Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Αναιρέσεως πρόσθετοι λόγοι, Ηθική αυτουργία.
Περίληψη:
Στοιχεία ηθικής αυτουργίας. Δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία για το δόλο του ηθικού αυτουργού. Πότε είναι αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση για ηθική αυτουρ-γία. Έννοια αυτοτελών ισχυρισμών. Ισχυρισμός που δεν είναι αυτοτελής, ως βάλλων κατά της συγκροτήσεως της αντικειμενικής καταστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και επομένως δεν χρήζει ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας. Αποδει-κτικά μέσα. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής από-φασης δεν απαιτείται χωριστή αναφορά κάθε αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί και η λεπτομερής αναφορά στο σύνολο του είδους τους. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για κατ’ εξακολούθηση ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως και οι επ’ αυτής πρόσθετοι λόγοι
Αριθμός 2043/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Δουβαρά, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 219α, 293, 336-337/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαΐου 2006 αίτησή του αναιρέσεως και τους από 29 Δεκεμβρίου 2006 πρόσθετους λόγους, οι οποίοι καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1049/2006.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α΄ του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (δηλαδή με παρακίνηση ή παρόρμηση η ενθάρρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), πειθώ και φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στο φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως. Υποκειμενικός δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση η αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά, με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται, και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή, των ισχυρισμών, που προτείνονται στο δικαστήριο της ουσίας είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, αλλιώς είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιους όμως ισχυρισμούς δεν αποτελούν ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας καθώς και τα υπερασπιστικά του κατηγορουμένου επιχειρήματα, γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πατρών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 219α, 293, 336-337/2006 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, ότι από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριό του, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: "Από το έτος 1999 ο κατηγορούμενος ήταν Πρόεδρος της Κοινότητας ........ Ζακύνθου, ενώ από το έτος 1995 ήταν Πρόεδρος και του Συνδέσμου ......... Τον Οκτώβριο 1998 επρόκειτο να διεξαχθούν Δημοτικές και Κοινοτικές Εκλογές για την ανάδειξη Δημάρχων και Δημοτικών Συμβουλίων στους νέους διευρυμένους (Καποδιστριακούς) Δήμους, που είχαν δημιουργηθεί. Η Κοινότητα ........ μαζί με την Κοινότητα ...... Ζακύνθου, στην οποία Πρόεδρος Κοινότητας ήταν ο Γ1, είχαν υπαχθεί στο νεοσύστατο Δήμο Αλυκών. Ο κατ/νος, ο Γ1 και άλλα πρόσωπα που ανήκαν στον ίδιο πολιτικό χώρο κατάρτισαν συνδυασμό για το Δήμο Αλυκών και συμφώνησαν ότι Δήμαρχος τελικά θα οριζόταν σε περίπτωση εκλογής του συνδυασμού τους, ο σύμβουλος που θα συγκέντρωνε τους περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως. Ο Γ1 εργαζόταν για να λάβει περισσότερους σταυρούς ο κατηγορούμενος, από τον οποίο είχε λάβει υποσχέσεις, ότι αν εκλεγόταν Δήμαρχος θα έπαιρνε και αυτός δημοτικό αξίωμα. Για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού ο Γ1 πλησίασε τον μηνυτή Ψ1, ο οποίος ήταν ψηφοφόρος της αντίπαλης παράταξης, και για λογαριασμό του κατ/νου του υποσχέθηκε εργασία στο Σύνδεσμο ........ και στο Δήμο Αλυκών, αν εκλεγόταν, με αντάλλαγμα αυτός και τα μέλη της οικογένειάς του να ψηφίσουν τον κατ/νο. Ο μηνυτής δέχθηκε και κατόπιν μεσολαβήσεως του Γ1 ήλθε σε επαφή με τον κατ/νο, ο οποίος από τα τέλη Αυγούστου του έτους 1998 έως και τις Δημοτικές Εκλογές του έτους 1998 (Οκτώβριο 1998) του ανέθεσε εργασίες μικροεπισκευών του δικτύου του Συνδέσμου ........., τις οποίες και αυτός (μηνυτής) εκτέλεσε. Μέχρι τότε ο μηνυτής εργαζόταν κυρίως μεν ως αγρότης, περιστασιακά δε ως υδραυλικός, χωρίς όμως να έχει κάνει έναρξη ασκήσεως του επαγγέλματος του υδραυλικού στην Εφορία (Δ.Ο.Υ.) και χωρίς να γνωρίζει τη σημασία του τιμολογίου παροχής υπηρεσιών , αφού ποτέ δεν είχε κάτι τέτοιο στην κατοχή του. Ο κατ/νος ενημέρωσε τον μηνυτή ότι για να πληρωθεί για τις εργασίες που είχε πραγματοποιήσει πρέπει απαραιτήτως να αποκτήσει μπλοκ τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, το οποίο με ενέργειές του και απέκτησε ο μηνυτής.
Στις Δημοτικές Εκλογές του 1998 στο Δήμο Αλυκών Ζακύνθου νίκησε ο συνδυασμός στον οποίο μετείχαν ο κατ/νος και ο Γ1, ενώ πλειοψηφών σύμβουλος αναδείχθηκε ο κατ/νος, ο οποίος και ανακηρύχθηκε Δήμαρχος Αλυκών. Μετά την εκλογή του κατ/νου ο μηνυτής πήγε στα γραφεία του Συνδέσμου για να πληρωθεί για τις μέχρι τότε εργασίες που είχε πραγματοποιήσει, αλλά ο κατ/νος του είπε να αφήσει εκεί το μπλοκ των τιμολογίων του για να το συμπληρώσει η αρμόδια υπάλληλος του Συνδέσμου και να περάσει άλλη ημέρα να το πάρει. Ο μηνυτής δέχθηκε , αφενός μεν γιατί ήταν παρών και ο Γ1, τον οποίο εμπιστευόταν και αφετέρου γιατί, μη έχοντας ποτέ μέχρι τότε στην κατοχή του τιμολόγιο, δεν γνώριζε την σημασία που είχε το μπλοκ αυτό, ενόψει και του ότι είναι σχεδόν αγράμματος. Εκτός αυτού ο μηνυτής είχε λάβει από τον κατ/νο πολλές υποσχέσεις για την επαγγελματική του αποκατάσταση και συγκεκριμένα για διορισμό του στο Δήμο Αλυκών ή στο εργοστάσιο αφαλάτωσης ύδατος στο ...... Ζακύνθου, που κατά τα λεγόμενα του κατ/νου, επρόκειτο να δημιουργήσει ο Σύνδεσμος και, μετά την εκλογή του κατ/νου ως Δημάρχου, ευλόγως ο μηνυτής πίστευε ότι θα εκπληρωθούν οι υποσχέσεις του αυτές. Ο κατ/νος δεν επέστρεψε το μπλοκ των τιμολογίων στο μηνυτή, αλλά αφού του έδωσε μερικές μικροδουλειές επισκευής του δικτύου ύδρευσης του Συνδέσμου και αφού από την Άνοιξη του 1999 και μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού 1999 τον απασχόλησε παράνομα ως υδραυλικό στο Δήμο Αλυκών με μηνιαίο μισθό 175.000 δρχ. χωρίς να τον προσλάβει νόμιμα και χωρίς να καταβάλει τις νόμιμες εισφορές στο ΙΚΑ, στη συνέχεια σταμάτησε εντελώς να απασχολεί τον μηνυτή. Για τις εργασίες που είχε εκτελέσει στο Σύνδεσμο ....... ο μηνυτής πληρώθηκε κανονικά, αφού του δόθηκαν συμπληρωμένα τα πρωτότυπα των υπ' αριθμ. ..,...,... και ...... τιμολογίων παροχής υπηρεσιών του και τα λοιπά αναγκαία έγγραφα, χωρίς όμως να του δοθεί από τον κατ/νο ολόκληρο το μπλοκ των τιμολογίων του, το οποίο παρότι το ζητούσε από τον κατ/νο, αυτός δεν του το έδινε και τούτο διότι, γιατί είχε σκοπό να το χρησιμοποιήσει για να εισπράξει, εν αγνοία του μηνυτή, μεγάλα χρηματικά ποσά. Έτσι, ο κατ/νος χρησιμοποιώντας πειθώ και φορτικότητα έπεισε την μακρινή του συγγενή και υπάλληλο του Συνδέσμου ....... Β1 να καταρτίσει πλαστά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών από το μπλοκ του μηνυτή και μάλιστα διαφορετικά στο πρωτότυπο λευκού χρώματος, με το οποίο θα γινόταν η πληρωμή και διαφορετικά στο στέλεχος-κιτρίνου χρώματος, που θα επεστρέφετο στο μηνυτή, με σκοπό, με το μεν λευκό (πρωτότυπο) να παραπλανήσει τους υπάλληλους της Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου και να εισπράξει για μη εκτελεσθείσες εργασίες το ποσό που ανέγραφε το τιμολόγιο εξαπατώντας έτσι το Ελληνικό Δημόσιο και μειώνοντας την περιουσία του κατά την αξία των τιμολογίων και με το κίτρινο στέλεχος, που θα επέστρεφε στο μηνυτή, να παραπλανήσει αυτόν ότι η απάτη που είχε γίνει ήταν κατά πολύ μικρότερη αυτής που πραγματικά είχε γίνει, ότι ο μηνυτής όφειλε να καταβάλει για τα πλαστά αυτά τιμολόγια μικρότερο ποσό ΦΠΑ και μικρότερο ποσό φόρου εισοδήματος στο Ελληνικό Δημόσιο, ώστε ο μηνυτής να μη καταλάβει την έκταση της απάτης και να μη αντιδράσει. Η πλαστογράφηση δε αυτή των στελεχών (κιτρίνων)των τιμολογίων είχε σκοπό να παραπλανήσει και τους αρμόδιους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου που θα έλεγχαν τις δηλώσεις ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος του μηνυτή και να δεχθούν ότι αυτός υποχρεούται να καταβάλει ΦΠΑ και φόρο εισοδήματος με βάση τα μικρότερα ποσά των στελεχών και όχι τα μεγαλύτερα των πρωτοτύπων των τιμολογίων. Η Β1, γνωρίζοντας ότι η πράξη της είναι παράνομη και θα επιφέρει τις ανωτέρω συνέπειες πλαστογράφησε στη Ζάκυνθο, στους χρόνους που αναφέρονται στο διατακτικό τόσο τα πρωτότυπα τιμολόγια (λευκά), όσο και τα στελέχη των τιμολογίων (κίτρινα), βάζοντας πάνω απ' αυτά καρμπόν, ώστε να είναι πειστικότερη η πλαστογράφηση, αναγράφοντας διαφορετικά στοιχεία στο πρωτότυπο και το στέλεχος και ως προς την επωνυμία του υποτιθέμενου πελάτη του μηνυτή και ως προ το ποσό του τιμολογίου. Έτσι η Β1 με προτροπή του κατ/νου κατήρτισε τα 23 στελέχη τιμολογίων παροχής υπηρεσιών του μηνυτή που αναφέρονται στο διατακτικό με αριθμούς ...... καθώς επίσης και τα αντίστοιχα 23 πρωτότυπα (λευκού χρώματος) τιμολογίων με αριθμούς ..... για ποσά όχι αυτά που αναφέρονται στα στελέχη αλλά πολύ μεγαλύτερα και συγκεκριμένα για ποσά 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354 .000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 2.360.000, 2.360.000, 2.360.000, 2.360.000 δρχ. Ακολούθως η ίδια προσκόμισε τα πρωτότυπα των τιμολογίων αυτών (λευκά) στη Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου και εισέπραξε την αξία τους έχοντας μαζί της και πλαστή εξουσιοδότηση του μηνυτή για την είσπραξη, η θεώρηση της γνησιότητας της υπογραφής του οποίου είχε γίνει από αρμόδιο όργανο που δεν προσδιορίστηκε τα δε εισπραχθέντα τα έδωσε στον κατ/νο. Τον μήνα Δεκέμβριο του 1999 ο κατηγορούμενος επέστρεψε το μπλοκ των τιμολογίων στον μηνυτή μετά και από πιέσεις του Γ1. Ο μηνυτής είδε ότι από το μπλοκ του έλειπαν όχι μόνο τα 4 τιμολόγια, για τα οποία είχε πληρωθεί, αλλά συνολικά 28 τιμολόγια, ενώ δεν γνώριζε ότι στα πρωτότυπα των τιμολογίων αναγράφονταν πολύ μεγαλύτερα ποσά, αφού ποτέ δεν τα είχε ιδεί. Αμέσως ήλθε σε επαφή με τον κατηγορούμενο, ο οποίος του υποσχέθηκε να του πληρώσει ο ίδιος τον ΦΠΑ των τιμολογίων, ενώ του επανέλαβε και τις υποσχέσεις του για διορισμό του στο εργοστάσιο αφαλάτωσης νερού, που θα δημιουργούσε ο Σύνδεσμος ......... Ζακύνθου. Παράλληλα ο λογιστής του κατηγορούμενου του επεσήμανε τους κινδύνους επιβολής μεγάλων προστίμων από την καθυστέρηση καταβολής του ΦΠΑ των τιμολογίων και έτσι ο μηνυτής αποφάσισε να μηκαταγγείλει τον κατηγορούμενο αλλά να πληρώσει τον ΦΠΑ. Έτσι κατά το χρονικό διάστημα από 21/3/2000 έως και 12/4/2000 για ΦΠΑ των τιμολογίων ....... και πρόστιμα για καθυστέρηση καταβολής αυτού κατέβαλε στην Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου με τα ανωτέρω αναγνωσθέντα διπλότυπα είσπραξης το συνολικό ποσό των 740.715 δραχμών. Ο κατηγορούμενος στην συνέχεια αθέτησε τις υποσχέσεις του για παροχή εργασίας στον μηνυτή, ενώ δεν του κατέβαλε και το ανωτέρω ποσό των 740.715 δραχμών (ΦΠΑ και προσαυξήσεις), γεγονός το οποίο εξόργισε τον τελευταίο, ο οποίος, με την προτροπή και του μάρτυρα Γ1, ο οποίος δεν είχε πλέον καλές σχέσεις με τον κατηγορούμενο, γιατί αυτός (κατ/νος) δεν του έδωσε το αξίωμα που του είχε υποσχεθεί στον Δήμο Αλυκών, αποφάσισε να καταγγείλει τον κατηγορούμενο. Έτσι, όταν την Άνοιξη του 2003 πληροφορήθηκε ότι από τον επιθεωρητή ......... διενεργείται τακτικός έλεγχος στον Σύνδεσμο ....... Ζακύνθου, επισκέφθηκε μαζί με τον Γ1 τον επιθεωρητή αυτόν και του έδωσε την από ...... υπεύθυνη δήλωση του, που καταγγέλλει την παρακράτηση των τιμολογίων του από τον κατηγορούμενο και την πλαστογράφηση τους. Η δήλωση αυτή παραλήφθηκε από τον ........ στις 11-6-2003. Ακολούθως ο ....... έδωσε εντολή για έλεγχο των βιβλίων του κατηγορουμένου από την Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου κατά τον οποίο από παραβολή που έγινε διαπιστώθηκε η διαφορά πρωτοτύπων και στελεχών των τιμολογίων και επιβλήθηκαν από την Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου για τα έτη 1999 και 2000 αντιστοίχως πρόστιμα 33.454 και 46.954 ευρώ στον μηνυτή. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ο μηνυτής εκτέλεσε όλες τις εργασίες που περιγράφονται στα πρωτότυπα των τιμολογίων (λευκά) και ότι ο ίδιος έλαβε το ποσό των 15.700.000 δραχμών που αναφέρεται σ' αυτά, το οποίο και πράγματι εισπράχθηκε από την Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου και ότι περαιτέρω με την συνδρομή της Β1 πλαστογράφησε ο ίδιος (μηνυτής) τα στελέχη των τιμολογίων για να παραπλανήσει την Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου, εμφανίζοντας ότι έχει μικρότερα εισοδήματα και ότι συνεπώς οφείλει να καταβάλει μικρότερο ποσό φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου δεν ευσταθούν. Αντίθετα, από τα αναφερόμενα κατωτέρω στοιχεία, αποδεικνύεται ότι η Β1 μετά από εντολή του κατηγορουμένου κατάρτισε πλαστά από την αρχή και τα πρωτότυπα (λευκά) αλλά και τα στελέχη των τιμολογίων (κίτρινα), για να εισπράξει από την Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου το ανωτέρω ποσό των 15.700.000 δραχμών, το οποίο παρέδωσε στον κατηγορούμενο, ο οποίος το οικειοποιήθηκε με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικώτερα: 1) Ο μηνυτής είναι ένας αυτοδίδακτος-εμπειρικός υδραυλικός, που εργαζόταν μόνος του και για τον λόγο αυτό είναι προδήλως αδύνατο κατά το χρονικό διάστημα των εννέα μηνών από τις 23-6-1999 και μέχρι τις 20-3-2000 που φέρεται να έχουν εκδοθεί τα με αριθμούς ... έως και .... πρωτότυπα τιμολογίων να έχει εκτελέσει 23 έργα στον Σύνδεσμο ....... συνολικής αξίας 15.700.000 δραχμών, από τα οποία τα 4 τελευταία έργα ήταν καθαρής, χωρίς ΦΠΑ, αξίας 2.000.000 δραχμών το καθένα. 2) Οι φερόμενες ως εκτελεσθείσες εργασίες είναι ακριβώς αξίας 300.000 δραχμών οι 19 πρώτες και 2.000.000 δραχμών οι τέσσερις τελευταίες, δηλαδή όσο ήταν το όριο για τα έτη 1999 και 2000 αντίστοιχα, που φέρονται ότι τελέστηκαν, μέχρι του οποίου μπορούσε ο κατηγορούμενος να εκτελέσει έργο χωρίς διαγωνισμό αλλά με απευθείας ανάθεση. Δηλαδή δεν επρόκειτο για πραγματικές αλλά για εικονικές εργασίες, την όλη δε μεθόδευση κατέστρωσε ο κατηγορούμενος ως Πρόεδρος του Συνδέσμου...... Ζακύνθου. 3) Η Β1 καμία ειδική σχέση δεν έχει με τον μηνυτή και δεν υπάρχει κανένας λόγος να δεχθεί να διαπράξει πλαστογραφία για να το εξυπηρετήσει, γνωρίζοντας μάλιστα ότι η πράξη της είναι παράνομη. 4) Μετά την εκ νέου εκλογή του κατηγορουμένου ως Προέδρου του Συνδέσμου ...... στις αρχές του 1998 εξαφανίστηκαν όλα τα εντάλματα πληρωμής για τα επίδικα τιμολόγια από τον Σύνδεσμο ......., για να μην μπορεί να διαπιστωθεί ποιος τα εισέπραξε. 5) Όλη η εξέταση της υποθέσεως προήλθε από την καταγγελία του μηνυτή στον επιθεωρητή ......... Αν ο μηνυτής γνώριζε ότι άλλα γράφουν τα πρωτότυπα και άλλα τα στελέχη των τιμολογίων του δεν θα έκανε ασφαλώς την καταγγελία αυτή, η οποία ήταν αφορμή για να ασκηθούν ποινικές διώξεις εναντίον του για έκδοση εικονικών τιμολογίων αλλά και για την επιβολή μεγάλων προστίμων. Ο μηνυτής όταν έκαμε την καταγγελία του νόμιζε ότι μόνο τα στελέχη των τιμολογίων ήταν πλαστογραφημένα. Βέβαια άργησε κατά 3,5 σχεδόν έτη να προβεί στην καταγγελία του αλλά το γεγονός αυτό εξηγείται γιατί μέχρι τότε ήλπιζε ότι ο κατηγορούμενος θα τηρήσει την υπόσχεσή του και θα του βρει μόνιμη εργασία. Όταν αντιλήφθηκε ότι εμπαίζεται από τον κατηγορούμενο και ότι αντί για εργασία ζημιώθηκε και το ποσό του ΦΠΑ των στελεχών των τιμολογίων, που δεν του έδωσε ο κατηγορούμενος παρά τις υποσχέσεις του, εξαγριώθηκε και με την βοήθεια του Γ1 προέβη στην καταγγελία, 6) Ο ίδιος, ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε στον μηνυτή ότι εισέπραξε τα επίδικα χρήματα για να πληρωθούν ανάγκες του Δήμου Αλυκών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω ο κατ/νος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος όχι πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση των τιμολογίων που αναφέρονται στο διατακτικό αλλά κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, ένοχος ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση των πιστοποιητικών αυτών η οποία τελέστηκε από την Β1, όπως στο διατακτικό. Ο ισχυρισμός του κατ/νου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη σε απαράδεκτη μεταβολή της κατηγορίας δεν ευσταθεί και τούτο διότι η αρχική κατηγορία αναφερόταν στην πλαστογραφία τιμολογίων κατ' εξακολούθηση και ειδικότερα (εκτός άλλων για τα οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής) των τιμολογίων που αναφέρονται στο διατακτικό, τα οποία ήσαν στελέχη μπλοκ τιμολογίου (κιτρίνου χρώματος) και όχι τα πρωτότυπα, όπως ο κατ/νος ισχυρίζεται.
Συνεπώς, η ένσταση αυτή του κατηγορουμένου είναι αβάσιμη και πρέπει ν' απορριφθεί".
Με τα δεδομένα δε αυτά που αναφέρθηκαν, το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο κρίση όχι για την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση για την οποία κατηγορούνταν αλλά κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας κατ' εξακολούθηση στην πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση που τέλεσε η Β1, και αφού αναγνώρισε σ' αυτόν την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλάκισης δυο (2) ετών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Από τις προαναφερόμενες παραδοχές και από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή περιέχει τ' απαιτούμενα κατά την προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη στοιχεία για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της, αφού εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1, 216 παρ. 1 και 98 του ΠΚ, που ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, ειδικότερα δε σε σχέση με το αποδεικτικό μέσο των καταθέσεων των μαρτύρων, εκ της αναφοράς αυτού κατά το είδος του καθίσταται βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις στο σύνολό τους, επομένως και εκείνες του μηνυτή πρώην πολιτικώς ενάγοντος (παραιτήθηκε της πολιτικής αγωγής ενώπιον του Εφετείου) Ψ1, και της Β1. Ειδική αιτιολόγηση ή συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία. Β) εκτίθενται με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος να πείσει την φυσική αυτουργό να διαπράξει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση και ειδικότερα εκτίθεται σ' αυτή ότι ο αναιρεσείων με προτροπές, χρησιμοποιώντας πειθώ και φορτικότητα αλλά και τη σχέση προϊσταμένου και υπαλλήλου που τον συνέδεε με τη φυσική αυτουργό Β1, υπαλλήλου του Συνδέσμου ....... Ζακύνθου, έπεισε την τελευταία να πλαστογραφήσει τα αναφερόμενα στην προσβαλλομένη έγγραφα (τιμολόγια) αναλύοντας και το σκοπό που επιδίωκε και ο ίδιος με τη διάπραξη από την άνω φυσικό αυτουργό της εν λόγω αξιόποινης πράξης. Ειδικώς, ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας στην άδικη πράξη της πλαστογραφίας, δεν είναι αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής στη φυσική αυτουργό της απόφασης, λόγω της επιβολής και επιρροής του ηθικού αυτουργού, στο φυσικό αυτουργό, προς τέλεση από την τελευταία της διαπραχθείσας άδικης πράξης. Γ) Το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του για την ενοχή του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου με παράθεση στο σκεπτικό εξ ολοκλήρου δικών του σκέψεων. Το γεγονός ότι οι σκέψεις αυτές είναι ταυτόσημες με εκείνης της πρωτόδικης απόφασης δεν σημαίνει ότι αυτή στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού ούτε καν αναφέρει ή έστω παραπέμπει στην πρωτόδικη απόφαση. Ούτε ενόψει των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και 2 παρ. 1 του έβδομου Πρωτοκόλλου της ίδιας Ευρωπαϊκής Σύμβασης, σημαίνει ότι κατά παραβίαση και της δίκαιης δίκης υπάρχει ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της δικαιοδοτικής εξουσίας του Εφετείου και η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Περαιτέρω, η απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι δεν στοιχειοθετείται η πράξη της πλαστογραφίας αλλά εκείνη της φοροδιαφυγής δεν έχρηζε ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας, αφού ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και, επομένως, αιτιολογείται η απόρριψή του, με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο σκεπτικό αυτής για την ενοχή του. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και για έλλειψη νόμιμης βάσης αυτής, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση και τους πρόσθετους λόγους αιτιάσεις, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την αίτηση και τους πρόσθετους λόγους, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30 Μαΐου 2006 αίτηση (Δήλωση) και τους από 29 Δεκεμβρίου 2006 πρόσθετους λόγους του Χ1 για αναίρεση της αποφάσεως 219α, 293, 336, 337/2006 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Νοεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ