Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 55 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.




Περίληψη:
Στοιχεία υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Έννοια ιδιοποίησης και δόλου τέλεσης της πράξης. Το άρθρο 374 δεν εφαρμόζεται στην υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 55/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γιώτσα, περί αναιρέσεως της 893/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1985/2006.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 258 περ. α’ του ΠΚ, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι’ αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει τη αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 υπεξαίρεσης με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) παράνομα ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται και εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του αρ. 13 στοιχ. α’ ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το αρ. 263 α’ του ίδιου Κώδικα και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι’ αυτό. Ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να ήταν κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Εξάλλου, το αξιόποινο της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία δεν εξαλείφεται αν ο δράστης αποδώσει το πράγμα που υπεξαίρεσε ή ικανοποιήσει πλήρως τον ζημιωμένο, διότι το άρθρο 379 ΠΚ, που ορίζει ότι το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαίρεσης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο (εδ. α’) και ότι η μερική απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος (εδ. β’), εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις των αρ. 372 επ. (κοινή κλοπή) και 375 επ. (κοινή υπεξαίρεση) ΠΚ, όχι δε και στην περίπτωση του αρ. 258 ΠΚ (υπεξαίρεση στην υπηρεσία). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Οσον αφορά το δόλο που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ’ αυτή, όταν μάλιστα ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, είτε αμέσου είτε ως ενδεχομένου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθρ. 258 ΠΚ), για το οποίο η περί τούτου (δόλου) κρίση περιέχεται στην παραδοχή της παράνομης ιδιοποίησης. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένο μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Για την ύπαρξη αυτής της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ε’ του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 893/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα σ’ αυτή κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του ταμία και γραμματέα της σχολικής επιτροπής του Λυκείου ....., στο οποίο ήταν Διευθυντής, ενώ εισέπραξε κανονικά από τη μισθώτρια Μ1, ως μίσθωμα του κυλικείου του σχολείου, τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό, δεν τα εισήγαγε στο ταμείο της σχολικής επιτροπής, αλλά τα ιδιοποιήθηκε χωρίς δικαίωμα. Ο ίδιος αρνείται την πράξη του και διαμαρτύρεται για αδικαιολόγητο διασυρμό του. Αποδεικνύεται, όμως, ότι η μεν μισθώτρια πλήρωνε κανονικά τα μισθώματα (βλ. κατάθεσή της), η δε νέα διοίκηση της σχολικής επιτροπής, που διαδέχθηκε τον κατηγορούμενο, διαπίστωσε έλλειμα, που οφειλόταν στο ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε καταβάλει στο ταμείο, τα μισθώματα που είχε πληρώσει η μισθώτρια του κυλικείου. Αλλωστε, μετά τη δημιουργία του ζητήματος, ο κατηγορούμενος δέχθηκε να πληρώσει στην επιτροπή το ποσό του ελλείματος. Αυτό, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό του, ενισχύει την κρίση για την προηγηθείσα ιδιοποίηση. Ακολούθως το Εφετείο, με βάση τις παραδοχές αυτές, κύρηξε ένοχο τον κατηγορούμενο για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση και ειδικότερα για το ότι, κατά το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 1999 έως Δεκέμβριο 2001 ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α’ Π.Κ. και συγκεκριμένα ταμίας και γραμματέας της σχολικής επιτροπής του Λυκείου ....., στο οποίο ήταν και Διευθυντής και με την ιδιότητα αυτή έλαβε ως μίσθωμα του κυλικείου του σχολείου από τη μισθώτρια Μ1 για το έτος 1999 το ποσό των 2.462.460 δραχμών, για το έτος 2000 το ποσό των 2.381.745 δραχμών για το έτος 2001, το ποσό των 2.557.242 δραχμών και επιπλέον το ποσό των 400.000 δραχμών ως εγγύηση, καταχώρησε στο βιβλίο εσόδων - εξόδων της σχολικής επιτροπής ότι έλαβε ως μίσθωμα το ποσό του 1.000.000 δραχμών για κάθε ένα από τα παραπάνω έτη και κανένα χρηματικό ποσό ως εγγύηση και τα επιπλέον ποσά δηλαδή για το έτος 1999 1.462.460 δραχ. για το έτος 2000 1.381.745 δραχ., για το έτος 2001 1.557.242 δραχ. καθώς και το χρηματικό ποσό της εγγύησης και συνολικά 4.801.447 δραχ. (14.090.82 ευρώ), τα οποία είχε εισπράξει λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του και για την προαναφερθείσα αιτία, τα παρακράτησε, τα ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία και με τον τρόπο αυτό τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Αφού δεν αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 δ’ του ΠΚ, τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) χρόνια. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις υπό τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 258 παρ. 1α’ του ΠΚ, την οποία ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, αφού το πόρισμα της απόφασης ως συνδυασμός του αιτιολογικού και του διατακτικού δεν έχει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα από την αιτιολογία που προπαρατέθηκε, προκύπτει ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει την παραπάνω κρίση του για την ενοχή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η αναγνωσθείσα από 14-11-2004 έγγραφη δήλωση του αναιρεσείοντος και η απολογία αυτού και όχι ορισμένα μόνο από αυτά, χωρίς να πρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα. Ειδική αξιολόγηση ή συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία. Η ιδιαίτερη μνεία στο σκεπτικό της απόφασης μόνο της μάρτυρα κατηγορίας, μισθώτριας του κυλικείου γίνεται γιατί το δικαστήριο αποδίδει μεγαλύτερη αποδεικτική σημασία, χωρίς από αυτό το γεγονός να υποδηλώνεται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και όλα τα άλλα, δηλαδή οι ένορκες καταθέσεις των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας και τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Οσον αφορά το δόλο του αναιρεσείοντος δεν απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφόσον το άρθρο 258 παρ. 1α του ΠΚ δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του προβλεπόμενου απ’ αυτό εγκλήματος, ούτε ενδεχόμενο δόλο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και τούτο γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστη να πραγματώσει τα περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και, επομένως, εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση αυτών. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ λόγοι της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της προαναφερθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ολες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι’ αυτό απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει, αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του ..... αίτηση, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 893/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιανουαρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή