Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 546 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.




Περίληψη:
Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία βουλεύματος για κακουργηματική απάτη στο Δικαστήριο, ηθική αυτουργία σε κακουργηματική πλαστογραφία και άμεση συνέργεια στην απάτη. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 546/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποιν. Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) X1 και 2) X2 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1303/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 30 Ιουλίου 2008 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1352/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό 492/20-10-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' άρθρ 485 &1 ΚΠΔ τις με αριθμ. 141 και 142/30-7-2008 αιτήσεις αναιρέσεων των X2 και X1, αντίστοιχα για αναίρεση του με αριθμ. 1303/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτονται κατ ουσία οι με αριθμ. 62155 και 56/2008 εφέσεις τους κατά του με αριθμ. 157/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν ο πρώτος για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση και με σκοπό περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 και για απάτη στο Δικαστήριο, με συνολικό περιουσιακό όφελος ή ζημία άνω των 73.000 ευρώ και η δεύτερη για άμεση συνεργεία στην απάτη στο Δικαστήριο με συνολικό όφελος ή ζημία άνω των 73.000 και εκθέτω τα ακόλουθα: Οι υπό κρίση αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τους κατηγορούμενους δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου τους η οποία είχε προς τούτο εξουσιοδότηση η οποία προσαρτάται στις εκθέσεις αναιρέσεων και στρέφονται κατά βουλεύματος που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχουν συγκεκριμένο λόγο, της, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ( αρθρ. 484 & 1 δ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος όπως και να συνεκδικαστούν σαν συναφείς. Ο προβαλλόμενος λόγος συνίσταται όπως αναφέρεται στις αιτήσεις αναίρεσης ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα υιοθέτησε πλήρως την εισαγγελική σκέψη χωρίς να παραθέσει δικές του σκέψεις και αιτιολογία δεν εκθέτει πραγματικά περιστατικά , δεν εκτίθεται σ'αυτό και δεν αιτιολογείται το ποσό της ζημίας ή αντιστοίχως του οφέλους το οποίο επιδίωξαν οι αναιρεσείοντες, δεν αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η αξία του ακινήτου και στοιχεία για το αν κατά τον χρόνο των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ε και πώς προέκυψε η αξία αυτή την στιγμή που το ακίνητο αποτελείται από δύο τμήματα το ένα 56 τμ μη άρτιο και το άλλο 103 τμ άρτιο μεν άλλα μη αυτοτελώς αξιοποιήσιμο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α του Π.Κ., που ορίζει ότι με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται α) πρόκληση και παραγωγή από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, στον οποίο, δεν είναι αναγκαίο, αλλά και δεν αποκλείεται, να περιλαμβάνεται και η προς τον παρακινούμενο υπόδειξη του τρόπου τελέσεως του εγκλήματος, β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής ή επιχείρηση πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως της και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή θελημένη πρόκληση της απόφασης για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος, με γνώση και θέληση και τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν.2408/1996 και αντικ. με το άρθρο 14&2α του ν. 2721/99 "παρ. 1 Όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση ... παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.370 ευρώ .Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ1 επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των "δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ". Προκύπτει για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ αρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, όπως και δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. ( ΑΠ 467/2002, ΑΠ 2170/2002, ΑΠ 858/2004, ΑΠ 1142/2003)και Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρο 46 παρ.1 περ. β' του ΠΚ, προκύπτει ότι για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας, απαιτείται, αφενός μεν ο δράστης να παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και η συνδρομή αυτή να συνδέεται προς την τελευταία, κατά τέτοιο τρόπο ώστε, χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η διάπραξη του εγκλήματος, κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί και αφετέρου απαιτείται δολία προαίρεση του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή της συνδρομής αυτής και γνώση ότι την παρέχει για την εκτέλεση από τον αυτουργό της κύριας πράξεως και λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν στο πρόσωπο του συνεργού συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις (ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1235/2005). Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' ΚΠΔ, υπάρχει όταν το συμβούλιο εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα στο αιτιολογικό του βουλεύματος, ή και σε συνδυασμό με το διατακτικό του, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις βάσει των οποίων έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου για τη συγκεκριμένη πράξη. ( ΑΠ Ολ. 2/2002, ΑΠ 814/2000, ΑΠ 1167/2000, ΑΠ 854/2004, ΑΠ 1504/2004, ΑΠ 1984/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Σε εκτέλεση πρώτου απογράφου της με αριθμ. 104/2000 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών επιβλήθηκε εις βάρος του Α κατάσχεση επί ενός διαμερίσματος εκ δύο δωματίων και κουζίνας μετά οικοπέδου έκτασης 56 τμ. το οποίο βρισκόταν σε οικία στην θέση "....." επί της πλατείας ..... αριθμ. ... πρώην ..., το οποίο είχε περιέλθει στον καθ'ου ο πλειστηριασμός δυνάμει της με αριθμ. ..... δημόσιας διαθήκης της μάμμης του Β το οποίο και εκπλειστηριάστηκε και περιήλθε στον εγκαλούντα. Ολόκληρη η οικία μέρος της οποίας το ως άνω διαμέρισμα αποτελούνταν από τέσσερα τμήματα όσα και τα αδέλφια της δικαιοπαρόχου τα οποία και προχώρησαν στην διανομή και από τα οποία ένα τμήμα (1/4) περιήλθε στην κυριότητα του δευτέρου αναιρεσείοντα δυνάμει του ..... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου ενώ τα υπόλοιπα ανήκοντα στην μητέρα του περιήλθαν σ'αυτόν της με την ημερομηνία 5-2-1994 ιδιόγραφη διαθήκης της η οποία δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε κυρία με τήν με αριθμ. 1163/12-1996 απόφαση του Μον. Πρωτ. Αθηνών μετά από την αναγνώριση της γραφής και υπογραφής της διαθέτιδας και την ένορκη βεβαίωση επί τούτου από την πρώτη αναιρεσείουσα. Με την διαθήκη αυτή καταλείπονταν στον αναιρεσείοντα η ακίνητη ιδιοκτησία της μεταξύ της οποίας και το επίδικο μετά του αναλογούντος ποσοστού επί του οικοπέδου Μετά την περιαγωγή του παραπάνω ανίκητου στον εγκαλούντα δυνάμει του αναγκαστικού πλειστηριασμού που επιβλήθηκε, ο εγκαλών εκμίσθωσε την 27-1-2001 το εν λόγω ακίνητο στον αναιρεσείοντα για επαγγελματική χρήση. Ο αναιρεσείων όμως την 6-12-2002 με αίτηση του προς το Μον. Πρωτ. Αθηνών κατέθεσε αίτηση και ζήτησε να δημοσιευτεί και να κηρυχθεί κυρία η με ημερομηνία 8-4-1994 δεύτερη ιδιόγραφη διαθήκη της Γ η οποία μετά την ένορκη βεβαίωση περί της γνησιότητας της και πάλι από την πρώτη αναιρεσείουσα δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε και αυτή κυρία. Μετά την διαδικασία αποδοχής και μεταγραφής ο δεύτερος αμφισβήτησε την κυριότητα του εγκαλούντα επί του ακινήτου που περιήλθε σ'αυτόν από τον πλειστηριασμό και ξεκίνησε μεταξύ τους αντιδικία ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Περαιτέρω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται περιστατικά σχετικά με την δραστηριότητα του καθ ενός των αναιρεσειόντων ρητής αναφοράς γενομένης για το ότι ο μόνος που είχε συμφέρον για την κατάρτιση, χωρίς να τον κατονομάζει σαν πλαστογράφο , εμφάνιση και δημοσίευση ήταν ο πρώτος αναιρεσείων και ότι στην πράξη του αυτή του περείχε άμεση συνδρομή η δεύτερη, η δραστηριότητα της οποίας περιγράφεται ως συνιστώσα απαραίτητη προϋπόθεση για την τέλεση της πράξης του άλλου αναιρεσείοντα και για την οποία αναφέρεται ότι είναι το ίδιο πρόσωπο που βεβαίωσε για την γνησιότητα και των δύο ιδιογράφων διαθηκών της διαθέτιδας τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης (πλαστής) διαθήκης εν γνώσει τελώντας της πλαστότητας της γενομένης μάλιστα και σχετικής πιθανολόγησης από ένα των πραγματογνωμόνων ότι είναι το πρόσωπο που κατάρτισε την επίδικη διαθήκη. Περί της πλαστότητας της διαθήκης αυτής υπάρχει ομοφωνία των πραγματογνωμόνων Δ1, Δ2, Δ3 και Δ4 από τις πραγματογνωμοσύνες των οποίων προέκυψε ότι η διαθήκη αυτή είναι πλαστή χωρίς όμως με βεβαιότητα να αποφαίνονται οι πραγματογνώμονες αυτοί για τον δράστη της πλαστογραφίας αν και ο ένας από αυτούς , η Δ3, πιθανολογεί ότι αυτή που κατάρτισε την επίδικη διαθήκη είναι η αναιρεσείουσα η οποία και βεβαίωσε στο δικαστήριο ένορκα την γνησιότητα της. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98 216 &1-3 και 386 &1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται μεταξύ στο σκεπτικό ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος όπως δεν υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας με την εξ ολοκλήρου αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση του Εισαγγελέα γιατί η πρόταση του εισαγγελέα ενσωματώνεται στο βούλευμα και αποτελεί με αυτό ενιαίο σύνολο και περιέχει πλήρη και σαφή αιτιολογία οπότε επιτρεπτά γίνεται η εξ ολοκλήρου αναφορά του Συμβουλίου στην ενσωματούμενη πρόταση προς αποφυγή επαναλήψεων (ΑΠ Ολ. 1227/79, ΑΠ 1151/2006, ΑΠ 59/2005, ΑΠ 1527/2000), απορριπτόμενων των αιτιάσεων για το ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρεται στην αξία των ακινήτων άλλως δεν προκύπτει ότι η αξία τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ε. γιατί στην εισαγγελική πρόταση που ενσωματώνεται στο βούλευμα αναφέρονται στοιχεία περί της αξίας των ακινήτων και γίνονται σκέψεις σχετικά με την αξία τους και εκτίθεται σαν πραγματικό περιστατικό και υποστηρίζεται με σχετικές σκέψεις περί του ότι η αξία των ακινήτων υπερβαίνει τις 73.000 ε. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει ν'απορριφθεί.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να απορριφθούν οι με αριθμ. 141 και 142/30-7-2008 αιτήσεις αναιρέσεων των X2 και X1, αντίστοιχα για αναίρεση του με αριθμ. 1303/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτονται κατ ουσία οι με αριθμ. 62155 και 56/2008 εφέσεις τους κατά του με αριθμ. 157/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών.
Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων .
Αθήνα την 25-10-2008
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου
Ιωάννης Χρυσός

Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του από αυτήν προβλεπομένου εγκλήματος της απάτης απαιτείται: 1) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίησή του, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε ο απατώμενος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που ενέχει περιουσιακή διάθεση και συνεπάγεται περιουσιακή βλάβη και 3) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή) στην οποία παραπείστηκε ο παθών. Επομένως, για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης απαιτείται να υπάρχει αντικειμενικώς αιτιώδης σύνδεσμος, αφ' ενός μεν μεταξύ της απατηλής ενέργειας του δράστη και της πλάνης του άλλου, αφετέρου δε μεταξύ της πλάνης και της συμπεριφοράς στην οποία παραπείστηκε ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση που επάγεται περιουσιακή βλάβη στον ίδιο ή άλλο, η βλάβη δε αυτή να είναι το αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του αυτής. Δεδομένου δε ότι δεν απαιτείται ταύτιση του παραπλανηθέντος και του υποστάντος τη βλάβη, η απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και με την παραπλάνηση του Δικαστή σε πολιτική δίκη, οσάκις υποβάλλεται ψευδής ισχυρισμός υποστηριζόμενος με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων αλλά με αναληθές περιεχόμενο ή με άλλα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, κατά την παρ.3 εδ. β' του άρθρου 386 ΠΚ., όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ.1 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται πλέον, κατά την παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.2β' του Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών 73.000 Ευρώ. Τέλος, κατά το άρθρο 46 & 1 ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικώς, α) πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οιασδήποτε πλάνης (πραγματικής, νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια), με πειθώ ή φορτικότητα κλπ, αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός. Εξάλλου, κατά το άρθρο 46 παρ. 1β ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας σε έγκλημα άλλου, βάσει της αρχής του περιορισμένου παρακολουθητικού χαρακτήρα της συμμετοχής, που καθιερώνει το άρθρο 48 του ΠΚ, απαιτείται α) αφενός μεν ο άλλος (ο αυτουργός) να διαπράξει ή να αποπειραθεί τουλάχιστον να διαπράξει την άδικη πράξη, αφετέρου δε ο συνεργός να τελέσει πράξη υποστηρικτική της κύριας πράξης του αυτουργού, με άμεσα συνδεδεμένη με αυτή βοηθητική ενέργεια σε τρόπο, ώστε, χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η τέλεση του εγκλήματος. Η συμμετοχή σε απάτη και πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν η επιβαρυντική περίσταση συντρέχει και στο πρόσωπο του συμμέτοχου. Περαιτέρω, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 περ. δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν στο βούλευμα δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τα οποία αρκεί να προσδιορίζονται κατ' είδος, καθώς και oι σκέψεις με βάση τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα εν λόγω περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε και έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Κατά το άρθρο 484 παρ.1 περ. β' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος ιδρύει και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο, δεν υπάγει σωστά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα, κατά τρόπο σαφή, πλήρη, ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1303/2008 βούλευμά του, δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των αναφερόμενων κατ' είδος και κατηγορία αποδεικτικών μέσων, που συγκεντρώθηκαν από την ανάκριση, προέκυψαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :
"Σε εκτέλεση πρώτου απογράφου της υπ' αριθμόν 104/2000 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών για συνολική οφειλή 1.074.000 δραχμών του Α προς τον επισπεύδοντα και ήδη εγκαλούντα Ψ, με την 145/2000 έκθεση του δικαστικού επιμελητή ....., κατασχέθηκε ακίνητο του οφειλέτη, το οποίο εκπλειστηριάσθηκε, με την υπ' αριθμ. ..... έκθεση της συμβολαιογράφου Αθηνών Στυλιανής Δημητρέλλου και κατακυρώθηκε στον εγκαλούντα. Εκτός αυτής του εγκαλούντος, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. ..... πιστοποιητικό βαρών του υποθηκοφύλακα Κηφισιάς υπήρχαν εγγραφές αναγκαστικών κατασχέσεων υπέρ του Β' ταμείου ΙΚΑ Αθηνών και της Δ.Ο.Υ Κηφισιάς συνολικού ύψους 50.065.296 δραχμών. Στην υπ' αριθμ. ..... περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης το εκπλειστηριασθέν ακίνητο περιγράφεται, ως ένα διαμέρισμα πεπαλαιωμένο, κείμενο αριστερά αυτού που εισέρχεται στην οικία, αποτελούμενο από δύο δωμάτια και κουζίνα μετά του οικοπέδου του εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών πενήντα και έξι (56) εξ αδιαιρέτου περίπου (του όλου οικοπέδου αποτελούμενου από περισσότερα εξ' αδιαιρέτου μερίδια) κείμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου ....., στην θέση ".....", επί της πλατείας ..... αριθμός ... πρώην ... . Το ως άνω διαμέρισμα συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων ....., νότια με ιδιοκτησία ..... και με την πλατεία ....., ανατολικά με ιδιοκτησία ..... και δυτικά με ιδιοκτησία Ε και νυν Γ. Στην ίδια έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου, ο δικαστικός επιμελητής αναφέρει ότι ο οφειλέτης Α περιέγραψε το ακίνητο διαφορετικά, δηλαδή ως ένα οικόπεδο με το επ' αυτού ισόγειο πεπαλαιωμένο, κεραμοσκεπές κτίσμα, κείμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ..... και εντός του ..... Ο.Τ. Δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, έχει έκταση 56 τετραγωνικά μέτρα, είναι περίκλειστο και συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία ....., Ανατολικά με ιδιοκτησία ....., πρώην ....., νότια με ιδιοκτησία Ψ πρώην ..... και δυτικά με ιδιοκτησία Ψ, πρώην Ε. Η ιδιοκτησία αυτή του οφειλέτη είχε περιέλθει σε αυτόν κατά ποσοστό 1/2 εξ' αδιαιρέτου με την υπ' αριθμ. ..... δημόσια διαθήκη της μάμμης του Β την οποία απεδέχθη με την υπ' αριθμ. ..... πράξη της συμβολαιογράφου Κηφισιάς Μαρίας Δημητρακοπούλου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα και το υπόλοιπο 1/2 με δωρεά της αδελφής του ΣΤ, δια του υπ' αριθμ. ..... συμβολαίου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε και αυτό νόμιμα. Στην δικαιοπάροχό τους Β είχε περιέλθει από κληρονομιά του πατέρα της Ζ3 και σε αυτόν, βάσει του υπ' αριθμ. ..... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Παναγιώτου Πέρδικα, με το οποίο οι τέσσερις γιοι του Ζ, Ζ1, Ζ2, Ζ3 και Ζ4 διένειμαν την ακίνητη περιουσία του πατέρα τους μαζί και μία οικία συνολικής επιφάνειας 816 τεκτονικών τετραγωνικών πήχεων την οποία είχε αγοράσει ο Ζ με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Σούτσου, από την ....., λαμβάνοντας ο καθένας ένα μέρος της οικίας με κοινή την είσοδο και κοινή χρήση της αυλής. Ολόκληρη η οικία, μέρος της οποίας αποτελούσε και το εκπλειστηριασθέν ακίνητο, αποτελούνταν από 4 τμήματα, όσα και τα αδέλφια που προχώρησαν στην διανομή της περιουσίας και από αυτά το ένα τμήμα περιήλθε στην κυριότητα του πρώτου κατηγορουμένου, δυνάμει του υπ' αριθμ. ..... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κηφισιάς Μαρίας Δημητρακοπούλου, με αγορά από τους ....., ....., ....., τα άλλα δύο φέρονται να έχουν περιέλθει στην κυριότητα του από 8/4/1994 διαθήκης της Γ. Η φερόμενη ως δικαιοπάροχος του πρώτου κατηγορουμένου Γ είχε στην κυριότητα της δύο τμήματα της ως άνω ενιαίας οικίας. Ένα διαμέρισμα που περιγράφεται ως πεπαλαιωμένο ισόγειο διαμέρισμα, συνολικής εκτάσεως περίπου 70 τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους κείμενο δεξιά του εισερχομένου στην οικία, που συνορεύει ανατολικά με διαμέρισμα της ιδίας οικίας, ιδιοκτησίας κληρονόμων ....., δυτικά με οικία Λογοθέτη, βόρεια με ..... και νότια με οικία ....., πρώην ....., το οποίο αγόρασε από τον Ε δυνάμει του υπ' αριθμ. ..... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Μ. Τσαντίλα. Στον Ε είχε περιέλθει από κληρονομιά της Β δυνάμει της υπ' αριθμ. ..... διαθήκης. Στην Β είχε περιέλθει από αγορά από τον Ζ3 δυνάμει του υπ' αριθμ. ..... συμβολαίου και στον Ζ3 από αγορά, με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο, από τον ..... . Στον ..... είχε περιέλθει από αγορά από τον ..... και σε αυτόν με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο διανομής. Ένα δεύτερο διαμέρισμα που περιγράφεται ως αποτελούμενο από ένα δωμάτιο και κουζίνα ερειπωμένο, έκτασης περίπου 100 τεκτονικών τετραγωνικών πήχεων που συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων ....., δυτικά με εμβασιά, βόρεια με ιδιοκτησία Ζ3 και νότια με εμβασιά οικίας και ενός στάβλου ερειπωμένου, περιήλθε στην κατοχή της δυνάμει του ..... συμβολαίου, του συμβολαιογράφου Κηφισιάς Παυσανία Μπονάτσου, με αγορά από τους ....., ....., ....., ..... και ..... . Στους προαναφερθέντες περιήλθε κατά ποσοστό 1/5 εξ' αδιαιρέτου από κληρρνομιά του προαποβιώσαντος πατέρα τους ..... και σε αυτόν με το υπ' αριθμ. ..... διανεμητήριο συμβόλαιο. Την 15-7-1994 απεβίωσε η ανωτέρω Γ και ακολούθως, ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου Χ2 και του πατέρα του Α, δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ. 1163/12-9-1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η από 5-2-1994 ιδιόγραφη διαθήκη της. Ενώπιον του Δικαστηρίου εξετάσθηκε ενόρκως η δευτέρα των κατηγορουμένων η οποία βεβαίωσε τη γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής της μητέρας της. Στη διαθήκη αυτή μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής: "... Στον γιό μου Α ... αφήνω το παλιό δωμάτιο με την κουζίνα και τον παλιό στάβλο που έκανα αποθήκη μαζί με το οικόπεδο αυτών και της αυλής οιασδήποτε εκτάσεως και αν είναι που αγόρασα από τους ..... . Επίσης αφήνω στον ίδιο τα δύο παλιά δωμάτια με τους βοηθητικούς χώρους και με το οικόπεδο αυτών και την αυλή κήπο με δένδρα που βρίσκεται ανάμεσα από τα δωμάτια αυτά και ..... όπισθεν του ..... μαζί με το ποσοστό οικοπέδου που αναφέρεται στο συμβόλαιο μου, επίσης αφήνω στον γιο μου τούτον Α το ποσοστό μου που έχω από κληρονομιά του συζύγου μου Η επί επιφανείας και παλιού οικήματος μπροστά, δηλαδή ανατολικά της ιδιοκτησίας ..... και μέχρι της διόδου ....., οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία μου βρεθεί μετά το θάνατο μου αφήνω στον γιο μου αυτόν ...". Ο εγκαλών, μετά τον πλειστηριασμό, στις 27/1/2001, εκμίσθωσε το ακίνητο στον πρώην οφειλέτη του Α για δύο έτη προκειμένου να λειτουργήσει ως ταβέρνα. Λόγω καθυστέρησης καταβολής των μισθωμάτων και λήξης της μίσθωσης, ανέκυψε αντιδικία κατά την οποία ο Α ισχυρίσθηκε ότι το μίσθιο ακίνητο ανήκε στον γιο του Χ2 σύμφωνα με διαθήκη της γιαγιάς του Γ. Τότε ο εγκαλών Ψ, διαπίστωσε ότι την 6-12-2002 ο πρώτος των εκκαλούντων κατηγορουμένων, Χ2 με αίτησή του ζήτησε να δημοσιευτεί δεύτερη ιδιόγραφη διαθήκη, με χρονολογία 8-4-1994, της Γ με την οποία κληρονόμος των ακινήτων αυτών ορίζεται ο ίδιος. Πέτυχε δε να δημοσιευτεί και να κηρυχθεί κυρία και η δεύτερη αυτή διαθήκη με την υπ' αριθμ. 1981/6-12-2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά τη σχετική διαδικασία κατέθεσε ως μάρτυρας και πάλι η δεύτερη κατηγορουμένη X1, η οποία βεβαίωσε τη γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής της διαθέτιδος. Ακολούθως ο πρώτος κατηγορούμενος αποδέχθηκε την κληρονομιά με την υπ' αριθμ. ..... πράξη της συμβολαιογράφου Κηφισιάς Μαρίας Δημητρακοπούλου, η οποία μετεγράφη την 12/11/2003. Έκτοτε εμφανιζόμενος ως κύριος των ακινήτων αυτών αμφισβήτησε την ταυτότητα του ακινήτου που απέκτησε με τον αναγκαστικό πλειστηριασμό ο εγκαλών ισχυριζόμενος ότι δεν είναι το διαμέρισμα αριστερά ως προς αυτόν που εισέρχεται στην οικία αλλά αυτό που βρίσκεται δεύτερο δεξιά. Έτσι ξεκίνησε αντιδικία μεταξύ τους ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων. Για τη διερεύνηση της γνησιότητας η μη της από 8-4-1994 διαθήκης διατάχθηκε κατά την κυρία ανάκριση και διενεργήθηκε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη από την γραφολόγο Δ3, η οποία κατέληξε με βεβαιότητα στο συμπέρασμα η διαθήκη αυτή είναι πλαστή. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι γραφολόγοι Δ1, Δ2 οι οποίοι ενήργησαν κατ' εντολή του εγκαλούντος, αλλά και ο Δ4, ο οποίος ενήργησε κατ' εντολή των κατηγορουμένων. Είναι προφανές ότι ο μόνος που είχε ισχυρότατο κίνητρο και μεγάλο οικονομικό όφελος από την πράξη αυτή είναι ο κατηγορούμενος Χ2. Επειδή όμως δεν διακριβώθηκε ποιος κατάρτισε την πλαστή διαθήκη, με το εκκαλούμενο βούλευμα ο κατηγορούμενος αυτός παραπέμφθηκε για ηθική αυτουργία στην πράξη της πλαστογραφίας. Είναι επίσης προφανές ότι η κατηγορουμένη X1 γνώριζε την γνήσια γραφή και υπογραφή της μητέρας της και επομένως, γνώριζε ότι η από 8-4-1994 διαθήκη είναι πλαστή. Ας σημειωθεί εδώ ότι η διορισθείσα κατά την ανάκριση γραφολόγος Δ3 πιθανολογεί ότι η πλαστή αυτή διαθήκη έχει χαραχθεί από την κατηγορουμένη X1. Παρά ταύτα όμως, εν γνώσει της ψευδώς βεβαίωσε ενόρκως την γνησιότητά της ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου να συνδράμει τον συγκατηγορούμενό της στην παραπλάνηση του Δικαστή, ώστε να την δημοσιεύσει και να την κηρύξει κυρία. Το συνολικό όφελος δε το οποίο επιδίωξαν οι κατηγορούμενοι, ισούται με την αξία των ακινήτων για τα οποία καταρτίσθηκε η πλαστή διαθήκη. Η αγοραία αξία κάθε ενός από αυτά ακινήτου - επομένως και του περιελθόντος στον εγκαλούντα- υπολογιζόμενη ως ανάλογο προς την έκταση τους ποσοστό επί της αξίας του όλου ακινήτου, το οποίο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και ευρίσκεται σε κεντρικό σημείο της ....., υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 73.000 ευρώ. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτουν εις βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων επαρκείς ενδείξεις ενοχής, οι οποίες δικαιολογούν και επιβάλλουν την παραπομπή τους στο ακροατήριο για να δικαστούν για τις ανωτέρω πράξεις, ο πρώτος για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση και με σκοπό περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου που υπερβαίνουν το ποσόν των 73.000 ευρώ, απάτη στο Δικαστήριο με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 73.000 ευρώ και η δεύτερη για άμεση συνεργεία σε απάτη στο Δικαστήριο με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 73.000 ευρώ. Επομένως, ορθά εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν οι καταθέσεις των μαρτύρων και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό, από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμα του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις και ορθά παρέπεμψε τους εκκαλούντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών. Κατ' ακολουθία των εκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσία οι υπό κρίση εφέσεις, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να διαταχθεί η εκτέλεσή του. Με το από 11-3-2008 ϋπομνημά τους οι κατηγορούμενοι ζητούν να διενεργηθεί συμπληρωματική κυρία ανάκριση προκειμένου να εξετασθεί γραφολογικά με πραγματογνωμοσύνη αν και η πρώτη από τις ανωτέρω διαθήκες είναι γνήσια ή όχι. Η γνησιότητα όμως ή μη της διαθήκης αυτής δεν ασκεί επίδραση στη διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης και επομένως το αίτημα των κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθεί. Εξ άλλου, επειδή τα έγγραφα που προσκόμισαν, ο εγκαλών με το από 5-3-2008 και οι κατηγορούμενοι με τα από 11-3-2008 και 2-6-2008 υπομνήματά τους, δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στην κρίση για την παρούσα υπόθεση, παρέλκει η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται στη διάταξη του αρθ. 309§2 εδ. β' ΚΠΔ. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, απέρριψε κατ' ουσίαν τις με αριθμό 55 και 56/2008 εφέσεις των αναίρεσειόντων Χ2 και X1, κατά του 157/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο και επικύρωσε και με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν 1) ο πρώτος για α) ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση και με σκοπό το περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) απάτη στο Δικαστήριο με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 73.000 ευρώ και 2) η δεύτερη για άμεση συνεργεία σε απάτη στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 73.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων α) της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση προς τον σκοπό πορισμού οφέλους, από την οποία το όφελος που επιδιώχθηκε και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ β) της απάτης και άμεσης συνέργειας σε απάτη στο Δικαστήριο προς το σκοπό προσπορισμού αθεμίτου οφέλους υπερβαίνοντος τα 73.000 ευρώ, αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και παραθέτει τις σκέψεις υπαγωγής αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 1, 3, 216 παρ.1 και 3, όπως η παρ. 3 αντικ. με το άρθρο 14 παρ.2β' του ν. 2721/1999, 13 στοιχ γ', 46 παρ. 1α', β', 49 παρ. 2, 94 ΠΚ, καθώς και εκείνες με βάση τις οποίες έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τα παραπάνω εγκλήματα, τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται από τις ως άνω ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα δεν υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ του λόγου ότι το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην Εισαγγελική πρόταση, γιατί αυτή είναι ενσωματωμένη στο βούλευμα, αποτελεί με αυτό ενιαίο σύνολο, περιέχει δε πλήρη και σαφή αιτιολογία και η σχετική αναφορά γίνεται προς αποφυγήν άσκοπων επαναλήψεων. Εξάλλου η αιτίαση των αναιρεσειόντων, συνισταμένη στο ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς η κρίση του Συμβουλίου, ως προς το ύψος του οφέλους που επιδιώχθηκε και της αντίστοιχης ζημίας που προκλήθηκε από τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις είναι αβάσιμη, αφού στην πρόταση του Εισαγγελέα, την οποία αποδέχεται το βούλευμα, αιτιολογείται επαρκώς το ύψος αυτών, το οποίο, συνεκτιμωμένων όλων των αποδεικτικών στοιχείων, προσδιορίζεται σε ποσό μεγαλύτερο των 73.000 ευρώ και το οποίο, σύμφωνα με τις παραδοχές του, ταυτίζεται με την αξία των επιδίκων ακινήτων. Επομένως είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 484 & 1 στοιχ. δ' (μοναδικός) λόγος των αναιρέσεων. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολο τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 30 Ιουλίου 2008 αιτήσεις των 1) Χ2 και 2) X1 για αναίρεση του με αριθμό 1303/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και

Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2009.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή