Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1322 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Κλητήριο θέσπισμα.




Περίληψη:
Πως προτείνεται η ακυρότητα της επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος. Πως προτείνεται η κατά τόπο αναρμοδιότητα. Παραγραφή από φερόμενη άκυρη επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος. Έλλειψη αιτιολογίας. Εφαρμογή άρθρου 99 Π.Κ. Δεκτή εν μέρει αναίρεση.





Αριθμός 1322/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίστηκε με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Μπουραντά, περί αναιρέσεως της 5954/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 378/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως προς το κεφάλαιο της μετατροπής της ποινής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 5954/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 4,40 Ευρώ ημερησίως, για υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθ. 375 παρ. 1Β Π.Κ.), δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο μάρτυρας μηνυτής Ψ1 αγόρασε με έγγραφη σύμβαση αγοραπωλησίας που καταρτίστηκε στις .... από τον Γ1 ένα αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής ..... Carrera, τύπου ....., με αριθμό πλαισίου ...... και με αριθμό τίτλου κυριότητας ...., αντί του τιμήματος 53.500 γερμανικών μάρκων, το οποίο και κατέβαλε ολοσχερώς (βλ. τη αναγνωσθείσα σε επίσημη μετάφραση από ..... σύμβαση αγοραπωλησίας). Προκειμένου το αυτοκίνητο αυτό να καταχωρηθεί και από τις γερμανικές αρχές στο όνομά του και να εκδοθούν άδεια και πινακίδες κυκλοφορίας επ' ονόματί του, ο ως άνω μηνυτής παρέδωσε στις 28-6-2000 μέσω της δικηγόρου του, επειδή έλειπε στην ....., το ως άνω αυτοκίνητο στον κατηγορούμενο στη ...., ο οποίος ασχολείτο με μεταβιβάσεις αυτοκινήτων και με έκδοση νέων αδειών στη Γερμανία, προκειμένου αυτός έναντι αμοιβής να μεταβεί με το αυτοκίνητο στη Γερμανία και να του διεκπεραιώσει όλες τις εργασίες που χρειαζόταν να γίνουν για να επιθεωρηθεί το αυτοκίνητο στο ΚΤΕΟ, να εκδοθεί στο όνομά του νέα άδεια κυκλοφορίας και να του χορηγηθούν νέες πινακίδες κυκλοφορίας. Ο κατηγορούμενος παρέλαβε το αυτοκίνητο και πήγε με αυτό στη Γερμανία, πλην όμως επειδή δεν διεκπεραίωνε τις εργασίες που του είχε αναθέσει ο μηνυτής και περνούσε ο καιρός, ο μηνυτής πήγε στη Γερμανία για να τον βρει και να δει τι συμβαίνει με το αυτοκίνητό του, αλλά δεν βρήκε ούτε το αυτοκίνητό του ούτε τον κατηγορούμενο και πληροφορήθηκε ότι ο τελευταίος είχε φύγει από τη Γερμανία και βρισκόταν στην Ελλάδα. Έκτοτε, παρά το γεγονός ότι κατ' επανάληψη όχλησε τηλεφωνικά τον κατηγορούμενο για να του επιστρέψει το ως άνω αυτοκίνητό του, ο κατηγορούμενος δεν του το έχει επιστρέψει, αλλά το κράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Την πρόθεση να μην επιστρέψει το αυτοκίνητο στο μηνυτή αλλά να το κρατήσει και να το ιδιοποιηθεί παράνομα, πωλώντας το μάλλον σε τρίτο, την είχε ο κατηγορούμενος από τότε που παρέλαβε το αυτοκίνητο στη ..... για να το πάει στη Γερμανία, γεγονός που αποδεικνύεται από όλη την μετέπειτα συμπεριφορά του, αλλά και από το γεγονός ότι το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε μόλις έφθασε στη Γερμανία και έκτοτε δεν κατέστη εφικτό να βρεθεί. Ειρήσθω ότι ο μηνυτής όταν πήγε στη Γερμανία για να βρει το αυτοκίνητό του και δεν το βρήκε κατέθεσε μήνυση εναντίον του κατηγορουμένου και στη Γερμανία, πλην όμως η μήνυση που κατέθεσε στη Γερμανία, όπως τον ενημέρωσαν οι γερμανικές αρχές, έχει τεθεί στο αρχείο και κατά συνέπεια οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί δεδικασμένου άλλως εκκρεμοδικίας, αφού άλλωστε δεν προσκομίζεται απόφαση Γερμανικού Δικαστηρίου ή κάποιο επίσημο έγγραφο ότι υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη για την ίδια πράξη της υπεξαίρεσης του αυτοκινήτου και στη Γερμανία, δεν αποδείχθηκαν και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, το δε αίτημά του να αναβληθεί η πρόοδος της δίκης για να διερευνηθεί ποία είναι η τύχη της μήνυσης που υπέβαλε ο μηνυτής στη Γερμανία κρίνεται παρελκυστικό της δίκης και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης δεν αποδείχθηκε και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν παρέλαβε αυτός το αυτοκίνητο από τη ...... διότι δήθεν δεν βρισκόταν στην Ελλάδα στις 28-6-2000 αλλά στο εξωτερικό, αφού από τις φωτοτυπίες ορισμένων σελίδων του διαβατηρίου του που προσκόμισε και αναγνώστηκαν από το Δικαστήριο και ειδικότερα από τις θεωρήσεις που υπάρχουν σ' αυτές προκύπτει και αποδεικνύεται μόνον ότι αυτός αφίχθη στη ..... της Κύπρου στις 10 Μαρτίου 2000 και αναχώρησε από τη ..... της Κύπρου στις 10 Ιουνίου 2000, οι δε δύο άλλες θεωρήσεις που υπάρχουν στο διαβατήριό του και είναι δυσανάγνωστες και σε ξένη γλώσσα χωρίς να προσκομίζεται μετάφρασή τους και που φέρουν ημερομηνίες 10-6-00 και 31-12-00 δεν προκύπτει αν είναι θεωρήσεις εισόδου ή εξόδου και από ποία χώρα. Ακόμη, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο ως άνω μηνυτής υπέβαλε μήνυση εναντίον του χωρίς να είναι κύριος του υπεξαιρεθέντος αυτοκινήτου, ανεξάρτητα από το ότι κατά το ελληνικό δίκαιο η υπεξαίρεση αντικειμένου και μάλιστα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας διώκεται αυτεπαγγέλτως και όχι κατ' έγκληση του παθόντος όπως η υπεξαίρεση πράγματος ευτελούς αξίας και η υφαίρεση (πρβλ. αρθρ. 375, 377 και 378 Π.Κ.) και κατά συνέπεια ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να υποβάλει μήνυση για υπεξαίρεση έστω και αν δεν είναι παθών, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος και τούτο διότι όπως αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν και κυρίως από την αναγνωσθείσα σύμβαση αγοραπωλησίας του αυτοκινήτου, ο μηνυτής είχε αγοράσει το αυτοκίνητο ως πράγμα και ήταν κύριός του ως πράγματος, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορούσε να το θέσει σε κυκλοφορία και να το κυκλοφορήσει αν δεν εκδιδόταν άδεια κυκλοφορίας τούτου στο όνομά του και δεν του χορηγούνταν οι αντίστοιχες πινακίδες κυκλοφορίας.
Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος, ενεργώντας με πρόθεση, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο ολικά κινητό πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που περιήλθε στην κατοχή του και συγκεκριμένα ότι αυτός στη ...., ενεργώντας με πρόθεση, παρέλαβε στις ..... και ιδιοποιήθηκε παράνομα το χωρίς αριθμό κυκλοφορίας αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής ..... Carrera, τύπου ...., με αριθμό πλαισίου ...... και με αριθμό τίτλου κυριότητας ...., αξίας 53.500 γερμανικών μάρκων, που του το παρέδωσε ο μηνυτής και κύριος του αυτοκινήτου Ψ1 για να μεταβεί με αυτό στη Γερμανία και να του διεκπεραιώσει έναντι αμοιβής όλες τις εργασίες που χρειαζόταν να γίνουν για να επιθεωρηθεί το αυτοκίνητο σε ΚΤΕΟ, να εκδοθεί στο όνομά του μηνυτή νέα άδεια κυκλοφορίας του από τις γερμανικές αρχές και να του χορηγηθούν νέες πινακίδες κυκλοφορίας, παρακρατώντας το έκτοτε χωρίς να ενεργήσει καμμία από τις εργασίες που είχε αναλάβει και μη αποδίδοντας το στο μηνυτή, ανεξάρτητα από το ότι αποδείχθηκε ότι η πράξη του τελέστηκε στη .... και όχι στην Αθήνα, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που κατηγορείται, σύμφωνα με το διατακτικό".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 193 του Κ.Π.Δ. ειδική κα εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1Β του Π.Κ. Ειδικότερα και αναφορικά με τον επί μέρους ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεκτίμησε, μολονότι αναγνώσθηκε, το διαβατήριό του, αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, στο σκεπτικό, γίνεται ειδική αναφορά σ'αυτό (διαβατήριο), προκειμένου να αποκρουσθεί ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι αυτός, την 28-6-2000 δεν ήταν στην Ελλάδα, αλλά στο εξωτερικό και συνακόλουθα δεν ήταν εκείνος ο οποίος παρέλαβε το αυτοκίνητο του εγκαλούντος. Οι περαιτέρω αιτιάσεις, ότι δεν εκτιμήθηκαν σωστά τα αποδεικτικά μέσα είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας περί την εκτίμηση των αποδείξεων.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. τελευταίος λόγος της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ. Από το άρθρο 126 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι αν η κατά τόπον αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν προταθεί από κάποιο διάδικο ή από τον εισαγγελέα ή δεν γίνει αντιληπτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, καλύπτεται και δεν δύναται να προταθεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Εκ τούτου έπεται ότι εάν ο κατηγορούμενος δικάσθηκε ερήμην από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν προτάθηκε η περί αναρμοδιότητος αυτού ένσταση από κάποιον άλλο διάδικο ή από τον εισαγγελέα, αυτή καλύπτεται και η υπό του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου εκδίκαση της υποθέσεως, παρά την περί τούτου ένσταση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου ενώπιον αυτού, δεν ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του Κ.Π.Δ.
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δίκασε την υπόθεση, ερήμην του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ήταν αναρμόδιο κατά τόπον, και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που την δίκασε κατ' έφεση, παρά την περί αναρμοδιότητος σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος, έχει υπερβεί την εξουσία του. Δεν εκτίθεται, όμως, στο αναιρετήριο, ότι η ένσταση αυτή είχε προταθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου από κάποιον διάδικο ή τον Εισαγγελέα έως της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας και ότι εντεύθεν δεν έχει καλυφθεί η κατά τόπον αναρμοδιότητα αυτού. Επομένως, ο λόγος αυτός, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, το Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, απήντησε στην ως άνω ένσταση, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.


ΙΙΙ. Με τον έκτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα (άρ. 171 παρ. 1β, 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ.), διότι, η έγκληση υποβλήθηκε από μη δικαιούμενο άτομο και συγκεκριμένα από το Ψ1, ενώ, κύριος του παρανόμως ιδιοποιηθέντος αυτοκινήτου, ήταν ο Γ1 και αυτός ήταν εκείνος ο οποίος εδικαιούτο να υποβάλλει τη σχετική έγκληση. Ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, η υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αξιόποινη πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, διώκεται αυτεπαγγέλτως και όχι κατ' έγκληση, πέρα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις πραγματικές παραδοχές της προσβαλλομένης, κύριος του παρανόμως ιδιοποιηθέντος αυτοκινήτου ήταν πράγματι ο Ψ1 και όχι ο από τον αναιρεσείοντα επικαλούμενος ως τοιούτος Γ1.
Συνεπώς, ο σχετικός λόγος, είναι απαράδεκτος.
IV. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του Π.Κ., το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τα τρία έτη. Η κυρία διαδικασία αρχίζει, είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Τέλος, κατά το άρθρο 174 παρ. 1 Κ.Π.Δ. η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούμενο, καλύπτεται αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο αρχίζει η κυρία διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από την ημέρα της επιδόσεως, εφόσον όμως ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα, η επίδοση θεωρείται έγκυρη και από αυτή αρχίζει η κυρία διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξης, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο έφεσης, καλύπτεται με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κυρία διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως όταν γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, για την έρευνα της βασιμότητας λόγου αναίρεσης, με την υπ' αρ. 53055/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με απόντα τον αναιρεσείοντα, καταδικάστηκε αυτός σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, για την πλημμεληματική πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρον 375 παρ. 1β Π.Κ.), η οποία έλαβε χώρα στις 28.6.2000. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την από 9.11.2005 έφεση, στην οποία δεν προέβαλε με λόγο έφεσης ακυρότητα της επίδοσης προς αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος, με βάση το οποίο αυτός καταδικάστηκε πρωτοδίκως. Κατά την εκδίκαση της έφεσης αυτής, ο αναιρεσείων προέβαλε τις ενστάσεις της κατά τόπον αναρμοδιότητας του δικάσαντος Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της υποβολής εγκλήσεως από μη δικαιούμενο πρόσωπο, της ύπαρξης κατ' άρθρον 57 Κ.Π.Δ. δεδικασμένον, της ακυρότητας της προς αυτόν επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος και την ένσταση παραγραφής της ως άνω αξιόποινης πράξης, με την αιτιολογία ότι η επίδοση προς αυτόν αρχικά του κλητηρίου θεσπίσματος για να εμφανισθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εξέδωσε την 53.055/2003 απόφαση, ερήμην του, ήταν άκυρη και ως εκ τούτου δεν επήλθε έκτοτε αναστολή της πενταετούς, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα της επίμαχης πράξης, προθεσμίας παραγραφής, η οποία είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης. Ενόψει των ανωτέρω η τυχόν ακυρότητα της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος προς τον αναιρεσείοντα, που για πρώτη φορά αυτός προέβαλε με τον ως άνω τρόπο, δηλαδή χωρίς λόγο έφεσης, καλύφθηκε, με αποτέλεσμα, από την επίδοση αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος να έχει επέλθει, λόγω ενάρξεως της κυρίας διαδικασίας, η αναστολή της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής και ο χρόνος παραγραφής της επίμαχης πράξης, να είναι οκταετής. Κατ' ακολουθίαν το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθώς απέρριψε τον περί παραγραφής ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για την προκείμενη αξιόποινη πράξη, ο δε τέταρτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, κατ' ορθή εκτίμηση, προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, εφόσον η τυχόν ακυρότητα της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος προς τον αναιρεσείοντα, καλύφθηκε, ως εκ του ότι ο αναιρεσείων δεν διέλαβε σχετικό λόγο έφεσης κατά της, ερήμην του εκδοθείσας, πρωτόδικης απόφασης, ο σχετικός έβδομος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ., με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι κακώς απέρριψε το Εφετείο, με την ίδια, κατά τα άνω, αιτιολογία, τη σχετική ένστασή του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, αναφορικά με τον τρίτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο, για πρώτη φορά, προσβάλλονται ως άκυρες ορισμένες πράξεις της προδικασίας, αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1 και 2 και 176 του Κ.Π.Δ., η ακυρότητα αυτή προτείνεται στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο έως ότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, άλλως καλύπτεται, όπως συνέβη εν προκειμένω.
V. Κατά το άρθρο 57 του Κ.Π.Δ., αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σ'αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 526 του ίδιου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αποκλειστικά στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου και αφορούν αποφάσεις ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων. Δεν εμποδίζεται, αντίθετα, ποινική δίωξη στην ημεδαπή από απόφαση αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Π.Κ., ορίζεται ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέσθηκε στην αλλοδαπή, αποκλείεται αν ο υπαίτιος δικάσθηκε για την πράξη αυτή και αθωώθηκε ή αν, σε περίπτωση που καταδικάσθηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Κατά την παράγραφο, όμως, 2 του ίδιου άρθρου, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8 Π.Κ. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου με την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετάκλητα ή καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του, εμποδίζει νέα δίωξη στην ημεδαπή. Εξαίρεση ισχύει επί καταδικαστικής αλλοδαπής απόφασης, αν δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή, καθώς και για τα εγκλήματα που ορίζει το άρθρο 8 του Π.Κ. (ΟΛ. ΑΠ 7/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αγνόησε το δεδικασμένο, το οποίο προέκυπτε από απόφαση Γερμανικού δικαστηρίου, με την οποία αθωώθηκε για την ίδια πράξη της παράνομης ιδιοποίησης του αυτοκινήτου του εγκαλούντος και υπέπεσε έτσι στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' Κ.Π.Δ. Όπως, όμως, προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προσκομίσθηκε και πολύ περισσότερο δεν αναγνώσθηκε απόφαση Γερμανικού δικαστηρίου, με την οποία να προκύπτει η αθώωση του αναιρεσείοντος και η εκ ταύτης επιβαλλόμενη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 του Π.Κ. και συνεπώς, η προσβαλλόμενη, η οποία με συναφή αιτιολογία απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του ως άνω άρθρου και ο σχετικός λόγος είναι αβάσιμος και απορριπτέος. VI. Επειδή, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2207/1994 "αν κάποιος, που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη του ενός μηνός, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει και χωρίς αίτημα τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, αφού επέβαλε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, τη μετέτρεψε σε χρηματική, χωρίς να ερευνήσει την ύπαρξη των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της, αν και η ποινή αυτή ήταν κατώτερη των δύο ετών, με αποτέλεσμα να υπερβεί αρνητικώς την εξουσία του, οπότε πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ., να αναιρεθεί κατά τούτο, δηλαδή κατά την περί μετατροπής της επιβληθείσης μ' αυτήν ποινής φυλάκισης των δέκα πέντε (15) μηνών διάταξή της, η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (Κ.Π.Δ. 519) μη θιγομένης της περί ενοχής αποφάσεως, η οποία κατέστη αμετάκλητη.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αρ. 5954/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, μόνο ως προς τη διάταξή της με την οποία μετατρέπεται η ποινή.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρείται, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την υπ' αρ. 55/2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της ως άνω απόφασης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008.



Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή