Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 425 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Απάτη κατ’ εξακολούθηση με επιβαρυντικές περιστάσεις του ν. 1608/1950, σε βάρος της ΑΕ ΕΘΝΟΦΑΚΤ, θυγατρικής της Ε.Τ.Ε, που συγχωνεύθηκε και απορροφήθηκε από την ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και έλλειψης νόμιμης βάσης. Ανεπάρκεια αιτιολογίας, γιατί ενώ δέχεται ότι η απάτη τελέσθηκε κατ’ εξακολούθηση, δεν διευκρινίζεται αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης της παθούσας. (Όμοιες ΑΠ 840/2007, 2049/2007 σε Συμβούλιο, 2055/2007 σε Συμβούλιο και 2251/2002 σε Συμβούλιο). Αναιρεί και παραπέμπει.




Αριθμός 425/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της 2437/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 26 Σεπτεμβρίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 735/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με άρθρο 1 παρ.11 του ν. 2408/1996, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση της παρ. 3, ορίσθηκε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αφαιρέθηκε δηλαδή η επιβαρυντική περίσταση του ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη. Η διάταξη όμως αυτή αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3 Ιουνίου 1999 (άρθρο 55 του ίδιου νόμου) και ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 ευρώ), ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000) ευρώ. Η διάταξη αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο μόνο στην περίπτωση που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ), οπότε η πράξη, και αν ακόμη έχει τελεσθεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος, όπως επίσης είναι ευνοϊκότερη αν το συνολικό ποσό, χωρίς τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Αν όμως το ποσό του οφέλους ή της ζημίας είναι ανώτερο των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ) και συντρέχουν οι ανωτέρω επιβαρυντικές περιστάσεις ή είναι απλώς ανώτερο των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ), η πράξη της απάτης έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και με τη νεότερη διάταξη.
Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 98 του Π.Κ. προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι επί απάτης κατά το άρθρο 386 του Π.Κ, τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό εξέδωσε αυτή, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρεται κατωτέρω και στο διατακτικό, ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ και διευθύνων σύμβουλος της ΑΕ με την επωνυμία " ΚΑΝΙΜΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΕ, που είχε ως αντικείμενο εργασιών την κατασκευή και εμπορία χάρτινων κουτιών και συσκευασιών. Στις 7-5-1996, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρίας συνήψε σύμβαση με το κατωτέρω αντικείμενο, με την ΑΕ με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ" και διακριτικό τίτλο "ΕΘΝΟFΑCΤ ΑΕ", κυρία μέτοχος της οποίας ήταν η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) ΑΕ, μετέχουσα στη διοίκησή της, στη συνέχεια δε την απορρόφησε δια συγχωνεύσεως εγκριθείσης με την Κ 2- 1113/17-2-2000 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης η οποία καταχωρήθηκε στο μητρώο Α.Ε. και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ΑΕ ΕΠΕ (τεύχος 1457/25-2-2000). Η καταρτισθείσα σύμβαση είχε τον χαρακτήρα συμβάσεως πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και με αυτήν η εταιρία του κατηγορουμένου εκχωρούσε στην ΕΘΝΟFΑCΤ, μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της συνολικού ύψους 390.480.350 δραχμών, οι οποίες, όπως παρέστησε ψευδώς στα αρμόδια όργανα της τελευταίας εταιρίας προέρχονταν από συναλλαγές της εταιρίας του με πελάτες της, από πωλήσεις προϊόντων η παροχή υπηρεσιών μάλιστα για να πείσει τον νόμιμο εκπρόσωπο της αντισυμβαλλομένης ως άνω εταιρίας για την αλήθεια των δηλώσεων του, παρέδωσε τμηματικά, στο χρονικό διάστημα από 20/5-9/9/1996, τα 116 τιμολόγια επί πιστώσει, που αναφέρονται, κατ' αριθμό, αξία, ημερομηνία πληρωμής της πιστωθείσης αξίας του καθενός, στο διατακτικό, τα οποία, όπως τον διαβεβαίωσε, δήθεν είχαν εκδοθεί για τις συναλλαγές αυτές και ενσωμάτωναν τις συνολικού ποσού εν λόγω απαιτήσεις της εκπροσωπουμένης από αυτόν ανωτέρω εταιρίας προς τρίτους από πωλήσεις προϊόντων της επιχειρήσεως ή παροχή υπηρεσιών. Πεισθέντες στις ψευδείς αυτές δηλώσεις του οι νόμιμοι εκπρόσωποι της αντισυμβαλλομένης εταιρίας χρηματοδοτούσαν την εταιρία του με ποσοστό της αξίας του τιμολογίου και κατέβαλαν σ' αυτόν τα αναφερόμενα στο διατακτικό ποσά έναντι της αξίας του, αντίστοιχου τιμολογίου, τα οποία ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 284.746.220 δραχμών. Όπως όμως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων και δη όταν η θυγατρική της ΕΤΕ Α.Ε. και υπ' αυτής απορροφηθείσα κατά τα άνω εταιρία επιζήτησε να πληρωθεί τα τιμολόγια και να εισπράξει τις απαιτήσεις που ενσωμάτωναν αυτά και της είχαν εκχωρηθεί, κατά τα άνω, τα τιμολόγια αυτά ήσαν εικονικά και δεν παριστούσαν πραγματικές συναλλαγές, οι δε εκχωρηθείσες απαιτήσεις ήσαν ανύπαρκτες για το λόγο αυτό και δεν πληρώθηκαν από τους φερομένους ως συναλλαχθέντες οφειλέτες, όπως καταθέτουν όλοι οι μάρτυρες υπάλληλοι είτε της ΕΘΝΟFACT είτε της ΕΤΕ, ο κατηγορούμενος προέβη στις ψευδείς αυτές δηλώσεις προκειμένου, όπως λέχθηκε, να πείσει τους εκπροσώπους της "EΘNOFACT A.E." να τον χρηματοδοτήσουν με το ανωτέρω ποσό, κατά το οποίο και ζημιώθηκε αυτή και κατά συνέπεια, για τον ανωτέρω λόγο, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., η οποία και παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα στην ποινική διαδικασία και ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Στις εν λόγω ψευδείς παραστάσεις προέβη ο κατηγορούμενος, βάσει σχεδίου, από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξεως αυτής και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης (έκδοση σωρείας εικονικών τιμολογίων, μικρών κατά κανόνα ποσών, τα οποία δεν προκαλούσαν υποψίες εικονικής συναλλαγής και καθιστούσαν ευχερή την τμηματική χρηματοδότηση κάθε φορά με ποσοστό της αξίας τους), προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος, ο οποίος και επιτεύχθηκε κατά τα ανωτέρω, με αποτέλεσμα να συντρέχει περίπτωση κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως. Συντρέχει επίσης περίπτωση και κατά συνήθεια τελέσεως της, διότι από την επανειλημμένη τέλεσή της προκύπτει σταθερή ροπή του κατηγορουμένου προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της απάτης, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Βραδύτερα όμως ο κατηγορούμενος και δη πριν την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως, αλλά και μετά απ' αυτήν και πριν την εκδίκαση της υποθέσεως στο παρόν Δικαστήριο, επέστρεψε στην πολιτικώς ενάγουσα ΕΤΕ ολόκληρο τον ποσό της χρηματοδοτήσεως μετά των τόκων υπερημερίας, και έτσι ικανοποίησε πλήρως την αξίωσή της προς αποκατάσταση της ανωτέρω ζημίας της, όπως δήλωσε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, αλλά και η πολιτικώς ενάγουσα με την αναγνωσθείσα δήλωσή της, με την οποία και κατόπιν τούτου παραιτήθηκε της πολιτικής αγωγής. Κατ' ακολουθία τούτων πλήρως στοιχειοθετείται σε βάρος του κατηγορουμένου η πράξη της απάτης τελεσθείσης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, όπως τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία αυτής αναλύθηκαν ανωτέρω, σε βάρος της περιουσίας της EΘNOFACT και τελικώς της ΕΤΕ Α.Ε., η δε προκληθείσα απ' αυτήν συνολική ζημία τελικώς σε βάρος της περιουσίας της Ε.Τ.Ε. Α.Ε., υπερβαίνει όχι μόνον το ποσό των 5.000.000 δραχμών, αλλά και εκείνο των 50.000.000 δραχμών, ανερχόμενο στο ποσό των 284.746.220 δραχμών, το οποίο, ενόψει της ιδιότητος της πολιτικώς ενάγουσας και της μεγάλης οικονομικής της επιφάνειας, δεν κρίνεται ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με αποτέλεσμα να μη συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η αναφερθείσα ανωτέρω επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ.1 Ν. 1608/1950, ο οποίος παρά τα όσα περί του αντιθέτου αβασίμως υποστηρίζει ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής.
Συνεπώς, αφού απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ως αβάσιμοι, πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος της ως άνω πράξεως που του αποδίδεται, χωρίς όμως την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950. Στον κατηγορούμενο πρέπει, όμως, να αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 1 δ' ΠΚ, οι οποίες του αναγνωρίσθηκαν και πρωτόδικα, κατά το διατακτικό". Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, στέρησε την απόφασή του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης της παθούσας, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ή μήπως, συνεπεία της άπαξ επελθούσας πλάνης, η παθούσα προέβη σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ' εξακολούθηση τελέσεως της απάτης.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου και ο αντίστοιχος πρώτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ, μετά από αυτά, παρέλκει η έρευνα των υπόλοιπων λόγων αυτής. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμό 2437/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και,

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2009. Και,
Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 18 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
????????425/2009 σελ.2

<< Επιστροφή