Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.
Περίληψη:
Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση. Απορρίπτει.
Αριθμός 1377/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μουργκογιάννη, περί αναιρέσεως της 661/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1608/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε" προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, η οποία είναι νοητή και επί αγνώστου φυσικού αυτουργού, εφόσον υπάρχουν περιστατικά που συνδέουν το άγνωστο πρόσωπο του αυτουργού με τον ηθικό αυτουργό, απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (δηλαδή με παρακίνηση ή παρόρμηση ή ενθάρρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), πειθώ και φορτικότητα. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή, ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση η αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 661/2007 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, ότι " από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, τις ένορκες επ' ακροατηρίου καταθέσεις όλων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα ,τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται λεπτομερώς σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου αποδεικνύονται κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 και ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 είναι αμφιθαλείς αδελφοί, τέκνα εκ νομίμου γάμου της Ζ1, κατοίκου εν ζωή .......Λακωνίας, η οποία απεβίωσε στις 23-7-2000 και επίσης αμφιθαλείς αδελφοί των ...., ...., .... και .... θυγ. ..... Ο κατ/νος είναι μόνιμα εγκατεστημένος μετά της οικογενείας του στο ...... Λακωνίας και πλησίον του διέμενε φροντιζόμενη, συντηρούμενη και περιθαλπόμενη, κυρίως υπ' αυτού και της συζύγου του, μέχρι του θανάτου της η ανωτέρω μητέρα του. Ο πολιτικώς ενάγων έχει εγκατασταθεί οικογενειακώς και επαγγελματικώς από μακρού στο εξωτερικό (Αμερική), επισκεπτόμενος όμως άπαξ ή δίς του έτους την ανωτέρω μητέρα του, η οποία τόσο αυτόν, όσο και τον κατηγορούμενο, όπως και τα λοιπά τέκνα της αγαπούσε εξ ίσου, όπως προσήκει και αρμόζει σε μητέρα, χωρίς να εκδηλώσει μέχρι του θανάτου της διακρίσεις και προτιμήσεις προς κάποιο από αυτά, ή την βούληση της, όπως περιουσιακά της στοιχεία περιέλθουν μετά τον θάνατο της σε κάποιο από τα τέκνα της αυτά και δη τον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα αδελφό του. Στις 19-10-2000 δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 281/2000 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης η από ...... φερομένη ως ιδιόγραφη διαθήκη της ανωτέρω αποβιωσάσης μητέρας των διαδίκων, την οποίαν προσκόμισε στο ως άνω δικαστήριο και ζήτησε την δημοσίευση της, ως εκ των πρακτικών αυτών προκύπτει, ο συμβολαιογράφος Σκάλας Λακωνίας Δημήτριος Αλικάκος, ως κατέχων αυτήν (διαθήκη). Δεν αποδείχτηκε ότι η φερομένη ως ιδιόγραφη διαθήκη της ανωτέρω αποβιωσάσης περιήλθε στην κατοχή του ανωτέρω συμβολαιογράφου, ως αποσταλείσα σ' αυτόν ταχυδρομικώς, υπό του μάρτυρος Γ1 ενεργούντος κατ' εντολή της διαθέτιδος, όπως ό μάρτυς αυτός άφησε να εννοηθεί εξεταζόμενος ως μάρτυρας επ' ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου. Και τούτο γιατί περί τούτου το μεν δεν υπάρχει άλλη απόδειξη, το δε, κυρίως, γιατί ο μάρτυρας αυτός δεν κατέθεσε, ότι εγνώριζε κατά συγκεκριμένο τρόπο το περιεχόμενο του υπ' αυτού ταχυδρομηθέντος φακέλου και δη, ότι περιείχε την εν λόγω διαθήκη, ο δε κατηγορούμενος δεν επικαλέσθηκε τον ανωτέρω τρόπο περιελεύσεως της διαθήκης αυτής στον συμβολαιογράφο αυτόν ή κάποιον άλλον. Το περιεχόμενο της ανωτέρω φερομένης ως ιδιόγραφης διαθήκης ήταν (κατά πιστή αντιγραφή της), το εξής: " Στο ..... Σήμερα στης 10 Σεπτεμβρίου 1999 ημέρα παρασκευή η υπογραφομένη Ζ1, ονομάζω γενικούς κληρονόμους το υομου μου .... κα τυοις οιουςτου ...., .... και ......, στους οποίους αφήνω όλη τη περιουσία μου. ...... 10 Σεπτεμβρίου 1999 Η διαθέτιδα Ζ1] ". Κατά τον ανωτέρω χρόνο, που φέρεται, ότι είχε συντάξει την διαθήκη της αυτή, ήτοι κατά την 10-9-1999, η ανωτέρω Ζ1 ήταν ηλικίας 82 ετών (ως έχουσα γεννηθεί την 8-4-1917) και είχε βαρύ ιατρικό ιστορικό, δεδομένου ότι κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα ήτοι από 22-6-1999 έως 2-7-1999 είχε νοσηλευθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Σπάρτης πάσχουσα, κατά κλινική εκτίμηση, από αγγειακό, εγκεφαλικό επεισόδιο και ατροφία εγκεφάλου (νόσο αλτσχάιμερ) και δεν μπορούσε να διαμορφώσει βούληση με σφαιρική θεώρηση των δεδομένων, όπως σαφώς κατέθεσε ο επ' ακροατηρίου εξετασθείς μάρτυς νευρολόγος ψυχίατρος Γ2 και επίσης ο ίδιος γνωμοδότησε, κατ' αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος και μετά λήψη υπόψη των σχετικών ιατρικών πιστοποιητικών και γνωματεύσεων της ανωτέρω νοσηλείας της με την από ..... νευρο-ψυχιατρική γνωμοδότηση του, η οποία δεν αναιρείται από τα λοιπά προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και καταθέσεις μαρτύρων, μη εχόντων τις απαιτούμενες ιδιάζουσες γνώσεις. Ενόψει δε της καταστάσεως της αυτής, ούσα σχεδόν παράλυτη και συχνά τελούσα σε σύγχυση, επειδή δεν μπορούσε να επιμεληθεί του εαυτού της, συνετηρείτο και διετρέφετο από τον κατηγορούμενο και την οικογένεια του, που προς τούτο είχαν προσλάβει την ........, η οποία από τις 10-7-1999 μέχρι τις 10-9-1999, προσέφερε τις υπηρεσίες της, διαμένουσα συνεχώς πλησίον της και στην οικία, που διέμενε και η φερομένη ως εκ της εν λόγω διαθήκης διαθέτις, όπως τα περιστατικά αυτά αποδεικνύονται από τον συνδυασμό των επ' ακροατηρίου ως άνω κατατεθέντων από τον ανωτέρω μάρτυρα Γ2 και των εκτιθεμένων στην υπ' αριθμ....... ένορκη βεβαίωση της ενώπιον της συμβολαιογράφου Κροκεών Αφροδίτης Γ. Γεωργακοπούλου. Μάλιστα εν όψει των κατατιθεμένων αυτών από τους ανωτέρω μάρτυρες, ως του πρώτου ειδικού περί τα τοιαύτα και της δεύτερης εχούσης ιδίαν γνώση και αντίληψη τους και εκθετούσης ειδικότερα, ότι η δαθέτις αυτή τις περισσότερες φορές δεν την γνώριζε και την φώναζε με το όνομα της νύφης της ή της κόρης της, όπως επίσης ότι την ταΐζε, την έπλενε, την σήκωνε από το κρεβάτι, γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μόνης της και επίσης δεν γνώριζε και τον πολιτικώς ενάγοντα και τον αποκαλούσε ... ή ....., οι περί του αντιθέτου καταθέσεις των λοιπών ως άνω εξετασθεντων μαρτύρων δεν είναι πειστικές. Απεδείχθη δε από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι η εν λόγω διαθήκη δεν έχει συνταχθεί (γραφτεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί) εξ ολοκλήρου και δια χειρός της ανωτέρω διαθέτιδας - μητέρας των διαδίκων, αλλά από τρίτο πρόσωπο, του οποίου τα στοιχεία δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθούν. Δεν αποδείχτηκε δε ότι συντάκτης της επίμαχης διαθήκης είναι ο κατ/νος. Ότι δεν έχει συνταχθεί (γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί) εξ ολοκλήρου δια χειρός της διαθέτιδος και με την ελεύθερη προς τούτο βούληση της αποδεικνύεται: α) από την σαφή και κατηγορηματική περί τούτου κατάθεση επ' ακροατηρίου του δικαστηρίου αυτού της μάρτυρος γραφολόγου Γ3, σε συνδυασμό με τα υπ' αυτής διατυπούμενα πορίσματα των σχετικών γραφολογικών ερευνών της στις, αιτήσει του πολιτικώς ενάγοντος συνταχθείσες και επ' ακροατηρίου αναγνωσθείσες, από ....... έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως και ........ βεβαίωση γραφολογικών παρατηρήσεων της μάρτυρος αυτής επί της από ..... εκθέσεως γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του Γ4, β) από την από ....... έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του αιτήσει του κατηγορουμένου ερευνήσαντος και ενεργήσαντος την σχετική γραφολογική εξέταση γραφολόγου Γ4, ο οποίος εκθέτει,, ότι κατά την γνώμη του αυτή (διαθήκη) εγράφη με το χέρι της διαθέτιδος, υποβασταζόμενο, όχι όμως και καθοδηγούμενο, από άγνωστο πρόσωπο, γ) ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο συντάξεως της (διαθήκης) η διαθέτις αποδεδειγμένως έπασχε από τις ανωτέρω παθήσεις, νοητικές και κινητικές, που καθιστούσαν αδύνατη την με ελεύθερη βούληση και ενσυνείδητη κίνηση της χειρός της σύνταξη και γραφή της διαθήκης αυτής, δ) από το ότι, εάν πράγματι η διαθέτις αυτή είχε την χρήση του λογικού πλην όμως δεν μπορούσε να γράψει, ενόψει του χαρακτήρος της ως φιλόστοργης και μη ποιούμενης διακρίσεις μεταξύ των τέκνων της μητρός, είτε δεν θα συνέτασσε καθόλου διαθήκη, ώστε όλα τα τέκνα της να μετάσχουν της κληρονομιάς της, είτε θα συνέτασσε δημοσία τοιαύτη, περιβεβλημένη το κύρος του είδους της ως τοιαύτης, είτε θα συνέτασσε διαθήκη (δημόσια,ιδιόγραφη κλπ) εγκαθιστώσα κληρονόμους της όλα τα τέκνα της, ε) από το ότι δεν απεδείχθη από κάποιο των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, ότι η διαθέτις αυτή προ του θανάτου της και σε ανύποπτο χρόνο, ακόμη και μετά την σύνταξη της διαθήκης αυτής, είχε εκδηλώσει και είχε καταστήσει γνωστή σε άλλον, καθ' οιονδήποτε τρόπο, την επιθυμία ή την θέληση της, ή την διάθεση της να συντάξει διαθήκη και να αφήσει ως κληρονόμους της μόνον τον κατηγορούμενο και τους υιούς του, έστω προς εκπλήρωση ηθικού καθήκοντος της ως διατρεφομένη και περιθαλπόμενη υπ' αυτών, ή για κάποιον άλλο λόγο. Ότι δεν έχει συνταχθεί η διαθήκη αυτή από τον κατηγορούμενο και δια χειρός του αποδεικνύεται από το ότι, κατά τις ως άνω γραφολογικές γνωμοδοτήσεις και την επ' ακροατηρίου κατάθεση της μάρτυρος Γ3, δεν διαγνώσθηκε σ' αυτήν ο γραφικός χαρακτήρας του κατηγορουμένου τούτου, ουδ' από άλλο αποδεικτικό μέσο αυτό προέκυψε. Το γεγονός δε ότι ο κατηγορούμενος έχει έννομο συμφέρον και όφελος από την διαθήκη αυτή ως τετιμημένος με αυτήν, αυτό καθ' εαυτό και μόνον δεν μπορεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να οδηγήσει σε καταφατική περί τούτου κρίση. Αποδεικνύεται επομένως, ότι η εν λόγω διαθήκη δεν είναι γνήσια, αλλά είναι πλαστή, ότι έχει καταρτισθεί όχι από την διαθέτιδα αυτή και με την ελεύθερη προς τούτο βούληση και θέληση της, ούτε από τον κατηγορούμενο, αλλά από τρίτο, άγνωστο εισέτι, πρόσωπο, με σκοπό, υπό το εκτεθέν περιεχόμενο της και με την εμφάνιση της στο αρμόδιο δικαστήριο προς δημοσίευση, σε συμβολαιογράφο για αποδοχή της κληρονομιάς, σε μεταγραφοφύλακα για μεταγραφή της κληρονομιάς κ.λ.π,, να παραπλανηθούν ο αρμόδιος δικαστής, συμβολαιογράφος, μεταγραφοφύλακας κλπ, ότι ο κατηγορούμενος και οι ως άνω υιοί του είναι οι μόνοι εκ διαθήκης κληρονόμοι της ανωτέρω διαθέτιδος και ως εκ τούτου, μπορούσαν να αποδεχθούν νομίμως την τοιαύτη κληρονομιά και, μεταγράφοντας την σχετική περί αποδοχής δήλωση τους, να καταστούν κύριοι των κληρονομιαίων κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων της αποβιωσάσης. Ωστόσο απεδείχθη πλήρως ότι την απόφαση του αγνώστου φυσικού αυτουργού προς κατάρτιση της επίμαχης πλαστής διαθήκης προκάλεσε ο κατ/νος. Ειδικότερα, στο ...... Λακωνίας, κατά το από 1ης έως 9ης Σεπτεμβρίου 1999 χρονικό διάστημα, ο κατ/νος χρησιμοποιώντας πειθώ, φορτικότητα, παρακλήσεις, παραινέσεις, και πιθανώτατα προσφέροντας του οικονομικά ανταλλάγματα, έπεισε τον άγνωστο αυτουργό να καταρτίσει την επίμαχη πλαστή διαθήκη, γνωρίζοντας ότι προκαλεί την απόφαση στον φυσικό αυτουργό να καταστήσει πλαστό έγγραφο με σκοπό την παραπλάνηση τρίτων για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, επιδιώκοντας και αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Η κρίση αυτή ενισχύεται από τα ακόλουθα στοιχεία: α. ο κατ/νος και τα παιδιά του είναι οι μοναδικοί τετιμημένοι με την επίμαχη πλαστή διαθήκη και επομένως οι μοναδικοί άμεσα ωφελούμενοι επί της συνόλου της κληρονομιάς της "διαθέτιδος", ενώ εάν αυτή δεν καταρτιζόταν και χωρούσε η εξ αδιαθέτου διαδοχή, ενόψει του ικανού αριθμού των αναγκαίων κληρονόμων η μερίδα του ιδίου θα ήταν σημαντικά υποδεέστερης αξίας, οι δε υιοί του δεν θα κληρονομούσαν. Και β) ο κατ/νος, επειδή αυτός και η οικογένεια του εβαρύνετο κατά κύριο και σχεδόν αποκλειστικό λόγο με την εν γένει διατροφή, περίθαλψη και συντήρηση της πλησίον του διαβιούσης διαθέτιδος μητέρας του, είχε σχηματίσει τη πεποίθηση ότι μόνον αυτός εκ των πλειόνων κληρονόμων δικαιούται να κληρονομήσει όλη την περιουσία της, (βλ. την απολογία του). Βλέποντας δε ότι η βαρύτατα ασθενής μητέρα του δεν τον είχε εγκαταστήσει μοναδικό κληρονόμο της και ήταν αδύνατο πλέον να το πράξει λόγω της καταστάσεως της υγείας της, αποφάσισε να υποκαταστήσει την βούληση της, κατά την επιθυμία του και τις πεποιθήσεις του, παρακινώντας με την χρήση των πιο πάνω μέσων τον άγνωστο φυσικό αυτουργό να καταρτίσει την πλαστή διαθήκη προκειμένου ο ίδιος αργότερα να την εμφανίσει ως δική της γνήσια διαθήκη. Η αθέμιτη επιθυμία του να καρπωθεί την όλη την κληρονομιά της μητρός του αδικώντας τους λοιπούς συγκληρονόμους, καταδεικνύεται από το ότι παρουσιάστηκε στον συμβολαιογράφο Σκάλας Λακωνίας Δημήτριο Αλικάκο. Εμφάνισε την εν λόγω διαθήκη ως γνήσια και με την υπ' αριθμ. ....... δήλωση του ενώπιον του εν λόγω συμβολαιογράφου στις 29-11-2002 αποδέχτηκε, για λογαριασμό του και για λογαριασμό των τέκνων του την κληρονομιά, συγκείμενη από ιδανικά μερίδια σε οκτώ κληρονομιαία ακίνητα, γνωρίζοντας κατά τα εκτεθέντα ότι ήταν πλαστή, αποβλέποντας να προσπορίσει κυριότητα στον εαυτό του και τους υιούς του επί της κληρονομιαίας κινητής και ακίνητης περιουσίας της ως άνω μητέρας του. Πρέπει να σημειωθεί ότι για την πράξη αυτή (απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας) έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλακίσεως 2 ετών και μάλιστα αμετακλήτως, (βλ. την με αριθμό 103,104,105,106/2007 απόφαση του δικαστηρίου τούτου και την με αριθμό 1631/2007 απόφαση του Α Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου). Επομένως, κατά τα εκτεθέντα, αποδεικνύεται, ότι ο κατηγορούμενος αυτός τέλεσε, κατά την υποκειμενική και αντικειμενική του υπόσταση, το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία της ανωτέρω διαθήκης υπό την επιβαρυντική περίσταση της υπ' αυτού χρήσεως του πλαστού αυτού εγγράφου (ΠΚ 46 παρ.1 εδ. α', 216 παρ.1 και 2) και επομένως πρέπει για την πράξη του αυτή να κηρυχθεί ένοχος, όπως ορίζεται στο διατακτικό." Με τα δεδομένα δε αυτά που αναφέρθηκαν, το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο κρίση όχι για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση για την οποία κατηγορούνταν αλλά κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της πλαστογραφίας με χρήση που τέλεσε άγνωστο πρόσωπο. Από τις προαναφερόμενες παραδοχές και από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή περιέχει τ' απαιτούμενα κατά την προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη στοιχεία για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της, αφού εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1, 216 παρ. 1 του ΠΚ, που ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, ειδικότερα δε σε σχέση με το αποδεικτικό μέσο των καταθέσεων των μαρτύρων, εκ της αναφοράς αυτού κατά το είδος του καθίσταται βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις το ότι δε εξαίρονται ορισμένες από αυτές δεν έπεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι άλλες. Ειδική αιτιολόγηση ή συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία. β) εκτίθενται με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος να πείσει τον άγνωστο φυσικό αυτουργό να διαπράξει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας, και ειδικότερα εκτίθεται σ' αυτή ότι ο αναιρεσείων με πειθώ, φορτικότητα, παρακλήσεις, παραινέσεις, και πιθανότατα προσφέροντάς του οικονομικά ανταλλάγματα, έπεισε τον άγνωστο αυτουργό να καταρτίσει την επίμαχη πλαστή διαθήκη, αναλύοντας και το σκοπό που επιδίωκε και ο ίδιος με τη διάπραξη από τον άγνωστο φυσικό αυτουργό της εν λόγω αξιοποίνου πράξεως. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και για έλλειψη νόμιμης βάσης αυτής, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση και τους πρόσθετους λόγους αιτιάσεις, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες.
Κατά το άρθρο 111 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, τα δε πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 και 3 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον νόμο 2408/1996, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα, τρία χρόνια για τα πλημμελήματα και ένα χρόνο για τα πταίσματα. Περαιτέρω, ως κύρια διαδικασία και για την εφαρμογή του άρθρου 113 παρ. 2 του Π.Κ., νοείται εκείνη που αρχίζει από την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης για την εκδίκαση στο ακροατήριο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 320 επ. του ΚΠΔ, διότι έκτοτε η κατηγορία καθίσταται εκκρεμής στο δικαστήριο. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β', 511 και 514 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, όχι μόνο μπορεί να προταθεί από τον κατηγορούμενο με νομότυπη και εμπρόθεσμη (παραδεκτή) αίτηση αναιρέσεως, αλλά εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας. Ο δε Άρειος Πάγος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ β' ΚΠΔ, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί παραδεκτά περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, και συγχρόνως αυτός να είναι και βάσιμος.
II. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε στις 6-9-2007 και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα όπως εκτέθηκε για ηθική αυτουργία στην πλαστογραφία με χρήση που τέλεσε άγνωστο πρόσωπο στις 10-9-1999.
Συνεπώς, από την ημέρα αυτή της τελέσεως της κυρίας πράξεως, που αρχίζει και γι' αυτόν η παραγραφή της τελεσθείσης απ' αυτόν αξιόποινης πράξεως της ηθικής αυτουργίας που έλαβε χώρα κατά την προσβαλλομένη απόφαση, κατά το από 1 έως 10-9-1999 διάστημα, μέχρι της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (6-9-1999), δεν παρήλθε ο χρόνος παραγραφής που είναι τα πέντε έτη και της αναστολής της παραγραφής αυτής που είναι τρία έτη για να εξαλειφθεί το αξιόποινο της ως άνω πλημμεληματικής πράξεως. Ο χρόνος δε καθαρογραφής της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ασκεί έννομη επιρροή ως προς τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής. Επομένως το δικαστήριο ορθώς δεν έπαυσε την κατά του κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και δεν έσφαλλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 1 και 3 και 113 παρ. 2 και 3 του Π.Κ., ούτε δε και μεχρι σήμερα έχει παραγραφεί, ενόψει του ότι δεν γίνεται κάποιος λόγος ουσία βάσιμος και τα αντιθέτως προβαλλόμενα με τον, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ., κατ' ορθή εκτίμηση, πρώτο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την αίτηση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 15/18-9-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 661/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ