Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 422 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κτίσμα αυθαίρετο.




Περίληψη:
Λόγοι αναίρεσης. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης (άρθρο 17 παρ. 12 Ν. 1337/83 - αυθαίρετα κτίσματα - σε συνδυασμό με άρθρο 22 παρ. 6 Ν. 1599/86) Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 422/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Κοτέα, για αναίρεση της με αριθμό 27/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 908/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η εκ των άνω άρθρων επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του αρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό, κατά τέτοιο τρόπο, που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αρ. 27/7.3.2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για παράβαση του άρθ. 17 παρ. 12 του Ν.1337/1983, σε συνδ. με άρθρα 8, 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι με το ........ συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αμφίκλειας Αναστασίας Κολιούκου - Καλπύρη, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1 (αναιρεσείων) αγόρασε από την .........., ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 1.533 τ.μ. στη θέση "'........." της αγροτικής περιοχής του Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Αμφίκλειας, με μια παλιά αχυροκαλύβα εμβαδού 119 τ.μ. μέσα σ'αυτό. Αμέσως μετά την αγορά και κατά τα έτη 1997 και 1998, ο ανωτέρω κατηγορούμενος, στη θέση της παλαιάς αχυροκαλύβας, την οποία καθαίρεσε, κατασκεύασε διώροφο πετρόκτιστο κτίσμα, διαστάσεων 120 τ.μ. για κάθε όροφο, κατά τρόπο ώστε αυτό να αποτελεί δύο διώροφες αυτοτελείς οικίες, διαστάσεων 60 τμ.μ. κάθε ορόφου. Στη συνέχεια, με το ...... συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα και οι δύο κατηγορούμενοι αγόρασαν από το ........, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, όμορο προς το παραπάτω αγροτεμάχιο, εμβαδού 836 τ.μ. Ακολούθως, με το ....... συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο δεύτερος κατηγορούμενος μεταβίβασε στον πρώτο κατηγορούμενο, λόγω πωλήσεως, το 1/2 εξ αδιαιρέτου από το πρώτο ακίνητο με την επ' αυτού διώροφη οικία, η οποία περιγράφεται στο συμβόλαιο αυτό ως παλαιά επισκευασμένη αχυροκαλύβα, ενώ, κατά τα προαναφερθέντα, αυτή είναι καινούργια εξ υπαρχής κατασκευή. Έτσι, ο κάθε κατηγορούμενος έγινε κύριος, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, του εν τοις πράγμασι ενιαίου ακινήτου. Κατόπιν τούτων, με το ....... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστομένη Μιχαλόπουλου, οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε διανομή του ακινήτου αυτού και ο μεν πρώτος κατηγορούμενος έλαβε το ανατολικό μισό του όλου ακινήτου, με το ήμισυ της διώροφης οικίας, ο δε δεύτερος το δυτικό μισό του όλου ακινήτου, με το άλλο μισό της διώροφης οικίας. Στο τελευταίο αυτό συμβόλαιο καταχωρήθηκε υπεύθυνη δήλωση και των δύο κατηγορουμένων, με την οποία δήλωναν ότι "τα κτίσματα στο υπό διανομή ακίνητο ανηγέρθησαν προ της ισχύος του Ν.1337/1983 και ότι δεν μεταβλήθηκε μέχρι της διανομής η χρήση του κτιρίου", ενώ τούτο ήταν αναληθές και το γνώριζαν, αφού, στη θέση της παλαιάς ισόγειας αγροτικής αποθήκης (αχυροκαλύβας), είχε κατασκευαστεί κατά τα έτη 1997 - 1998, όπως προαναφέρθηκε, εξ υπαρχής νέα διώροφη σύγχρονη πετρόκτιστη οικία, που χρησιμοποιείτο πλέον ως κατοικία, ενώ η παλαιά αχυροκαλύβα εχρησιμοποιείτο μόνον ως αποθηκευτικός χώρος των ζωοτροφών και των αγροτικών εργαλείων των τότε ιδιοκτητών της. Ο δεύτερος κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια της δηλώσεως, αφού ήταν ακριβώς ο ίδιος που κατασκεύασε τη διώροφη πετρόκτιστη οικία. Αλλά και ο πρώτος κατηγορούμενος γνώριζε επίσης την αναλήθεια των όσων δήλωνε, καθόσον, από το έτος 1999, είχε αγοράσει το 1/2 εξ αδιαιρέτου από το όμορο ακίνητο και αποτέλεσε μέρος του εν τοις πράγμασι ενιαίου ακινήτου και τελικά να αποκτήσει αυτός το μισό του όλου ακινήτου. Άλλωστε, όπως αποδεικνύεται, ο τρόπος κατασκευής της διώροφης οικίας ήταν εξ αρχής τέτοιος, ώστε αυτή να αποτελέσει δύο αυτοτελείς διώροφες κατοικίες. Είναι δε εμφανές κατά την αγορά του μισού του πρώτου ακινήτου και κατά τη διανομή ότι η διώροφη οικία ήταν μία σύγχρονη κατοικία και όχι μία επισκευασμένη παλαιά αχυροκαλύβα, κατασκευασμένη πριν το έτος 1983, όπως ψευδώς δηλώθηκε. Εδώ, ας σημειωθεί, ότι η διώροφη αυτή οικία ήταν αυθαίρετη και κτίστηκε χωρίς άδεια από την αρμόδια πολεοδομική αρχή. Το γεγονός ότι τα δύο κτίσματα, δηλαδή η παλαιά αχυροκαλύβα και το διώροφο πετρόκτιστο, είναι δύο διαφορετικά κτίσματα και όχι το δεύτερο επιδιόρθωση του πρώτου, αποδεικνύεται και από τη σύγκριση της φωτογραφίας της παλαιάς οικίας, που είναι επικολλημένη στο ...... έγγραφο της ΔΕΗ, που συνοδεύει την από .... πραγματογνωμοσύνη των ..... και ......, με τις φωτογραφίες της νέας διώροφης κατοικίας, που επίσης συνοδεύουν την έκθεση αυτοψίας. Τη διώροφη αυτή κατοικία, κατά τα προαναφερθέντα, κατασκεύασε ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά τα έτη 1997 - 1998, ήτοι σε χρονικό διάστημα που το ακίνητο στο οποίο κτίστηκε η διώροφη οικία, ανήκε αποκλειστικά στο δεύτερο κατηγορούμενο. Τούτο ενισχύεται και από τις ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις εντολών ασφάλισης οικοδομικών και τεχνικών εργασιών ΙΚΑ Αμφίκλειας Οκτωβρίου 1997, Δεκεμβρίου 1997 και Δεκεμβρίου 1998, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι οι εργασίες στο κτίσμα αυτό έγιναν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ενώ ουδόλως αποδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιων καταστάσεων και σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Και ενώ στο αρχικό συμβόλαιο, με το οποίο ο δεύτερος κατηγορούμενος αγόρασε το προαναφερθέν ακίνητο, στο οποίο υπήρχε η παλαιά αχυροκαλύβα, αναφέρεται απλώς η ύπαρξή της, στη συνέχεια, στο συμβόλαιο με το οποίο μεταβιβάστηκε το 1/2 εξ αδιαιρέτου αυτού, από τον δεύτερο κατηγορούμενο στον πρώτο κατηγορούμενο, γίνεται λόγος για "επισκευασμένη παλαιά αχυροκαλύβα". Επομένως και οι δύο κατηγορούμενοι εν γνώσει τους δήλωσαν ψευδή γεγονότα. Εδώ ας σημειωθεί ότι οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται για παράβαση του άρθρου 17 παρ. 12 του Ν.1337/1983, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986. Και σε κάθε περίπτωση ο συμβολαιογράφος είναι δημόσια αρχή, η ενώπιόν του δε υπεύθυνη δήλωση δεν απέβλεπε σε τακτοποίηση ιδιωτικής διαφοράς, αλλά το περιεχόμενό της αφορούσε σχέσεις κράτους - πολίτη, αφού οι κατηγορούμενοι δήλωναν ότι το νέο ως άνω κτίσμα δεν ήταν αυθαίρετο. Δεν έχει δε ουδεμία σημασία ότι το ακίνητο αυτό νομιμοποιήθηκε εκ των υστέρων.
Συνεπώς, ο σχετκός ισχυρισμός των κατηγορουμένων, πρέπει να απορριφθεί. Πλάνη δε νομική ή πραγματική του Β' κατηγορουμένου δεν υφίσταται, αφού αυτός κατασκεύασε εξ υπαρχής τη νέα διώροφη κατοικία το έτος 1997 - 1998. Επομένως, οι κατηγορούμενοι, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της β' πράξης, τους χορηγηθεί δε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, κατ' άρθρ. 84 παρ. 2α Π.Κ.". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδής υπεύθυνης δήλωσης, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 12 του Ν.1337/1983, σε συνδ. με το άρθρο 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, σημειώνεται ότι, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι απορρίφθηκε χωρίς αιτιολογία ο αυτοτελής, κατ' αυτόν, ισχυρισμός του "περί μη στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, για το οποίο καταδικάστηκε", αφού αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν, άλλωστε, στον αρνητικό αυτό ισχυρισμό, η προσβαλλόμενη απάντησε συνολικά, με το περί της ενοχής αιτιολογικό της, στο οποίο αναλύονται λεπτομερώς τα περιστατικά, που στοιχειοθετούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την αξιόποινη πράξη, για την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος. Συνακόλουθα αυτών (των αναφερομένων), ορθώς το Δικαστήριο υπήγαγε την αναφερόμενη στο αιτιολογικό συμπεριφορά του αναιρεσείοντος στη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 12 του Ν.1337/1983, με το οποίο μορφοποιούνται και καθορίζονται τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου (από την ως άνω διάταξη προβλεπομένου) εγκλήματος και στη συνέχεια αναφέρεται στο άρθρο 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986, μόνον ως προς την ποινή. Έτσι, είναι εντελώς αδιάφορο, αν ο συμβολαιογράφος είναι πράγματι, με βάση συγκεκριμένη διάταξη νόμου, "δημόσια αρχή", στην οποία ο Ν.1599/1986 απαιτεί να απευθύνεται η από αυτόν προβλεπόμενη υπεύθυνη δήλωση, στο δε αιτιολογικό της προσβαλλόμενης, ο συμβολαιογράφος αναφέρεται ως εκ περισσού, ως "δημόσια αρχή". Αβασίμως, τέλος, υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απέρριψε, χωρίς αιτιολογία, τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, περί ύπαρξης στο πρόσωπό του συγγνωστής νομικής, άλλως πραγματικής πλάνης, αφού σ' αυτήν (απόφαση) υπάρχει η αναγκαία για την απόρριψη των αυτοτελών αυτών ισχυρισμών αιτιολογία, η οποία στηρίζεται στις παραδοχές ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το πότε στην πραγματικότητα είχε κατασκευαστεί η κρίσιμη οικοδομή, αφού ο ίδιος την είχε κατασκευάσει και, παρόλα αυτά, περιέλαβε στη δήλωση διαφορετικά στοιχεία (ψευδή), ως προς το κρίσιμο αυτό ζήτημα, εν γνώσει μάλιστα του ψεύδους αυτών.
Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, περί ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 17 παρ. 12 του Ν.1337/1983, ως και της τοιαύτης του άρθρου 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986 (άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ.). είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 9.5.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αρ. 27/7.3.2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή