της αυτή η κατηγορουμένη, κατά το νόμο (άρθρο 18 § 2,22 §§ 1 και 3 του ν.2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών") και κατά το καταστατικό της εταιρίας (άρθρο 15 §§ 1, 3 και 4), ασκούσε, εκτός άλλων, τη διαχείριση της εταιρικής περιουσίας και είχε εξουσία για την πλήρη δέσμευση της εταιρίας. Η ίδια υπήρξε και μέτοχος της εταιρίας και ιδρυτικό μέλος αυτής, όπως προκύπτει από την ιδρυτική πράξη και το καταστατικό της εταιρίας που έχουν περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, ήτοι του υπ' αριθ. ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νας Λάρδα, και έχει υποβληθεί στις νόμιμες διατυπώσεις δημοσιότητας (άρθρα 7α' και 7β' του Ν.2190/1920). Σκοπός της εν λόγω εταιρίας είναι, εκτός άλλων, ο σχεδιασμός, εκπόνηση, προώθηση και εξυπηρέτηση ασφαλιστικών προγραμμάτων, ατομικών ή ομαδικών, ο σχεδιασμός, εκπόνηση, προώθηση και εξυπηρέτηση προγραμμάτων παροχής υγειονομικών υπηρεσιών κλπ. Για την εξυπηρέτηση του καταστατικού της σκοπού, η εταιρία αυτή είχε μισθώσει ένα ακίνητο με εμβαδόν 170 τετραγωνικών μέτρων στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας επί της οδού ...από τον ... και το είχε εξοπλίσει, για τη λειτουργία των γραφείων της, με έπιπλα που είχε αγοράσει από την εταιρία "Α. ΣΚΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ - Π. ΤΑΡΑΤΖΙΚΗΣ ΑΕ." με συνολικό τίμημα 5.174.344 δραχμών καθώς και με τον αναγκαίο μηχανολογικό εξοπλισμό (τηλεφωνικό κέντρο, τηλέφωνα, FΑΧ κλπ) με τίμημα 1.102.725 δραχμών (βλ. τιμολόγια με αριθ. ..., ..., ..., τιμολόγια - δελτία αποστολής ..., ..., τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ...), με συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών (οθόνη - εκτυπωτή κλπ) αξίας 2.307.095 δραχμών, με εφαρμογές λογισμικού από την εταιρία "ΟRACLE ΕΛΛΑΣ ΑΕ" συνολικής αξίας 2.322.340 δραχμών. Στα πλαίσια επίσης του καταστατικού σκοπού της εταιρίας και της εν συνεχεία λειτουργίας της είχε δημιουργηθεί από στελέχη και υπαλλήλους της ένας "ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", ο οποίος αποτελούσε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα και περιουσιακό στοιχείο της εταιρίας, υπήρχε δε σε έντυπα, καθώς και σε ηλεκτρονικό αρχείο και περιελάμβανε τα πλήρη στοιχεία όλων των νοσοκομείων και ιατρικών κέντρων της Χώρας με αριθμό κλινών, αριθμό ιατρών κατά ειδικότητα και λοιπού προσωπικού, με είδη εργαστηριακών εξετάσεων, βιοϊατρικό εξοπλισμό κλπ. Στα γραφεία της εγκαλούσας εταιρίας υπήρχαν επίσης 750 πρωτότυπες συμβάσεις με ιατρούς όλων των ειδικοτήτων, εγκατεστημένους σε όλη τη Χώρα (ιατρικό δίκτυο της εταιρίας). Η πορεία της εταιρίας δεν ήταν αυτή που ανέμεναν οι ιδρυτές μέτοχοι της και από την αρχή του έτους 1997 άρχισε να παρουσιάζει ζημιές. Ειδικότερα, η εταιρία παρουσίαζε οφειλές στο ΙΚΑ, όφειλε μισθώματα στον εκμισθωτή του ακινήτου που στεγαζόταν, ενώ ναυάγησε και η συνεργασία της με την "ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ", η οποία είχε εκδηλώσει ζωηρό ενδιαφέρον για την αγορά του παραπάνω "Υγειονομικού Χάρτη" και ήταν ο μεγαλύτερος δυνητικός πελάτης της εγκαλούσας εταιρίας. Η καθοδική οικονομική πορεία της εγκαλούσας εταιρίας, όπως αποδείχθηκε ιδίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίες δεν αναιρούνται από εκείνες των μαρτύρων υπερασπίσεως ούτε από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, οφειλόταν σε κακή διαχείριση αυτής από την κατηγορουμένη, η οποία ήταν, ως διευθύνουσα σύμβουλος, υπεύθυνη και εν λευκώ εξουσιοδοτημένη για τα πάντα και εκείνη αποφάσιζε, μεθοδευμένα δε οδήγησε την εταιρία σε πτώχευση με την μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, των μισθών των υπαλλήλων και των μισθωμάτων, για να επωφεληθεί η ίδια ατομικά από τη χρησιμοποίηση του "Υγειονομικού Χάρτη", τη λογιστική αξία του οποίου η εγκαλούσα εταιρία, στη μήνυση της, και όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας, οι οποίοι και ασχολήθηκαν με τη δημιουργία του (όπως, άλλωστε, και η κατηγορουμένη, η οποία είναι γεγονός ότι εργάστηκε εντατικά για τη δημιουργία του) υπολογίζουν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στο ποσό των 60.000.000 δρχ. Όμως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το ποσό αυτό είναι υπερβολικό και αντιπροσωπεύει, στην πραγματικότητα, την από διαθέσεως αξία, τη συναισθηματική, δηλαδή, αξία που είχε το εν λόγω πνευματικό δημιούργημα της εταιρίας γι' αυτήν, η οποία έχει υποκειμενικό χαρακτήρα και, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως. Αν, λοιπόν, ληφθεί υπόψη το μέγεθος του εγχειρήματος του "Υγειονομικού Χάρτη" (ο οποίος πραγματικά είναι τεράστιο εγχείρημα και όχι απλή καταγραφή στοιχείων) και η εντατική επί 14 τουλάχιστον μήνες (1995 - 1997) εργασία που απαιτήθηκε για να ολοκληρωθεί (δεδομένου ότι περιελάμβανε λεπτομερή στοιχεία μη καταγεγραμμένα ακόμη και από τις αρμόδιες Δημόσιες Αρχές), η λογιστική αξία αυτού ανερχόταν στο ποσό των 20.000.000 δρχ. Και ναι μεν η μάρτυρας κατηγορίας ..., ιδρυτικό μέλος και στέλεχος της εγκαλούσας, καταθέτει ότι η "Εθνική Ασφαλιστική" θα έδινε 60.000.000 δρχ. για την αγορά του "Υγειονομικού Χάρτη", πλην αυτό δεν διασταυρώνεται από κανένα άλλο, και μάλιστα έγγραφο, αποδεικτικό στοιχείο. Στην αναγνωσθείσα από 15.1.1997 απαντητική επιστολή της "Εθνικής Ασφαλιστικής" προς την κατηγορουμένη αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και ότι η Εθνική θα χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του "Υγειονομικού Χάρτη" για τη διεκπεραίωση των περιστατικών νοσηλείας, καταβάλλοντος της το ποσό των 12.500 δρχ. ανά νοσηλεία και, ακόμη, ότι, επειδή ο αριθμός των ασφαλισμένων με την Εθνική είναι πολύ μεγάλος, θα της καταβάλλεται για τις υπηρεσίες αυτές ετησίως ποσό 20.000.000 δρχ., πληρωνόμενο με μηνιαίες δόσεις. Σε κανένα, όμως, σημείο δεν αναφέρεται ότι η "Εθνική Ασφαλιστική" προσέφερε στην εγκαλούσα το ποσό των 60.000.000 δρχ. για να αγοράσει τον "Υγειονομικό Χάρτη". Ο μάρτυρας κατηγορίας Μ1, ένας από τους βασικούς μετόχους της εγκαλούσας (μεγαλομέτοχος), επιρρίπτει ευθύνες στην κατηγορουμένη και για το ότι αυτή, πριν ακόμη αποχωρήσει από την εγκαλούσα, το Μάρτιο του 1998, είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται στην "Εθνική Ασφαλιστική" (βλ. και από 14.1.2008 βεβαίωση της Εθνικής, κατά την οποία για το διάστημα από 1.8.1998 μέχρι 31.12.1998, εισέπραξε αυτή το ποσό των 16.520.000 δρχ.). Περαιτέρω, από τον οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο που διενεργήθηκε στην εγκαλούσα εταιρία, από 4.10.1998 μέχρι 28.12.1998, από τον Δ1, Οικονομολόγο - Σύμβουλο Επιχειρήσεων (βλ. την από 28.12.1998 σχετική έκθεση του, που αναγνώστηκε), σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν στο ακροατήριο και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ότι: Στις 30.5.1997, η κατηγορουμένη, ως Διευθύνουσα Σύμβουλος, με τη σύμφωνη γνώμη και των μετόχων της εταιρίας, οι οποίοι, ενόψει της κρίσιμης καταστάσεως στην οποία είχε περιέλθει η εταιρία, προσπαθούσαν να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν, πούλησε και μεταβίβασε στον εκμισθωτή των γραφείων της εταιρίας το σύνολο των επίπλων και σκευών αυτής, τα οποία είχαν αγοραστεί από την εταιρία "Σκουρόπουλος ΑΕ" και το κόστος τους ήταν 5.133.044 δρχ., αντί του ποσού των 3.500.000 δρχ., από το οποίο ποσό 1.750.000 δρχ. συμψηφίστηκε με τα οφειλόμενα μισθώματα, ενώ το υπόλοιπο (1.750.000 δρχ.) έλαβε η ίδια η κατηγορουμένη σε μετρητά, ως Διευθύνουσα Σύμβουλος της εταιρίας. Πλην, το ποσό αυτό δεν μπήκε ποτέ στο ταμείο της εγκαλούσας εταιρίας, αλλά το παρακράτησε η κατηγορουμένη και το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Η τελευταία, απολογουμένη, ισχυρίζεται ότι απέδωσε το εν λόγω ποσό, το οποίο είναι καταχωρημένο στο λογιστικό βιβλίο της εταιρίας. Όμως, δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό της αυτόν, αφού δεν προσκομίζει ή δεν ζήτησε αρμοδίως να λάβει αντίγραφο της οικείας σελίδας του βιβλίου, όπου υποτίθεται ότι έχει καταχωρηθεί το ποσό αυτό. Όταν έγινε δε απογραφή και καταγραφή του μηχανολογικού και μηχανογραφικού εξοπλισμού, δεν βρέθηκαν, αν και είχαν αγορασθεί από την εγκαλούσα: α) Από την εταιρία Algosystems Α.Ε. ένας Η/Υ Prosignia 300/5/90 Μ/1050, μια οθόνη Compaq VGA MONO Monitor W/H, ένας εκτυπωτής (Ρrinter) ΟΚΙ 01 - 400Ε και λογισμικό, διακόπτες, καλώδια, συνολικής αξίας 2.907.095 δρχ., β) από την εταιρία ΟRACLE HELLAS ΑΕΕ διάφορες εφαρμογές λογισμικού, συνολικής αξίας 2.322.340 δρχ. και γ) από την εταιρία ΑCΕ ΑΕ το τηλεφωνικό κέντρο, FΑΧ και τηλέφωνα, συνολικής αξίας 797.690 δρχ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το τηλεφωνικό κέντρο είχε αγορασθεί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αντί 1.102.725 δρχ. Από το ποσό αυτό, η εγκαλούσα αφαιρεί την αξία μιας συσκευής που παραδόθηκε από 15.345 δρχ. και την από 289.690 δρχ. αξία υλικών που επεστράφησαν στην πωλήτρια εταιρία (υπ' αριθ. ... πιστωτικό σημείωμα) και απομένει το υπόλοιπο της αξίας από 797.690 δρχ. (1.102.725 -15.345 -289.690). Επίσης, δεν παραδόθηκε το υπόλοιπο του Ταμείου της εταιρίας, ανερχόμενο σε 2.016.487 δρχ. Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι δεν βρέθηκε ποτέ ο "Υγειονομικός Χάρτης της Ελλάδος" ούτε σε χειρόγραφα ούτε σε ηλεκτρονική μορφή, του οποίου η αξία, κατά τα προεκτεθέντα, υπολογίζεται σε 20.000.000 δρχ. Σημειωτέον ότι ο "Υγειονομικός Χάρτης" ήταν αποθηκευμένος σε έναν Η/Υ που έπρεπε να επιστρέψει η κατηγορουμένη. Σε σχετική ερώτηση του μάρτυρα κατηγορίας Μ1, απάντησε αυτή ότι είχε επιστρέψει τον Server στη Υurda. Όμως, η Υurda τον επέστρεψε άδειο, χωρίς, δηλαδή, το δίσκο, όπου ήταν αποθηκευμένος ο "Υγειονομικός Χάρτης". Τα παραπάνω αντικείμενα και χρηματικά ποσά βρίσκονταν στην κατοχή της κατηγορουμένης με την ως άνω ιδιότητά της, της διαχειρίστριας της περιουσίας της εγκαλούσας εταιρίας, η οποία και της τα είχε εμπιστευθεί, η κατηγορουμένη, όμως, δεν τα παρέδωσε στην εντεταλμένη σύμβουλο της εγκαλούσας Σ1 ή σε κάποιο άλλο μέλος του ΔΣ της εγκαλούσας, όταν κλήθηκε προς τούτο, αλλά τα παρακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, περιορισθείσα στην απόδοση μόνο των λοιπών πραγμάτων (βιβλίων της εταιρίας, αλληλογραφίας κ.λπ.) που είχε εμπιστευθεί σ' αυτήν η εγκαλούσα εταιρία (βλ. την από 28.12.1998 Έκθεση Οικονομικού και Διαχειριστικού Ελέγχου της εγκαλούσας εταιρίας του Δ1, τις πράξεις παραδόσεως και παραλαβής από την κατηγορουμένη προς την εντεταλμένη σύμβουλο της εταιρίας Σ1 με ημερομηνίες 20.3.1998 και 11.4.1998, σε συνδυασμό και με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας). Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως, που αποτιμάται συνολικά σε 29.793.612 δρχ. (1.750.000 + 2.907.095 + 2.322.340 + 797-690 + 2.016.487 + 20.000.000), είναι ιδιαιτέρως μεγάλη. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της υπεξαιρέσεως των παραπάνω αντικειμένων και χρηματικών ποσών, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και τα είχε εμπιστευθεί σ' αυτήν η εγκαλούσα εταιρία, λόγω της ιδιότητας της ως διαχειρίστριας της περιουσίας της και, ως εκ τούτου, έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, απορριπτόμενου του ισχυρισμού της ότι η αποδιδομένη σ' αυτήν πράξη φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα και, ως τοιαύτη, έχει παραγραφεί.
Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί στην κατηγορουμένη το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ, όπως πρωτοδίκως. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο στη συνέχεια κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί σ'αυτήν ως διαχειρίστρια ξένης περιουσίας και αφού της αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 & 2α του ΠΚ, της επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερόμενων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορίαν εξειδικεύει, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά και ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόστασή της αξιόποινης πράξεως, για την oπoία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, καθώς επίσης και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 εδ α'και 2 εδ. α' του ΠΚ, όπως η παρ. 2 αυτού αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και ίσχυε πριν από τη συμπλήρωση του με το άρθρο 14& 3β του Ν. 2721/1999,τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα αιτιολογείται με πληρότητα και σαφήνεια, ότι τα κινητά πράγματα και τα χρήματα ανήκαν κατά κυριότητα στην παθούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "MEDI FORCE SERVICES ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΉ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΡΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΎΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΕΣ ΥΓΕΙΑΣ",ότι η κατηγορουμένη τα ιδιοποιήθηκε παράνομα στις 11-4-1998, που τότε ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας αυτής, ότι αυτά ήταν εμπιστευμένα σ'αυτήν από την παθούσα εταιρεία λόγω της ιδιότητας της ως διαχειρίστριας της εταιρικής περιουσίας, την οποία είχε με βάση το νόμο και το καταστατικό. Περαιτέρω με την προσβαλλομένη απόφαση επαρκώς αιτιολογείται ότι το ποσό των 1.750.000 δρχ., προερχόμενο από την εκποίηση επίπλων της εταιρείας και τα κινητά πράγματα, όπως ειδικότερα περιγράφονται στην απόφαση, τα οποία στο σύνολο τους ιδιοποιήθηκε παράνομα η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συνεπώς θεμελιώνεται ο κακουργηματικός χαρακτήρας της υπεξαιρέσεως, με την αιτιολογία δε αυτή απέρριψε ως αβάσιμο τον αντίθετο ισχυρισμό της κατηγορουμένης περί του πλημμεληματικού χαρακτήρα αυτής. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, η οποία αναφέρεται στην ιδιαίτερα μεγάλη αξία των υπεξαιρεθέντων αντικειμένων, από την οποία εξαρτάται και ο κακουργηματικός χαρακτήρας της υπεξαιρέσεως, είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο και συνεπώς η σχετική αιτίαση της αναιρεσείουσας είναι απαράδεκτη. Εξάλλου, μεταξύ των παρακάτω παραδοχών στο σκεπτικό της απόφασης και ειδικότερα εκείνης που αναφέρεται στη σελ. 41, ότι η κατηγορουμένη δεν παρέδωσε το υπόλοιπο του ταμείου της εταιρείας, ανερχόμενο σε 2.016.487 δρχ. και εκείνης στη σελ.40, ότι συνεπεία πλήρους οικονομικής αδυναμίας υποχρεώθηκε η εταιρεία να πωλήσει και να μεταβιβάσει στον εκμισθωτή των γραφείων της τα έπιπλα αντί τιμήματος 3.500.000 δρχ., δεν υπάρχει αντίφαση και τούτο γιατί η πώληση των ως άνω επίπλων έγινε στις 30-5-2007 και το χρηματικό ποσό των 2.016.487 δρχ. αποτελούσε το υπόλοιπο του ταμείου της εταιρείας με την επωνυμία "MEDI FORCE SERVICES A.E.",που έπρεπε να υπάρχει στο ταμείο της στις 31-12-1997, σύμφωνα με τον ισολογισμό της και το οποίο δεν υπήρχε. Επομένως είναι αβάσιμη και η περί του αντιθέτου αιτίαση αυτή της αναιρεσείουσας.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α'και 2 εδ α' του ΠΚ, όπως η παρ. 2 αντικ. με άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, συνακολούθως δε, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-3-2008 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της με αριθμό 96/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ