Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 646 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ηθική αυτουργία, Ψευδής βεβαίωση.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας, νόμιμης βάσης και ακυρότητας από τη μη επιβολή εφέσιμης ποινής.




Αριθμός 646/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Καλλιόπη Μανώλη, περί αναιρέσεως της 7593/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.12.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 413/2008.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας, απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς: α) πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης (πραγματικής, νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια), με πειθώ ή φορτικότητα κλπ, αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: 1) συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και 2) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ* αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικό μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 7593/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, ανασταλείσαν επί τριετίαν, για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση (άρθρα 46 παρ. 1 εδ. α', 13α, 242 ΠΚ), πράξη για την οποία κηρύχθηκαν αθώοι, ελλείψει δόλου, οι αυτουργοί και συγκατηγορούμενοι της αναιρεσείουσας, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την προκήρυξη υπ' αριθ. 2/2002, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 245/5.8.2002 (τεύχος Προκηρύξεων του ΑΣΕΠ). Ο Δήμος Λαυρεωτικής προκήρυξε την πλήρωση με σειρά προτεραιότητος, μεταξύ των άλλων, και μιας θέσης Κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) του Κλάδου ΠΕ3 - Γεωλόγων. Στον διαγωνισμό αυτόν υποβλήθηκαν 23 αιτήσεις υποψηφίων από τις οποίες οι 22 απορρίφθηκαν, λόγω έλλειψης των τυπικών προσόντων. Η μόνη αίτηση που έγινε δεκτή ήταν της υποψήφιας Χ(κατηγορουμένης), η οποία κατετάγη στον α' Επικουρικό Πίνακα με καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. Η επιτυχούσα και καταταγείσα στον α' Επικουρικό Πίνακα Χ (κατηγορουμένη), είχε όλα τα τυπικά προσόντα που απαιτούντο για την κατάταξη υποψηφίου στον κύριο πίνακα εκτός αυτού που αφορούσε την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γιατί προσκόμισε σε φωτοαντίγραφο πιστοποιητικό First Certificate of Cambridge, το οποίο προβλεπόταν στην προκήρυξη, αντιστοιχούσε όμως στην καλή γνώση της γλώσσας αυτής και κατετάγη στον α' επικουρικό πίνακα. Το προσκομισθέν φωτοαντίγραφο του ξενόγλωσσου τίτλου, όπως προκύπτει από τη μετάφραση αυτού στην Ελληνική γλώσσα, πιστοποιεί επί λέξει "....... Πιστοποιείται ότι στη Χ απονεμήθηκε πιστοποιητικό με τον βαθμό C. Απεδείχθη, όμως, ότι το παραπάνω αναφερόμενο και προσκομισθέν από την τότε υποψηφία - κατηγορουμένη ξενόγλωσσο πιστοποιητικό, προς τον Δήμο Λαυρεωτικής ήταν πλαστό ως προς το όνομα του πατρός της Α. Όπως και η ίδια παραδέχθηκε, ότι ο τίτλος αυτός ανήκε στην Β του Γ (εξαδέλφη της). Ειδικότερα, απεδείχθη ότι σε κάποιο χρονικό σημείο την εποχή της δημοσίευσης της παραπάνω προκήρυξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στο τεύχος Προκηρύξεων του ΑΣΕΠ, η κατηγορουμένη παρέλαβε το πρωτότυπο του ξενόγλωσσου τίτλου που κατείχε η εξαδέλφη της για την παραγωγή φωτοαντιγράφων αυτού, προκειμένου να εξυπηρετήσει την τελευταία, ενόψει υποβολής αιτήσεως το έτος 2002 στο ΑΣΕΠ για την κατάληψη μίας θέσης κατηγορίας Διοικητικών Οικονομικών. Κατόπιν, επέστρεψε το πρωτότυπο του ξενόγλωσσου τίτλου στην εξαδέλφη της με τα παραχθέντα φωτοαντίγραφα αυτού, παρακράτησε όμως ένα φωτοαντίγραφο αυτού και αντικατέστησε σε αυτό το πατρώνυνο "Γ" με το πατρώνυμο "Α". Έτσι εμφάνισε στον ξενόγλωσσο αυτόν τίτλο, να πιστοποιείται ότι είναι η ίδια στην οποία απονεμήθηκε το πιστοποιητικό με τον βαθμό C, πράγμα το οποίο ο πρωτότυπος ξενόγλωσσος τίτλος δεν διελάμβανε ως προς το πατρώνυμό της, αφού αυτός ανήκε στην εξαδέλφη της με το πατρώνυμο "Γ" και η οποία το είχε αποκτήσει κατόπιν επιτυχούς εξετάσεως ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής του Βρετανικού Συμβουλίου στην Ελλάδα. Περαιτέρω, απεδείχθη, ότι η κατηγορουμένη προσκόμισε στον πρώτο κατηγορούμενο, Δήμαρχο Λαυρεωτικής, τον φερόμενο ως πρωτότυπο ξενόγλωσσο τίτλο, πλαστό, κατά τα παραπάνω, ως προς το πατρώνυμο της τρίτης κατηγορουμένης και ένα φωτοαντίγραφο αυτού για επικύρωση και ο Δ (τότε δήμαρχος) βεβαιώνει ότι το προσκομισθέν από την Χ (κατηγορουμένη) φωτοαντίγραφο του ξενόγλωσσου τίτλου είναι ακριβές φωτοαντίγραφο του πρωτοτύπου αυτού και υπογράφει την βεβαίωση αυτή με ημερομηνία 26.8.2002. Περαιτέρω και ο δεύτερος κατηγορούμενος, Ε, δικηγόρος Αθηνών, ως έχων εκ του νόμου δικαίωμα σε μετάφραση, κατ' άρθρο 52 του Κώδικα περί δικηγόρων, μετέφρασε τον ξενόγλωσσο αυτόν τίτλο στην Ελληνική γλώσσα. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος και δεύτερος κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι το φωτοαντίγραφο είχε νοθευθεί σε σχέση με το πρωτότυπο ως προς το πατρώνυμο της πρώτης κατηγορουμένης, αφού η τελευταία προσκόμισε το πλαστό πιστοποιητικό (φερόμενο ως πρωτότυπο) και ένα φωτοαντίγραφο αυτού, ούτε η πλαστογραφία αυτού ήταν εμφανής. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι παραπάνω κατηγορούμενοι (1ος και 2ος) για έλλειψη δόλου ως προς την πράξη που τους αποδίδεται με το κατηγορητήριο (ψευδής βεβαίωση), κηρυχθεί δε ένοχη η τρίτη κατηγορουμένη, Χ, της αποδιδόμενης σ' αυτήν κατηγορίας της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση". Στο διατακτικό της η προσβαλλομένη απόφαση, με το οποίο συμπληρώνεται το σκεπτικό, κηρύσσει ένοχη την αναιρεσείουσα του ότι "Στο ..... στις 26.8.2002 και στις 30.8.2002, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλους την απόφαση να τελέσουν την άδικη πράξη, στην οποία αυτοί προέβησαν. Ειδικότερα, στον παραπάνω τόπο και στις προαναφερθείσες ημερομηνίες, με συνεχείς παραινέσεις προς τους συγκατηγορουμένους αυτής Δ και Ε, η Χ τους έπεισε, παραπλανώντας τους ως προς τη γνησιότητα του υπό βεβαίωση φωτοαντιγράφου ξενόγλωσσου τίτλου της Αγγλικής γλώσσας, να διαπράξουν ψευδή βεβαίωση, πράξεις οι οποίες αναλυτικά παρατίθενται υπό στοιχεία α1 και α2 του παρόντος, ώστε να επιτύχει την κατάταξή της σε πίνακα διοριστέων στον Δήμο Λαυρεωτικής σε θέση Γεωλόγου (ΠΕ3)".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε η κατηγορουμένη, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι η απόφαση αυτή δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό, γίνεται δεκτόν, σε σχέση με τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, ότι η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, προσκομίζοντας φωτοαντίγραφο ξενόγλωσσου τίτλου της αγγλικής γλώσσας στους συγκατηγορουμένους της Δ, δήμαρχο Λαυρεωτικής και υπάλληλο κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263Α ΠΚ και Ε, δικηγόρο, έχοντα εκ του νόμου δικαίωμα σε μετάφραση, σύμφωνα με το άρθρο 52 του Κώδικα περί Δικηγόρων, τους έπεισε, παραπλανώντας τους ως προς τη γνησιότητα του ανωτέρω εγγράφου, να διαπράξουν ψευδή βεβαίωση, ήτοι, ο μεν πρώτος, να βεβαιώσει ψευδώς επ' αυτού, ότι είναι ακριβές, εκ του πρωτοτύπου, φωτοαντίγραφο, ο δε δεύτερος να βεβαιώσει επίσης ψευδώς, μεταφράζοντας τον τίτλο αυτόν στην ελληνική γλώσσα, ότι είναι ακριβές φωτοαντίγραφο εκ του επιδειχθέντος σ' αυτόν πρωτοτύπου στην αγγλική γλώσσα. Με την παραδοχή αυτή, πλήρως αιτιολογείται, ο τρόπος και τα μέσα, παραπλάνηση ως προς τη γνησιότητα του επιδειχθέντος σε φωτοτυπία ξενόγλωσσου τίτλου, με τα οποία η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη προκάλεσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την απόφαση στους αναφερόμενους αυτουργούς, με την ιδιότητα, ενός εκάστου, που σημειώθηκε, να εκτελέσουν την άδικη πράξη της ψευδούς βεβαίωσης, με τις αναφερόμενες στο σκεπτικό συνέπειες, ήτοι να γίνει δεκτή μόνο η αίτηση της αναιρεσείουσας και να απορριφθούν οι υπόλοιπες 22 αιτήσεις των λοιπών ενδιαφερομένων, κάτι το οποίο επεδίωκε η αναιρεσείουσα. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Τέλος, αναφορικά με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της αίτησης αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο, με το να επιβληθεί στην αναιρεσείουσα ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, η οποία δεν είναι εφέσιμη, αυτή στερήθηκε την, σε δεύτερο βαθμό, επανάκριση της υπόθεσης, αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον η επιμέτρηση της ποινής απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και δεν δημιουργείται ακυρότητα από τη μη επιβολή εφέσιμης ποινής. Ας σημειωθεί, ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης, η συνήγορος της αναιρεσείουσας δεν ζήτησε εφέσιμη ποινή, αλλά το ελάχιστο της ποινής.
Μετά από αυτά και μη υφισταμένου ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθ. 7/2008 αίτηση της Χ για αναίρεση της υπ' αριθ. 7593/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή