Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1989 / 2007    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής υπεύθυνη δήλωση, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Πλαστού εγγράφου χρήση, Πλαστογραφία.




Περίληψη:
Πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ΄ εξακολούθηση. Διαφορά μεταξύ διατάξεως του 216 παρ. 1 και εκείνης του άρθρου 217. Ορθή η καταδίκη για πλαστογραφία μετά χρή-σεως. Υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως. Ψευδής υπεύθυνη δήλωση. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη για τα παραπάνω εγκλήματα. Ορθή ερμη-νεία και εφαρμογή διατάξεων 216 και 217 ΠΚ






Αριθμός 1989/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...... και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Παπαλόη, για αναίρεση της 1354/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών..
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 974/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικά μεν η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον, υποκειμενικά δε δόλος του υπαιτίου που ενέχει τη γνώση και την θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπό του δράστη με την χρήση του πλαστού εγγράφου να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Εξ άλλου κατά την διάταξη του αρθρ. 217 § 1 Π.Κ., όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημοσίου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος, σχετικά με τις παραπάνω βιοτικές ανάγκες χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Η διαφορά μεταξύ της διατάξεως του αρθρ. 216 Π.Κ. και της εξαιρετικής του αρθρ. 217 Π.Κ. συνίσταται, αφ' ενός μεν εις το ότι στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα, .κατά την έννοια του αρθρ. 13 στοιχ. γ' έγγραφα, αλλά μόνο τα εις αυτό αναφερόμενα, αφ' ετέρου δε εις τον ειδικό σκοπό για τον οποίο το έγκλημα του αρθρ. 217 Π.Κ., τελείται. Εκ των διατάξεων τούτων συνάγεται, πρώτον, ότι, αντικείμενον της κατά το αρθρ. 217 πλαστογραφίας δεν συνιστούν πάντα τα κατ1 αρθρ. 13 § 1 γ Π. Κ. έγγραφα, αλλά μόνον πιστοποιητικά ή μαρτυρικά ή και έτερον έγγραφον στοιχείον συναφές, δυνάμενον συνήθως να χρησιμοποιηθεί ως τοιούτο και δεύτερον ότι ο συνδεόμενος με την τέλεση του αδικήματος του αρθρ. 217 Π. Κ. σκοπός του υπαιτίου πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικώς εις την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο του δράστου ή κάποιου άλλου, χωρίς όμως η προσδοκωμένη - εκ της πράξεως ή η αντίστοιχη ζημία τρίτου να έχουν την σημασία, την οποία έχουν για την θεμελίωση της βασικής διατάξεως του αρθρ. 216 Π.Κ. Στην περίπτωση όμως που εκ της πλαστογραφίας βλάπτεται άλλος ευθέως εις τις έννομες αυτού σχέσεις, ή το συμφέρον της δημοσίας υπηρεσίας, ή αν, γενικώτερα, η πλαστογραφία γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του υπό του αρθρ. 217 αναφερομένου, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα υπό του ιδίου άρθρου ως πιστοποιητικά ή μαρτυρικά, εφαρμοστέα τυγχάνει η βασική περί πλαστογραφίας διάταξις του αρθρ. 216 § 1 και ουχί η ειδική διάταξις του αρθρ. 217. Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 220 Π.Κ. προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται α) αναληθής βεβαίωση σε δημόσιο, κατά την έννοια των αρθρ. 438 και 439 Κ.Πολ.Δικ., έγγραφο για περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή το έγγραφο, από μόνο του ή σε συσχετισμό προς άλλο, να μπορεί να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής, β) η αναληθής βεβαίωση να προεκλήθη με οποιοδήποτε απατηλό μέσο -εξ αιτίας του οποίου παρεσύρθη ο υπάλληλος έστω και από αμέλεια ή ευπιστία στην παροχή της βεβαίωσης και γ) δόλος του δράστη που συνίσταται στην θέληση του να προκαλέσει την αναληθή βεβαίωση και στην γνώση ότι το βεβαιούμενο στο δημόσιο έγγραφο γεγονός είναι αναληθές και μπορεί να έχει τις συνέπειες αυτές, είτε για τον εαυτό του είτε για άλλον τρίτο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 1354/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί πλημμελημάτων), ως δευτεροβάθμίου-δικαστηρίου κατεδικάσθη ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος για τις πράξεις α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, β) υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και γ) ψευδούς υπευθύνου δηλώσεως, σε συνολική ποινή φυλακίσεως 22 μηνών.
Στην αιτιολογία της απόφασης, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, ότι, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθησαν ενόρκως εις το Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που ανεγνώσθησαν, καθώς και τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία απεδείχθη ότι "...α) κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει άλλους σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και έκανε χρήση αυτών ήτοι: 1) κατήρτισε εξ υπαρχής το ..... πιστοποιητικό του Δημοτολογίου του Δήμου Αθηναίων περί των στοιχείων δήθεν προσώπου με το όνομα X1 έθεσε δε στο τέλος πλαστή σφραγίδα του Δήμου και τις υπογραφές και σφραγίδες των υπαλλήλων .... και .... κατ' απομίμηση των γνησίων υπογραφών του και εν αγνοία τους, χρησιμοποίησε δε το πιστοποιητικό αυτό ως δικαιολογητικό στο Α.Τ. Καπανδριτίου, προκειμένου να εκδοθεί στο όνομα αυτό δελτίο ταυτότητος. 2) Στις 3-7-2000 εμφανίσθηκε στο Α.Τ. Καπανδριτίου ως πρόσωπο ονόματι X1 συνοδευόμενος από τους ..... και ..... ως μάρτυρες και εζήτησε την έκδοση δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, υποβάλλοντας το πιο πάνω πιστοποιητικό και καταρτίζοντας αυθημερόν πλαστό έγγραφο σε έντυπο υπεύθυνης δήλωσης του αρθρ. 8 ν. 1599/1986 θέτοντας στο τέλος την υπογραφή X1 για να υποδηλώσει ψευδώς στους αρμοδίους αστυνομικούς ότι υφίσταται το πρόσωπο αυτό και να εκδόσουν αστυνομική ταυτότητα, ενώ συγχρόνως δήλωσε εν γνώσει του ψευδή γεγονότα υπευθύνως τα οποία δεν μπορούσαν να αποδειχθούν με δελτίο ταυτότητος ή διαβατήριο ή άλλο έγγραφο δημοσίας αρχής, ότι δηλαδή είναι το προαναφερόμενο πρόσωπο (το οποίο δεν προέκυψε ότι είναι υπαρκτό ή μη), ότι δεν έχει εκδώσει δελτίο ταυτότητος, γιατί από 7 ετών μετανάστευσε οικογενειακώς στο Ζαΐρ και επέστρεψε προ μηνός στην Ελλάδα που διαμένει μόνιμα στην ....... 3) Την ίδια μέρα συμπλήρωσε έντυπο αίτησης για έκδοση δελτίου ταυτότητος υπογράφοντας ως X1 για να υποδηλώσει την ύπαρξη του προσώπου αυτού και χρησιμοποίησε την αίτηση στο Α.Τ. για να εκδοθεί το σχετικό δελτίο. 4) Στις 29-8-2000 συμπλήρωσε έντυπο έκδοσης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας στο όνομα αυτό υπογράφοντας τούτο με το πιο πάνω όνομα για να δηλώσει την ύπαρξη του προσώπου αυτού και το χρησιμοποίησε καταθέτοντας τούτο στην Δ.Ο.Υ. Χολαργού προκειμένου να λάβει το αποδεικτικό. 5) Στις 31-8-2000 συμπλήρωσε έντυπο έκδοσης διαβατηρίου, θέτοντας σ' αυτό την πιο πάνω επίσης υπογραφή ως προερχόμενη δήθεν από υπαρκτό πρόσωπο με τα στοιχεία αυτά και το χρησιμοποίησε καταθέτοντας τούτο στην Νομαρχία Αθηνών, προκειμένου να εκδοθεί διαβατήριο.
Β) Στις 3-7-2000, 29-8-2000 και 4-9-2000 παρέστησε ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του Α.Τ. Καπανδριτίου, της Δ.Ο.Υ. Χολαργού και της Νομαρχίας Αθηνών, αντίστοιχα, στους οποίους προσκόμισε τα προαναφερόμενα πλαστά έγγραφα ότι ονομάζεται X1 και φέρει τα υπόλοιπα ατομικά στοιχεία που αναφέρονται στα πλαστά έγγραφα και έτσι τους έπεισε να εκδώσουν στο πρόσωπο αυτό το ...... δελτίο ταυτότητος, το ΝΑ 4988/29-8-2000 αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας και το ..... διαβατήριο αντίστοιχα κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στο διατακτικό ...".
Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη από το αρθρ. 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των παραπάνω εγκλημάτων και ιδίως εκείνου της καταρτίσεως των πλαστών εγγράφων υπό του κατηγορουμένου, για τα οποία εκήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα επί των οποίων εστηρίχθη προς μόρφωση της περί αυτών κρίσης του και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικώτερα δεν είναι ελλιπής και αντιφατική η αιτιολογία, ως προς την πράξη της πλαστογραφίας, καθόσον επαρκώς προσδιορίζεται ο σκοπός του αναιρεσείοντος, το περιεχόμενο του οποίου συνίσταται εις την περιποίηση του ιδίου περιουσιακού οφέλους με την έκδοση πλαστής φορολογικής ενημερότητας και πλαστού διαβατηρίου και ουχί απλώς διευκόλυνσης της κοινωνικής τους προόδου και κίνησης του αφού αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλομένης ως άνω αποφάσεως, που προκύπτουν από τις αποδείξεις και δικαιολογούν την τελευταία αυτή παραδοχή. Ως εκ περισσού δε εκτίθεται εις αυτήν (απόφαση) ότι "θέλησε να αποκτήσει ταυτότητα με άλλο όνομα για να μπορεί να βρει εργασία και διαβατήριο για να μεταβεί στην Ιταλία ...", τα οποία διελήφθησαν στην ως άνω απόφαση για τον προσδιορισμόν του δόλου του αναιρεσείοντος και ουχί του επιδιωκομένου σκοπού του, αφού ούτος κείται πέραν του στοιχείου του δόλου της υπ' αυτού διαπράξεως των προαναφερομένων εγκλημάτων. Υπό την έννοιαν αυτήν, μόνον σε μία περίπτωση θα ηδύνατο να γίνει λόγος περί πλαστογραφίας πιστοποιητικών που αφορούν τα προαναφερθέντα πλαστά πιστοποιητικά και κυρίως την ταυτότητα και το διαβατήριο, εις την περίπτωση συγκεκριμένως που θα ενοθεύετο ένδειξη εις αυτά (ουχί αφορώσα, πάντως, την ταυτότητα του κομιστού των) προκειμένου να διευκολυνθεί το ταξίδιόν του εις το εξωτερικό. Οι περαιτέρω αιτιάσεις που περιέχονται στην αίτηση αναιρέσεως, ανάγονται στην περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου, η οποία δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο.
Επομένως, οι περί του αντιθέτου, από το αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ. πρώτος και δεύτερος λόγοι της υπό κρίσιν αιτήσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και συνεπώς και η υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως (πρέπει να απορριφθεί) στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 6-5-2007 αίτηση του ..... για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1354/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 2007.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Νοεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




<< Επιστροφή