Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Κράτηση προσωρινή, Αποζημιώσεως αίτηση.
Περίληψη:
Άρθρα 20 παρ. 1 Συντάγματος, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ. Ποίες αποφάσεις υπόκεινται σε αναίρεση. Άρθρο 533 - 544 ΚΠΔ. Όχι αναίρεση αυτοτελής κατ’ αποφάσεως που απέρριψε αίτηση αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 393/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 959/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1011/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 376/16-7-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 1 α' ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 73/17-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Αρχιμανδρίτη ..., κατά κόσμο ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από την δικηγόρο Αθηνών Παναγιώτα Σπυροπούλου του Δημητρίου, δυνάμει της από 14-3-2008 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά της υπ'αριθ. 959/9-11-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
Οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 2 της "Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)", που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, δεν διασφαλίζουν και το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί (Ολομ. ΑΠ 28/2002, ΑΕΔ 48/1982). Κατά συνέπεια, τα ένδικα μέσα μπορεί κατ'αρχή να προβλέπονται ή όχι και να καταργούνται ή να περιορίζονται από τον κοινό εθνικό νομοθέτη, σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων, με σκοπό την ταχύτερη διεξαγωγή των δικών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠΔ όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως, που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάσισε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370 ΚΠΔ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά κάτι άλλο, σε αναίρεση υπόκεινται οι ποινικές αποφάσεις, με τις οποίες περατώνεται η ποινική δίκη και το δικαστήριο απεκδύεται από κάθε περαιτέρω εξουσία για να επιληφθεί και πάλι της κατηγορίας. Από το περιεχόμενο δε των διατάξεων των άρθρων 533 μέχρι 544 ΚΠΔ, που καθορίζουν την αποζημίωση των κρατηθέντων και μετέπειτα αθωωθέντων (όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 26 Ν. 2915/2001) προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι το ένδικο μέσο της αναιρέσεως δεν παρέχεται αυτοτελώς κατά της αποφάσεως, με την οποία απορρίφθηκε, είτε ως απαράδεκτη είτε ως αβάσιμη, αίτηση αποζημιώσεως από το Δημόσιο εκείνου που κρατήθηκε προσωρινά με διάταξη του ανακριτή ή με βούλευμα ή και με καταδικαστική απόφαση και μετέπειτα αθωώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή καταδικάσθηκε σε ποινή κατώτερη εκείνης, την οποία είχε εκτίσει προσωρινά (ΑΠ 2456/2005, ΑΠ 1961/2005). Αν δε ασκηθεί αναίρεση εναντίον μίας τέτοιας αποφάσεως αυτοτελώς, αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί στρέφεται κατά αποφάσεως που δεν υπόκειται στο ένδικο αυτό μέσο, αφού το δικαστήριο δεν αποφαίνεται με αυτή τελειωτικά για την κατηγορία και δεν υπάρχει διάταξη που να ορίζει ειδικά κάτι άλλο και εκ τούτου απορρίπτεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της υπ'αριθ. 959/9-11-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η από 14-2-2006 αίτηση του αναιρεσείοντα για αποζημίωσή του, εκ της προσωρινής κρατήσεώς του, δυνάμει του υπ'αριθ. ΑΝΖ/ΕΠΚ/1/8-2-2005 εντάλματος προσωρινής κρατήσεως του Ανακριτή Ζ' Τμήματος Πλημμελειοδικών Πειραιώς και της μετέπειτα αθωώσεώς του με την υπ'αριθ. 714, 716, 718/2005, 99/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος και της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική υπεξαίρεση. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι η ανωτέρω υπ'αριθ. 714, 716, 718/2005 και 99/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς αναιρέθηκε με την υπ'αριθ. 1551/2007 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με την οποία η κατηγορία της υπεξαιρέσεως μεταβλήθηκε σε απλή κλοπή και στη συνέχεια έπαυσε οριστικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του αιτούντα, λόγω παραγραφής.
Σύμφωνα όμως με τα όσα προαναφέρθηκαν, η εν λόγω υπ'αριθ. 959/9-11-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, δεν είναι τελειωτική επί της κατηγορίας, αφού δεν αποφαίνεται επί της ενοχής και, ως τέτοια, δεν υπόκειται σε αναίρεση.
Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω:
Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθ. 73/17-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Αρχιμανδρίτη ..., κατά κόσμο ..., κατά της υπ'αριθ. 959/9-11-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Και
Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 14 Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Στέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της "Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου" (ΕΣΔΑ), που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, δεν διασφαλίζουν και το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων, κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί (Ολομ.ΑΠ 28/2002, ΑΕΔ 48/1982). Κατά τα συνέπεια, τα ένδικα μέσα μπορεί κατ'αρχή να προβλέπονται ή όχι και να καταργούνται ή να περιορίζονται από τον κοινό εθνικό νομοθέτη, σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων με σκοπό την ταχύτερη διεξαγωγή των δικών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 ΚΠΔ "όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, η αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370)". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εφ'όσον στο νόμο δεν ορίζεται ειδικά κάτι άλλο, σε αναίρεση υπόκεινται οι ποινικές αποφάσεις με τις οποίες περατώνεται η ποινική δίκη και το δικαστήριο απεκδύεται από κάθε περαιτέρω εξουσία για να επιληφθεί και πάλι της κατηγορίας. Από το περιεχόμενο δε των διατάξεων των άρθρων 533 μέχρι 544 ΚΠΔ (Γ' Κεφάλαιο του εβδόμου βιβλίου αυτού) που καθορίζουν την αποζημίωση των κρατηθέντων και μετέπειτα αθωωθέντων, όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 26 Ν.2915/2001, προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι το ένδικο μέσο της αναιρέσεως δεν παρέχεται αυτοτελώς κατά της αποφάσεως με την οποία απερρίφθη είτε ως απαράδεκτη, είτε ως αβάσιμη αίτηση αποζημιώσεως από το Δημόσιο εκείνου που εκρατήθη προσωρινά με διάταξη του ανακριτού ή με βούλευμα ή και με καταδικαστική δικαστική απόφαση και μετέπειτα ηθωώθη με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Αν δε ασκηθεί αναίρεση κατά μιάς τοιαύτης αποφάσεως αυτοτελώς, αυτή είναι απαράδεκτη, διότι στρέφεται κατ'αποφάσεως, που δεν υπόκειται στο ένδικο αυτό μέσο, αφού το δικαστήριο δεν αποφαίνεται με αυτή τελειωτικώς για την κατηγορία και δεν υπάρχει διάταξη με την οποία να ορίζεται ειδικά κάτι άλλο και ως εκ τούτου απορρίπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ.1 και 513 παρ.1 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της υπ'αριθμ. 959/9-11-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς, με την οποίαν απερρίφθη η από 14/2/2006 αίτηση του αναιρεσείοντος για αποζημίωσή του εκ της κρατήσεώς του, δυνάμει του υπ'αριθμ. ΑΝΖ/ΕΠΚ/1/8-2-2005 εντάλματος προσωρινής κρατήσεως του Ανακριτού Ζ' Τμήματος Πλημμελειοδικών Πειραιώς και της μετέπειτα αθωώσεώς του με την υπ'αριθμ. 714,716,718/2005, 99/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς για τις πράξεις της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος και της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική υπεξαίρεση, προς δε και της αναιρέσεως της τελευταίας αυτής αποφάσεως δια της υπ'αριθμ.1551/2007 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, δια της οποίας η πράξη της υπεξαιρέσεως μετεβλήθη σε απλή κλοπή και εν συνεχεία έπαυσεν οριστικώς η ποινική δίωξη εναντίον του αιτούντος λόγω παραγραφής. 'Όμως η απόφαση αυτή 950/2007 του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, όπως ανεφέρθη δεν είναι τελειωτική επί της κατηγορίας, αφού δεν αποφαίνεται επί της ενοχής και ως τοιαύτη δεν υπόκειται εις αναίρεση' εντεύθεν η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17 Μαρτίου 2008 αίτηση του ... για αναίρεση της υπ'αριθμ. 959/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2009
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ